05| Deadly But Lovely Woman
Για την Περσεφόνη, αλλά και για κάθε Θεό, ο χρόνος δεν είχε σημασία. Ο θάνατος τους χαιρετούσε όταν ερχόταν η ώρα και αυτοί τον έβλεπαν να περνάει δίπλα τους ξυστά, να παγώνει την φύση ή να της δίνει ζωή τα καλοκαίρια. Στα δικά τους μάτια, ο χρόνος δεν ήταν εχθρός γιατί ποτέ, ποτέ δεν ερχόταν για αυτούς.
Ίσως για αυτό η είδηση της κατάρας τάραξε τόσο την Περσεφόνη. Το πως η απλή μνήμη μιας ιδέας που δεν την άγγιζε, αρκούσε να πλησιάσει και ιδανικά να αγγίξει την ασπίδα που είχε χτίσει γύρω από το κάστρο της. Θα μπορούσε να πεθάνει έχοντας ζήσει ζωές πολλές αλλά όχι αρκετές, σχεδόν ποτέ αρκετές.
Η καρδιά της θα μπορούσε να είναι παγωμένη, αν κρινόταν από τον τρόπο που κοιτούσε τα πάντα. Αλλά αν έκρυβε την καρδιά της στην θέα των ματιών της, ίσως να έχανε κάθε μάχη απέναντί της και ίσως αυτή να ήταν επιλογή για κάποιους άλλους αλλά ποτέ για αυτήν.
«Σε φοβίζει ο θάνατος Άδη;» λέει, φαντάσματα μιας ανασφάλειας που μεταμφιέζονται σε λέξεις που δεν συμπαθούσε. Οι σκέψεις του δεν ήταν ανοιχτές σε αυτήν και η Περσεφόνη μισούσε αυτήν την σιωπή σχεδόν όσο μισούσε τον εαυτό της που την σεβόταν.
Είχε μάθει πως ο φόβος ήταν απλή αντίδραση μιας αδυναμίας που κρινόταν πάντοτε ανεξέλεγκτη. Σε αγαπάω αλλά σε φοβάμαι, σκεφτόταν πάντα. Και κάθε φορά έβλεπε το πρόσωπο τού Άδη να την κοιτάζει πίσω, φόντο το σκοτάδι, καρδιά πνιγμένη στο μίσος.
Aκόμα θυμάμαι.
♛
«Περσεφόνη.» ψιθυρίζει ένα βράδυ. Ο Άδης βρίσκεται με την Περσεφόνη στον άλλο Κόσμο σχεδόν επτά μήνες, αλλά πρώτη φορά λέει το όνομα της με τέτοιο τρόπο. Τρέμει ευαίσθητα, έτοιμη να σπάσει.
Ήταν ο τρόπος που την κάλεσε αυτό που την έκανε να χαμογελάει. Το έλεγε απαλά, μια υποχώρηση, μια άσπρη αμαρτία μπροστά στις δικές της. Και γυρνούσε σε αυτόν δίχως δεύτερη σκέψη, φυλάγοντας τα μάτια της σε μια απόσταση από τα δικά του. «Οι άνθρωποι σε φοβούνται, Περσεφόνη, το ξέρεις;»
Τα μάτια της πέρασαν από μια απόχρωση άγρια που σίγουρα θα είχε ξαναδεί. Το μαύρο αυτό ήταν ο δικός της τρόπος να δείξει πως η συζήτηση είχε το ενδιαφέρον της, απαντάει. «Με υποτιμάς, άνθρωπε. Το είδος σου φοβάται τις σκιές τους και αυτές των δέντρων. Μια μορφή που θα μπορούσε να με σκοτώσει, θα φόβιζε μέχρι και εμένα. Εγώ μπορώ να τους σκοτώσω όλους, γιατί να μην με φοβάται κανείς;»
«Δεν σε υποτιμάω, σε φοβάμαι.»
«Υποθέτεις όμως ότι δεν αξίζω τον φόβο που φοράει το όνομά μου. Χαριτωμένο.» Η πίκρα της σχεδόν βάφει την φωνή της. Εκείνος την αναγνωρίζει, την βλέπει ξεκάθαρα μπροστά του· αντίγραφο τής δικιάς του. Τα μάτια της είναι κλειστά και η επιδερμίδα της κρύβει τις σκιές που τόσο προσπαθούσε να κρύψει κάτω από το χαλί. Αλλά αυτές με την επιμονή της φούσκωναν περισσότερο και απαιτούσαν προσοχή και φασαρία. Ήταν λες και η ενέργειά της ήταν μια ξένη δύναμη δίχως έλεγχο.
«Δεν σε υποτιμάω Περσεφόνη.»
«Αν σε ήθελα νεκρό, θα σε είχα αφήσει μόνο σου καιρό πριν. Το να με φοβάσαι είναι ανόητο. Αν ήθελα να σε φοβίσω θα το είχα κάνει.»
«Δεν θες να σε φοβάμαι δηλαδή;»
«Ο τελευταίος άνδρας που το έκανε, είδε το κεφάλι του να πέφτει πριν προλάβει να ανοιγοκλείσει τα μάτια του.» λέει σοβαρά, η είδηση είχε άσχημη γεύση για τον Άδη. Ασυναίσθητα άγγιξε το κεφάλι του, κλέβοντας μια εικόνα φρικτή για τους εφιάλτες του.
«Καμαρώνεις για τον θάνατο και σου θυμίζει συλλογή από επιτεύματα. Φοβάμαι,ναι.» παραδέχεται ξανά. Οι λέξεις πετάνε από το στόμα του αμέσως, δεν προλαβαίνει καν να τις σταματήσει πριν τρέξουν στα αφτιά της. Εκείνη γελάει με ένα αστείο που δεν ήρθε ποτέ.
«Φαντάζομαι πως ο φόβος είναι ανθρώπινος. Αλλά εγώ δεν τον έχω νιώσει ποτέ.»
«Δεν έχεις φοβηθεί ποτέ; Δεν σε πιστεύω.» λέει η ανδρική του αλαζονεία πειραγμένη ελαφρώς.
«Είμαι η Θεά των Νεκρών, όχι τής ομορφιάς... τι έχω να φοβηθώ; Ο φόβος μου θα ήταν τροφή για όσους ζουν μαζί μου. Όμως μην ξεχνάς πως δεν τρέφονται αυτοί από εμένα αλλά εγώ από αυτούς.»
«Εννοώ πως δεν πιστεύω στο ψέμα σου. Όταν ήμασταν στον Όλυμπο, το μόνο πράγμα που μπορούσα να ακούσω ήταν την φωνή σου. Και ήταν πολλή φοβισμένη. Αναρωτιέμαι... πώς βλέπεις εσύ τον φόβο και γιατί ανόητα τον αγνοείς;»
«Η όψη του είναι δικιά σου επιρροή γιατί εσύ τον ντύνεις. Η πρώτη φορά που είδα τον φόβο Άδη ήταν όταν καιγόσουν και το σώμα σου έτρεμε κουρασμένο, σε ένα πνεύμα απόγνωσης που δεν θα έβρισκε ποτέ κανένας υπερβολικό. Ήταν φοβερό.» εξηγεί όσο η φωνή της χάνεται στον χώρο. Ξαφνικά δεν μπορεί να την δει πια μπροστά του. Η ανάσα του κρέμεται στην παρουσία της και για μια στιγμή, μέχρι να νιώσει τον απότομο άνεμο στο πρόσωπό του, ξεχνάει τα πάντα. Πάντα της άρεσε να χάνεται από τα μάτια του.
Η Περσεφόνη ήταν παντού. Τα τείχη είχαν φτιαχτεί από εκείνη και κάθε εκατοστό χώματος ανταποκρινόταν στις σόλες της, η φωτιά που πάντα έτρεχε στις πλάτες του την ακολουθούσε. Και όποτε η Περσεφόνη επιθυμούσε, τα πάντα φώναζαν για αυτήν. «Ο φόβος,» ξεκινάει να λέει «είσαι εσύ. Ταυτίζεσαι με τις κοφτές ανάσες με τον ίδιο τρόπο που ταυτίζεσαι με το γέλιο όταν το νιώθεις. Οι παλμοί που πέφτουν, είναι δικοί σου.» Ο Άδης κοιτάζει τον γκρεμό, όσο η φωνή δίχως σώμα πλησιάζει το αφτί του...«Φόβος για εμένα είναι ο τρόπος που με κοιτάζεις. Γιατί δεν με αγαπάς και ούτε με μισείς.»
«Δεν γίνεται να φοβάσαι ό,τι αγαπάς.»
«Έτσι πιστεύεις;»Το χέρι της το νιώθει κρύο όταν αγγίζει την ραχοκοκαλιά του. Στα παιχνίδια της χτυπούσε πάντα σαν συναγερμός, το δέρμα του. «Μπορείς να νιώθεις πολλά πράγματα για τον φόβο πιστεύω.» συνεχίζει.
«Δεν το πιστεύω. Το ξέρω.» Δηλώνει πριν επαναλάβει «Δεν γίνεται να φοβάσαι ό,τι αγαπάς.»
Δεν πήρε απάντηση.
Στην μυρωδιά τής αλήθειας, αυτήν που αγαπούσε να γνωρίζει η Περσεφόνη, ο Άδης ήταν θύμα. Κάθε φορά που έβλεπε τα μάτια του Αδη, καταλάβαινε τα πάντα. Και δεν ήταν τόσο η αναγνώριση τής αίσθησης, αλλά το γεγονός πως γνώριζε τον Άδη. Και τον φόβο γνώριζε μέσα από τον Άδη. Για όλους τους άλλους υπέθετε τα χειρότερα. Στην εικόνα της όλοι πέθαιναν και το όνομά της ήταν υπογραφή στα μοιρολόγια και στους θρήνους.
Γιατί να μην την φοβόταν κανείς; Ο Άδης αναρωτιόταν... αλλά και γιατί να την αγαπούσε;
Αυτή η έκδοση τού Άδη γνωρίζει την αλήθεια και έχει μάθει να μισεί την Περσεφόνη για κάθε φλόγα που προσπαθεί να αρχίσει μονάχα για μάτια του.
Ήταν γεγονός πως επτά μήνες δεν ήταν αρκετοί για να βρουν ο ένας τον άλλον. Άραγε πόσοι ήταν;
Άδης και Περσεφόνη- τι σήμαινε πια αυτό;
♛
«Δεν φοβάμαι πολλά πράγματα πια.» παραδέχεται τελικά. Τα χέρια του τρέμουν αλλά δεν ξέρει αν είναι το άγχος του ή μια οργή που προσπαθεί να κρύψει.
«Γιατί;»
«Γιατί ξέχασα πως είναι να χάνεις κάτι που αγαπάς.»
Και αφήνει την συζήτηση εκεί. Ο Άδης δεν προσπαθεί να μαντέψει τις σκέψεις της και ούτε προσπαθεί να κυνηγήσει αυτές που την πονάνε. Η θέση του ήταν να σταθεί πλάι της και όχι πίσω από την σκιά της, φοβούμενος την καταιγίδα με το όνομά της.
Αντίθετα, η Περσεφόνη αφήνει τον άνεμο να τρέχει γύρω της όσο ο Άδης σκεφτόταν την επόμενη κίνησή τους. Με το να αγνοεί προβλήματα καταφέρνει να θυμηθεί άλλα και ένα από αυτά ήταν η μητέρα της. Ήταν σχεδόν αστείο πόσο εύκολα μπορούσε να χαθεί σε αυτόν τον κόσμο, να παρασυρθεί από ρεύματα και να ανοίξει πληγές που είχε ξεχάσει πως είχε κλείσει. Η Δήμητρα ήταν μια πληγή και η Περσεφόνη, μέσα στους αιώνες φαινόταν να την σκεφτόταν ακόμα περισσότερο όταν βρισκόταν κοντά στους ανθρώπους. Όσο περνούσε ο χρόνος, η απόσταση τις έφερνε -μάνα και κόρη- πιο κοντά από όσο είχαν ανάγκη και παρά την σιωπή που τις χαρακτήριζε και παρά την χαρακτηριστική οργή που σιγόβραζε από κάθε πλεύρα.
Δεν θυμόταν καθαρά την τελευταία συζήτηση που είχε με την μητέρα της. Ήταν πολλούς αιώνες πριν και η Περσεφόνη θρηνούσε τον Άδη. Εκείνες οι μέρες ήταν γλυκές με έναν τρόπο που πόναγε και η Δήμητρα της φώναζε, αυτό το θυμόταν. Τα μαλλιά της μακριά, οργισμένα μαζί της. Μιλούσε για τον τίτλο της, για τις δυνάμεις της και η Περσεφόνη πετούσε κάθε λέξη μακριά. Ο Άδης, ο Άδης, ο Άδης, θα φώναζε αν είχε φωνή.
Μετά έγινε Θεά τού Υπόκοσμου. Και μπορεί να το έκανε για την αγάπη αλλά κυρίως ήταν για τον φόβο. Ή απλά η απληστία της και ο εγωισμός έτρεφαν μια προσωπικότητα πιο μεγάλη από αυτήν που έβλεπε ο κόσμος.
Η πτώση τής Περσεφόνης; Η αρπαγή τού Άδη; Δύο διαφορετικές ιστορίες που θα τολμήσω να ψιθυρίσω αργότερα, κάποια άλλη στιγμή.
Ο Άδης θυμόταν πιο πολλά, το είχε ομολογήσει. Μα εκείνη ποτέ δεν είχε το κουράγιο να μάθει τι είχε ξεχάσει. Κατά πάσα πιθανότητα, η απάντηση να μην ήταν πιο ευχάριστη από την κατάσταση αγνοιας που απολάμβανε οπότε γιατί να τολμούσε να την αναζητήσει; Ο αγώνας για να κρατήσεις τα κομμάτια σου ήταν πιο επώδυνος από όποια νίκη σου έδωσε δύναμη.
Θυμόταν πολλά πριν γίνει θεά της νύχτας. Αλλά οι πρώτες νύχτες της μετά ήταν μαύρες. Τα πράγματα θα παρέμεναν έτσι για όσο καιρό ο εγωισμός της ήταν το πιο ισχυρό στοιχείο στα χέρια της.
Το πρόσωπο τού Άδη ήταν σοβαρό όταν ξαναμίλησε. «Δεν έχουμε έρθει για να τιμωρήσουμε, τουλάχιστον όχι ακόμα. Ο πατέρας σου μας κάλεσε να επιστρέψουμε στους ανθρώπους για να αναζητήσουμε αυτούς που ενεργοποίησαν την κατάρα. Εμείς θα κάνουμε αυτό και τίποτα παραπάνω."
«Αν περιμένεις πως θα βρω ανθρώπους που φτύνουν το όνομά μου και θα τους αφήσω να χύσουν το αίμα τους στα χέρια άλλων... τότε θα σε απογοητεύσω.»
«Είσαι η Θεά των Νεκρών, όχι τής εκδίκησης. Μην αντιδράς τόσο αρνητικά σε έναν σκοπό που δεν οφείλει να ικανοποιήσει τις δικές σου ανάγκες βιαιότητας.»
Η Περσεφόνη που νωρίτερα είχε ξαπλώσει μαζί του στο ποτάμι είχε στιγμιαία χαθεί. Είχε συνηθίσει να κοιτάζει πέρα από τις μάσκες της, αλλά όχι τόσο καλά ώστε να τις πνίγει στην αφάνεια.
Σαν να φορούσε το στέμμα της άφησε την γλώσσα της να τρέξει, ξεχνώντας πως η φωνή της δεν άγγιζε τον Άδη με αυτόν τον τρόπο. "Σε τι ανάγκες για βιαιότητα αναφέρεσαι; Κανένας δεν κέρδισε πόλεμο χαρίζοντας χαμόγελα. Και αν το έκανε, μάλλον το χαμόγελο ήταν το μόνο που διέθετε για να το θυσιάσει."
«Και λοιπόν;»
«Δεν θα θυσιάσω την δύναμή μου για αυτούς. Εκατό ζωές χαμένες είναι πάλι καλύτερες από την δικιά μου.»
«Μιλάς για αυτοσυντήρηση αλλά και οι δυο μας ξέρουμε ότι-»
«Σιωπή!» φώναξε σχεδόν ενοχλημένη και σύντομα ακολούθησε σιωπή.
Ο Άδης δεν αντέδρασε σε αυτό το ξέσπασμα, που ήταν σκιά ενός πανικού που αναγνώριζε και είχε συναντήσει ξανά. «Ίσως το ταξίδι αυτό είναι αυτό που χρειάζεται η καρδιά σου για να μαλακώσει.»
«Αυτό που έχω ανάγκη είναι να έχεις την προσοχή σου στους ανθρώπους, όχι σε εμένα.»
«Σε ανακουφίζουν οι λέξεις περισσότερο από εμένα. Ίσως επειδή με αυτές μπορείς να πληγώσεις ακόμα και εμένα, δίχως τύψεις.»
«Βαρέθηκα τον ήχο της φωνής σου.»
Της χαμογελάει τώρα και με μάτια που κάτι ξέρουν παραπάνω, κρύβονται στον ουρανό, κοιτάζοντας τα αστέρια που σιγά-σιγά αφήνονται ελεύθερα στο μαύρο καμβά του ουρανού. Αφήνει την συζήτηση, απαιτώντας την ηρεμία του και την οργή τής γυναίκας του μακριά.
Σηκώνει τα φρύδια του και της δίνει την σιωπή του γεμάτος θέληση, Η Περσεφόνη ηθελημένα κρύβει τον εαυτό της και ακόμα και έτσι, χαζά ο Άδης ψάχνει την εικόνα της σε κάθε φλόγα ανέμου και σε κάθε ζεστή αναπνοή.
Μα σύντομα νιώθει τον εαυτό του να την παραμερίζει από τις σκέψεις του και αυτό επειδή θέλει να οργανώσει τις επόμενες κινήσεις του.
Μπορεί ο ένας από τους δύο να ζούσε μέσα από στιγμές, το άλλο μισό όμως δεν ξεχνούσε τι κινούνταν πέρα από αυτές.
Και παρά τον χρόνο που είχε αφιερώσει στις λέξεις και παρά την σημασία που είχε δώσει σε αυτές και το πως θα τις παρέδιδε σε αυτήν που είχε σημασία, ο Άδης δεν έτρεχε.
Αψηφούσαν ξανά και ξανά μια κατάρα που έτρεμε, επειδή η Περσεφόνη αρνιόταν να φερθεί έξυπνα.
Και για αυτόν ήταν τόσο τρελό το πως η Περσεφόνη από την μια στιγμή φορούσε την καρδιά της σαν ασπίδα, όπως πριν στο ποτάμι και από την άλλη λειτουργούσε σαν να έπαιρνε δύναμη από καθετί άσχημο που προκαλούνταν στην ατμόσφαιρα.
♛
«Θα ακολουθείς τους κανόνες και θα είσαι ευγενική.» ακούγεται στον αέρα. Τα δέντρα ρίχνουν τα φύλλα τους για να ακούσουν καλύτερα την συζήτηση.
«Αυτό που μου ζητάς να κάνω είναι το πιο ανόητο πράγμα που έχω ακούσει.»
Αυτό που είχε ζητήσει ο Άδης από την Περσεφόνη μπορεί να ήταν πράγματι ανόητο αλλά όπως ο ίδιος της ειχε επαναλάβει ήδη αρκετές φορές... είχε περισσότερες ευκαιρίες να πετύχει από το να σκοτώνει η Περσεφόνη άτομα αριστερά και δεξιά.
Η αλήθεια ήταν πως το σχέδιο μόλις είχε αρχίσει να παίρνει μορφή αλλά η βασική ιδέα ήταν απλή, πάρα πολλή απλή.
Σε αντίθεση με τον πατέρα Δία, ο οποίος συνήθιζε να συναναστρέφεται με κάθε είδους γυναίκα -ναι, οι φήμες μεταφέρονταν και από τους νεκρούς- και είχε βασικό ρόλο σε κάθε δραστηριότητα σχεδόν σε κάθε διάσταση και περιοχή τής πλάσης και φυσικά, την χαριτωμένη της μητέρα η οποία μεταμόρφωνε την φύση κάθε φορά που άλλαζαν οι εποχές, η Περσεφόνη ήταν σχεδόν διακριτική. Σχεδόν.
Ο Άδης ήταν σίγουρος πως δεν υπήρχαν πολλές καταγραφές για αυτήν, πράγμα που απλά προκαλούσε την τύχη. «Προσποιήσου έστω και για λίγο πως είσαι μια χωριατοπούλα και μαζί με τον σύζυγό σου αποφάσισες να μείνεις σε μια περιοχή με περισσότερους ανθρώπους. Σκέψου- δεν μπορείς να κάνεις παιδιά και θα προσπαθήσεις να κερδίσεις την συμπάθεια των Θεών και να ζητήσεις συγχώρεση για ό,τι προκάλεσε την οργή τους.»
«Άκου Άδη- τι κι αν εσύ προσποιηθείς την χωριατοπούλα και εγώ θα είμαι ο σύζυγος που δεν θα κάνει όλη την δουλειά;»
«Όπως και να το θέσεις, είναι γεγονός πως εγώ θα ήμουν η καλύτερη χωριατοπούλα.» Πλέον αντί να παίζει με τις αποχρώσεις τής οργής που τόσο αγαπούσε να κάνει δικές της, γελούσε μαζί του. Και μέσα στο σκοτάδι, γιατί συζητούσαν για ώρες, έβλεπε τα μάτια της να κοιτάζουν τα δικά του. Ήταν πεπεισμένος πως εκείνη την στιγμή διάβαζε τις σκέψεις του. Γιατί ήταν αδύνατον να μην θυμάται, πόσο καταραμένα πολύ λατρεύει το γέλιο της. Το γέλιο που τον κράτησε δίπλα της και τον έριξε κάτω από την γη ακόμα κι όταν μονάχα η σκέψη της ήταν φρέσκος πόνος.
Ήταν απλές και τυχαίες οι στιγμές που τα μάτια τής Περσεφόνης για τον Άδη έβαφαν ηδονή. Ούτε καν την άγγιζε, ούτε καν τον άγγιζε.
Και ήδη έβλεπαν καταστροφή...
Η Περσεφόνη αφήνει τον εαυτό της να πέσει στο γρασίδι, τα μαλλιά της σκιές που πέφτουν στο ποτάμι. Ο Άδης στέκεται από πάνω της και την κοιτάζει. «Πριν λίγο εκνευρίστηκες με την ιδέα πως θα είμαι ο σύζυγός σου.»
Κλείνει τα μάτια της, ο Άδης τα βλέπει προσεκτικά να σβήνουν το φως τους. «Εκνευρίστηκα που η χωριατοπούλα θα σε είχε για σύζυγο. Εσύ έχεις συνηθίσει την Περσεφόνη.»
Ο Άδης αργά παίρνει την θέση δίπλα της, η πλάτη της στο στήθος του, τα χέρια του στην κοιλιά της. «Ναι βέβαια, πώς θα μπορούσα να κοιτάξω κάποια σαν και αυτήν όταν είχα την Περσεφόνη στο κρεβάτι μου;»
«Ανησυχώ για την ποιότητα τής ηθοποιίας σου, Άδη.»
Εκείνος βέβαια ανησυχούσε για κάτι άλλο, που μάλιστα θα έλεγε πως ήταν πιο σημαντικό. Τα χέρια του αγνοήσαν τα ρούχα της και πέρασαν στο δέρμα της με μια κίνηση. Το στήθος της ρυθμίζεται από την ανάσα του που χτυπάει μεθοδικά τον σβέρκο της. Αλλά μετά ξεκινάει η επαφή των χειλιών του με τον λαιμό της και η αρμονία της χάνεται με την σύγκλιση της παρουσίας του με την δικιά της.
«Εγώ-» δαγκώνεται στιγμιαία «ανησυχώ για κάτι άλλο.»
«Σαν τι;»
Η ιδέα του μοιράζεται με αυτήν σε δευτερόλεπτα. Αυτός ανακάθεται και αυτή τον ακολουθεί. Για μια στιγμή, όσο αντέχουν, αφήνονται στο έλεος των χρωμάτων τους και μονάχα η απόσταση που απαιτούν τα μάτια για να ζήσουν την επαφή τους δίνουν το κουράγιο για να μην παραδοθούν ο ένας στον άλλον. Ο Άδης την τραβάει προς το μέρος του και αυτή πετάει, σαν να μην την τραβάει τίποτα ο κόσμος μακριά. Της φωνάζει σιωπηλά να τον φιλήσει και εκείνη το κάνει, δυο παγίδες που μπλέκονται μεταξύ τους αδέξια και επιδέξια ταυτόχρονα, στον ρυθμό που γνώριζαν απέξω αλλά μέσα στα πλαίσια του χρόνου που αγνοούσαν.
Τα χέρια της ενεργούν δίχως χειριστή και με απλή διαχείριση μιας γυναίκας που απαιτεί περισσότερα από όσα αντέχει αυτήν την στιγμή. Χάνονται στα μαλλιά του και αυτός της χαμογελάει αθώα όσο την αφήνει να την μαγέψει και να τον τρελάνει και τον πεθάνει.
Επρόκειτο να επέλθει το χάος.
Η Περσεφόνη κάθεται στα πόδια του όσο αυτός χάνεται. Δαγκώνει την γλώσσα του και αυτός απομακρύνεται για μια στιγμή μονάχα, για να την κοιτάξει -λες και δεν την απομνημονεύσει για κάθε τυφλή στιγμή- και αυτήν τον σπρώχνει ξανά, διατάζοντάς τον σχεδόν να μείνει κάτω.
Αν υπήρχε κατάλληλη στιγμή για σιωπή ήταν αυτή αλλά αντίθετα, φαινόταν πως όλη η φύση είχε μόλις ξυπνήσει.
«Δεν θέλω να το παίξω αθώα και ανυπεράσπιστη Άδη.» λέει την μόνη στιγμή που μπορούσε να πάρει ανάσα μακριά του.
«Δεν υπάρχει καμιά ντροπή στα ψέματα που θα πεις για να σώσεις τον εαυτό σου, αν σε ανησυχεί αυτό.»
Δεν του απαντάει και αυτός μέσα του ξέρει πως δεν είπε το σωστό πράγμα.
Πανάθεμα τις λέξεις που τον εγκατέλειπαν όταν εκείνος τις είχε ανάγκη!
Για εσένα, όλα γίνονται για εσένα, τής ψιθυρίζει. Και μετά τα δικά του χέρια βρίσκονται στα δικά της μαλλιά. Το νερό και η δροσιά τους από το ποτάμι απλώνονται στα δάχτυλά του.
Της βγάζει τα ρούχα και την προκαλεί φιλώντας την να παραδοθεί. Ποτέ.
Κάπου κοντά υπήρχε μια χωριατοπούλα και ο σύζυγος της που είχαν σταθμεύσει για το βράδυ πριν φθάσουν το επόμενο πρωί στο πιο κοντινό χωριό. Και λίγες ώρες από τώρα, μακριά από την απελπισία τού Άδη πάνω από τα πόδια της, η Περσεφόνη θα έπαιρνε δύο ακόμα ζωές.
Είχε έρθει η ώρα για αλλαγή καριέρας.
Δεν συνηθίζω να γράφω κάτι μετά τα κεφάλαια αλλά ήθελα να σχολιάσω κάτι σε αυτό το σημείο.
Σκηνές ερωτικές θα υπάρχουν στο βιβλίο αλλά όπως μαθαίνετε εσείς σιγά-σιγά τους χαρακτήρες, το ίδιο κάνω και εγώ. Επομένως οι συζητήσεις και φυσικά η κριτική είναι ευπρόσδεκτες. Δεν προσποιούμαι ότι ξέρω τι κάνω αλλά περνάω καλά.
Ελπίζω να περνάτε και εσείς.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro