Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

02| Sometimes They Loved Their Wrath

Οι πυρσοί έλαμπαν και τα μάτια τής Περσεφόνης φώτιζαν στις ίδιες αποχρώσεις, αν όχι σε χιλιάδες καλύτερες και δεκάδες πιο εντυπωσιακές από αυτές. Ήταν όμως σιωπηλά όπως και η αφέντρα τους, σαν και ολόκληρο το βασίλειο 'ποψε.

Τις φορές που η Περσεφόνη αφηνόταν στο σκοτάδι, τα πάντα έμοιαζαν στάσιμα. Και δεν θα την πείραζε αυτό, αν κάθε φορά που ένιωθε να παραδίνεται σε μια φύση που επέλεξε... δεν καταλάβαινε πως η καρδιά της που την σκότωνε κάθε βράδυ καταδίκαζε και αυτή τού Άδη. Του ανθρώπου, πλέον αθάνατου κατά περίσταση, που είχε ορκιστεί τόσους αιώνες πριν πως θα την υπηρετούσε σε κάθε στιγμή καταστροφής που έπεφτε στα χέρια της.

Την ιστορία τής πτώσης τού Άδη στα χέρια τής Περσεφόνης την γνωρίζουν μόνο λίγοι. Στους καταρράκτες και στα μυστικά που τους ψιθυρίζουν, η σιωπή είναι η μόνη προδοσία που επιτρέπεται για το βασιλικό ζεύγος. Κάθε λογής αναφορά σε ονόματα ήταν καταδικαστέα.

Η απλή ιστορία, αυτή που γνωρίζουν τα τρίτα αφτιά, είναι αυτή που θα σας πω τώρα. Η Περσεφόνη έκλεψε τον Άδη και σαν το μίσος του, κανένα παρόμοιο δεν υπήρξε. Αυτή είναι απλή έκδοση. Η εκτενής, γράφεται ακόμα...

Στα φώτα τής απόγνωσης, ήταν ραμμένος και ο βηματισμός της. Θύμιζε οδύνη, σκεφτόταν ο Άδης. Η Περσεφόνη παραδινόταν μερικές φορές αλλά τις περισσότερες, η οδύνη το έκανε πρώτη.

Ο Άδης μακριά της προσπαθεί να θυμηθεί την έκδοση της ευτυχίας που ζούσε πριν την γνωρίσει.

Έμοιαζε ίδιος όπως πάντα, το δέρμα του χλωμό μακριά από τον ήλιο, η όψη του βλοσυρή και τα μαλλιά του ανέμελα. Τούτη την στιγμή όμως είχε χαμηλώσει το βλέμμα του και κοιτούσε μακριά. Ήταν ένα βήμα πριν την πραγματοποίηση τού αδύνατου. Η σκόνη φλέρταρε με τον φωτισμό γύρω από τα μάτια του και αυτός έβρισε εκνευρισμένος. Ακόμα και οι φλόγες στο δωμάτιο δεν μπορούσαν να φωτίσουν σωστά το μέρος. Και όπως πάντα, στο δωμάτιο επικρατούσε ένα κύμα μαύρου που ερχόταν κατευθείαν από το κέντρο τής γης και την έκταση των νεκρών. Η Περσεφόνη από την άλλη, άφηνε ανοιχτούς πυρσούς σε κάθε δωμάτιο, μικρά ίχνη τού ήλιου που είχε απαρνηθεί τόσα στρώματα κάτω από την γη. Ήταν αστεία, αυτή η μικρή ανταρσία γιατί κανένας άλλος δεν την πρόσεχε πέρα από αυτόν. Ο Άδης μπορεί να ήταν διατεθειμένος να ζήσει μακριά από το φως αλλά η Περσεφόνη, όπως και κάθε φυτό που ζούσε στο όνομά της, πέθαινε μακριά από αυτό. Οπότε οι μικρές φλόγες ήταν ο ήλιος της και οι νεκροί σε αυτές έβλεπαν την τραγωδία τους.

«Θέλω να σε μισήσω τόσο πολύ αυτήν την στιγμή, Περσεφόνη.» Ο λόγος ήταν η σιωπή της. Η αφορμή ήταν η απουσία της φωνής της. Και το οξυγόνο στην φωτιά ήταν η ντυμένη ανακωχή δίχως σύνορα που πλησίαζε ανεξέλεγκτα.

«Μίσησέ με.»

«Δεν σε πειράζει;»

«Γιατί να με πειράζουν τα λόγια σου όταν ακούω την καρδιά σου;»

Η συζήτηση είχε ξεκινήσει ώρες νωρίτερα. Η Περσεφόνη έκανε τον γύρω τού παλατιού, προετοιμάζοντας το μέρος να επιβιώσει δίχως αυτήν για λίγο. Ο Άδης είχε μάθει να αναγνωρίζει τα σημάδια πλέον. «Θα φύγεις.» Παρατήρησε φωναχτά, μονάχα για να το επιβεβαιώσει.

Δεν του απάντησε. Τον κοίταξε προσεκτικά αλλά λόγο στις σκέψεις της δεν έδωσε.

Ήταν σίγουρος πως άκουγε τις σκέψεις του. Τουλάχιστον όσες μπορούσε να κλέψει από τον νου του. Η Περσεφόνη ανέμενε την αντίδραση τού Άδη για κάποιο ζήτημα αλλά πρώτη κίνηση δεν έκανε.

Το πρώτο σημάδι παράδοσης ήταν από το αδύναμο μισό τού Κάτω Κόσμου. Ο Άδης δυσανασχέτισε με την σιωπή που βίωνε. «Δεν σε μισώ.» Απάντηση φυσικά δεν περίμενε. Ήταν λες και άκουγε την Περσεφόνη να απαντάει αλαζονικά πως φυσικά και δεν την μισούσε.

Την αλαζονεία της απεχθανόταν και αγαπούσε ταυτόχρονα.

«Μένω σιωπηλή γιατί δεν ξέρω πως να σου μιλήσω.» της εξομολογείται και η αλήθεια μοιάζει με πέτρα που βυθίζεται στο νερό, το βάρος απροσδόκητο και η τρικυμία αναμενόμενη.

«Μίλα μου όπως μου μιλούσες πάντα.»

Η τελευταία φορά που του μίλησε έτσι, ο Άδης παραλίγο να πεθάνει από δηλητηρίαση και η Περσεφόνη παραλίγο να σκοτώσει τον μισό πλανήτη προσπαθώντας να τον σώσει.

Όταν ο Δίας αποφάσισε να κάνει τον Άδη αθάνατο, έστω μια οφθαλμαπάτη θεότητας, ήταν για χάρη της κόρης του. Αλλά ακόμα και το δώρο αυτό είχε περιορισμούς.

Η δύναμη αυτή τού Άδη ερχόταν και ενισχυόταν μονάχα από την Περσεφόνη. Δεν υπήρχε καμία άλλη πηγή πέρα από την καρδιά της, οπότε όσο τροφοδοτούσε η Περσεφόνη τον Κάτω Κόσμο ο Άδης μπορούσε να ζήσει σε αυτόν ακόμα και μακριά της.

Στην περίπτωση που έφευγε μακριά της και μακριά από τον Κάτω Κόσμο, οι κλεμμένοι χρόνοι θα τον κυνηγούσαν και θα γινόταν σκόνη, υποθέτω. Ο Άδης δεν το επιχείρησε ποτέ.

«Σου ζητάω να φύγεις από τον Κάτω Κόσμο μαζί μου.»

«Γιατί;»

«Γιατί με στοιχειώνει μια κατάρα.»

«Και λοιπόν; Τι είναι μια κατάρα μπροστά σου;»

«Εσύ θα μου πεις.»

«Δεν είναι τίποτα, δεν αξίζει τίποτα. Όχι όταν εσύ είσαι τα πάντα.»

«Θα προτιμούσα να έρθεις μαζί μου με την θέλησή σου.»

«Ειδάλλως;»

«Θα έρθεις με το ζόρι.»

«Δεν θα 'ταν η πρώτη φορά.»

Ο Άδης πρόσεξε πως η Περσεφόνη έπαιζε με τις λέξεις όπως μερικές φορές έκανε με την καρδιά του.

Η σιωπή που το έσκασε από τον άνεμο βρήκε χώρο ανάμεσά τους. Ο Άδης κοιτούσε την γυναίκα μπροστά του λες και μπορούσε να ζωντανεύσει και να καταστρέψει τον πλανήτη με μια ανάσα. Στα καλύτερά του όνειρα -και στα χειρότερα- αυτό ήταν πραγματικότητα. Ο Άδης έμοιαζε μικρός πλάι της μα υπήρχε και μια ανακούφιση σε αυτήν την συντροφικότητα παρά το ξεκάθαρο χάσμα. Εδώ ξεκινούσαν και τελείωναν όλα. Το εδώ ήταν το παλάτι τους και κάθε πάτωμα έτρεμε.

Μα μακριά από το δράμα τους και κάθε είδους μαγεία στα χρώματά τους, η κατάρα έπαιζε με κρίκους. Οι Θεοί δεν ήταν όλοι αλαζονικά πλάσματα, μα η ιδέα μιας καταδίκης έμοιαζε πικρή ακόμα και για την δικιά τους γλώσσα.

Οι αποφάσεις που είχαν παρθεί, αυτές που το σκοτεινό ζευγάρι δεν τολμούσε να επαναλάβει δεν ήταν τόσο θλιβερές. Μπορεί για την αιωνιότητα η επιστροφή στον χρόνο να ήταν ένα παιχνίδι, κάτι σχετικό με τους κανόνες μα τούτη την φορά όχι.

Η θνητότητα τού Άδη πάντα ήταν κάτι που ενοχλούσε τους Ολύμπιους, ειδικά στην θύμηση τής δύναμης που χαρακτήριζε τη Περσεφόνη. Όταν εκείνος παρουσιάστηκε πίσω της για πρώτη φορά στον Όλυμπο ήταν σχεδόν αόρατος από επιλογή του. Πανέμορφος μα δεν πλησίαζε το φως της ούτε στην καλύτερη μέρα του. Ακόμα και στην όψη του μύριζες την φθορά. Οπότε η Περσεφόνη ζήτησε να γίνει Θεός και να ζήσει μαζί της στον Κάτω Κόσμο.

Ο Άδης φορούσε ρούχα στο χρώμα των δέντρων, η Δήμητρα μπορούσε να βρει μια χαρά στην εικόνα του, χαρά που δεν μπορούσε να αναζητήσει στο σκοτάδι που διοικούσε η κόρη της. Γιατί στην φύση έβρισκαν και οι δύο το σπίτι τους, κι ας έτρεχε μακριά μια από τις δύο.

Ο Δίας στο αίτημα τής αθανασίας δεν ξαφνιάστηκε. Μα ακόμα και ενημερωμένος να ήταν από κάποια νύμφη, από κάποιο ζώο ή ψιθύρισμα κάποιου Αδερφού... την οργή της δεν την είχε προβλέψει κανένας. Οι δυο τους τσακώθηκαν. Ο ουρανός μαύρισε απότομα και μοναδική δέσμη φωτός ήταν η ισχύ των κεραυνών του. Η οργή τής Περσεφόνης ήταν εξίσου απαίσια με του πατέρα της. Αν άφηνες τα χέρια της να σε οδηγήσουν στην ψυχή της, θα έβλεπες πως οι πύλες που είχε αφήσει στο σπίτι της ήταν μισάνοιχτες και ούρλιαζαν, απαιτώντας την προσοχή και την επιστροφή της.

Το μαύρο πέπλο που φορούσε εκείνη για να τυλίξει και να στολίσει το δέρμα της κάτω από τα μάτια των άλλων, έλαμπε ηλιοστάλαχτο. Μα ποιος νοιαζόταν για αυτό; Όσο τα μάτια της ενεργά και οργισμένα κεραυνοβολούσαν κάθε άρχοντα διαβολικό, οι αστραπές στο όνομά της έμοιαζαν με παιχνίδι.

Στα μελλοντικά λόγια ανεκπλήρωτου μίσους, ο Άδης είχε βιώσει τις μισές λέξεις σε ένα κύμα ειρωνίας από την ίδια την Περσεφόνη.

Σε μισώ, έλεγε και ξαναελεγε. Η Περσεφόνη είχε μάθει να αναγνωρίζει την ανάσα που έπαιρνε πριν από κάθε κοινή αυτή εξομολόγηση.

«Σε μισώ.» Σε μισώ για το μέρος που με ανάγκασες να γνωρίσω, για τους ανθρώπους που αναγκάστηκα να εγκαταλείψω και για εσένα που έμαθα να αντέχω όταν το μόνο πράγμα που ήθελα να ήταν να καταστρέψω. Δεν τα είπε ποτέ κι ας τα σκεφτόταν συχνά.

Αλήθεια, ποιο μέρος τού Άδη είχε ερωτευτεί η Περσεφόνη τόσο παράφορα για να θέλει να το κάνει μέρος της;

«Πώς μπορείς να ζεις με τον εαυτό σου;»

Αυτήν την φορά αυτή είναι ξαπλωμένη, εκείνος την παρατηρεί από απόσταση.

«Υποθέτεις πως δυσκολεύομαι;»

«Δεν είσαι καλός άνθρωπος.» κατηγορεί δειλά με πείσμα θλιβερό.

«Δεν είμαι άνθρωπος.»

«Ξέρεις τι εννοώ.»

«Ξέρω πως με φοβάσαι.»

«Φοβάμαι πολλά πράγματα.» δηλώνει σχεδόν αστεία.

«Εμένα δεν χρειάζεται να με φοβάσαι ποτέ, είσαι ελεύθερος να κάνεις και να νιώσεις ό,τι θέλεις. Ό,τι είναι δικό μου, σου ανήκει.»

«Εσύ; Μου ανήκεις;»

Εκείνη απλά γελάει. Η Περσεφόνη δεν άνηκε σε κανέναν.

«Κάποτε μου υποσχέθηκες πως δεν θα χρειαστεί να γυρίσω πίσω στους ανθρώπους.»

Η Περσεφόνη από πάντα ήταν ειλικρινής μαζί του. Δεν του έλεγε πολλά, γιατί ο Άδης δεν ζητούσε να ξέρει πολλά, αλλά του έλεγε τις αλήθειες που είχαν σημασία.

«Οι υποσχέσεις γίνονται για να σπάνε.»

Εκτιμούσε την σιωπή και το κρύο, ο Άδης ήταν της κουβέντας και τής ζέστης. Όταν αγαπιοντουσαν ταίριαζαν απόλυτα ο ένας στον άλλον, αλλά όταν χτυπούσε το μίσος ένας από τους δύο κινδύνευε να δεχτεί την οργή τού άλλου με κάθε μορφή δύναμης.

Αυτός γελάει χαλαρά, η Περσεφόνη εκνευρίζεται. «Τότε δεν υπάρχω για να σε ακολουθώ.» της απαντάει κρύα σίγουρος για μια ήρεμη απάντηση που δεν ήταν δεδομένη.

«Δεν με ακολουθείς. Με συντροφεύεις.»
Γελάει μα όμως παίζει μαζί του, μέσα σε μία στιγμή κλείνει την παλάμη της και κλέβει την ανάσα του. «Διαφωνείς... σύντροφε;» Κάνει έναν ήχο, τα χέρια του τρέμουν ξάφνου και τρέχουν στον λαιμό του. Την καρφώνει με φλόγες, τα μάτια του εχθρικά. Θα ούρλιαζε αν μπορούσε να πάρει ανάσα, και η οργή του θα ήταν θανατηφόρα. Η Περσεφόνη τον ελευθερώνει.

«Αν δεν με είχες κάνει θεό, αυτό θα πονούσε.» σημειώνει.

«Παρακαλώ, λοιπόν.»

Σιωπή.

Ο καβγάς ξεκίνησε από την αδυναμία τού Άδη να εκφράσει τους φόβους τους. Ορίστε λοιπόν, οι φόβοι του έρχονταν αντιμέτωποι με την μαγεία τής Περσεφόνης. Τα αόρατα χέρια γύρω από τον λαιμό του φωνάζουν για απαντήσεις.

«Παραείσαι σήμερα επιθετική αγάπη μου.» Ειρωνεύεται.

Του ζητάει ευγενικά να σωπάσει.
Το παιχνίδι των δυο ήταν ένα με βήματα χάδια. Ο ένας έριχνε με δύναμη στον άλλο με την ευχή να ήταν δυνατός αρκετά για να αντέξει. Και η αλήθεια ήταν πως οι ρωγμές ποτέ δεν ήταν πολύ μεγάλες κι ας άλλαζαν χρώματα ανάλογα με τις εποχές.

Η Περσεφόνη ζούσε για την τρέλα που έφερνε στον Άδη και ο Άδης ζούσε για μια τρέλα που θύμιζε κάτι σαν αγάπη.
Γιατί οι Θεοί αγαπάνε αν και λίγο ακραία, με την καρδιά τους σάπια, τα χέρια τους γύρω από καρδιές πιστές.

Αν έφευγαν από εδώ, η Περσεφόνη θα άλλαζε πρόσωπο. Ο Άδης θα ήταν ευάλωτος αν έφευγε μακριά της και θα είχαν τα μάτια των Θεών σαν σκιές να πλησιάζουν τα βήματά τους.

Οπότε θα την ακολουθούσε με την ευχή πως καμία σκιά δεν θα ήταν πιο φρικτή από αυτήν που είχε μάθει να αγαπάει.

Ποια σκιά ήταν πιο τρομαχτική από αυτήν που έπαψες να θυμάσαι σαν τέρας και ξανα-έζησες σαν ένα;

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro