Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Το ΄΄Σημάδι΄΄ / part 3

Πίσω στο σπίτι, ο Έρικ φαινόταν ανήσυχος. Για κάποιον λόγο, τον οποίο δεν είχε ακόμη κατανοήσει, ήθελε όσο τίποτε να ακολουθήσει την Ανναλίζα, ώστε να σιγουρευτεί πως είναι καλά. Όντας νεκρός, διόλου δύσκολο έμοιαζε να φτάσει σε σχετικά μικρό, χρονικό διάστημα μπροστά από τον χώρο εργασίας της κοπέλας. Κρυμμένος πίσω από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, καθώς για τα μάτια της Ανναλίζα ήταν ορατός, παρακολουθούσε εκείνη και τον συνεργάτη της να μιλούν ανάλαφρα. Το πρόσωπο αυτού του άνδρα για έναν παράξενο λόγο, του φαινόταν σχετικά οικείο, αλλά δεν ήξερε από πού. Φουριόζος, αποφάσισε να επιστρέψει στην μικρή μονοκατοικία και να αναζητήσει πληροφορίες για τον γοητευτικό κατά τα άλλα νεαρό, με το όνομα Τζόναθαν.

Η Ανναλίζα σε αντίθεση με εκείνον, φαινόταν να έχει χαλαρώσει μαζί του και έτσι, τη στιγμή του σχολάσματος, αποφάσισε επιτέλους να κάνει το επόμενο βήμα και να του ζητήσει να πάνε για έναν καφέ, μιας και ο ίδιος της το είχε προτείνει ουκ ολίγες φορές.

«Στάσου» του είπε καθώς εκείνος ετοιμαζόταν να φύγει. «Σκεφτόμουν μήπως θα ήθελες να πάμε για εκείνον τον καφέ που μου έλεγες» συνέχισε, ενώ στο πρόσωπο του Τζόναθαν, σχηματίστηκε εμφανώς μία γκριμάτσα έκπληξης. Κατά βάθος, ούτε ο ίδιος μπορούσε να πιστέψει πως του είχε γίνει μία τέτοια πρόταση. Στους κύκλους του, στιγμές ανεμελιάς δεν υπήρχαν, μήτε στην ζωή του γενικότερα.

«Ευχαρίστως. Θα ήθελα μονάχα να είσαι βέβαιη γι' αυτό και να μην πιέζεσαι» της απάντησε καλοσυνάτα.

«Καμία πίεση απολύτως. Επιθυμούσα έτσι και αλλιώς, να σε γνωρίσω καλύτερα μίας που δουλεύουμε και μαζί» απάντησε η Ανναλίζα, ξεφουρνίζοντας ωστόσο, το πιο μεγάλο ψέμα. Για την ακρίβεια, δεν επιθυμούσε να γνωρίσει ούτε εκείνον, ούτε κανέναν άλλον άνδρα. Ένιωθε ευτυχισμένη με τον Έρικ, ωστόσο εξαιτίας της προσωρινότητας της κατάστασης, έπρεπε να κάνει το επόμενο βήμα, να αποκτήσει έστω παρέες. Ο Τζόναθαν, της ήταν ιδιαιτέρως συμπαθής και σε αυτό είχε συμβάλει, όχι μόνο η εξωτερική του εμφάνιση, αλλά και ο ήπιος χαρακτήρας του. Στη δουλειά ήταν ταπεινός και μετρημένος, κλειστός χαρακτήρας θα έλεγε κανείς. Ο ίδιος ήταν δύο μέτρα άνδρας και όμως υπήρχαν στιγμές ελάχιστες που έμοιαζε με μπερδεμένο παιδί, το οποίο αδυνατούσε να λάβει μία απόφαση.

«Λοιπόν, έχω μία εξαιρετική ιδέα για ένα καφέ, το οποίο από την πίσω πλευρά διαθέτει κήπο και σημείο στεγασμένο μιας που η εποχή είναι φθινοπωρινή. θα μπορούσαμε να κάτσουμε έξω με ασφάλεια, έχοντας για θέα μας το λοφάκι» της πρότεινε και εκείνη με ένα νεύμα συμφώνησε μονομιάς.

Εξάλλου, δεν γνώριζε σχεδόν κανένα μέρος του Λονδίνου, καθώς η έγκλειστη ζωή που έκανε εξαιτίας του Ρόυ, της απαγόρευε όλες τις εξόδους. Οι δυο τους, κατευθύνθηκαν προς το αυτοκίνητο του Τζόναθαν, με εκείνον να της ανοίγει φυσικά την πόρτα, μία κίνηση που την παρακινούσε να σκεφτεί τις παλιές εποχές και χειρονομίες, δίχως ωστόσο να παύει να νιώθει δισταγμό και ανασφάλεια. Ο δρόμος ήταν σχετικά μακρύς, εξαιτίας της κίνησης της πρωτεύουσας, αλλά και του γεγονότος, πως το συγκεκριμένο καφέ, βρισκόταν λίγο έξω από το κέντρο.

Με μία πρώτη ματιά, έμοιαζε με παραδοσιακή, πετρόκτιστη μονοκατοικία, ενώ ακριβώς απέξω, είχε έναν τροχό ενός μύλου του νερού. Η Ανναλίζα κοντοστάθηκε, προκειμένου να θαυμάσει την εικόνα, τον καμβά των χρυσών φύλλων που κείτονταν σαν χαλί στα πόδια της.

«Σου αρέσει εδώ; Θα ήθελες μήπως να καθίσουμε μέσα; Κρυώνεις;» την ρώτησε ο Τζόναθαν δίνοντας στον εαυτό του κρυφά συγχαρητήρια για την συμπεριφορά του.

«Είμαι μία χαρά και ειλικρινά μέρα που είναι, θα επιθυμούσα να καθίσουμε στον κήπο. Η φύση είναι αξίας ανεκτίμητης» του απάντησε και εκείνος έχοντας ακουμπήσει το χέρι του στον ώμο της, την οδήγησε στο μικρό υπόστεγο.

«Λοιπόν, μίλα μου για εσένα. Είσαι από το Λονδίνο; Θέλω να πω, εδώ γεννήθηκες;» τη ρώτησε, παλεύοντας να ξεκινήσει μία συζήτηση, μόλις ο ζεστός και μυρωδάτος καφές έκανε την εμφάνισή του.

«Ναι, εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα» απάντησε εκείνη κάπως κοφτά.

«Και πώς μία τόσο όμορφη κοπέλα όπως εσύ, δεν έχει κάποιον στη ζωή της;» συνέχισε τις ερωτήσεις ο νεαρός.

«Η αλήθεια, αυτός που είχα, ήταν ένας αγροίκος. Το μόνο που πήρα μαζί μου φεύγοντας από το σπίτι του, ήταν το παιδί μου. Το μοναδικό δώρο που άξιζε στη ζωή αυτή» απάντησε η κοπέλα και άξαφνα, ένα αόρατο μαχαίρι θαρρείς και έκανε την εμφάνισή του από το πουθενά. Με μία τόσο αθώα, όσο και ειλικρινή δήλωση, η Ανναλίζα πέτυχε να κερδίσει απόλυτα την προσοχή του και ταυτόχρονα, να τον φέρει άθελά της σε υπερβολικά δύσκολη θέση. Τον είδε να αλλάζει τη στάση του σώματός του και να γέρνει ελαφρώς μπροστά, σαν να προσπαθούσε να ακούσει καλύτερα, σαν να πάλευε να μην χάσει ούτε φθόγγο.

«Ώστε, έχεις παιδί! Αγοράκι;» ρώτησε ξέπνοα.

«Όχι, μία κόρη, τη Μέλανη» του απάντησε ξανά κοιτάζοντάς τον πιο εξεταστικά αυτή τη φορά. Ήταν ψηλός και σχετικά μυώδης άντρας. Τα κυανά του μάτια, φωτίζονταν από τα πυκνά, ξανθά τσουλούφια, τα οποία έπεφταν άτσαλα στο μέτωπό του. Τη στιγμή εκείνη, της ήρθε μία αυθόρμητη ερώτηση. Γύρισε το βλέμμα της και το κάρφωσε στο δικό του ατσάλινο, το οποίο για την ώρα βρισκόταν συγκεντρωμένο σε ένα ποτήρι μπύρα.

«Να σε ρωτήσω κάτι, αν δεν ακούγεται αρκετά αδιάκριτο φυσικά» έκανε την αρχή.

«Ο,τι θες, μη διστάζεις» απάντησε εκείνος δίχως να είναι σίγουρος.

«Πώς ακριβώς σχηματίστηκε, η ουλή που έχεις πάνω από το αριστερό σου μάτι;»

Τη στιγμή εκείνη, είδε το πρόσωπο του Τζόναθαν να συσπάται, σαν να τον είχαν μόλις χτυπήσει δυνατά. Τα σχεδόν τέλεια χαρακτηριστικά του σκλήρυναν απότομα, ενώ στα μάτια του μπορούσε να διαβάσει κανείς ποικίλα συναισθήματα, όλα τους σχεδόν αρνητικά. Ωστόσο, εκείνο το συναίσθημα που επικρατούσε πάνω από όλα τα υπόλοιπα, ήταν ο φόβος. Ο φόβος που προερχόταν από μία ανάμνηση βαριά και τρομακτική, η οποία ξεπηδούσε άτσαλα από τα βάθη του μυαλού του. Δεν επιθυμούσε να την ανασύρει. Δεν έπρεπε και φυσικά σε αυτήν την άγνωστη, δεν χρωστούσε καμία εξήγηση. Έπιασε τον εαυτό του να θυμώνει, να οργίζεται με τον ίδιο να παλεύει άτσαλα να κατευνάσει αυτήν την ανάγκη του να σηκωθεί και να την αρπάξει από τον λαιμό.

Ο Τζόναθαν Γουίλμορ, καταγόταν ουσιαστικά από δύο χώρες. Ο πατέρας του, ήταν Βρετανός, ο οποίος όμως είχε μετακομίσει στο Γιάροσλαβ, μία πόλη της Ρωσίας προκειμένου να εργαστεί. Εκεί, γνώρισε τη μητέρα του, νεαρή κοπέλα τότε και φυσικά, ιδιαιτέρως ελκυστική. Λίγο μετά τη γέννηση του Τζόναθαν, εκείνη ξεκίνησε να βγαίνει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ήταν η εποχή που η δουλειά του πατέρα του δεν πήγαινε και πολύ καλά και η Ελιζαβέτα, όπως ονομαζόταν η ξανθιά καλλονή μητέρα του, αναζητούσε επιπλέον πόρους, όχι όμως τόσο για να καλύψει τις οικογενειακές της ανάγκες, αλλά κυρίως τις προσωπικές της. Φυσικά οι βραδινές της έξοδοι από το μικρό τους σπίτι, δεν έμειναν για πολύ κρυφές, καθώς ο άντρας της Κρίστιαν Γουίλμορ, αποφάσισε μία μέρα να την ακολουθήσει, για να ανακαλύψει πως η ίδια, είχε και μία επιπλέον ταυτότητα, για τους πολυτελείς πελάτες της.

Θολωμένος από την κατάντια και την αγνωμοσύνη της γυναίκας του, αφού την έσυρε έξω από τον βδελυρό χώρο εργασίας της, τη χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο, σωριάζοντάς την στην άσφαλτο. Το επόμενό του βήμα, ήταν να μαζέψει τα λιγοστά του υπάρχοντα, αφήνοντας πίσω του το σημαντικότερο. Τον υιό του. Το γλυκό εκείνο ξανθό βρέφος, με τα υπέροχα, κυανά μάτια, κληρονομιά της καταγωγής της μητέρας του, το οποίο έκλαιγε και σπάραζε στη θέα του πατέρα του να κάνει απότομες κινήσεις. Ο Κρίστιαν, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, θεώρησε το βρέφος πιθανό καρπό, κάποιου επίδοξου πελάτη της Ιερόδουλης γυναίκας του και έτσι, βαθιά μέσα του, αποποιήθηκε την όποια ευθύνη είχε απέναντί του. Άνοιξε με φόρα την πόρτα, εκείνο το ψυχρό βράδυ και από τότε, ο Τζόναθαν δεν τον είδε ποτέ ξανά.

Ωστόσο, τα βάσανα του μικρού δεν σταμάτησαν εκεί. Η Ελιζαβέτα, μην έχοντας άλλους οικονομικούς πόρους και φυσικά δίχως να σέβεται τις ανάγκες και τη ζωή του παιδιού της, το οποίο είχε φθάσει τριών χρονών πια, συνέχισε την νυχτερινή της εργασία, κουβαλώντας ωστόσο και τον μικρό Τζόναθαν μαζί της, καθιστώντας τον ευάλωτο στις ποικίλες διαθέσεις των άγνωστων πελατών της. Όπως ήταν φυσικό, το κακό δεν άργησε να συμβεί, όταν ένα βράδυ και κατά τη διάρκεια των ερωτικών της περιπτύξεων με έναν άνδρα γύρω στα πενήντα, ο μικρός ξεκίνησε να κλαίει σπαρακτικά. Η Ελιζαβέτα του φώναζε να σταματήσει, μα ο ξαναμμένος της πελάτης, πήρε άξαφνα την πρωτοβουλία να επέμβει ο ίδιος, χτυπώντας το δύστυχο αγοράκι στο πρόσωπο και δημιουργώντας του εκείνο το απαίσιο, κόκκινο σημάδι, το οποίο στόλιζε μέχρι και σήμερα το πρόσωπό του.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα περιθώρια στένευαν ολοένα και περισσότερο για την σχέση της μητέρας και του υιού, ο οποίος πατώντας πλέον τα έντεκα, ξεκίνησε να καπνίζει και να μπλέκεται με περίεργες παρέες. Τα βράδια, η μητέρα του τον άφηνε μονάχο του στο σπίτι και ο μικρός το έσκαγε, για να τριγυρίζει στους δρόμους καπνίζοντας και προκαλώντας φασαρίες με τις νέες του παρέες. Στηρίγματα στη ζωή του δεν είχε. Μονάχα το αίσθημα της ντροπής και της ενοχής για μία μητέρα που ουσιαστικά ήταν ιερόδουλη και που δεν νοιάστηκε ποτέ της για εκείνον. Ο θυμός φούντωνε μέσα του, ολοένα και περισσότερο, τόσο για την ίδια, όσο και για τις γυναίκες γενικότερα, ώστε ένα βράδυ και σε ηλικία δεκατριών ετών, την περίμενε στωικά να επιστρέψει από την νυχτερινή της βάρδια στον οίκο ανοχής. Κρατώντας ένα μαχαίρι στο χέρι του, το οποίο είχε αρπάξει από το συρτάρι της κουζίνας, κρύφτηκε πίσω από την πόρτα, περιμένοντάς την να φανεί. Η κατάσταση για εκείνον είχε φτάσει στο απροχώρητο.

Τη στιγμή που η πόρτα άνοιξε, ο Τζόναθαν όρμησε επάνω της, καταφέρνοντάς της ένα τραύμα κοντά στον καρπό του χεριού της.

«Είσαι μία πουτάνα! Δεν είσαι μάνα μου εσύ! Ποτέ σου δεν ενδιαφέρθηκες για εμένα! Γι' αυτό μας παράτησε ο μπαμπάς!» ξεκίνησε να ουρλιάζει και εκείνη, λερωμένη με τα αίματα που έσταζαν από το χέρι της, αλλά και ζαλισμένη ακόμη από το σοκ, προσπαθούσε μάταια να τον ηρεμήσει.

«Σταμάτα, σε παρακαλώ. Δεν είναι αλήθεια αυτά που λες» πρόφερε τρέμοντας.

«Και το σημάδι επάνω μου, τι είναι; Ε, μητέρα; Τα γαλόνια μάλλον που μου χάραξαν οι αμέτρητοι εραστές σου. Με αηδιάζεις και εσύ και όλες!» συνέχισε ο μικρός κραδαίνοντας ταυτόχρονα το μαχαίρι, ενώ η Ελιζαβέτα, πάλευε μάταια να του το αρπάξει από το χέρι.

Τότε, ο Τζόναθαν αφού το πέταξε με λύσσα στο πάτωμα, την πλησίασε χαστουκίζοντάς την.

«Θα μπορούσα να σε σκοτώσω. Για την ακρίβεια, θα το έκανα με μεγάλη μου ευχαρίστηση, καθώς δεν έχεις καμία απολύτως αξία για εμένα. Ήσουν η μητέρα μου και έπρεπε να με προστατέψεις από την ημέρα που ο πατέρας μου μας εγκατέλειψε, καθώς μάλλον ανακάλυψε ποια ήσουν στην πραγματικότητα. Μία εγωίστρια που έβαζε πάνω από όλα τη δική της ευχαρίστηση. Με έσερνες και με άφηνες να παρακολουθώ τις αποτρόπαιες πράξεις σου, με τον κάθε αλήτη που σε καβαλούσε. Αναρωτήθηκες ποτέ σου, αν το άντεχα; Αναρωτήθηκες, έστω και για μία φορά στη ζωή σου, αν ήμουν καλά; Αν κάθε μέρα έβλεπα εφιάλτες; Αν με έφτασες να σιχαθώ τον έρωτα; Όχι. Το μόνο που σε απασχολούσε, ήταν τα βρώμικα λεφτά που θα έβγαζες και τα ρούχα που θα αγόραζες με αυτά. Είσαι ένα τέρας, όλες σας είστε τέρατα» τελείωσε και την έφτυσε στο πρόσωπο.

Αρπάζοντας μία σκισμένη τσάντα, βγήκε τρέχοντας από το σπίτι του, με τον δρόμο να είναι ανοιχτός, σχεδόν αποκλειστικά για κακές επιλογές, όπως τα ναρκωτικά. Ο Τζόναθαν, εξελίχθηκε σε τρανό διακινητή, ο οποίος είχε μετακομίσει στη Μόσχα, όπου η δουλειά ήταν περισσότερη και τα χρήματα έρεαν άφθονα, το ίδιο και οι γυναίκες, καθώς η εμφάνισή του, άγγιζε σχεδόν την τελειότητα. Μολαταύτα, σε εκείνα τα μεγάλα, θαρρείς γυάλινα, κυανά του μάτια, ελλόχευε πάντοτε η ψυχρότητα και η θλίψη. Κάπου εκεί, στα εικοσιπέντε του, οι δουλειές τον οδήγησαν στο Λονδίνο, όπου και γνώρισε τον Ρόυ. Οι απόψεις τους για το γυναικείο φύλο και τη θέση που κανονικά θα έπρεπε να έχει στην κοινωνία, τους ένωσαν, ωστόσο ο Τζόναθαν δεν γνώριζε για το μαρτύριο που περνούσε το κοριτσάκι του, η Μέλανη. Το μόνο που γνώριζε, ήταν απλά η ύπαρξή της και θεωρούσε, πως το μόνο που επιθυμούσε πραγματικά ο Ρόυ, ήταν απλώς να την πάρει από την Ανναλίζα, για να την έχει μαζί του και ας εκτόξευε απειλές και ας έλεγε πως δεν νοιαζόταν για την κόρη του. Ο Τζόναθαν πίστευε, ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει και ας έβλεπε το αντίθετο, πως ο Ρόυ ήθελε να είναι μαζί με την μικρή, σε αντίθεση με τον δικό του πατέρα, που απλώς τον άφησε πίσω του, σαν ένα από τα πολλά αντικείμενα που είχαν στο σπίτι.

Στο εδώ και τώρα, ο νεαρός, είχε βυθιστεί τόσο πολύ στις σκέψεις του, που η Ανναλίζα ανασηκώθηκε αμήχανα, σκουντώντας τον ευγενικά.

«Είσαι καλά; Είπα μήπως κάτι που δεν έπρεπε; Συγγνώμη..» ξεκίνησε να απολογείται, μα η λέξη ΄΄συγγνώμη΄΄ και η ερώτηση ΄΄ είσαι καλά΄΄ συνέχισαν να ηχούν στα αυτιά του. Ποτέ του στα τριάντα του πλέον χρόνια, δεν του είχαν θέσει αυτήν την ερώτηση. Την κοίταξε κάπως ψυχρά, μα προσπάθησε να το καλύψει άμεσα. Να καλύψει άμεσα την ταραχή του και την οργή που σαν ηφαίστειο βρυχάτο επικίνδυνα.

«Είμαι μία χαρά. Το...σημάδι που βλέπεις, το απέκτησα όταν ήμουν μικρός και έπεσα από μία κούνια καθώς έπαιζα. Παιδιά, τι να πεις» απάντησε τρέμοντας και η κοπέλα ένιωσε να ξεφουσκώνει από ανακούφιση.

«Ξέρω πως είναι τα παιδιά. Και η Μέλανη ώρες ώρες, με ανησυχεί με τα άγαρμπα παιχνίδια της» του απάντησε και η επόμενή του ερώτηση την ξάφνιασε.

«Την αγαπάς;»

Η Ανναλίζα έμεινε να τον κοιτάζει μπερδεμένη, ωστόσο λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, μαλάκωσε το βλέμμα της.

«Φυσικά και την αγαπώ. Είναι το κοριτσάκι μου»

«Και θα έδινες τα πάντα για εκείνη;» συνέχισε τις παράξενες και κοφτές ερωτήσεις του ο νεαρός.

«Θα έδινα ακόμη και την ίδια μου τη ζωή για εκείνη»

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro