Το ΄΄Σημάδι΄΄ / part 1
Πατούσαν μέσα στις λάσπες του χωμάτινου δρόμου. Η ώρα ήταν περασμένη και ο Ρόυ, επιθυμούσε διακαώς να αποφύγει τα αδιάκριτα βλέμματα των ενοίκων ενός και μοναδικού σπιτιού, το οποίο βρισκόταν λίγο πριν από εκείνο, που σύμφωνα με το ΄΄Σημάδι΄΄ ενοικίαζε η γυναίκα του. Καθώς στεκόταν και παρατηρούσε την μονοκατοικία στο βάθος, ένα χαμόγελο, ποτισμένο με φθόνο, αυλάκωσε τα τραχιά χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τα είχε καταφέρει αυτή. Είχε πράγματι μετατραπεί από το απόλυτο τίποτε, σε βασίλισσα ενός διόλου ευκαταφρόνητου σπιτιού, ενός θα έλεγε κανείς, παλαιού αρχοντικού.
«Κάνε απόλυτη ησυχία. Δεν θέλουμε να τραβήξουμε την προσοχή των γειτόνων» ακούστηκε χαμηλόφωνα η φωνή του και ο άλλος άντρας έγνεψε καταφατικά.
Οι δυο τους κρύφτηκαν πίσω από τα δέντρα, τα οποία αγκάλιαζαν την αυλή του σπιτιού με χάρη. Παρατήρησαν τότε, πως τα φώτα ήταν ανοιχτά, ενώ πίσω από τις ημιδιάφανες κουρτίνες, η αέρινη φιγούρα της Ανναλίζα, έκανε την ανέμελη εμφάνισή της, στον χώρο του σαλονιού. Στη θέα της, ο Ρόυ στένεψε τα μάτια του, εξαιτίας της οργής που ένιωθε. Αυτή η λάμψη που φανταζόταν να στολίζει το πρόσωπό της, όσο δηλαδή μπορούσε να το φανταστεί, ήξερε πως οφειλόταν στην απουσία του και ίσως στην παρουσία κάποιου άλλου άνδρα στην δική του θέση. Η ταραχώδης και φθονερή επιθυμία του να τη θάψει ζωντανή επέστρεψε, ωστόσο έπρεπε να κάνει υπομονή, αν ήθελε το σχέδιό του να πήγαινε κατ' ευχήν. Αρχικά, έπρεπε να πληροφορηθούν για το αν η Ανναλίζα έμενε μόνη της ή υπέβοσκε και κάποια συντροφιά μαζί της. Στην απόλυτη σιγαλιά, άκουγαν απαλές συνομιλίες, ωστόσο το μόνο πρόσωπο που διέκριναν, ήταν εκείνο της γυναίκας του.
«Έχω την εντύπωση, πως η δικιά σου σάλταρε και μιλάει στον εαυτό της» σχολίασε με θυμηδία το ΄΄Σημάδι΄΄.
«Αυτά να τα βλέπεις εσύ, για να καταλαβαίνεις και τους λόγους που τη χτυπούσα. Μία τρελή πήγα και παντρεύτηκα. Ευτυχώς που υπήρχαν στο ενδιάμεσο και οι πρόθυμες πουτάνες για να περνώ έστω καλά τα βράδια πριν γυρίσω στο σπίτι, αλλιώς θα την έλιωνα σαν ενοχλητική μύγα» σχολίασε ο Ρόυ.
«Ε, τότε ρε φίλε γιατί την παντρεύτηκες;» συνέχισε ο άλλος άντρας τις ερωτήσεις. Μισούσε την ιδέα του γάμου, κυρίως γιατί τη φοβόταν και αδυνατούσε με τον οποιονδήποτε τρόπο να εκφράσει συναισθήματα.
«Γιατί η μάνα της είχε μία μικρή περιουσία, την οποία θα έδινε στην κόρη μετά τον γάμο μας. Φυσικά με ενέκρινε και λόγω της εξωτερικής μου εμφάνισης, αλλά και λόγω του χαρακτήρα μου. Δεν φαντάστηκα όμως πως θα έπαιρνα τόσο σκάρτο πράγμα, αλλιώς θα της το γυρνούσα πίσω την επόμενη ημέρα και στο ανάθεμα να πήγαιναν και τα λεφτά της. Δεν ήταν και καμιά πλούσια» τελείωσε ο Ρόυ και το ΄΄Σημάδι΄΄ ρούφηξε λαίμαργα το τσιγάρο που κρατούσε, απελευθερώνοντας τον καπνό σε κύκλους.
«Επομένως, αφού δεν μένει κανείς εδώ, το πεδίο είναι ελεύθερο για να αρπάξουμε τη μικρή. Την αναλαμβάνεις εσύ, η μεγάλη είναι δική μου» μούγκρισε το ΄΄Σημάδι΄΄. «Δεν σε πειράζει να την χρησιμοποιήσω και εγώ για να περάσω καλά, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε και ο Ρόυ τον κοίταξε αδιάφορα.
«Η συμφωνία είναι συμφωνία. Από τη στιγμή που αναλαμβάνεις την υπόθεσή της, κάνε ό,τι θέλεις. Εγώ την έχω δοκιμάσει τόσες φορές, που πλέον την βαρέθηκα. Πάρε και εσύ μία γεύση και μετά θα την κανονίσω. Σου υπόσχομαι πως ποτέ και κανείς δεν θα διαλευκάνει αυτήν την υπόθεση. Θα την εξαφανίσω από το πρόσωπο της γης» έσκουξε ο Ρόυ και οι δυο τους κίνησαν για να φύγουν, δίχως όμως να αντιληφθούν, πως από μακριά η Τζούλιετ, θεώρησε ύποπτη την επίσκεψή τους.
Την στιγμή της αποχώρησής τους, η νεαρή γυναίκα περιποιούταν τον κήπο της, όπως κάθε μέρα και καθώς ήταν σκυμμένη στο μικρό της μποστάνι, είδε τους δύο άντρες να φεύγουν, δίχως όμως να έχει ακούσει τον διάλογό τους, ή να έχει διακρίνει ξεκάθαρα τα χαρακτηριστικά τους μέσα στο σκοτάδι.
Η Ανναλίζα τόση ώρα έκοβε βόλτες στο σαλόνι, έχοντας τοποθετήσει το χέρι της μπροστά στο στόμα.
«Έρικ, δεν νομίζω πως είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο. Τα συναισθήματά μου είναι ανάμεικτα. Θέλω να νιώσω όμορφα, όμως το σώμα μου και η ψυχή μου, μεταφράζουν αυτόματα το ανθρώπινο άγγιγμα, σαν επερχόμενη απειλή. Συγχώρεσέ με, μα..» πήγε να πει αλλά ο Έρικ την σταμάτησε.
«Και για μένα ήταν μία παρορμητική κίνηση. Λάτρευα την Αλέξια, όσο τίποτε σε αυτόν τον κόσμο και κάπου μέσα μου, ένιωσα πως την προδίδω. Όμως, για κάποιον λόγο, αισθάνομαι έλξη για εσένα. Ήταν σαν η μοίρα να μου στέρησε την γυναίκα μου και το παιδί μου και ως εκ θαύματος, να μου εμφάνισε στη θέση τους εσάς, όχι σαν αντικαταστάτες, μα περισσότερο σαν σπίθα ελπίδας. Η καρδιά μου κάποτε, ήταν σκληρή και κλειστή για οποιονδήποτε άλλον. Τώρα απλώς συνειδητοποιώ, πως η Άριελ και η Αλέξια, θα κατέχουν πάντοτε μία ξεχωριστή θέση, δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχει χώρος και για άλλους να μπουν. Εσείς ήρθατε εδώ και δώσατε φως στη μιζέρια μου, ενώ εγώ φέρθηκα απαίσια. Ανναλίζα, να ξέρεις ένα πράγμα. Πως τα δικά μου χέρια, θα είναι εδώ μονάχα για σε κλείνουν προστατευτικά, προσφέροντάς σου χάδια και ανακούφιση» της είπε και έτεινε αμήχανα το ένα του χέρι προς το μέρος της.
Εκείνη το έπιασε τρέμοντας.
«Είναι παγωμένο, το ξέρω» μουρμούρισε πνιγμένος στην ντροπή και χαμογελώντας της θλιμμένα.
«Σημασία έχει πως είναι ζεστή η καρδιά σου» του απάντησε η κοπέλα και εκείνος παραμέρισε τρυφερά μία τούφα από το μέτωπό της. Η Ανναλίζα άπλωσε το χέρι της, για να τον χαϊδέψει στο πρόσωπο, όταν η υπενθύμιση πως ο άντρας που στέκεται απέναντί της, είναι νεκρός, την χαστούκισε με βία. Για κάποιον λόγο, τα δάκρυα ανέβηκαν απρόσμενα γρήγορα στα μάτια της και μούσκεψαν το πρόσωπό της.
«Δεν θέλω να στεναχωριέσαι για εμένα. Όπως βλέπεις, είμαι...καλά» απάντησε, μα το χιούμορ του, της φάνηκε πιο μαύρο από ποτέ.
«Έρικ, πως είναι όταν πεθαίνεις; Πονάς;» τον ρώτησε και εκείνος την ελευθέρωσε αργά από την αγκαλιά του.
«Ο θάνατος μερικές φορές για κάποιους, είναι πιο γλυκός από τη ζωή. Έρχεται και σε απαλλάσσει από τα βάσανά σου. Λειτουργεί σαν αναλγητικό στον ψυχικό και σωματικό σου πόνο. Εγώ μετά την βίαιη σύγκρουση, απλώς χάθηκα και όταν επανήλθα, διαπίστωσα πως η οικογένειά μου κειτόταν γύρω μου διαμελισμένη» είπε και με τα χέρια του ξεκίνησε διακριτικά να τραβά τα μαλλιά του, καθώς οι μνήμες επέστρεφαν και σάρωναν κάθε όμορφη σκέψη και συναίσθημα στο διάβα τους «Το αγγελούδι μου με κοιτούσε άψυχα, με το κορμάκι του χτυπημένο και η Αλέξια, Θεέ μου η Αλέξια, ήταν πεταμένη παράμερα. Τότε δεν συνειδητοποίησα, πως το σώμα μου βρισκόταν εγκλωβισμένο, καθώς πίστευα πως σε αντίθεση με εκείνες, εγώ είχα επιβιώσει. Άρχισα να τρέχω μακριά, μέχρι που κλειδώθηκα εδώ και ξεκίνησα να αρνούμαι πως όλα αυτά συνέβησαν. Το μυαλό μου έμοιαζε σαν να είχε πέσει καταστολή. Όταν πήγα στο νοσοκομείο, έμαθα, πως αφού έφυγα και προφανώς αφού περισυνέλλεξαν τα σώματα της οικογένειάς μου, το δικό μου πάλεψαν ώρα να το απεγκλωβίσουν, μέχρι που έφυγαν γιατί ακολούθησε μία τεράστια έκρηξη. Το σώμα μου δεν θάφτηκε ποτέ και αν δεν ταφεί στο μέλλον, εγώ δεν θα μπορέσω να αναπαυθώ» ολοκλήρωσε και η Ανναλίζα τον κοίταξε έντρομη.
«Έρικ, αυτό που θα πω, θα ακουστεί εγωιστικό και ίσως άρρωστο, μα δεν θέλω να φύγεις. Είσαι ο μόνος άντρας, στον οποίο επέτρεψα να με πλησιάσει τόσο μετά τα βάσανά μου. Δίπλα σου νιώθω ασφάλεια. Η Μέλανη σε αγαπά πολύ και εσύ την βοηθάς, μας βοηθάς και τις δύο. Με έκανες να κοιμηθώ για πρώτη φορά, δίχως φάρμακα. Δεν θα το είχα καταφέρει αλλιώς» του είπε και το χέρι του χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπό της.
«Υπόσχομαι να μείνω δίπλα σας, μέχρι να σιγουρευτώ πως το κάθαρμα που σε καταδιώκει, θα πάψει να σε βασανίζει. Δεν θα επιτρέψω να πάθεις κακό, ούτε εσύ, ούτε το παιδί. Την οικογένειά μου δεν κατόρθωσα να την προφυλάξω, όπως θα ήθελα, όμως ήρθε η ώρα να χαρίσω την υπόσχεση που κάποτε έδωσα σε εκείνες. Ανναλίζα, δεν ξέρω αν έπρεπε να σου εκφράσω τα συναισθήματά μου, ίσως και να ήταν καλύτερα να μέναμε όπως πριν, εσύ εξάλλου, ανήκεις στους ζωντανούς. Πρέπει λοιπόν να το αντέξουμε, γιατί εσύ θα προχωρήσεις μπροστά, ενώ εγώ έχω ήδη μείνει πίσω»
«Έρικ, τα συναισθήματα δεν είναι διακόπτης, αλλά εν μέρει έχεις δίκιο. Εγώ θα σε βοηθήσω να φύγεις ακόμη και αν αυτό σημαίνει, να παλέψουμε μαζί να βρούμε το...Σώμα σου» είπε ξεροκαταπίνοντας.
«Ή ό,τι απέμεινε από αυτό» τελείωσε την σκέψη της εκείνος.
Με την καρδιά της βαριά και μπερδεμένη, αποφάσισε να πεταχτεί στη γειτόνισσα, την Τζούλιετ, με μία γλυκιά κολοκυθόπιτα στο χέρι, πασπαλισμένη με κανέλα. Όπως το περίμενε, την βρήκε να σκουπίζει κάπως νευρικά, την είσοδο του σπιτιού της, μολαταύτα, όταν το βλέμμα της αντάμωσε με εκείνο της κοπέλας, η ανησυχία εξαλείφθηκε μονομιάς.
«Καιρό έχω να σε δω. Νόμιζα πως με είχες ξεχάσει. Χαίρομαι πάρα πολύ, που επιτέλους θα έχω μία σταθερή γειτόνισσα. Βλέπεις, όλοι οι άλλοι άντεξαν το πολύ ένα μήνα» της είπε ευδιάθετα.
«Η αλήθεια είναι πως συνήθισα πλέον» βιάστηκε να απολογηθεί η Ανναλίζα, μα η Τζούλιετ υιοθέτησε εκείνο το πονηρό χαμόγελο που προμήνυε πως θα ακολουθούσαν και άλλες, εις βάθος ερωτήσεις.
«Με...το φάντασμα της όπερας; Όλα καλά;» ακούστηκε η φωνούλα της γειτόνισσας, λίγο πιο σιγανά αυτή τη φορά.
«Εννοείς τον Έρικ. Λοιπόν, όλα μία χαρά» συνέχισε τις λακωνικές απαντήσεις η Ανναλίζα, ωστόσο, ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στο πρόσωπό της, κίνησε την περιέργεια της Τζούλιετ.
«Πως είναι να ζεις με κάποιον άλλο, που δεν βρίσκεται εν ζωή; Θέλω να πω τον νιώθεις; Νιώθεις την αύρα του;» ρώτησε γεμάτη αγωνία.
«Βασικά, δεν τον νιώθω απλώς Τζούλιετ, τον βλέπω κιόλας» απάντησε η Ανναλίζα, μην θέλοντας να επεκταθεί σε οποιαδήποτε άλλη γαργαλιστική λεπτομέρεια.
«Αυτό είναι σχεδόν αδύνατον, εκτός αν εννοείς μέσα από τους καθρέπτες τυχαία» μουρμούρισε η Τζούλιετ και η Ανναλίζα την προέτρεψε να καθίσει, ώστε να της εξιστορήσει από την αρχή τα συνταρακτικά γεγονότα.
Καθόλη τη διάρκεια, η κοπέλα άκουγε με απόλυτη προσοχή και προσήλωση, σχεδόν μην μπορώντας να πιστέψει την απίθανη ιστορία. Η Ανναλίζα, γνώριζε κάποια στοιχεία για την ζωή του Έρικ, τα οποία μονάχα από τον ίδιο θα μπορούσε να τα εκμαιεύσει. Ας πούμε, τι συνέβη τη στιγμή που πέθανε.
«Για να καταλάβω, ζει ανάμεσά σας, σαν κανονικός άνδρας;» ρώτησε ξέπνοα στο τέλος .
«Ακριβώς και η αλήθεια, αφού ξεπέρασε το πρώτο σοκ του θανάτου του, ξεκίνησε να βγάζει έναν άλλο χαρακτήρα, πιο ανθρώπινο, πιο ζεστό» άρχισε η Ανναλίζα.
«Νιώθεις πράγματα για εκείνον έτσι δεν είναι;» έφτασε στην πολυπόθητη ερώτηση η Τζούλιετ και είδε την Ανναλίζα να βουρκώνει.
«Είναι άρρωστο και το γνωρίζω, ωστόσο αποφάσισα να συνεχίσω τη ζωή μου και να δώσω μία ευκαιρία στον Τζόναθαν. Μου έχει ζητήσει να πάμε για καφέ και έχω αρνηθεί»
«Και πολύ καλά θα κάνεις. Ανναλίζα, ξέρουμε πως ο Έρικ, πρέπει να φύγει. Στην ουσία έχει φύγει ήδη, απλώς εσύ βλέπεις την αντανάκλαση, αυτού που κάποτε υπήρξε. Ωστόσο, θα ήθελα να σου αναφέρω και κάτι ακόμη. Πως είδα δύο άντρες χθες το βράδυ, να παρακολουθούν το σπίτι σου. Εκείνοι φυσικά δεν με πρόσεξαν, καθώς ήμουν σκυμμένη στον κήπο μου» τελείωσε η Τζούλιετ και η Ανναλίζα ένιωσε άξαφνα να παγώνει.
«Θυμάσαι καθόλου πώς έμοιαζαν;» τη ρώτησε σοκαρισμένη.
«Εδώ φιλενάδα, έχουμε πρόβλημα. Ήταν νύχτα και ο ένας ειδικά φορούσε την κουκούλα του φούτερ του. Ο άλλος όμως, είχε σκούρα, κοντοκουρεμένα μαλλιά, ήταν σχετικά ψηλός και αν δεν απατώμαι, είχε ένα λεπτό μουστάκι»
Η Ανναλίζα, έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα της, για να μην ουρλιάξει. Ήταν ο Ρόυ, ήταν στα σίγουρα εκείνος. Τα χαρακτηριστικά ταίριαζαν σχεδόν απόλυτα.
«Είσαι καλά; Τι έπαθες, τους ήξερες μήπως;» ξεκίνησε πάλι η Τζούλιετ.
«Τζούλιετ, νομίζω πως ο ένας, είναι ο πρώην άνδρας μου...Αυτό το κτήνος με βρήκε πάλι! Το παιδί μου! Πρέπει να προφυλάξω το παιδί μου..» άρχισε τον δραματικό μονόλογο η Ανναλίζα, με την ανάσα της σχεδόν κομμένη και την Τζούλιετ να την βαστά σφιχτά στην αγκαλιά της.
«Δεν θέλω να διανοηθώ, τι θα μπορούσε να σου έχει κάνει αυτός ο άνθρωπος. Ωστόσο, μην ανησυχείς και θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά. Αν δω κάτι ύποπτο ξανά, θα καλέσω την αστυνομία άμεσα» της είπε η κοπέλα καθησυχαστικά.
«Όχι, Τζούλιετ, προς Θεού μην μπλεχτείς. Αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να σου κάνει κακό, πολύ κακό» τραύλισε η Ανναλίζα.
«Εντάξει αγάπη μου, ησύχασε όμως σε παρακαλώ. Γύρνα στο σπίτι σου και προσπάθησε να ηρεμήσεις. Εξάλλου, δεν θα είσαι μονάχη σου σε αυτόν τον αγώνα και είμαι βέβαιη γι'αυτό. Κανείς δεν κατάφερε να μείνει σε αυτό το σπίτι για πολύ. Έρχονταν και μου περιέγραφαν τρελά πράγματα, εικόνες που μόνο στα θρίλερ συναντάς. Εσύ, αντιθέτως λάμπεις από χαρά. Αυτό σημαίνει πως κάποιος νοιάζεται για σένα πολύ. Ωστόσο, ποτέ σου μην ξεχάσεις πού ανήκει αυτός ο κάποιος. Στο λέω, γιατί δεν θέλω να πληγωθείς στο τέλος» ολοκλήρωσε η Τζούλιετ και οι δύο γυναίκες αγκαλιάστηκαν σφιχτά.
Η Ανναλίζα ιδρωμένη αποφάσισε να επιστρέψει, όταν είδε την πόρτα να ανοίγει, προτού προλάβει η ίδια να την σπρώξει.
«Μίλησέ μου εδώ και τώρα για τον άντρα σου. Σας άκουσα. Τα καλά του να είσαι φάντασμα, είναι πως μπορείς και κάνεις αισθητή την παρουσία σου όποτε θέλεις. Στεκόμουν πίσω σου, μα η Τζούλιετ δεν μπορούσε να με δει» της είπε κοφτά και την ένιωσε να τεντώνεται.
«Έρικ, για το Θεό με παρακολουθείς;»
«Μα, αυτό είναι το θέμα μας; Ναι λοιπόν, γιατί ανησυχώ για εσένα και γιατί ήμουν βέβαιος, πως αυτό το καθίκι, αργά ή γρήγορα θα ερχόταν. Λοιπόν, μίλησε μου Ανναλίζα. Πες μου τι σου συνέβη..» τελείωσε και άπλωσε τα χέρια του για να την κλείσει στην αγκαλιά του. Το άρωμά της, τον έκανε να σκύψει λίγο πιο κοντά στον λαιμό της, μα την υπόσχεση που είχε δώσει, έπρεπε να την κρατήσει.
«Ο Ρόυ, ήταν ένας βίαιος άντρας. Ένα κομπλεξικό κάθαρμα, που έπαιρνε ευχαρίστηση, με το να με υποβιβάζει. Η κακοποίησή μου, ήταν σαν ναρκωτικό για εκείνον. Έπρεπε να παίρνει καθημερινά τη δόση του, αλλιώς δεν ησύχαζε η άρρωστη ψυχή του. Εγώ φοβόμουν μήπως ξεσπάσει μία μέρα την οργή του στο παιδί μου. Η ζώνη με την οποία με χτυπούσε, κρεμόταν πάντοτε στο μπάνιο, για να μας υπενθυμίζει την απειλή που θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Εγώ σιωπούσα, υπέμενα, λάθος μου. Την ημέρα που ξεκίνησε όμως να χτυπά το παιδί μου, έσφιξα την καρδιά μου, μάζεψα το κουράγιο μου και έφυγα από το κολαστήριο. Να μην ακούω άλλο τις κραυγές μου, τους λυγμούς μου, να μην βλέπω τον τρόμο στα μάτια του παιδιού μου άλλο πια» τελείωσε και κατέρρευσε στο στήθος του.
Μία γυναίκα, η οποία δεν είχε ζήσει ποτέ της, ούτε μία στιγμή όμορφης ζωής πλάι στον σύζυγό της. Ούτε μία στιγμή ανεμελιάς, γέλιου, σκιρτήματος σε κάθε συνάντηση, ανυπομονησία για τον ερχομό του παιδιού, συγκίνηση. Είχε ζήσει μονάχα την Κόλαση. Για μία στιγμή, από το μυαλό του πέρασαν αστραπιαία, οι δικές του στιγμές με την Αλέξια. Τα καλοκαιρινά βράδια που έτρωγαν τα φρούτα τους, πάντοτε με τη συνοδεία μίας κουβέρτας, καθώς στη Μεγάλη Βρετανία, είχε ψύχρα σαν έπεφτε ο ήλιος. Τις αμέτρητες φορές που έκαναν όνειρα και τη στιγμή που του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος. Την είχε βγάλει έξω για φαγητό, προκειμένου να γιορτάσουν. Μετά όμως, τις γλυκιές τους στιγμές διαδέχτηκε το χάος, το σκοτάδι και σαν από το πουθενά, το παζλ της ζωής του, ορθώθηκε ξανά μπροστά του. Κοίταξε τη θλίψη μέσα στα μάτια της Ανναλίζα. Μίας γυναίκας που της άξιζαν όλες αυτές οι στιγμές και ακόμη περισσότερες. Ωστόσο, είχαν μείνει και οι δύο μόνοι τους πια, να παλεύουν με τις σκιές τους. Τότε, του ήρθε μία τρελή ιδέα. Σηκώνοντάς την τόσο, όσο να μπορεί να την κοιτάζει ίσια στα μάτια, της είπε :
«Το ξέρω πως άλλα συμφωνήσαμε, ωστόσο, όπως ο Κάσπερ στην ταινία ευχήθηκε και τελικά έζησε μία στιγμή κανονικότητας, έτσι και εγώ έρχομαι να σου ζητήσω, να με συνοδέψεις σε μία έξοδο. Σίγουρα όχι σε κάποιο εστιατόριο, μα ευχαρίστως θα σε πήγαινα σε ένα μέρος που θα λατρέψεις. Απόψε έχει πανσέληνο, λάμπει όμορφα. Δέχεσαι; Μόνο για ένα βράδυ και μετά όλα θα πάρουν τον δρόμο τους» της είπε με μάτια που γυάλιζαν από την προσμονή.
Εκείνη, χάιδεψε απαλά το πρόσωπό του.
«Δεν θα μπορούσα ποτέ μου να σου αρνηθώ» του είπε.
«Βάλε κάτι όμορφο, μα ανάλαφρο και έλα στην αυλή. Θα σε περιμένω» τελείωσε με ένα χαμόγελο πικρό. Ήταν η ευχή του, η επιθυμία του και ας είχε μικρή και στιγμιαία διάρκεια.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro