Στην αναζήτηση στοιχείων/ part 3
Στην επιστροφή, έκανε μία στάση, προκειμένου να πάρει την μικρή από την Τζούλιετ. Χαρούμενες, παιδικές φωνές είχαν πλημμυρίσει το χώρο ολόγυρα και από το βάθος φάνηκε μία Μέλανη, βουτηγμένη στη λάσπη, εξαιτίας του αχαλίνωτου παιχνιδιού. Αυτό όμως άρμοζε στον γλυκό, παιδικό της κόσμο. Τα γέλια και το ξέγνοιαστο παιχνίδι.
«Έτοιμη μικρή μου;» της φώναξε από μακριά η Ανναλίζα «Πώς πέρασες;» συνέχισε καθώς το κοριτσάκι πλησίαζε.
«Τέλεια» απάντησε ενθουσιασμένη, με την Τζούλιετ να ακολουθεί από πίσω τρέχοντας.
«Είναι το πιο γλυκό και πιο όμορφο παιδί που έχω γνωρίσει ποτέ» της είπε καλοσυνάτα η Τζούλιετ, χαϊδεύοντας τις ανάλαφρες, καροτένιες μπούκλες της μικρής.
Οι δυο τους αποχώρησαν , παίρνοντας εκ νέου το μονοπάτι για το σπίτι τους. Τη στιγμή που έμπαιναν, θόρυβοι ανατριχιαστικοί και ύπουλοι ακούστηκαν, σαν να ανέβαινε κάποιος τρέχοντας μία σκάλα. Η Ανναλίζα κινήθηκε γρήγορα, σαν να προσπαθούσε να πιάσει επ' αυτοφώρω τον εισβολέα, μα κανένας δεν φάνηκε ποτέ και πουθενά. Δίχως να ασχοληθεί περισσότερο με αυτό για την ώρα, πήρε την μικρή από το χέρι και βγήκαν στην πίσω αυλή, προκειμένου να στήσουν την πάνινη κούνια που της είχε υποσχεθεί. Καθώς πάλευε να δέσει τον κόμπο, η προσοχή της Μέλανη, στράφηκε άξαφνα στο παράθυρο της σοφίτας, του απαγορευμένου ορόφου και σε μία παράξενη, σκιερή φιγούρα που στεκόταν εκεί, κοιτάζοντάς τες με θυμό. ΄΄Ο κύριος Έρικ΄΄ σκέφτηκε και παρατώντας κυριολεκτικά την μητέρα της, έτρεξε πρώτα να δει αν υπήρχαν πόρτες δεξιά και αριστερά από το σπίτι. Αφού βεβαιώθηκε πως αποκλείεται να το έσκαγε από κάπου ο κύριος Έρικ, έτρεξε μέσα και ξεκίνησε να ανεβαίνει με φόρα τα σκαλοπάτια, μέχρι την μονίμως κλειστή, ξύλινη πόρτα.
Με το μικρό της χεράκι, γύρισε το πόμολο και μπήκε, με την γνωστή αίσθηση ανατριχίλας, κλεισούρας και εγκατάλειψης, να της επιτίθενται βίαια.
«Κύριε Έρικ;» φώναξε η μικρή «Είσαι εδώ;» συνέχισε σηκώνοντας παιχνιδιάρικα ένα μαξιλάρι «ή μήπως εδώ;» μίλησε στον ίδιο παιχνιδιάρικο τόνο, πιάνοντας με τη σειρά ένα ένα όλα τα μαξιλάρια και σηκώνοντάς τα με εμφανή περιέργεια «Ακούω την ανάσα σου, δεν μπορείς να μου κρυφτείς» συνέχισε η μικρή και τότε, μέσα από τις σκιές που προκύπταν, από το λιγοστό, γλαυκό φως της ημέρας που τρύπωνε ασθενικά από τις σχισμές του παράθυρου, είδε μία μορφή να κινείται και να κρύβεται ξανά στα σκοτάδια. «Έλα έξω, δεν θα σε πειράξω» συνέχισε για να πάρει σαν απάντηση ένα αλλόκοτο, ειρωνικό γέλιο.
«Είχα πει στην μητέρα σου, να μην ανεβείτε ποτέ ξανά εδώ πάνω, αλλά εσύ είσαι μία κακομαθημένη που της αρέσει να είναι άτακτη» άκουσε μία βαθιά, αντρική φωνή από τα βάθη του δωματίου.
Η μικρή σταυρώνοντας τα χέρια της μπροστά από το στήθος, σε δείγμα πείσματος, του απάντησε :
«Συγγνώμη κύριε Έρικ, απλώς εγώ βρήκα τυχαία τα παιχνίδια και μου άρεσε που έπαιζα μαζί τους»
«Αυτά τα παιχνίδια, ανήκουν στην κόρη μου και θέλω να τα βρει στη θέση τους όταν επιστρέψει» πρόφερε απειλητικά.
«Μα, εγώ δεν είχα σκοπό να τα χαλάσω και επίσης, θα ήθελα πολύ να γνωρίσω το άλλο κοριτσάκι και να παίζουμε μαζί. Πώς την λένε;» ρώτησε η Μέλανη, μα η απάντηση άργησε να έρθει, ενώ συνοδεύτηκε από έναν αναστεναγμό πόνου.
«Άριελ τη λένε και θα έρθει σύντομα. Εσείς θα πρέπει να φύγετε μέχρι τότε»
« Ουάου, σαν τη μικρή γοργόνα!» είπε ενθουσιασμένη, αλλά ο άντρας δεν φάνηκε να το συμμερίζεται «Σε παρακαλώ μην μας διώξεις. Εγώ δεν έχω άλλες φίλες εδώ, εκτός από την μαμά και επίσης δεν έχουμε πού αλλού να πάμε» εξομολογήθηκε η μικρή κατεβάζοντας το βλέμμα της στη γη με θλίψη. Ήταν ένα θέαμα σπαραξικάρδιο, ακόμη και για την δική του ψυχρή καρδιά. Μέσα από το σκοτάδι του, μπορούσε να δει το παιδί, τόσο ευάλωτο και θλιμμένο.
«Γιατί;» ρώτησε ελαφρώς αμήχανα τώρα.
«Γιατί στο παλιό μου σχολείο, όταν μέναμε πιο κοντά στο κέντρο, πάθαινα κρίσεις πανικού πολύ συχνά και τα άλλα παιδάκια με φώναζαν φρικιό» ολοκλήρωσε, ενώ δάκρυα κύλησαν στα ροδαλά της μάγουλα. Με την ανάστροφη του χεριού της, τα σκούπισε άτσαλα, κοιτώντας ξανά τριγύρω και προσπαθώντας να τον εντοπίσει.
«Γιατί πάθαινες κρίσεις πανικού;» ρώτησε ξανά ο Έρικ.
«Γιατί ο μπαμπάς μου ήταν κακός και με φόβιζε, ενώ εσύ όχι. Εσύ αγαπάς την Άριελ. Όταν την βλέπεις χαμογελάς, φαίνεται από τις φωτογραφίες. Εμένα ο μπαμπάς μου όταν με έβλεπε, θύμωνε» πρόφερε η μικρή και η σκιά στο βάθος κινήθηκε ξανά, δίχως να φανερώνεται.
«Η κόρη μου, είναι ο βασικός λόγος για την ύπαρξη χαμόγελου στο πρόσωπό μου. Αυτό κανονικά έπρεπε να ισχύει για όλους τους γονείς του κόσμου. Τα παιδιά είναι πηγή ευτυχίας. Μπορείς λοιπόν να έρχεσαι και να παίζεις ήσυχα, αλλά μόνο εσύ. Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να φέρεις την μητέρα σου εδώ και επίσης, θέλω να προσέχεις πολύ τα παιχνίδια. Μην με ψάξεις ξανά και ας είσαι καλή στο κρυφτό» της απάντησε και η μικρή από την χαρά της, ξεκίνησε να χοροπηδά, μέχρι που συνειδητοποίησε την τελευταία του κουβέντα. Να μην τον γυρέψει ποτέ ξανά.
«Γιατί να μην σε ψάξω; Εγώ θέλω!» του φώναξε, αλλά δεν πήρε ποτέ της καμία απάντηση.
Το δωμάτιο άξαφνα έμοιαζε πιο φωτεινό, παρά το σκοτάδι του. Τα όμορφα παιχνίδια ήταν εκεί και την καρτερούσαν, δικά της και της γλυκιάς Άριελ. Έκλεισε πίσω της την πόρτα ευτυχισμένη και κατευθύνθηκε στον κήπο ανέμελα, όπου η μητέρα της πάλευε να τοποθετήσει και να δέσει την κούνια της εδώ και ώρα. Κοίταξε σιωπηλή ξανά το παράθυρο της σοφίτας, μα κανένας δεν στεκόταν πια εκεί. Τις μέρες που ακολούθησαν, η Μέλανη το έσκαγε και κλεινόταν στο απαγορευμένο δωμάτιο, για όσες ώρες η μητέρα της περιποιούταν τον κήπο. Σε λίγο καιρό θα ξεκινούσε σχολείο και η μητέρα της τη δουλειά και έτσι δεν θα είχε καθόλου ελεύθερο χρόνο. Ωστόσο, η Ανναλίζα είχε αντιληφθεί την απουσία της και έσπευσε ένα πρωινό να την ακολουθήσει, για να την δει να ανεβαίνει προς τον τελευταίο όροφο.
«Μέλανη, τι νομίζεις πως κάνεις εκεί;» τη ρώτησε και το κοριτσάκι πάγωσε.
«Πάω να παίξω» της είπε απλά.
«Αγάπη μου, άκουσε με προσεκτικά. Για να μπορούμε να μένουμε εδώ με ηρεμία, θα πρέπει να ακολουθούμε και κάποιους κανόνες. Τώρα σε παρακαλώ, φύγε από εκεί και σου υπόσχομαι πως μόλις κατέβουμε στο κέντρο, θα σου αγοράσω εγώ όσα παιχνίδια θέλεις» πάλεψε να την πείσει η Ανναλίζα.
«Ο κύριος Έρικ, μου είπε πως μπορώ να έρχομαι, έχω την άδειά του» πέταξε η Μέλανη και η Ανναλίζα χλόμιασε.
«Τι εννοείς; Πως είδες αυτόν τον...Έρικ;» τη ρώτησε τρέμοντας «Πού; Πότε; Σε πείραξε; Πες μου!» ξεκίνησε τις απανωτές ερωτήσεις.
«Μαμά χαλάρωσε. Ο Έρικ είναι καλός γιατί με άφησε να παίζω. Δεν τον έχω δει ποτέ, αλλά τον άκουσα και μου ζήτησε να μην πας ποτέ σου εκεί πάνω. Μονάχα εγώ έχω το δικαίωμα» τελείωσε και από το μυαλό της Ανναλίζα, ξεπήδησε μία σειρά από τρομακτικά σενάρια. Γιατί να μην την θέλει; Ίσως για να μπορεί να κάνει κακό στο παιδί με την ησυχία του. Ίσως να ήταν κανένας ανώμαλος, παιδόφιλος.
«Υποσχέσου μου πως δεν θα ξαναπάς. Όχι προτού μάθω τα πάντα γι' αυτόν τον Έρικ. Υποσχέσου!» της φώναξε και η μικρή την κοίταξε θλιμμένα.
«Καλά, δεν θέλω να σε τρομάζω. Το υπόσχομαι» της είπε στο τέλος και η Ανναλίζα την αγκάλιασε. Κατόπιν, μάζεψε μερικά πράγματα και βάδισε με κατεύθυνση το σπίτι της Τζούλιετ. Θα ξεκινούσε από τον εργασιακό του χώρο και η γειτόνισσα στα σίγουρα θα ήξερε να της δώσει μερικές, χρήσιμες πληροφορίες. Στο άκουσμα του καλέσματός της, η γλυκιά γειτόνισσα τη χαιρέτησε ζωηρά. Ήταν πάντοτε ένας άνθρωπος θετικός και δοτικός. Ένας άνθρωπος με την πόρτα του ανοιχτή τόσο σε εκείνη όσο και στην μικρή της κόρη. Κάποτε, προβληματιζόταν σχετικά με τη διαμονή τους στο σπίτι, ωστόσο ποτέ της ως σήμερα, δεν είχε εκφράσει ανοιχτά τους φόβους και τις ανησυχίες της. Σαν κάθισαν μαζί στην κουζίνα και άκουσε την πρώτη ερώτηση, η καρδιά της ξεκίνησε να βροντοχτυπά. Ήταν όμως κάτι παραπάνω από διαθέσιμη να απαντήσει.
«Ήταν χειρούργος στο Princess Grace Hospital. Πολύ καλός, καθώς δέχτηκε μία φορά να εγχειρίσει τον άντρα μου δωρεάν. Δεν είχαμε ποτέ οικονομικό πρόβλημα, μα εκείνος είχε θέμα σοβαρό με το ισχίο του, που δεν χωρούσε αναβολή. Όταν ενημερώθηκε η Αλέξια, η γυναίκα του, του το είπε και εκείνος δέχτηκε να κάνει δωρεάν την επέμβαση δίχως δεύτερη σκέψη» ολοκλήρωσε η κοπέλα και η Ανναλίζα ξεφύσησε προβληματισμένη.
«Πώς ήταν αφού έχασε την οικογένειά του;» τη ρώτησε και η Τζούλιετ στραβοκατάπιε.
«Ε, πώς να ήταν; Χάλια, πολύ χάλια» ξεκίνησε να λέει κάνοντας νευρικές κινήσεις.
«Γιατί αντιδράς έτσι; Υπάρχει κάτι που δεν ξέρω και δεν μου λες;» συνέχισε να την στριμώχνει η Ανναλίζα.
«Γειτόνισσα και νυν φιλενάδα, ό,τι ξέρεις, ξέρω, αλήθεια» τελείωσε στα γρήγορα προσπαθώντας να διώξει αυτό το θέμα από πάνω της.
«Τζούλιετ, σε ρωτώ γιατί φοβάμαι για την ασφάλεια του παιδιού μου. Φοβάμαι μήπως είναι κανένας τρελός» συνέχισε μάταια η Ανναλίζα.
«Όχι, η Μέλανη δεν κινδυνεύει από τίποτε» απάντησε εκείνη με βεβαιότητα, ωστόσο η Ανναλίζα εξακολουθούσε να αισθάνεται, πως κάποιο κομμάτι του παζλ έλειπε.
Έχοντας τώρα μετακινηθεί μαζί με την κοπέλα στην αυλή της και με την Μέλανη να παίζει ανέμελα κοντά της, παρατήρησε μία σκυφτή, μαυροφορεμένη φιγούρα να περπατά αργά, κατά μήκος του δρόμου. Για κάποιον λόγο, η Ανναλίζα θεώρησε πως δεν έπρεπε να πει απολύτως τίποτε στην Τζούλιετ και με την πρόφαση πως είχε ξεχάσει στο σπίτι το κινητό της, της ζήτησε να προσέχει για λίγο την μικρή και κατόπιν ξεκίνησε να την ακολουθεί.
Οι δυο τους απομακρύνονταν σε άγνωστα μονοπάτια, με την ψύχρα και την υγρασία να γίνονται ολοένα και εντονότερες, καθώς έμπαιναν βαθύτερα μέσα στην καρδιά του πυκνόφυτου δάσους. Το φιδογυριστό, χωμάτινο μονοπάτι, το οποίο όργωναν οι υπερμεγέθεις ρίζες των αιωνόβιων δέντρων, συνεχιζόταν πνιγμένο στην ομίχλη και η Ανναλίζα συνειδητοποίησε, πως η μακάβρια φιγούρα που τόση ώρα ακολουθούσε, της ήταν γνωστή. Για την ακρίβεια, ήταν η κυρία Άντριου. Η διαδρομή συνεχίστηκε και στο βάθος ξεπρόβαλε ένα μικρό εκκλησάκι, γοτθικού τύπου, με τοίχους σαθρούς και μαυρισμένους από τα χρόνια και με ένα μικρό νεκροταφείο να απλώνεται μπροστά του και να το περιτριγυρίζει πνιγηρά. Τότε, η Ανναλίζα συνειδητοποίησε, αν έκρινε και από τα λουλούδια που βαστούσε η ηλικιωμένη, πως πιθανότατα, η εγγονή και η νύφη της, ήταν θαμμένες εκεί, πράγμα που επιβεβαιώθηκε λίγα λεπτά αργότερα με τον χειρότερο τρόπο. Αφήνοντάς την να εναποθέσει ευλαβικά τα λουλούδια, η ίδια κρύφτηκε καρτερώντας την να φύγει. Όταν επιτέλους την είδε να αποχωρεί και να απομακρύνεται, πλησίασε το μέρος όπου είχε αφήσει λίγο πριν το μπουκέτο. Το βλέμμα της πλανήθηκε για λίγο στις μοναχικές ταφόπλακες, όταν σταμάτησε στο σωστό σημείο. Ήταν τότε που οι τρίχες του σώματός της ευθύς ορθώθηκαν και με τη βοήθεια του χεριού της, σχεδόν κατέπνιξε μία κραυγή. Τρία ονόματα βρίσκονταν χαραγμένα στην γκρίζα, παλαιωμένη πλάκα : Aλέξια Έλιοτ, ετών 25, Άριελ Άντριου, ετών 6 και Έρικ Άντριου, ετών 27.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro