Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Πρόλογος

Εξώφυλλο weebnextdoor

Ήταν πέντε Νοεμβρίου του 2017.  Εκείνος, άφησε με προσοχή το αχνιστό φλυτζάνι του καφέ του, στο στρογγυλό, ξύλινο τραπεζάκι του κήπου του. Πήρε μία βαθιά εισπνοή, αφήνοντας το δροσερό, μυρωδάτο αεράκι της εξοχής, να εισχωρήσει βίαια στους πνεύμονές του και να ξυπνήσει όλες του τις αισθήσεις. Το είχε πολύ ανάγκη εξάλλου, έπειτα από μία κουραστική εβδομάδα. Ήταν Κυριακή, νωρίς το πρωί και εκείνος λάτρευε να απολαμβάνει τις μικρές, χαρές της ζωής, όπως για πράδειγμα αυτό το μικρό φλυτζάνι καφέ, με την συνοδεία φυσικά του αγαπημένου του βιβλίου.
Το όνομά του, ήταν Έρικ. Σύντομο και εύηχο όνομα. Ο ίδιος, ήταν χειρούργος στο Princess Grace Hospital στο Λονδίνο. Η δουλειά ήταν απαιτητική και αγχωτική, δίχως να του επιτρέπει να αφιερώνει τις ώρες που επιθυμούσε, πλάι στην οικογένειά του. Ωστόσο, από τη στιγμή της γέννησης της κόρης του Άριελ, ο Έρικ είχε ευχηθεί, να μπορούσε να διαρκεί η ημέρα, παραπάνω από εικοσιτέσσερις ώρες, προκειμένου να μπορεί να βρίσκεται δίπλα στην μικρή του πριγκίπισσα και τη βασίλισσά του, που ήταν η γυναίκα του η Αλέξια. Ευτυχώς για εκείνον, η Αλέξια είχε άπειρη υπομονή και κατανόηση της ιδιόμορφης φύσης της δουλειάς του, η οποία της στερούσε αναγκαστικά την παρουσία του άντρα της. Τουναντίον, αισθανόταν μία κρυφή υπερηφάνεια για τα όσα είχε κατορθώσει εκείνος, μέσα σε λίγα μόλις χρόνια και ας ήταν μονάχα εικοσιοχτώ χρονών. Έτσι, με κοινή απόφαση και των δύο, ξεκίνησαν να καταγράφουν τις πολύτιμες στιγμές της μικρής Άριελ, ώστε ο Έρικ να αισθάνεται σαν να μην έχει φύγει λεπτό από δίπλα της.
Κάθε στιγμή, θεωρήθηκε πολύτιμη, από τα πρώτα της μικρά βήματα, την πρώτη της λέξη, την ημέρα της βάφτισης, σε ένα υπέροχο ξωκλήσι, χωμένο στην καταπράσινη αγκαλιά της βρετανικής επαρχίας, μέχρι και τα απλά, καθημερινά γεγονότα, όταν δηλαδή η μητέρα της την έκανε μπάνιο.
Σήμερα, έκλεινε τα έξι της χρόνια και ο Έρικ, παρά το γεγονός πως ζούσε με την οικογένειά του έξω από το Λονδίνο, σε μία τυπική, εγγλέζικη μονοκατοικία, εκείνη  ξεχώριζε από τα γειτονικά της σπίτια, καθώς είχε το προνόμιο να βρίσκεται δίπλα από ένα μικρό ποτάμι. Το πρωινό εκείνο λοιπόν, είχε αποφασίσει να πάρει την οικογένειά του σε μία μονοήμερη εκδρομή, στο παραθαλάσσιο Ντόβερ. Ο καιρός ήταν υπέροχος, ανοιξιάτικος και τίποτε δεν μαρτυρούσε την οργισμένη, εποχιακή καταιγίδα που βρισκόταν προ των πυλών.
«Είσαστε έτοιμες πριγκίπισσες?» φώναξε ο Έρικ γλυκά, για να πάρει σαν απάντηση, μία ξαφνική αγκαλιά από την κόρη του που ερχόταν τρέχοντας προς το μέρος του.
«Μου είχε λείψει η θάλασσα μπαμπά» του είπε ναζιάρικα και εκείνος της χάϊδεψε απαλά τις ξανθές τις μπούκλες.
«Έχεις το όνομα της πριγκίπισσας των βυθών και η θάλασσα θα είναι πάντοτε το βασίλειό σου» της απάντησε ο πατέρας της και η μικρή, υιοθετώντας ένα σοβαρό ύφος, ξεκίνησε να παριστάνει σκηνές από την αγαπημένη της παιδική ταινία.
Δέκα λεπτά αργότερα και έχοντας φορτώσει όλα τους τα πράγματα, ξεκίνησαν με προορισμό το Ντόβερ και την διάθεση ανεβασμένη στα ύψη. Το σπίτι το είχαν ασφαλίσει για τυχόν επίδοξους διαρρήκτες, καθώς δεν υπήρχαν γύρω τους και σε σχετικά κοντινή απόσταση γείτονες για να τους ειδοποιήσουν, εκτός από ένα και μοναδικό σπίτι, όπου ζούσε ένα ζευγάρι, με το οποίο είχαν στενές, φιλικές επαφές.
Το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου έπαιζε τα αγαπημένα, παιδικά τραγούδια της μικρής και η Αλέξια την συνόδευε σε κάθε άσμα, με ταυτόχρονη αναπαράσταση του εκάστοτε ήρωα. Ο Έρικ, τις κοιτούσε περήφανα από τον κεντρικό καθρέπτη, μα η σκοτεινιά του ορίζοντα του απέσπασε άξαφνα την προσοχή.
«Δεν τον βλέπω σύμμαχό μας τον καιρό» μουρμούρισε, έχοντας τη ματιά του στραμμένη στον ουρανό.
«Θετική σκέψη και όλα θα φτιάξουν στην πορεία. Η ημέρα είναι δική μας» τον καθησύχασε η Αλέξια και εκείνος ένευσε καταφατικά.
Λίγο αργότερα όμως, χοντρές σταγόνες ξεκίνησα να χτυπούν το τζάμι, οι οποίες σε δευτερόλεπτα μετατράπηκαν σε δυνατό χαλάζι, που είχε το σχήμα και το μέγεθος μικρού βερίκοκου.
«Μήπως θα ήταν καλύτερο να κάνουμε μία στάση? Με φοβίζει ο καιρός» ακούστηκε ξανά η φωνή του Έρικ.
«Είναι λίγο δύσκολος αυτός ο δρόμος και δεν αφήνει περιθώριο για στάθμευση» απάντησε η Αλέξια.
«Αγάπη μου, μου είναι αδύνατον να συνεχίσω ακόμη και αν χρησιμοποιήσω τους υαλοκαθαριστήρες. Δεν έχω καθόλου καλή ορατότητα» πρόφερε εκείνος ελαφρώς αγχωμένος, ενώ ανάβοντας τα αλάρμ, κατευθύνθηκε στην άκρη του δρόμου.
«Γιατί σταμάτησαμε μπαμπά?» ρώτησε η μικρή στενάχωρα, μα την απάντηση του Έρικ, έπνιξε η κραυγή της Αλέξια στη θωριά ενός φορτηγού, το οποίο κινούταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το μέρος τους.
Εκείνος σαστισμένος, προσπάθησε να βάλει μπροστά την μηχανή, μα αυτό στάθηκε αδύνατον. Δευτερόλεπτα μετά το πρώτο τράνταγμα, γυαλιά έσπασαν και το αυτοκίνητο κομματιάστηκε. Η βρεγμένη άσφαλτος, γέμισε άξαφνα εξαρτήματα και αίμα. Μπορούσε να ακούσει τα ουρλιαχτά του οδηγού, που έκλαιγε και οδυρόταν μπροστά στο κακό που άθελά του είχε μόλις προκαλέσει. Ο Έρικ σηκώθηκε μουδιασμένος και τρελαμένος, έπειτα από ένα μαύρο, κενό διάλειμμα που διαδέχτηκε το χτύπημα του φορτηγού, πασχίζοντας να βρει την γυναίκα του και την κόρη του ανάμεσα από το  κουφάρι των λαμαρίνων. Με την καταιγίδα να εξακολουθεί να μαίνεται, κάπου στο βάθος, πρόσεξε το προσωπάκι της Άριελ, ματωμένο και με μάτια παγωμένα και ορθάνοιχτα από έκπληξη και τρόμο. Προσπάθησε να τινάξει από πάνω της, τις σμπαραλιασμένες λαμαρίνες και να την ελευθερώσει. Κατόπιν, πήρε στα χέρια του το λεπτοκαμωμένο της κορμάκι, το οποίο τώρα είχε υιοθετήσει ένα σχήμα αφύσικο. Ούρλιαξε το όνομά της πολλές φορές, μα δεν πήρε ποτέ του καμία απάντηση. Κρατώντας την στην αγκαλιά του, παρατήρησε ένα χέρι που προεξείχε απόκοσμα, από τους κοντινούς θάμνους. Με δάκρυα να θολώνουν τα μάτια του και τους λυγμούς να κόβουν βίαια την αναπνοή του, προχώρησε μην μπορώντας να σταθεροποιήσει το βήμα του.
Παραμερίζοντας τα κλαδιά, ήρθε αντιμέτωπος με μία ακόμη φρικτή αλήθεια. Τον θάνατο της γυναίκας του, της οποίας τα χαρακτηριστικά, είχαν παραμορφωθεί πλήρως εξαιτίας της σύγκρουσης. Τότε, έπιασε με φόρα τα μαλλιά του και πάσχισε να τα ξεριζώσει από την απόγνωση. Για ποιόν λόγο είχε σωθεί? Γιατί να μην είχε νιώσει τον ίδιο με εκείνες πόνο? Η απάντηση ωστόσο, ήρθε να του τρυπήσει με δύναμη το στήθος. Γιατί πολύ απλά εκείνος ευθυνόταν για τον θάνατό τους και η Κόλαση τον είχε μόλις καταραστεί να υποφέρει, πνιγμένος στις τύψεις. Δεν άκουσε την Αλέξια που τον συμβούλεψε να μην σταματήσει στο δρόμο. Στο δρόμο που τώρα έμοιαζε με σφαγείο, εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας αίματος που είχε χυθεί. Χαμένος και μισότρελος, εξαφανίστηκε ουρλιάζοντας μέσα στην ομίχλη της καταιγίδας, προσπαθώντας αρχικά να βρεί βοήθεια, πράγμα που εν συνεχεία μετάνιωσε, γιατί τι να την έκανε την βοήθεια τώρα πια? Θα του έφερνε πίσω εκείνες? Ίσως, μπορεί...
Γύρω του, έβλεπε τα αυτοκίνητα να σταματούν, μπροστά στη φριχτή θέα του δυστυχήματος και των αιματοβαμμένων σορών που κείτονταν, έχοντας υιοθετήσει ένα ακανόνιστο σχήμα. Μέσα στο κεφάλι του, άκουγε τα ουρλιαχτά της γυναίκας του, τη στιγμή που αντιλήφθηκε το φορτηγό που τους πλησίαζε επικίνδυνα. Κατόπιν, η εικόνα των αθώων ματιών της κόρης του, που κοιτούσε με τρόμο και έπειτα, τα ίδια αυτά μάτια, να τον κοιτούν άψυχα, με το συναίσθημα του τρόμου να έχει μείνει αποτυπωμένο πια στην αιωνιότητα. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα, κοντοστάθηκε ασθμαίνοντας. Ακόμη και ο ίδιος δυσκολευόταν να καταλάβει από πού είχε κατορθώσει να αντλήσει τη δύναμη και να διασχίσει όλα αυτά τα χιλιόμετρα, σχεδόν τρέχοντας μέσα στην καταιγίδα που μαινόταν, σαν άγριο, τρελαμένο θηρίο δίχως τον παραμικρό οίκτο. Τα μαλλιά του είχαν μουσκέψει, το ίδιο και τα ρούχα του, μα εκείνος ρουφώντας λαίμαργα και οργισμένα το οξυγόνο γύρω του, συνέχισε το αδιάκοπο τρέξιμο, μέχρι που αντίκρυσε το γνώριμο, χωμάτινο μονοπάτι, του μικρού παράδρομου που οδηγούσε στο σπίτι του. Δεν είχαν προλάβει εξάλλου να διανύσουν μεγάλη απόσταση, πριν τους βρει ο εφιάλτης. Πριν το πεπρωμένο τους συναντήσει με σκληρές, αμείλικτες διαθέσεις.
Τσαλαβουτώντας αδέξια στα λασπόνερα, έφθασε στην μπροστινή πόρτα. Η ησυχία που απέπνεε αυτός ο κατά τα άλλα, οικείος χώρος, του βάραινε το στήθος, του στερούσε την ανάσα. Έκανε την κίνηση να ξεκλειδώσει, όμως κάθε φορά το μετάνιωνε και μετά ξανά πάλι η ίδια προσπάθεια. Μέχρι που το τρίξιμο και η υποχώρηση της πόρτας, τον έφεραν σε σύγκρουση με το σκοτάδι και τις αναμνήσεις μίας ζωής, που τόσο άδικα και τόσο ξαφνικά είχαν περάσει στη σφαίρα του παρελθόντος. Άναψε το πρώτο φως που βρήκε μπροστά του, σε μία τελευταία, απελπισμένη, αλλά μάταιη προσπάθεια, να φωτίσει στο ελάχιστο την ψυχή του. Οι φωτογραφίες της κόρης του και της γυναίκας του, δέσποζαν στα κομοδίνα, στα μικροσκοπικά τραπεζάκια και στα δεκάδες άλμπουμ που φυλάσσονταν στο γυάλινο ντουλάπι της βιβλιοθήκης.
Ο Έρικ, προχώρησε σαν υπνωτισμένος και το πήρε απότομα στα χέρια του, ανοίγοντάς το σε μία τυχαία σελίδα. Οι διακοπές τους στο Παρίσι, η επίσκεψη στους παππούδες και πλήθος άλλων στιγμών που κατέκλυζαν το μυαλό του, σαν να παρακολουθούσε ταινία. ΄΄Θα κάτσω να τις περιμένω, έρχονται είμαι σίγουρος, πήγαν μονάχα μία βόλτα και τους είπα πως ο καιρός είναι βροχερός, αλλά δεν με άκουσαν, δεν με άκουσαν΄΄ ξεκίνησε το εσωτερικό παραλήρημα. Ωστόσο, ο ίδιος συνέχισε να στέκει καθισμένος στον καναπέ, κοιτάζοντας τον άδειο τοίχο και περιμένοντας την πόρτα να ανοίξει, για να ξεχυθούν στο σπίτι οι μικρές του πριγκίπισσες.
Το σκοτάδι όμως έπεσε και τη θέση του ήλιου στο ουράνιο στερέωμα, πήρε η σελήνη, μα εκείνες δεν φάνηκαν ποτέ.

Οσοι επιθυμειτε να μαθετε την συνεχεια, κυκλοφορεί απο τις εκδοσεις Δυάς!!! Και οσοι το αγαπησατε και το θελετε στην βιβλιοθηκη σας, μην διστασετε!!!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro