Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Προς ενοικίαση/ part 2

Πηχτό σκοτάδι τύλιγε ανατριχιαστικά τον χώρο, εδώ και αρκετούς μήνες. Τα πάντα, βρίσκονταν στην ίδια ακριβώς θέση, όπως τα είχαν στολίσει μέχρι την μοιραία ημέρα. Ασάλευτα και σκονισμένα, ξεχασμένα από τον χρόνο, αλλά όχι από κάποιον που δεν είχε πάψει λεπτό να τα κοιτάζει. Εκείνος, εξακολουθούσε να τριγυρνά ανάμεσα στα αποκαΐδια της ζωής του, στις αναθεματισμένες αναμνήσεις, καρτερώντας τη στιγμή της επιστροφής της οικογένειάς του.

«Ζήτησέ  τους να φύγουν αμέσως, αλλιώς θα το μετανιώσεις και εσύ και εκείνες. Πώς τόλμησες να τις αφήσεις να διαβούν αυτό το κατώφλι, μου λες; Πώς μπόρεσες να μου κάνεις κάτι τέτοιο; Εμένα;» ακούστηκε η αγριεμένη του φωνή.

«Σταμάτα σε παρακαλώ» τραύλισε η κυρία Άντριου. «Πρέπει να σταματήσεις ευθύς αυτήν την τρέλα. Πρέπει να καταλάβεις...»

«Πάψε σου είπα! Δεν έχω τίποτε απολύτως να καταλάβω. Εκείνες, απλώς πήγαν για μία βόλτα και θα γυρίσουν. Εσύ όμως, στη θέση τους έστειλες άλλες. Αν επιστρέψουν και τις βρουν εδώ, τι θα μου πούνε τότε; Τι θα νομίσουν, πως παντρεύτηκα ξανά; Πως ίσως δεν τις αγαπώ και τις ξέχασα; Όχι λοιπόν, δεν ξεχνώ, επομένως, θα σου το ζητήσω με το καλό, να τις πείσεις να μαζέψουν τα πράγματά τους και να φύγουν, απόψε κιόλας»

Ήθελε να του ουρλιάξει κατάμουτρα, πως η κόρη του και η γυναίκα του δεν θα επέστρεφαν ποτέ ξανά. Ήθελε να του χτυπήσει στο πρόσωπο, όλες τις αλήθειες που έκρυβε μέσα της και που εξαιτίας τους είχε σχεδόν πάψει να ζει, πάψει να υπάρχει. Αντί αυτού όμως, ζάρωσε στη θέση της δειλά και έφυγε για ακόμη μία φορά από εκείνο το κολαστήριο, σχεδόν μισότρελη.

Η κυρία Άντριου, ένιωσε έναν λυγμό να ανεβαίνει απότομα στον λαιμό της. Εξαιτίας της, είχαν εγκαταλείψει τις προηγούμενες φορές οι ενοικιαστές το σπίτι. Κάθε φορά, ήταν πεπεισμένη πως είχε βρει τους κατάλληλους, οι οποίοι θα έπειθαν με τη σειρά τους και εκείνον να τους ανεχτεί μέσα στο σπίτι. Εξάλλου, ήταν μία περιουσία που ρήμαζε αργά και βασανιστικά, παραμένοντας ανεκμετάλλευτη. Όταν λοιπόν της είχε τηλεφωνήσει η φοβισμένη Ανναλίζα και της είχε ζητήσει απεγνωσμένα να της προσφέρει μία στέγη, το σπίτι δηλαδή που για ακόμη μία φορά είχε τοποθετήσει στις αγγελίες ενοικίασης, δεν άντεξε να της το αρνηθεί. Ακόμη περισσότερο, όταν αντίκρυσε το ταλαιπωρημένο και λυπημένο προσωπάκι εκείνου του κοριτσιού, είχε θεωρήσει πως ήταν καθήκον της, να δώσει τουλάχιστον μία ευκαιρία και στις δύο να έχουν ένα ασφαλές σπιτικό. Πάνω από όλα όμως, ήθελε να δώσει μία ευκαιρία σε εκείνον και να του απαλύνει τον πόνο. Από το μυαλό της, είχε περάσει επιφανειακά η σκέψη, πως ίσως αντί να τις βοηθούσε, να τις οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην τρέλα, στην παράνοια. Σε μία παράνοια, στην οποία η ίδια, είχε επιλέξει καιρό τώρα να ζει οικειοθελώς.

Ευτυχώς για την ίδια, δεν ήταν μονάχη της σε όλον αυτό τον σκοτεινό, απόκοσμο και παράδοξο αγώνα. Πιθανότατα, αν εξομολογούταν κάπου την ιστορία της, να την θεωρούσαν ψυχικά ασθενή και να την έκλειναν σε κάποιο ίδρυμα. Ο άντρας της και πατέρας του Έρικ, είχε πεθάνει από ανακοπή καρδιάς, εδώ και πολλά χρόνια, ενώ οι συμπέθεροί της, με τους οποίους δεν είχε φυσικά και τις καλύτερες δυνατές σχέσεις, ύστερα από εκείνη την καταραμένη ημέρα, της είχαν γυρίσει την πλάτη, βυθισμένοι και εκείνοι στο δικό τους πένθος για τον χαμό της μονάκριβης κόρης και εγγονής τους.

Όσο όμως περνούσε ο καιρός και τα ερωτήματα των κοντινών γειτόνων πλήθαιναν, γύρω από την ύπαρξη του σπιτιού του υιού της, εκείνη αναζητούσε μάταια μία λύση, την οποία για κάποιον λόγο θεώρησε πως είχε κατορθώσει να βρει, στο πρόσωπο αυτών των δύο γυναικών. Της μικρής και της μητέρας της. Όσο και αν την πονούσε, καθώς της θύμιζαν την γλυκιά της Αλέξια και την μικρή Άριελ, έπρεπε με κάθε τρόπο να τις κρατήσει κοντά της. Εν ανάγκη, θα τις άφηνε για την ώρα στο σκοτάδι. Δεν έπρεπε να μάθουν, όχι δεν έπρεπε...

------

H ώρα ήταν περασμένη και η πάχνη είχε κάνει δειλά την εμφάνισή της στην εξοχή. Παρά το γεγονός πως το σκοτάδι έπεφτε πυκνό γύρω τους και ψυχή δεν φαινόταν να σαλεύει, η Ανναλίζα αισθανόταν ασφαλής. Μακριά από τους φριχτούς εφιάλτες που είχε ζήσει σε εκείνους τους τέσσερις τοίχους, οι οποίοι έμοιαζαν χειρότεροι και από τις αίθουσες βασανιστηρίων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, είχε ίσως μία ελπίδα να σταθεί ξανά στα πόδια της. Εδώ ήταν τουλάχιστον ελεύθερη και απαλλαγμένη από τις εμμονές εκείνου, που απειλούσε να σακατέψει μαζί με την δική της ζωή και εκείνη του παιδιού της. Ευτυχώς η Μέλανη, ήταν μόλις οκτώ χρονών και παρά τη σκληρή καθημερινότητα που χαρακτήριζε μέχρι πριν λίγες ημέρες τη ζωή της, είχε ακόμη πολλά χρόνια μπροστά της και πολλές ελπίδες, οι πληγές της να επουλωθούν. Να κατορθώσει να ξεπεράσει ορισμένα γεγονότα και να συνεχίσει την πορεία της ζωής απαλλαγμένη από τα δεσμά του παρελθόντος. 

Γύρισαν μαζί στο σπίτι ανανεωμένες και τη στιγμή που ετοιμάστηκαν να ανοίξουν, έχοντας μετά βίας τοποθετήσει τα κλειδιά στην πόρτα, συνειδητοποίησαν πως εκείνα δεν γυρνούσαν. Σαν να είχε μπλοκάρει κάποιος την κλειδαριά. Δίχως να χάσει στιγμή την ψυχραιμία της, η Ανναλίζα κατέβαλε μία τελευταία, αλλά μάταιη καθώς αποδείχτηκε προσπάθεια. Η κλειδαριά παράμενε κολλημένη και η πόρτα ερμητικά κλειστή. Για κάποιον λόγο ένιωσε να πανικοβάλλεται και την ταχυπαλμία να της χτυπά την πόρτα. Παντού, με το παραμικρό ατόπημα της μοίρας, ο φόβος που καιροφυλαχτούσε ύπουλα σε μία γωνίτσα του μυαλού της, έβρισκε την ευκαιρία να κάνει την εμφάνισή του.

«Μαμά, τι συμβαίνει;» ρώτησε η μικρή αθώα.

«Τίποτε κοριτσάκι μου, απλώς το σπίτι λόγω παλαιότητας, αντιμετωπίζει κάποια μικρά θέματα με την πόρτα»

«Και γιατί δεν μπαίνουμε από το παράθυρο;» έδωσε την ιδέα η μικρή γελώντας.

«Καταπληκτική σκέψη» πρόφερε η Ανναλίζα και οι δυο τους έκαναν τον γύρο του σπιτιού, για να εντοπίσουν κάποιο ξεχασμένο παράθυρο ανοιχτό.

Προς μεγάλη τους απογοήτευση, όλα τα παράθυρα ήταν εξίσου ερμητικά κλειστά. Σαν να τις έσπρωχνε αυτό το μοναχικό οίκημα να φύγουν.

«Θα χρειαστεί να το σπάσουμε νομίζω και θα επωμιστώ εγώ το κόστος αντικατάστασης. Δυστυχώς δεν βλέπω να υπάρχει κάποια άλλη εμφανής τουλάχιστον, λύση» τελείωσε και αρπάζοντας από το χώμα, μία σχετικά μεγάλου μεγέθους πέτρα, την εκτόξευσε με όση δύναμη είχε στο παράθυρο, κάνοντάς το θρύψαλα.

Εν συνεχεία, σκαρφαλώνοντας προσεκτικά και σπάζοντας μερικά ακόμη γυαλιά που προεξείχαν, κατόρθωσαν μετά από αρκετές προσπάθειες, να εισέλθουν στο εσωτερικό του σπιτιού. Μία αίσθηση ψύχρας τις κύκλωσε, σαν να είχε πέσει απότομα η θερμοκρασία, τουλάχιστον δέκα βαθμούς, ενώ η σιωπή φάνταζε για πρώτη φορά, παράδοξα απειλητική. Η Ανναλίζα με μία κίνηση, άναψε όσα περισσότερα φώτα μπορούσε, εμποδίζοντας έτσι τις σκιές των επίπλων να ζωντανεύουν στην φαντασία της, υιοθετώντας ζοφερές μορφές. Το βλέμμα της καρφώθηκε αμέσως στην πόρτα και σε ένα δεύτερο ζευγάρι κλειδιά που κρέμονταν από την εσωτερική μεριά. ΄΄Ώστε γι' αυτό δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε. Πού βρέθηκαν όμως αυτά τα κλειδιά; Ποιος από εμάς διαθέτει και δεύτερο ζευγάρι και ποιος τα άφησε εκεί, θαρρείς επίτηδες;΄΄ ήταν λίγες από τις απορίες που κατέκλυσαν μονομιάς το μυαλό της. Ωστόσο, αποφάσισε να το παραβλέψει το γεγονός για την ώρα και έτσι στρέφοντας το κεφάλι της προς την Μέλανη, είπε :

«Ώρα για ύπνο. Η ημέρα ήταν πολύ κουραστική και χρειάζεσαι ξεκούραση όπως όλα τα παιδιά για να μεγαλώσεις και να ψηλώσεις» της είπε γλυκά, απιθώνοντας ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπό της.

«Παραμύθι;» έσκουξε ναζιάρικα η Μέλανη.

«Αύριο βράδυ, υπόσχομαι να σου πω δύο. Τώρα θα πρέπει να επιστρέψω στο σαλόνι και να φροντίσω να κλείσω πρόχειρα το παράθυρο μέχρι να φτιαχτεί, αλλιώς το φθινοπωρινό αεράκι θα μας βασανίσει» τελείωσε και στέλνοντάς της ένα φιλί, άφησε την πόρτα της μισάνοιχτη.

Η Μέλανη δυστυχώς, αντιμετώπιζε ιδιαίτερα πολλές δυσκολίες στο θέμα του ύπνου. Όντας ένα παιδί με πολλά ψυχικά τραύματα, αργούσε να κοιμηθεί, ενώ το πρώτο διάστημα ξάπλωνε μαζί με την μητέρα της, εξαιτίας του φόβου και της ανασφάλειας, πως ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να της συμβεί κάτι κακό. Εκείνη η νύχτα λοιπόν, ήταν μία από τις πολλές και δύσκολες που αντιμετώπιζε. Κρατώντας σφιχτά στα χέρια της την Ελισάβετ, την ξανθιά μάλλινη κούκλα της, πάλευε να σφαλίσει τα βλέφαρά της, ώσπου η υποψία μίας σκιάς, της τράβηξε αμέσως την προσοχή. Αργά, σηκώθηκε από το κρεβάτι της και κάρφωσε τα μάτια της στη μισάνοιχτη πόρτα. Η ψηλόλιγνη σκιά, στεκόταν ακριβώς έξω από το δωμάτιό της, σιωπηλή και ακίνητη προσμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία. Τότε, η μικρή θυμήθηκε κάποιες ιστορίες που αφηγούνταν στο σχολείο, εκείνη και η μοναδική της φίλη, η Μπένετ, πως τα βράδια, αν τα παιδιά είναι άτακτα και τολμήσουν να κατέβουν από το κρεβάτι, θα τα αρπάξει μεμιάς ο μπαμπούλας.

Μολαταύτα εκείνη, δεν είχε κάνει το βήμα να κατέβει και η σκιά εξακολουθούσε να στέκει ασάλευτη, μέχρι που παρακολούθησε την πόρτα να κινείται μόνη της, ανοίγοντας περισσότερο. Από τα σκοτάδια, ξεπρόβαλε μία μορφή, αλλά η Μέλανη δεν ήταν  βέβαιη για την ταυτότητά της καθώς το έρεβος που επικρατούσε, δυσχέραινε την ορατότητα και η παιδική φαντασία κάλπαζε ελεύθερη.

«Μαμά;» ρώτησε τελικά, μα δεν πήρε καμία απολύτως απάντηση. Η μορφή υποχώρησε γρήγορα στο άκουσμα της φωνής της, ενώ θα ορκιζόταν πως ο θόρυβος που ακολούθησε, αντιστοιχούσε σε κάποιον άνθρωπο τη στιγμή που ανέβαινε τις σκάλες. «Μαμά!» φώναξε πιο δυνατά η μικρή, ενώ ταυτόχρονα ξάπλωσε ανάμεσα στα σκεπάσματα, μετρώντας από μέσα της μέχρι το δέκα. Αυτός ήταν ο τρόπος που είχε εφεύρει για να ηρεμεί, καθώς η Ανναλίζα της είχε πει πως όταν θα έφθανε στο δέκα, τα πάντα θα είχαν περάσει.

«Αγάπη μου, όλα καλά; Ησύχασε τώρα ήρθε η μαμά» ακούστηκε η φωνή της Ανναλίζα έπειτα από λίγα λεπτά.

«Εσύ στεκόσουν έξω από το δωμάτιό μου τόση ώρα;» ρώτησε η μικρή.

«Όχι αγάπη μου, προσπαθούσα να φτιάξω κάπως το παράθυρο για να μην μπαίνει κρύο. Τι εννοείς όμως, είδες κάποιον;» συνέχισε.

«Νομίζω πως ήταν ο μπαμπούλας, γιατί η σκιά του ήταν μεγάλη και όταν άνοιξε την πόρτα, μου φάνηκε αρκετά ψηλός. Ωστόσο, επειδή είχε σκοτάδι, δεν μπόρεσα να τον δω καλά. Είμαι σίγουρη πως θα είχε κόκκινα μάτια και θα ήταν μαλλιαρός» τελείωσε η Μέλανη και ανακάθισε στο κρεβάτι της με προσοχή.

«Αυτά συζητούσατε με την Μπένετ στο σχολείο; Δεν υπάρχει αγάπη μου ο μπαμπούλας. Είμαι σίγουρη πως το φαντάστηκες όλο αυτό. Η αλλαγή του περιβάλλοντος είναι μεγάλη και εσύ έχεις περάσει πολλά για ένα κορίτσι στην ηλικία σου» της απάντησε καθησυχαστικά.

«Μαμά τον είδα και μην με αποκαλείς τρελή! Αφού άνοιξε και την πόρτα, δες! Εσύ δεν την είχες αφήσει τόσο ανοιχτή πριν, έτσι δεν είναι;» πρόφερε μουτρωμένα η Μέλανη και για κάποιον λόγο, η Ανναλίζα ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί της. Η μικρή είχε δίκιο, ωστόσο για το καλό όλων, έπρεπε να σκαρφιστεί μία δικαιολογία προκειμένου να την καθησυχάσει. Στην πορεία, θα καθόταν μονάχη της να σκεφτεί τι πραγματικά είχε συμβεί και έπειτα να δώσει και στον εαυτό της μία λογική εξήγηση, προτού να σηκωνόταν όρθια και η τελευταία της τρίχα.

«Αγάπη μου, ίσως έτυχε ή ίσως ήταν κάποιο ρεύμα. Κοιμήσου ήσυχα και αν νιώσεις άβολα, φώναξέ με» τελείωσε, αφήνοντας εκ νέου την πόρτα μισάνοιχτη και κατευθυνόμενη προς το λουτρό για ένα ζεστό και χαλαρωτικό μπάνιο.

Έχοντας αφαιρέσει προσεχτικά τα ρούχα της, κοιτάχτηκε για δευτερόλεπτα στον καθρέπτη. Η θέα του ταλαιπωρημένου της, σημαδεμένου κορμιού, την έκανε να βουρκώσει. Όλος ο χάρτης της δυστυχίας της, ανοιγόταν μπροστά της με μικρές ή μεγαλύτερες ουλές. Τα ρούχα τον έκρυβαν προσωρινά, μα στιγμές σαν αυτήν εδώ, όταν έμενε μονάχη με την αντανάκλασή της, η πραγματικότητα ερχόταν για να της υπενθυμίσει τα όσα είχε βιώσει. Με αργά βήματα εισήλθε στην μπανιέρα και άφησε το ζεστό, έως καυτό νερό, να κυλήσει στο σώμα της και να απαλύνει τις σκοτεινές αναμνήσεις και τους φόβους της. Να τους παρασύρει μακριά. Έχοντας καθίσει κάτω από το τρεχούμενο νερό, για περίπου είκοσι λεπτά, έπιασε διστακτικά την πετσέτα που κρεμόταν πλάι από τον νιπτήρα και ξεκίνησε να σκουπίζεται, όταν το βλέμμα της έπεσε επάνω στον θολό, λόγω υγρασίας καθρέπτη. Τότε την είδε. Μία ψηλή, ακανόνιστη φιγούρα να στέκει αγέρωχα και απειλητικά στην πόρτα του μπάνιου. Προσπάθησε μέσα στον πανικό της να διακρίνει χαρακτηριστικά, ώστε να αποφανθεί αν αυτό το πράγμα ήταν έστω ανθρώπινο, αλλά τη στιγμή που απέστρεφε το βλέμμα της, για να το κατευθύνει εκ νέου εκεί, η μορφή είχε εξαφανιστεί.

΄΄Μάλλον έχω αρχίσει να τρελαίνομαι΄΄ σκέφτηκε με πικρία.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro