Προς ενοικίαση/ part 1
Έναν χρόνο μετά
«Σε ικετεύω μωρό μου, προχώρα λίγο πιο γρήγορα» ψιθύρισε σε έναν τόνο παρακλητικό και ίσως απελπισίας, η Ανναλίζα στη μικρή Μέλανη. Η γλυκιά της κορούλα, ήταν ένα λεπτοκαμωμένο, κοκκινομάλλικο κοριτσάκι, οκτώ χρονών, με μικρές παιχνιδιάρικες φακίδες να κοσμούν το ολόλευκο πρόσωπό της. Μία μικρή νεραϊδούλα, ένα εύθραυστο άνθος ομορφιάς.
«Μου υποσχέθηκες πως θα ήταν δύο βήματα από το μετρό και εμείς περπατάμε εδώ και μισή ώρα. Ειλικρινά μαμά, δεν αντέχω άλλο, πόνεσαν τα πόδια μου» διαμαρτυρήθηκε η μικρή και έτσι αποφάσισαν να κάνουν μία ολιγόλεπτη στάση, προκειμένου να πάρουν μία ανάσα, αλλά και να αναζητήσουν στον ηλεκτρονικό χάρτη, την διεύθυνση της ηλικιωμένης κυρίας Άντριου.
Η Ανναλίζα, ήξερε πολύ καλά, πως έπρεπε επιτέλους να χαλαρώσει. Δεν διέτρεχαν κανέναν εμφανή κίνδυνο, παρά το γεγονός πως η καρδιά της δεν είχε σταματήσει ούτε λεπτό να σφυροκοπά άτακτα στο στήθος της. Ο φόβος σαν το δηλητήριο, είχε τρυπώσει μέσα στις φλέβες της και είχε απλωθεί αργά και βασανιστικά, μέχρι και στο τελευταίο κύτταρο του κορμιού της. Είχε γίνει το δεύτερο δέρμα της.
«Έλα αγάπη μου, κάνε κουράγιο και μας απομένουν μονάχα δύο τετράγωνα και φθάσαμε. Πώς νιώθεις γι' αυτό; Γι' αυτήν την αλλαγή; Στην είχα υποσχεθεί εξάλλου και μας άξιζε» έκανε μία παύση «Άξιζε και στις δύο» της είπε όσο πιο πρόσχαρα μπορούσε και η μικρή την κοίταξε, καταβάλλοντας προσπάθεια, να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά στο φως του ήλιου που τα έκανε κάποτε να τσούζουν.
«Νιώθω φόβο, φόβο μήπως όλα γίνουν ξανά όπως πριν» πρόφερε με δισταγμό, κατεβάζοντας περίλυπα το βλέμμα της στο έδαφος και κάνοντας την καρδιά της μητέρας της να σκιστεί άγρια σε χίλια κομμάτια, σε σημείο να δει τα θρύψαλα να ταλαντεύονται και να τινάζονται ολόγυρα. Αυτά τα κομμάτια, τα οποία εδώ και χρόνια, πάλευε μάταια να κολλήσει, προκειμένου να φανεί δυνατή για το κοριτσάκι της, της είχαν στοιχίσει.
«Σου υπόσχομαι πως θα σε προστατέψω με την ζωή μου. Ήταν μία υπόσχεση, ένας όρκος από την ημέρα που άνοιξες τα ματάκια σου, από την ημέρα που ήρθες στον κόσμο» της απάντησε η Ανναλίζα και πιάνοντάς της ξανά το χέρι, κίνησαν για μία πετρόκτιστη μονοκατοικία, όμοια με όλες τις διπλανές, αλλά και τις απέναντι. Τυπική λονδρέζικη γειτονιά.
Η συγκεκριμένη βέβαια, ξεχώριζε, καθώς πλήθος αναρριχητικών φυτών, κάλυπταν την εξωτερική της επιφάνεια. Ο κήπος αν και μεγάλος, ήθελε περιποίηση. Ένα διάφανο πέπλο εγκατάλειψης και μαρασμού τον χαρακτήριζε, μία διάθεση μελαγχολίας. Μητέρα και κόρη, παραμέρισαν την μικρή πόρτα του μπροστινού κήπου, η οποία ήταν ήδη μισάνοιχτη και χτύπησαν το κουδούνι. Βήματα σιγανά ακούστηκαν και μία μαυροφορεμένη ηλικιωμένη, ξεπρόβαλε από το εσωτερικό του σπιτιού και στάθηκε στο κατώφλι μπροστά τους, στηρίζοντας το σώμα της στον τοίχο.
«Καλημέρα, καλώς τες. Περάστε μέσα μην στέκεστε έτσι αμήχανες» πρόφερε καλοσυνάτα παραμερίζοντας και στο πρώτο τους βήμα, η μυρωδιά από φρέσκα κουλουράκια πορτοκαλιού, γαργάλησε τη μύτη τους. Η κοπέλα την κοίταξε. Φαινόταν σαν να της είχε φερθεί πολύ σκληρά ο χρόνος, σαν να την είχε μεγαλώσει απότομα και ίσως βάναυσα. Υπήρχε ένα αδιόρατο βάρος που πλάκωνε τους ώμους της και πίεζε το κορμί της να υιοθετήσει μία στάση πιο κυρτή.
Η κυρία Άντριου, πρόσεξε ευθύς το εξεταστικό βλέμμα της κοπέλας αρχικά και έπειτα της μικρής, η οποία πάσχιζε να ανακαλύψει την πηγή της γλυκιάς μυρωδιάς και κατ' επέκταση τα γλυκά εδέσματα.
«Στο μικρό τραπεζάκι» της είπε ευγενικά και η Μέλανη χαμογέλασε ντροπαλά πλησιάζοντας και αρπάζοντας σχεδόν άμεσα ένα, με περισσή λατρεία. Λεμόνι και κανέλα. Σπίτι και όμορφες στιγμές που της έλειπαν και τις αποζητούσε παρακλητικά από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Έπειτα, μητέρα και κόρη κάθισαν αμήχανες στον βελούδινο καναπέ και η κυρία Άντριου, στην κουνιστή της πολυθρόνα, ακριβώς απέναντι.
«Λοιπόν, να φανταστώ πως έχετε έρθει για το σπίτι, έτσι δεν είναι; Είδατε την αγγελία;» τις ρώτησε και η Ανναλίζα ένευσε καταφατικά.
«Αν δεν κάνω λάθος, ανήκε στον υιό σας..» πήγε να πει, μα η ηλικιωμένη τη διέκοψε.
«Ανήκει θέλεις να πεις αγαπητή μου. Ωστόσο, όλοι οι επίδοξοι ενοικιαστές, μετάνιωσαν για την απόφασή τους και αυτός είναι και ο λόγος που σας ρωτώ, για το αν είσαστε βέβαιες γι' αυτήν σας την απόφαση. Δεν είναι ιδιαιτέρως κεντρικό ώστε να σας διευκολύνει με τις συγκοινωνίες και θα έλεγα πως δεν γειτνιάζει και με κάποιο άλλο σπίτι, εκτός από ένα. Βλέπετε ο Έρικ, λάτρευε τη φύση και αποφάσισε να χτίσει απόμερα το σπίτι του, ώστε να έχει ησυχία. Ωστόσο, για τα παιδιά είναι Παράδεισος, καθώς από μπροστά κυλά νωχελικά και ένα μικρό ποταμάκι, ενώ ο κήπος του είναι σχετικά μεγάλος, αν και λίγο απεριποίητος» έκανε παύση, σαν να κατάλαβε και η ίδια, πως ένα σκοτεινό συναίσθημα, διέσχισε και αυλάκωσε το πρόσωπό της. Προσπάθησε να το αποδιώξει και να επιστρέψει ευθύς, στην πρότερη, επίπλαστη, χαρούμενη διάθεσή της.
«Ακόμη καλύτερα» την επανάφερε η φωνή της Ανναλίζα. «Προτιμούμε την ησυχία και θαρρώ πως και η Μέλανη θα την εκτιμήσει δεόντως. Μπορούμε να βάλουμε και κούνιες αν φυσικά σας βρίσκει σύμφωνη..» ξεκίνησε να λέει, κρυφοκοιτάζοντας παράλληλα και την μικρή.
«Τα πάντα μπορείτε, απλώς αν είναι εφικτό, να υπάρξει κάποια διακριτικότητα» τη διέκοψε από τις σκέψεις της η κυρία Άντριου.
«Διακριτικότητα;» ρώτησε η κοπέλα μπερδεμένη.
«Να, το σπίτι ουσιαστικά, χωρίζεται σε δύο ορόφους, οι οποίοι όμως επικοινωνούν μεταξύ τους με μία εσωτερική σκάλα. Είναι αρκετά μεγάλοι και ευρύχωροι αμφότεροι, ωστόσο, μονάχα ο κάτω είναι διαθέσιμος για τους ενοικιαστές. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος, που το ενοίκιο είναι τόσο χαμηλό, ενώ πρόκειται εμφανέστατα για μία αρχοντική θα έλεγα, μονοκατοικία. Ο επάνω όροφος παραμένει κλειστός και ανήκει κατ' αποκλειστικότητα στον υιό μου. Ωστόσο, αν δεν επιθυμείτε να μείνετε, εξαιτίας αυτής του της ιδιομορφίας, θα το σεβαστώ απόλυτα» τελείωσε και ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα πνευμόνια της Ανναλίζα.
«Δεχόμαστε» της είπε τελικά και η ηλικιωμένη ανακάθισε στη θέση της με έκδηλο ενδιαφέρον. «Βλέπετε, στην περίπτωσή μας, δεν έχουμε την πολυτέλεια της σκέψης και της επιλογής» μουρμούρισε σιγανά η κοπέλα και η κυρία Άντριου την κοίταξε περίλυπα, μα καλοσυνάτα. Ακόμη ένας άνθρωπος που βρισκόταν αντιμέτωπος με το δικό του αδιέξοδο. Μπορεί να μην κουβαλούσε το σταυρό της, μα υπήρχε στα σίγουρα κάτι που την ταλάνιζε.
«Τι είναι αυτό που σας κυνηγά καλή μου;» τη ρώτησε τελικά, μα η Ανναλίζα απέστρεψε ευθύς το βλέμμα.
«Θα προτιμούσα να μείνει ως εδώ η συζήτηση. Λοιπόν, πότε με το καλό θα είναι διαθέσιμο το νέο μας σπιτικό;» ρώτησε πρόσχαρα, παλεύοντας να αλλάξει το θέμα.
«Από απόψε κιόλας, μπορείτε να μετακομίσετε, αν φυσικά είναι εφικτό για εσάς. Θα μπορούσα να σας διευκολύνω με τα πράγματά σας» πρόφερε η γυναίκα, κοιτάζοντας τα δύο κουρελιασμένα σακίδιά τους.
«Σας ευχαριστούμε, μα μονάχα αυτά διαθέτουμε, επομένως δεν θα είναι μεγάλος κόπος. Φύγαμε λιγάκι βιαστικά βλέπετε...» της απάντησε προσπαθώντας να αποτρέψει επιπλέον ερωτήσεις που θα την έφερναν σε δύσκολη θέση.
«Έχει πάντοτε ζεστό νερό σε περίπτωση που θελήσετε να κάνετε ένα χαλαρωτικό μπάνιο και να ηρεμίσετε. Επίσης, τοποθέτησα μερικά τρόφιμα στο ψυγείο, όταν ενημερώθηκα πως θα ερχόσασταν, προκειμένου να το δείτε για την περίπτωση που θα δεχόσασταν να μετακομίσετε άμεσα. Για ό,τι χρειαστείτε, μη διστάσετε να με καλέσετε και όπως σας είπα : μονάχα το κάτω διαμέρισμα είναι διαθέσιμο. Το επάνω είναι κλειστό, αλλά όχι κλειδωμένο. Εξάλλου, είμαι βέβαιη πως θα σεβαστείτε απόλυτα τα λόγια μου και έτσι αποφάσισα πως η κλειστή πόρτα, είναι αρκετή από μόνη της» τελείωσε η κυρία Άντριου και όλοι μαζί μετακινήθηκαν προς την έξοδο.Δίνοντάς τους ένα ζευγάρι παλιά, μεταλλικά κλειδιά, τους ευχήθηκε με καρδιά αμήχανη καλή διαμονή.
Μητέρα και κόρη, προχωρούσαν κατά μήκος του πεζοδρομίου, με την Μέλανη να σιγοτραγουδά έναν χαρούμενο σκοπό. Γύρω τους, οι ήσυχες γειτονιές με τα περιποιημένα, ομοιόμορφα σπίτια και τους φθινοπωρινούς κήπους, δημιουργούσαν έναν καλλιτεχνικό καμβά. Η Ανναλίζα πάλευε να βάλει για τα καλά λουκέτο σε κάθε δυσάρεστη σκέψη της, ωστόσο, από τη μία το σκοτεινό παρελθόν και από την άλλη η υποβόσκουσα μελαγχολία της ηλικιωμένης γυναίκας, την έβαζαν σε σκέψεις. Το θέμα του αποκλεισμού ενός ορόφου, δεν ήταν κάτι που την ενοχλούσε, ωστόσο, υπήρχε μία αδιόρατη ανησυχία στις παρακλήσεις της κυρίας Άντριου για τον απόλυτο σεβασμό τους στον κανονισμό της απαγόρευσης και στον αποκλεισμό του επάνω ορόφου.
΄΄Όλα θα πάνε καλά. Έχεις πλέον γυρίσει κεφάλαιο στο προσωπικό σου βιβλίο΄΄ πάλεψε να αυτοκαθησυχαστεί και κατόπιν στράφηκε προς το κοριτσάκι της, του οποίου ο ανέμελος βηματισμός, της πρόσφερε μία πρόσκαιρη αγαλλίαση.
«Πως αισθάνεσαι που θα έχουμε ένα δικό μας σπίτι και μία μεγάλη αυλή όπου θα μπορείς να παίζεις όλη την ημέρα;» τη ρώτησε σε έναν τόνο ξεγνοιασιάς.
«Τέλεια! Θα βάλουμε όμως και την κούνια που μου υποσχέθηκες, έτσι;» είπε η μικρή «Ή μήπως κάτι τέτοιο θα ενοχλήσει τον κύριο που μένει στον επάνω όροφο;» τελείωσε κοιτώντας την αθώα.
«Σε ποιόν κύριο αναφέρεσαι μικρή;»
«Στον κύριο του επάνω ορόφου» απάντησε η Μέλανη κάνοντας την Ανναλίζα να γελάσει.
«Κανείς δεν μίλησε για κάποιον κύριο που μένει επάνω. Απλώς ο υιός της είναι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και αποφάσισε να διαθέσει μονάχα το κάτω μέρος του. Είναι απολύτως λογικό» απάντησε η Ανναλίζα και οι δυο τους επιβιβάστηκαν σε ένα ταξί, με προορισμό το σπίτι δίπλα από το ποτάμι. Η συζήτηση διακόπηκε, ωστόσο της είχε κάνει εντύπωση η σιγουριά της Μέλανη για την ύπαρξη τυχόν συγκάτοικου.
To αυτοκίνητο σταμάτησε με έναν ελαφρύ ελιγμό, στο σημείο ακριβώς που ξεκινούσε ο κακοτράχαλος χωματόδρομος. Η αλήθεια, τα περισσότερα οχήματα δυσκολεύονταν να τον διασχίσουν και έτσι η Ανναλίζα, δείχνοντας κατανόηση, έκανε σήμα στον οδηγό να τις κατεβάσει στην αρχή του. Η φύση γύρω τους πανηγύριζε την είσοδο του φθινοπώρου, με χιλιάδες πορτοκαλοκίτρινες αποχρώσεις, σαν χαλιά μαγικά, να συνθέτουν μία εικόνα φαντασμαγορική και μυριάδες φωνούλες ζώων και πτηνών, να τις συνοδεύουν σε μία διαδρομή, ανάμεσα στα θαύματα της φύσης. Στα αριστερά τους, βρισκόταν μία μικρή αγροικία. Η Ανναλίζα έκανε στάση για να την θαυμάσει, όταν μία κοπέλα περίπου στην ηλικία της, της κούνησε χαρωπά το χέρι, πλησιάζοντας από το βάθος.
«Καλησπέρα! Να φανταστώ πως είστε οι καινούργιοι ενοικιαστές;» την ρώτησε κάπως μαγκωμένα, ρίχνοντας το βλέμμα της πότε στην ίδια και πότε στην μικρή που κρατούσε σφιχτά μία ξανθιά, μάλλινη κούκλα. «Πώς το βρήκατε; Θέλω να πω και συγχωρέστε με για την αδιακρισία μου, πώς αποφασίσατε να μείνετε εδώ;»
«Θέλαμε απλώς ένα ήσυχο και ζεστό σπίτι για εμένα και το παιδί μου. Το ενοίκιο μου φάνηκε πολύ προσιτό σαν τιμή και είναι σχετικά κοντά στη νέα μου δουλειά» της απάντησε κάπως απρόθυμα. «Ποιοι έμεναν εδώ πριν; Γνωρίζω για έναν κύριο Έρικ» συνέχισε η κοπέλα και άξαφνα, είδε το βλέμμα της άλλης να σκοτεινιάζει και το πρόσωπό της να υιοθετεί μία χλωμή, αρρωστημένη απόχρωση. Ήταν σχεδόν η ίδια γκριμάτσα που κατά καιρούς ξέφευγε και από την κυρία Άντριου.
«Έμεναν εκείνος και η οικογένειά του» της είπε μονάχα και σταμάτησε απότομα την κουβέντα. « Για ό,τι χρειαστείτε, μπορείτε να μου χτυπήσετε την μπροστινή πόρτα, οποιαδήποτε στιγμή. Τα πρωινά ο άντρας μου δουλεύει στο Λονδίνο, στην Πρεσβεία και είμαι πολλές ώρες μονάχη μου. Ξέρω πως τα σπίτια μας δεν είναι και πολύ κοντά, μα αν έχεις όρεξη για βόλτα και συντροφιά, πέρασε να σε κεράσω τσάι από τα βότανα του κήπου μου. Με λένε Τζούλιετ. Ξέχασα να συστηθώ εξαιτίας του ενθουσιασμού πως θα αποκτήσω γείτονες» της χαμογέλασε και έτεινε το χέρι της για μία ζεστή χειραψία.
«Χάρηκα, εγώ είμαι η Ανναλίζα και η κόρη μου η Μέλανη» απάντησε με την μικρή να της κάνει μία ναζιάρικη υπόκλιση, τόσο που φάνηκε ένα απόκοσμο και βαθύ σημάδι στο μέσον του μικρού της κρανίου.
Η Τζούλιετ το πρόσεξε και ευθύς αισθάνθηκε μία ανατριχίλα. Ωστόσο, τα παιδικά παιχνίδια κάποτε αποδεικνύονταν επικίνδυνα και κατέληγαν ακόμη και σε σοβαρά ατυχήματα. Οι δύο γυναίκες συνέχισαν το βάδισμα και φτάνοντας μπροστά από την σιδερένια πόρτα της μπροστινής αυλής, σάρωσαν τον χώρο με μία γρήγορη ματιά. Η πρώτη εντύπωση τους έδειχνε πως υπήρχαν αδιαμφισβήτητα σημάδια εγκατάλειψης. Ένα ελαφρύ αεράκι ξεκίνησε να παρασέρνει τα πεσμένα φύλλα, που είχαν αρχίσει να σαπίζουν στο χώμα. Ένα ξαφνικό καρδιοχτύπι έκανε την εμφάνισή του, τραντάζοντας ολόκληρο το στέρνο της Ανναλίζα, η οποία αντανακλαστικά τοποθέτησε το χέρι της στο στήθος. Ίσως πάθαινε ξανά πανικό, ίσως βουτούσε εκ νέου σε εκείνο το κακοσούρικο πηγάδι, σε εκείνο το λάκκο.
΄΄Εμφανώς το σπίτι αυτό, αποτελεί το εξοχικό τους και έχουν να πατήσουν αρκετό καιρό. Έτσι εξηγείται το θέαμα΄΄ σκέφτηκε.
«Μαμά, πόσο χρονών να είναι άραγε το παιδάκι του κυρίου Έρικ; Αν βρίσκεται στην ίδια ηλικία με εμένα, ίσως τότε να μπορούσαμε να γίνουμε φίλοι. Στο σχολείο δεν είχα ποτέ πολλούς» ακούστηκε η φωνή της μικρής ταράζοντάς την.
«Αν ποτέ τον συναντήσουμε, σου υπόσχομαι πως θα τον ρωτήσω. Τώρα όμως πάμε μέσα να τακτοποιηθούμε» της απάντησε και μαζί πέρασαν το κατώφλι, για να αντικρύσουν ένα ζεστό και χαρούμενο εσωτερικό. Στα δεξιά της, βρισκόταν ένα μικρό σαλόνι, το οποίο φαινόταν ιδιαιτέρως αναπαυτικό και στα αριστερά της, μία ξύλινη τραπεζαρία, στολισμένη με φρέσκα άνθη. Στο βάθος αχνοφαινόταν η παραδοσιακού τύπου κουζίνα, όπου εκεί ακριβώς βρισκόταν και η πόρτα της πίσω αυλής. Τα πρώτα εσωτερικά σκαλιά, οδηγούσαν στο λουτρό και τις κρεβατοκάμαρες, ενώ τα αμέσως επόμενα, στον απαγορευμένο για εκείνες όροφο.
Μολαταύτα, έκριναν πως οι διαθέσιμοι χώροι, ήτανπαραπάνω από αρκετοί και έτσι βάλθηκαν να τακτοποιούν τα λιγοστά τους υπάρχονταστα μικροσκοπικά δωμάτια και φυσικά να εξερευνούν στην πορεία το περιεχόμενοτου ψυγείου. Καθώς ένιωθαν, κυρίως ψυχολογικά εξαντλημένες, θεώρησαν πως έναικανοποιητικό γεύμα, θα τις βοηθούσε να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους και ίσωςστην πορεία, να πήγαιναν μία βόλτα στην γύρω περιοχή. Αυτό όμως, το οποίοφυσικά άθελά τους αγνοούσαν, ήταν πως η οργιώδης βλάστηση, πρόσφερε την τέλειακάλυψη για ένα ζευγάρι μάτια, τα οποία παρέμεναν καρφωμένα στο σπίτι,παρακολουθώντας την κάθε τους κίνηση και καραδοκώντας για την στιγμή που θαεγκατέλειπαν τον χώρο. Έτσι, καθώς το σούρουπο έβαφε τον ορίζοντα με μίαχρυσοκίτρινη απόχρωση, ξυπνώντας από τον προσωρινό τους λήθαργο τα πλάσματα τηςνύχτας, η Ανναλίζα, βαστώντας πάντοτε από το χέρι την μικρή Μέλανη,κατευθύνθηκε για μία σύντομη βόλτα μέχρι το ποτάμι. Τη στιγμή που οι δυο τουςαπομακρύνονταν, μία καμπουριαστή σκιά, γλίστρησε αθόρυβα στο εσωτερικό τουσπιτιού.
Πρεμιέρα σήμερα! Το 5 Νοεμβρη γραφτηκε το καλοκαιρι του 17. Συγχωρεστε μου το διαφορετικο ισως υφος....Δεν ειναι σαν τα σημερινα! Θα ανεβαίνει σχεδόν καθε μερα και επισης θα επιμελειται επιτοπου όσο γινεται! Ελπίζω να σας άρεσε!!!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro