Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Πορεία μετά θάνατον/ part 3

Η διαδρομή για την δουλειά, φάνταζε διαφορετική αυτή τη φορά για την Ανναλίζα, καθώς είχε την αίσθηση, πως ένα ζευγάρι μάτια την ακολουθούσε παντού. Φυσικά κάτι τέτοιο, δεν κατόρθωσε ποτέ της να το επιβεβαιώσει. Φτάνοντας στο εστιατόριο, βρήκε την κυρία Ριάνα, την υπεύθυνή της, να μιλά με έναν νεαρό. Ήταν ψηλός και αρκετά γεροδεμένος, ενώ όταν επιτέλους σταμάτησε την συζήτηση προκειμένου να την κοιτάξει, η Ανναλίζα τόλμησε να παραδεχτεί, έστω και στον εαυτό της, πως είχε όμορφα χαρακτηριστικά. Ήταν αρκετά ανοιχτόχρωμος, με μαλλιά ξανθά και σχεδόν στρατιωτικά κοντοκουρεμένα, με έντονα ζυγωματικά και κυανά μάτια. Εκείνος της χαμογέλασε ευγενικά και έτεινε το χέρι του προς το μέρος της.

«Τζόναθαν» της είπε με μία γλυκιά, παιδική χροιά στη φωνή του.

«Ανναλίζα, χάρηκα» του απάντησε και η κυρία Ριάνα χαμογέλασε πονηρά.

«Λοιπόν, Ανναλίζα μου, από σήμερα ο Τζόναθαν θα είναι ο νέος σου συνεργάτης. Το εστιατόριο είναι αρκετά μεγάλο και θεώρησα πως η ύπαρξη ενός ακόμη υπεύθυνου, θα διευκόλυνε τη ζωή σου. Ο Τζόναθαν έχει προϋπηρεσία στο συγκεκριμένο πόστο, είναι πολύ επικοινωνιακός, όπως διαπίστωσες και εσύ άλλωστε και θεωρώ πως θα αποτελέσει την τέλεια βοήθεια» τελείωσε η γυναίκα και η Ανναλίζα χαμογέλασε διστακτικά.

«Μην ανησυχείτε για τίποτα. Εξάλλου, εσείς είστε η υπεύθυνη και εσείς θα κρίνετε ποιος ταιριάζει και ποιος όχι» απάντησε η κοπέλα και φορώντας τη στολή της εργασίας της, στάθηκε στην θέση της υποδοχής, με τον Τζόναθαν ακριβώς απέναντί της. Παρά το γεγονός πως ήταν καλός ηθοποιός, αισθανόταν και ο ίδιος μία αμηχανία, ίσως και περισσότερη από την εύθραυστη γυναίκα απέναντί του. Ο αληθινός του χαρακτήρας μισούσε την επικοινωνία, μα η συμφωνία, ήταν συμφωνία και το Σημάδι, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να την αθετήσει.

«Λοιπόν, Ανναλίζα, πώς σου φαίνεται το περιβάλλον εδώ; Σε ρωτώ γιατί είμαι καινούργιος και ξέρεις, η πρώτη ημέρα στη δουλειά είναι κάπως αμήχανη» της είπε εν μέρει ειλικρινά

«Είναι μία χαρά το περιβάλλον. Το εστιατόριο είναι ακριβό και ο κόσμος που έρχεται, διαλεχτός. Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ» του απάντησε χαμογελαστά και εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο. Ένα χαμόγελο, εκτυφλωτικό θα έλεγε κανείς, αν πρόσεχε την άψογη οδοντοστοιχία και το πάλλευκο χρώμα της.

«Μένεις εδώ κοντά, ή ταλαιπωρείσαι και εσύ με τα μέσα συγκοινωνίας;» ήταν η επόμενη ερώτηση, ωστόσο για κάποιον λόγο, η Ανναλίζα ήθελε να αποφύγει την απάντηση.

«Το σπίτι μου είναι πολύ μακριά από εδώ» ήταν το μόνο πράγμα που τελικά είπε και ο νεαρός ευθύς κατάλαβε, πως την είχε φέρει πιθανότατα, σε δύσκολη θέση.

«Εντάξει, σταματώ τις ερωτήσεις. Δεν θέλω να σε κάνω να νιώσεις αμήχανα. Ρώτα με εσύ ό,τι θες» πρόφερε παιχνιδιάρικα, προκειμένου να σπάσει κάπως την αμηχανία. Όχι φυσικά πως ήταν διατεθειμένος να αποκαλύψει κάποια αλήθεια για τον εαυτό του, μα έπρεπε να φανεί πειστικός και πάνω από όλα προσιτός.

«Η αλήθεια, δεν μου δημιουργούνται απορίες για την ζωή των άλλων συχνά. Προτιμώ να απαντώ στην οποιαδήποτε ερώτηση, με τον χρόνο και μέσα από την γνωριμία μου με το εκάστοτε άτομο. Ωστόσο, αφού θέλεις να κάνουμε μία αρχή, θα σε ρωτήσω το ίδιο, εσύ πού μένεις;» τελείωσε και ο Τζόναθαν, πάντοτε χαμογελαστά, απάντησε.

«Εγώ είμαι από τους τυχερούς που ζουν στο κέντρο. Σε ένα μικρό, φυσικά διαμέρισμα, γιατί τα ενοίκια είναι φωτιά. Ωστόσο, καθώς δεν έχω οικογένεια, η μία κρεβατοκάμαρα, είναι ό,τι πρέπει για εμένα» της απάντησε.

«Φαίνεσαι σχετικά νέος για οικογένεια, αλλά και η ύπαρξη μίας σχέσης είναι μία χαρά νομίζω» συνέχισε την κουβέντα η κοπέλα.

«Δεν ξέρω αν θα σου φανεί παράξενο, όμως είμαι μόνος μου αυτό το διάστημα. Βγαίνοντας από μία σχέση, η οποία με ταλαιπώρησε αρκετά, αποφάσισα πως έχει πλέον φθάσει η στιγμή, να αφιερώσω και λίγο χρόνο στον εαυτό μου και στο φιλικό μου περιβάλλον, το οποίο το είχα παραμελήσει ομολογουμένως αρκετά» τελείωσε και η Ανναλίζα τον κοίταξε με ένα ύφος συμπόνοιας, αν μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος το συναίσθημά της εκείνη τη στιγμή.

«Όλοι μας έχουμε έστω και μία άσχημη εμπειρία από παλιές σχέσεις. Προχωράμε όμως μπροστά» πρόφερε η κοπέλα.

«Είχες και εσύ;» τη ρώτησε με ενδιαφέρον αδράχνοντας την πολύτιμη ευκαιρία.

«Ας πούμε, όμως ας μην αναλωνόμαστε άλλο σε αυτό, δεν έχει σημασία πια. Ας ξεκινήσουμε τη δουλειά» τον έκοψε και εκείνος έδειξε να το σέβεται απόλυτα. Η κοπέλα κοίταξε διακριτικά το ρολόι του τοίχου και προσπάθησε να σκεφτεί για πρώτη φορά, πόσες ώρες της είχαν απομείνει ακόμη, ώστε να επιστρέψει στο σπίτι της.

------------------

Ταυτόχρονα με την δική της ανάγκη να επιστρέψει στην θαλπωρή, τώρα πια του σπιτιού της, το ίδιο συναίσθημα κατέκλυζε και το μυαλό του Έρικ. Απομονωμένος από τον κόσμο, για τουλάχιστον έναν χρόνο, θεώρησε πως έπρεπε επιτέλους, να αποτινάξει τα σάβανα που κάλυπταν τη ζωή του και να συνεχίσει με τα νέα δεδομένα. Κοιτάζοντας διαρκώς το ρολόι στην κουζίνα, για κάποιον λόγο καρτερούσε τη στιγμή που η Ανναλίζα θα σχολούσε και θα επέστρεφε μαζί με την μικρή, γεμίζοντας ξανά το σπίτι με χαρούμενες φωνές. Για λίγο στάθηκε στην εξώπορτα, αποφασίζοντας για πρώτη του φορά, να διαβεί το κατώφλι, όχι φυσικά για να επισκεφτεί το νεκροταφείο, αλλά τον κόσμο των ζωντανών, κάνοντας την αρχή από τη δουλειά του. Τη δουλειά που έκανε και που θεωρούσε λειτούργημα για όσο ακόμη χτυπούσε η καρδιά του.

Το νοσοκομείο όπου εργαζόταν, βρισκόταν προς το κέντρο του Λονδίνου, αλλά ο ίδιος, έμοιαζε να έχει άπειρες αντοχές και ανεξάντλητη ενέργεια. Επιθυμούσε διακαώς, να αντικρύσει τους συναδέλφους του, ακόμη και αν γνώριζε πως οι ίδιοι, θα αδυνατούσαν να τον δουν. Από όλους, λάτρευε περισσότερο την κυρία Ρόουζ, τη νοσηλεύτρια. Ήταν πάντοτε πρόθυμη να βοηθήσει, ακόμη και δίχως αμοιβή κάποιες φορές, ενώ δεν γνώριζε από ωράρια, καθώς είχαν υπάρξει δύσκολες μέρες, όπου οι δυό τους είχαν ξενυχτήσει κυριολεκτικά στο πλευρό των ασθενών. Η κυρία Ρόουζ, είχε καταγωγή από την Κένυα, όπου εξακολουθούσαν να ζουν τα τρία της αδέρφια, σε συνθήκες φτώχιας και η ίδια πάλευε καθημερινά, για να μπορεί να τους στηρίζει οικονομικά.

Φτάνοντας μπροστά από την είσοδο της κλινικής, πέρασε ανάμεσα από τις πόρτες, αέρινα και ανέβηκε τα σκαλιά, κατευθυνόμενος στον όροφό του. Το γραφείο της κυρίας Ρόουζ, βρισκόταν στα δεξιά του και εκείνος, δίχως φυσικά να χρειαστεί να χτυπήσει, διαπέρασε τους λεπτούς τοίχους. Τότε, προς μεγάλη του έκπληξη, παρατήρησε πως πάνω στο γραφείο της, δέσποζε μία φωτογραφία δική τους, από τα περσινά της γενέθλια, όταν είχαν αποφασίσει όλοι οι συνάδελφοι στα κρυφά, να της κάνουν έκπληξη. Προκειμένου να της αποσπάσει την προσοχή, έριξε με μία κίνηση, την μικρή φωτογραφοθήκη, ξαφνιάζοντας την γυναίκα που βρισκόταν σκυμμένη πάνω από τα χαρτιά της. Την είδε να σηκώνει παραξενευμένη το βλέμμα της και να το καρφώνει θλιμμένα στο μικρό πορτραίτο, αναστενάζοντας βαθιά.

΄΄Φτωχέ μου Έρικ, τι τραγωδία σε βρήκε. Ήσουν ίσως ο καλύτερος άνθρωπος που είχα γνωρίσει ποτέ΄΄ την άκουσε να μουρμουρίζει, όταν στον χώρο μπήκε ένας άλλος συνάδελφος.

«Σε ποιόν μιλάς;» την ρώτησε κεφάτα με μία πειρακτική διάθεση.

«Σε κανέναν. Αναπολούσα απλώς τις καλές στιγμές που είχα ζήσει, στο πλάϊ αυτού του εξαιρετικού ιατρού και ανθρώπου» απάντησε εκείνη.

«Σου λείπει, έτσι δεν είναι; Και δεν είσαι και η μόνη να ξέρεις» τη ρώτησε εκείνος.

«Πάρα πολύ. Δεν περνά μέρα που να μην τον σκέφτομαι. Εκείνον και την οικογένειά του που τόσο άδικα ξεκληρίστηκε μέσα σε μία στιγμή, σε μία καταραμένη στιγμή» απάντησε η γυναίκα μελαγχολικά.

΄΄Και εμένα μου λείπεις Ατζέλικα΄΄ σκέφτηκε ο Έρικ με μάτια βουρκωμένα.

«Άκουσες τότε, πως χρειάστηκαν δύο ολόκληρες ώρες για να τον απεγκλωβίσουν και φυσικά στο τέλος, δεν τα κατάφεραν» συνέχισε ο νεαρός ιατρός.

«Τι εννοείς;» τινάχτηκε εκείνη έντρομη.

«Το αυτοκίνητο μύριζε έντονα βενζίνη και ήταν ανάγκη να απομακρυνθούν για καλό και για κακό. Κατόπιν, ακολούθησε ισχυρή έκρηξη, ωστόσο στη μητέρα του είπαν πως περισυνέλλεξαν το σώμα του και το εναπόθεσαν μαζί με εκείνο της γυναίκας του και της κόρης του» τελείωσε.

«Μα, αυτό είναι επικίνδυνο!Αν ένα σώμα μείνει άταφο, τότε υπάρχει περίπτωση να μην κατορθώσει να φύγει ποτέ!» ξεκίνησε να ωρύεται η γυναίκα.

«Ατζέλικα, ειλικρινά, είσαι μία επιστήμονας. Μην μου πεις πως πιστεύεις σε όλα αυτά τα μεταφυσικά;» ήρθε η απορία από τον νεαρό, ο οποίος αποχώρησε φουριόζος.

Ο Έρικ, έμεινε να κοιτά το κενό.

΄΄Ώστε αυτός, ήταν ίσως και ο κυριότερος λόγος, πέραν φυσικά των τύψεων, που η ψυχή του δεν μπορούσε να βρει γαλήνη, έχοντας αναγκαστεί να παραμείνει κολλημένη στη γη. Ωστόσο, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο σχεδόν, το σώμα του θα είχε σαπίσει. Μα, αν δεν το έβρισκαν ποτέ, εκείνος θα έμενε στη γη για πάντα, να περιπλανιέται άσκοπα΄΄

Με την φλέβα στον κρόταφό του να σφυροκοπά ανεξέλεγκτα, συνέχισε την πορεία του προς την μεριά των θαλάμων των ασθενών, όταν άκουσε κλάματα να έρχονται μέσα από μία κλειστή πόρτα. Ο νεαρός άνδρας εισήλθε διακριτικά, όταν αντίκρυσε ένα ζευγάρι, να στέκεται στο προσκέφαλο ενός μικρού αγοριού. Έμοιαζαν συντετριμμένοι, χλωμοί και άυπνοι. Κατάλαβε αμέσως, πως το μικρό αγόρι ζούσε με μηχανική υποστήριξη, όντας εγκεφαλικά νεκρό. Τη στιγμή που το βλέμμα του έπεσε στο βάθος του δωματίου, ανατρίχιασε. Στη γωνία, στεκόταν μία χλωμή και ημιδιάφανη φιγούρα, χαμένη και ταραγμένη, που κοιτούσε περίλυπα, μία τους δικούς της και μία το...σώμα της. Άξαφνα, η ματιά τους διασταυρώθηκε.

«Μπορείς και με βλέπεις;» τον ρώτησε με μία παιδική αθωότητα, μα ο Έρικ είχε μείνει να τον κοιτάζει, παγωμένος από το φόβο του. «Είσαι και εσύ ψυχή;» συνέχισε ο μικρός.

«Ναι, ωστόσο δεν είχα ιδέα πως μπορούσα να επικοινωνώ με άλλους. Με άλλες ψυχές» απάντησε στο τέλος εμφανώς μπερδεμένος. «Πώς σε λένε;»

«Το όνομά μου, είναι Κέβιν και ξέρω πως έχω πεθάνει ή τουλάχιστον πεθαίνω. Όμως, δεν με αφήνουν να φύγω. Με συντηρούν με αυτό το μηχάνημα. Τους καταλαβαίνω, καταλαβαίνω πως δεν αντέχουν στην ιδέα να με αποχωριστούν, όμως δεν υπάρχει επιστροφή. Το φωτεινό τούνελ με περιμένει. Πόνεσα αρκετά μέχρι τώρα, καθώς γλίστρησα, ενώ έπαιζα με τον μικρότερο αδερφό μου, με αποτέλεσμα να χτυπήσω στο κεφάλι πολύ άσχημα. Η μητέρα μου κατηγορεί διαρκώς τον εαυτό της, πως δεν με πρόσεξε αρκετά, ώστε άφησε περιθώριο στο κακό να συμβεί. Η αλήθεια όμως είναι, πως δεν ήταν δικό της το λάθος. Δεν ήταν κανενός το λάθος. Εσύ γιατί είσαι εδώ; Θα έρθεις μήπως μαζί μου; Με περιμένεις ίσως σαν οδηγός;» τον ρώτησε αθώα η χλωμή φιγούρα, μα ο Έρικ ένευσε αρνητικά.

«Για εμένα η γη δεν έχει τελειώσει. Θα πρέπει να μείνω ακόμη λίγο. Αν υπάρχει Παράδεισος και δεις ποτέ την κόρη μου την Άριελ, μαζί με άλλα παιδιά, να της πεις πως την αγαπώ. Είχε περίπου την ηλικία σου όταν αποφάσισε να ακολουθήσει το φωτεινό τούνελ» πρόφερε ο Έρικ βουρκωμένος και το μικρό αγόρι τον πλησίασε και κράτησε το χέρι του στο δικό του.

«Να μην φοβάσαι, γιατί εκεί δεν υπάρχει πόνος. Εγώ πονούσα, μέχρι που τελικά πέθανα. Όλα είναι ήρεμα τώρα. Μακάρι να μπορούσα να πω ένα τελευταίο αντίο στους δικούς μου, όμως πρέπει να φύγω» του είπε και τον αγκάλιασε σφιχτά, όταν τον βλέμμα του Έρικ, έπεσε στον νεκρό παλμογράφο. Ο Κέβιν είχε φύγει και η ψυχή του, πετούσε μακριά, σε άλλους κόσμους άπιαστους, ειρηνικούς, γεμάτους αγάπη και χαρά. Εκεί δεν υπήρχε πόνος, εκεί τα παιδιά έπαιζαν ανέμελα, εκεί η Άριελ θα χαμογελούσε, οι όμορφες μπουκλίτσες της θα χοροπηδούσαν σε κάθε της βήμα.

Αποκαρδιωμένος, αποχώρησε και αποφάσισε να βαδίσει για λίγο στην πόλη. Να χαζέψει τους περαστικούς, όταν τυχαία ο δρόμος, τον οδήγησε κοντά στην δουλειά της Ανναλίζα. Την είδε να βγαίνει, συνοδευόμενη από έναν όμορφο και περιποιημένο νεαρό. Τότε, για πρώτη του φορά, ένιωσε πως το θέαμα του κλωτσούσε. Πως ήθελε να αλλάξει τους ρόλους και να συνοδεύει εκείνος την Ανναλίζα μετά από την δουλειά της, καθώς οι άγνωστοι, είναι και επικίνδυνοι. Συνειδητοποίησε επίσης και κάτι ακόμη χειρότερο. Πως ο νεαρός μπροστά του, ήταν ζωντανός και όχι ένα ζόμπι παγωμένο, όπως ο ίδιος. Τους έβλεπε να περπατούν αμέριμνοι, βαστώντας στα χέρια τους μία μικρή σακούλα με πολύχρωμες καραμέλες. Πράγματα απλά και καθημερινά, που ίσως κάποτε έκανε και ο ίδιος, μα τώρα πια είχαν τελειώσει. Ο χρόνος του είχε τελειώσει.

Μιλούσαν και γελούσαν ακατάπαυστα, περνούσαν όμορφα. Παρατηρούσε την Ανναλίζα να είναι πιο ανοιχτή μαζί του, ενώ με τον ίδιο, ήταν πάντοτε συγκρατημένη. Φυσικά, αναγνώριζε το γεγονός πως είχαν κάνει άσχημη αρχή, πολύ άσχημη θα έλεγε κανείς. Ο ίδιος, υπήρξε άξεστος στους τρόπους του, ωστόσο, ήθελε να το διορθώσει. Να το διορθώσει, γιατί επιθυμούσε την ευτυχία της. Μία ευτυχία που θα απέρρεε, καθαρά από τον ίδιο και τις πράξεις του και που τώρα φαινόταν να απολαμβάνει, εξαιτίας της παρέας εκείνου, ο οποίος έμοιαζε να έχει στα σίγουρα ρωσικές ρίζες, αν αναλογιζόταν το ύψος του, τα ξανθά κοντοκουρεμένα του μαλλιά και κυρίως τα έντονα ζυγωματικά του. Άξαφνα, σταμάτησε το βάδισμα. Μα, τι έκανε; Συγκρινόταν διαρκώς με τον άγνωστο συνάδελφο της Ανναλίζα, φθάνοντας στο σημείο να εύχεται καταβάθος να ήταν εκείνος στη θέση του. Μα, γιατί το έκανε αυτό; Γιατί να ήθελε να μπει στην θέση ενός άγνωστου άντρα;

H συνέχεια της διαδρομής του με κατεύθυνση την μονοκατοικία, τον οδήγησε έξω από το δημοτικό σχολείο της Μέλανη. Στο ίδιο ακριβώς σχολείο, πήγαινε και η δική του κόρη, καθώς στην Μεγάλη Βρετανία, τα παιδιά ακολουθούν τα ανάλογα σχολεία των περιοχών τους. Με τα δυο του χέρια, κρεμάστηκε κυριολεκτικά από τα κάγκελα, ενώ πότε πότε, στο μυαλό του εισέβαλαν εικόνες της κόρης του, να τρέχει και να παίζει ανέμελη, με τις ξανθές της μπούκλες να ανεμίζουν, βαστώντας πάντοτε στο χέρι της την μινιατούρα της μικρής γοργόνας. Το μυαλό του έπλαθε περίεργα σενάρια. Είχε φθάσει στο σημείο να την βλέπει μπροστά του να τον καλεί και έτσι της κούνησε και ο ίδιος το χέρι. Τότε, η εικόνα της έσβησε, για να αντικατασταθεί από εκείνη ενός μικρού, κοκκινομάλλικου κοριτσιού, με παιχνιδιάρικες φακίδες.

«Κύριε Έρικ!» του φώναξε μέσα από τα κάγκελα, τη στιγμή που κανένα άλλο παιδί δεν φάνηκε να τον προσέχει.

«Μέλανη, τι κάνεις εδώ έξω; Δεν έχετε μάθημα;» τη ρώτησε

«Έχουμε διάλειμμα» του απάντησε.

«Και γιατί δεν είσαι με τις φίλες σου;» τη ρώτησε.

«Γιατί μόλις τσακώθηκα» πρόφερε κατσουφιάζοντας.

«Θα μπορούσα να μάθω τον λόγο, μικρή δεσποινίς;» της είπε υιοθετώντας μία χαριτωμένη γκριμάτσα.

«Με ρώτησαν αν έχω πατέρα και τους απάντησα, πως φυσικά και έχω, απλώς είναι σαν τον Κάσπερ. Τότε, άρχισαν να γελούν και να με κοροϊδεύουν. Εγώ νευρίασα και τράβηξα την αλογοουρά της Πέννη. Της άξιζε νομίζω» του απάντησε με πείσμα.

Ωστόσο, αυτή η παιδική εξομολόγηση, τον αποσυντόνισε. Με λίγα λόγια, τον είχε συστήσει ως πατέρα της. Για κάποιον λόγο, ένιωσε τύψεις και τρόμο. Πως με τον χρόνο, εκείνος δρομολογούσε την αντικατάσταση της Άριελ, με εκείνη της Μέλανη και αυτό έμοιαζε παράταιρο. Ένα λάθος κομμάτι στο παζλ της ζωής του. Επίσης, ο ίδιος ήταν προσωρινός. Δεν μπορούσε να επιτρέψει σε ένα παιδί να τον ονειρεύεται για πατέρα, δεν βρισκόταν καν εν ζωή.

«Πρέπει να φύγω» είπε στην μικρή και καθώς απομακρυνόταν από το σχολείο, εκείνη του φώναξε :

«Στην μαμά αρέσουν πολύ τα μακαρόνια με τον τόνο»

Στο άκουσμα αυτό, χαμογέλασε. Διακριτικά, όσο του επέτρεπαν τα ψυχικά του αποθέματα, αλλά χαμογέλασε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro