Πορεία μετά θάνατον/ part 2
Ο ύπνος της ήταν ανήσυχος. Χρόνια τώρα δηλαδή, προσπαθούσε να διατηρεί ήρεμο τον εαυτό της, έστω κατά τη διάρκεια του ύπνου, με τη χρήση ηρεμιστικών. Παρά το γεγονός πως είχε υποσχεθεί να τα κόψει κάποτε και να το παλέψει μονάχη της, οι εφιάλτες που την τύλιγαν ύπουλα, δεν της άφηναν το περιθώριο της επιλογής. Εκείνο, ήταν ένα από τα πολλά βράδια, που η Ανναλίζα παρέμενε ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τα μάτια ορθάνοιχτα, σχεδόν θολά από την έλλειψη υγρασίας, κοιτώντας άσκοπα το ολόλευκο ταβάνι. Το δωμάτιο την έπνιγε, οι τοίχοι συρρικνώνονταν επικίνδυνα γύρω της και απειλητικές σκιές, σέρνονταν θλιβερά στις κρυφές γωνίες του δωματίου.
Στο μυαλό της, κλωθογυρνούσε το αίσθημα της ντροπής και της ενοχής. Τα χρόνια που άφησε να περάσουν και που της στέρησαν τα όνειρα που είχε για τον εαυτό της και αργότερα για το παιδί της, πίσω πλέον δεν γυρνούσαν. Παρά το γεγονός, πως είχε κατορθώσει να απαλλαγεί από το κτήνος, το θεριό, το χτυποκάρδι του φόβου, του καθημερινού φόβου δεν έλεγε να την εγκαταλείψει. Ιδρωμένη, βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε στο σαλόνι, ελπίζοντας πως τα χάπια θα της χάριζαν, έστω και έτσι, έναν σχετικά ποιοτικό ύπνο. Αύριο, μία ακόμη ημέρα θα ξεκινούσε με δουλειά και σχολείο για την Μέλανη και η ίδια, έπρεπε να έχει τις μπαταρίες της γεμάτες. Με μία νυσταγμένη κίνηση και την ταχυπαλμία να προκαλεί εσωτερικό πόνο στο στήθος της, άναψε το φως της κουζίνας και πλησίασε αβέβαια στην τσάντα της. Κατόπιν, έβγαλε από μέσα τα χάπια με αργές κινήσεις, τα κοίταξε ελαφρώς ενοχικά και γέμισε ένα ποτήρι με νερό. Τη στιγμή που ήταν έτοιμη να καταπιεί ένα, είδε τη μορφή του Έρικ, να την κοιτάζει μέσα από τον καθρέπτη αυστηρά.
«Για το Θεό, Έρικ! Κόντεψα να πεθάνω» φώναξε ξαφνιασμένα.
«Το βλέπω» της απάντησε κοφτά δείχνοντάς της τα χάπια. «Γιατί τα παίρνεις αυτά;» την ρώτησε.
«Για να μπορώ να κοιμάμαι» απάντησε εκείνη, νιώθοντας ελαφρώς ντροπιασμένη.
Ο Έρικ την πλησίασε και κοίταξε το κουτί.
«Ανναλίζα, γνωρίζω από ιατρικά σκευάσματα και αυτά» της είπε δείχνοντας το κουτί επιδεικτικά «Θα σου προκαλέσουν εθισμό σε τέτοιο βαθμό, που δεν θα απαλλαγείς ποτέ σου. Θα αδυνατείς σχεδόν να τα κόψεις, θα σου γίνουν απαραίτητα»
«Δεν έχω άλλη επιλογή..» ψιθύρισε εκείνη σχεδόν τρέμοντας, ωστόσο ο άνδρας την σταμάτησε πλησιάζοντας ένα βήμα πιο κοντά.
«Φυσικά και έχεις, πάντα έχουμε επιλογές όσο δύσκολη και αν φαντάζει μία κατάσταση. Τα αδιέξοδα, είναι για τους δειλούς και εσύ δεν είσαι δειλή. Μάλιστα, έκανες ήδη μία επιλογή, όταν ακόμη ο δρόμος, έμοιαζε μάλλον με μονόδρομο δίχως επιστροφή. Άφησες πίσω σου το σπίτι σου και αυτόν τον άνθρωπο και έφυγες για σωθείς και να σώσεις το παιδί σου. Αφού κατάφερες να σπάσεις αυτόν τον κύκλο, μπορείς να κόψεις και αυτά» της είπε και πέταξε μονομιάς τα χάπια μακριά της.
«Και εσύ;» τον ρώτησε δειλά «Τι επιλογές έκανες;» πρόφερε με δυσκολία και έχοντας ένα τρέμουλο στη φωνή της, το οποίο για κάποιον λόγο, του προκάλεσε ένα βάρος στο στήθος.
«Καταρχάς, δεν θέλω να φοβάσαι όταν μου μιλάς. Γνωρίζω πως εμείς οι τρείς δεν κάναμε καθόλου καλή αρχή και ειλικρινά, το να ζεις με το φάντασμα ενός πεθαμένου άνδρα, διόλου ειδυλλιακό φαντάζει. Όμως, Ανναλίζα, εγώ δεν είμαι ο άντρας σου. Ποτέ μου δεν θα σου έκανα κακό, ούτε σε εσένα, ούτε στη Μέλανη. Θέλω να προσπαθήσεις να το ξεπεράσεις και να μου μιλάς, κοιτάζοντάς με στα μάτια. Όχι μόνο εμένα, αλλά όλους. Να αντιμετωπίζεις τους άλλους στα ίσια, καθώς δεν είσαι κατώτερη κανενός. Όσο για τις επιλογές μου, η ζωή, ή ο θάνατος, δεν μου έδωσαν και πολλές. Το μόνο που θέλω, είναι να αποδεσμευτώ από αυτήν την κατάσταση και εάν υπάρχει συνέχεια, κάπου εκεί έξω, τότε να συνεχίσω, μήπως στο διάβα μου τις ξαναδώ» της απάντησε και τα μάτια του υγράνθηκαν ξανά.
Τότε, η Ανναλίζα τον κοίταξε, με ένα βλέμμα θαυμασμού και λύπης ταυτόχρονα, ενώ για κάποιον λόγο, απροσδιόριστο, ευχήθηκε να ήταν ακόμη ζωντανός. Να μπορούσε ίσως, να τον έχει γνωρίσει σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Τελικά, η ιδέα της Μέλανη, να φτιάξει μία μηχανή σαν τον ΄΄Λάζαρο΄΄ του Κάσπερ, φάνταζε στην παιδική γωνιά του μυαλού της ιδανική. Τα όνειρα όμως, κάποιες φορές μένουν απραγματοποίητα, μολονότι κάνουν καλό στην ψυχή και αναπτερώνουν τις ελπίδες και μόνο με την ύπαρξή τους.Ο Έρικ συνέχισε να την κοιτά, μέχρι που την πλησίασε ακουμπώντας καθησυχαστικά το χέρι του στον ώμο της και χαϊδεύοντάς της ανάλαφρα την πλάτη.
«Η ζωή σου δίδαξε, πως το χέρι που απλώνεται προς το μέρος σου, είναι μονάχα για να σου κάνει κακό. Πόσο θα ήθελα, να είχες νιώσει το αντίθετο. Σου αξίζει. Καληνύχτα Ανναλίζα, προσπάθησε να ξεκουραστείς γιατί το έχεις ανάγκη» τελείωσε την πρότασή του και αποχώρησε αργά, με την κοπέλα να τον παρακολουθεί να ξεθωριάζει και να χάνεται, όπως η ομίχλη τις πρωινές ώρες.
Tην επομένη το πρωί, τα πράγματα έμοιαζαν διαφορετικά. Η Ανναλίζα είχε κοιμηθεί, έστω και εκείνες τις λιγοστές ώρες, ευχάριστα, δίχως την υποστήριξη των φαρμάκων, ενώ η Μέλανη ετοιμαζόταν για το σχολείο. Τη στιγμή που μητέρα και κόρη, κατέβαιναν στην κουζίνα, προκειμένου να φύγουν, βρήκαν τον Έρικ να περιμένει, βαστώντας μία χαρτοσακούλα.
«Σου έφτιαξα κάτι» είπε πλησιάζοντας την μικρή, η οποία κοίταξε πρώτα την μητέρα της, προκειμένου να πάρει μία σιωπηλή άδεια.
Κατόπιν, έπιασε τη σακούλα χαρωπά.
«Τι είναι;» τον ρώτησε.
«Κάτι για το σχολείο, για να μην μείνεις νηστική» της απάντησε «Θεώρησα πως η μητέρα σου χρειάζεται μερικές ώρες ακόμη ύπνου και έτσι, το έφτιαξα στη θέση της» τελείωσε με την Ανναλίζα να τον ευχαριστεί, τοποθετώντας το χέρι στην καρδιά της.
Τις είδε να φεύγουν και ετοιμάστηκε να αποσυρθεί στην ηρεμία του ορόφου του. Καθώς εισερχόταν, αντίκρυσε τα κουκλάκια και τα διάφορα παιχνίδια, σκορπισμένα εδώ και εκεί, άψυχα, ξεθωριασμένα και σκονισμένα. ΄΄Δεν θα ξαναγυρίσουν ποτέ΄΄ σκέφτηκε και πήρε μηχανικά, αγκαλιά ένα πεσμένο αρκουδάκι. Το κοίταξε σκεπτόμενος, πως μάλλον ήταν καταδικασμένος να βρίσκεται αιώνια εγκλωβισμένος σε αυτήν την κατάσταση. Έπειτα όμως, ανακτώντας λίγη από την ψυχραιμία του, άρχισε να πραγματοποιεί μία αναθέαση των γεγονότων. Τότε, συνειδητοποίησε πως τη στιγμή του ατυχήματος και τη στιγμή που η ψυχή του αποχωρούσε και εγκατέλειπε το σώμα αλαφιασμένη, τρέχοντας μακριά από τις σμπαραλιασμένες λαμαρίνες, εκείνος ένιωθε έντονο το αίσθημα των τύψεων. Ο λόγος ήταν, γιατί δεν έπαψε ποτέ να επιρρίπτει τις ευθύνες στον εαυτό του για τον θάνατο της οικογένειάς του.
Άλλωστε, εκείνος βαστούσε το τιμόνι, εκείνος είχε τον έλεγχο του αυτοκινήτου, οι ίδιες δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για να ανατρέψουν το αποτέλεσμα της απόφασής του. Η ζωή όμως, για κάποιον σκοτεινό ή και φωτεινό λόγο, εμφάνισε στο διάβα του μία άλλη μητέρα με την κόρη της. Μία βασανισμένη μητέρα. Τότε, του γεννήθηκε άξαφνα μία εσωτερική και επιτακτική θα έλεγε κανείς, ανάγκη. Να τις βοηθήσει να βγουν από τον βούρκο, στον οποίο τις είχε ρίξει άπονα η ζωή. Έπρεπε λοιπόν να μάθει, τι είχε συμβεί στην Ανναλίζα με κάθε λεπτομέρεια και κυριότερα, ποιος ήταν αυτός ο δαίμονας, καθώς άνθρωπος δεν λεγόταν, που της είχε καταστρέψει τη ζωή. Αν ήταν επικίνδυνος, τότε αυτό θα σήμαινε πως αργά ή γρήγορα θα έφτανε και στο κατώφλι του σπιτιού του, για να τους κάνει κακό. Ο Έρικ όμως, είχε ένα πλεονέκτημα, πως ήταν νεκρός. Μία ψυχή, που θα μπορούσε από αθώα, να μετατραπεί σε κάτι το επικίνδυνο, αν ένιωθε πως απειλούταν. Χαμογέλασε στη σκέψη αυτή και άνοιξε ξανά την πόρτα του ορόφου του, για να καταλήξει στην απόφαση να μην την κλείσει ποτέ ξανά. Δεν ήθελε να κρύβεται άλλο πια, καθώς λόγος δεν υπήρχε. Δεν ήθελε να θάβει τις αναμνήσεις του. Εξάλλου, αν εκείνες τον έβλεπαν από κάπου ψηλά, θα ήθελαν στα σίγουρα να φωτίσει, κάθε τι που τους ανήκε. Να τον βλέπουν να χαμογελά. Τράβηξε λοιπόν με λαχτάρα τις χοντρές κουρτίνες των παραθύρων και άφησε το φως του ήλιου να εισβάλει βίαια. Από απόψε, όλα θα άλλαζαν, όλα θα έμοιαζαν διαφορετικά, θα βάφονταν με χρώματα λίγο πιο ζωηρά. Θα έκανε μικρά, βρεφικά βήματα, αλλά θα το πάλευε. Θα πάλευε να ηρεμήσει την ψυχή του, για να μπορέσει ίσως μία μέρα να τις ανταμώσει ξανά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro