Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Πορεία μετά θάνατον/ part 1

Ένα εικοσιτετράωρο είχε περάσει από την οδυνηρή στιγμή του καβγά με την Ανναλίζα και την ακόμη πιο οδυνηρή, της αποκάλυψης. Ο Έρικ, καθόταν μονάχος του στην παλιά σοφίτα, μην έχοντας σταματήσει ούτε ένα λεπτό, να κοιτά τον εαυτό του στον καθρέπτη, παρατηρώντας άλλοτε την εμφάνισή του, τη στιγμή του θανάτου του και άλλοτε την κανονική. Γύρω του επικρατούσε ησυχία, ενοχλητική και απόλυτη ησυχία. Η παιδική φωνούλα της Μέλανη, ίσα που ακουγόταν, πίσω από τις ερμητικά κλειστές πόρτες. Τα παιχνίδια ήταν παρατημένα, όπως ακριβώς τα είχε αφήσει η μικρή την τελευταία φορά. Ένιωσε ένα στιγμιαίο άλγος και άφησε να του βγει ένας μακρόσυρτος αναστεναγμός. Βαθιά μέσα του, του έλειπε η παρουσία του κοριτσιού που ενδόμυχα λειτουργούσε σαν βάλσαμο. Ναι, εκείνης με τα καροτένια μπουκλάκια, τις μικρές, παιχνιδιάρες φακίδες και το πονηρό χαμόγελο. Κοίταξε ξανά έξω από το παράθυρο και θυμήθηκε τις φορές που είχε τύχει να διαφωνήσει με την δική του κόρη. Η αλήθεια ήταν πως βούλιαζε η καρδιά του να γνωρίζει ότι υπήρχε εμπόδιο ανάμεσά τους, που ονομαζόταν διαφωνία και έτσι πάντα φρόντιζε να την λύνει, σε λιγότερο από μία ώρα.

Ωστόσο, με την Μέλανη τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Από την μία τη φοβόταν, γιατί του θύμιζε την Άριελ, αλλά από την άλλη έβλεπε στα μάτια της, μία ανάγκη για λίγη στοργή, λίγη σημασία. Πράγματα, που όλα τα παιδιά δικαιούνταν και που θα έπρεπε να θεωρούνται δεδομένα. Ωστόσο, εκείνη η γενναία μικρή, είχε βιώσει μονάχα την απόρριψη από τον ίδιο της τον πατέρα και τώρα, χάρη στην αδιαλλαξία και ξεροκεφαλιά του, την βίωνε για ακόμη μία φορά. Αποφασισμένος, άνοιξε διακριτικά την πόρτα επιθυμώντας να αντιμετωπίσει καταπρόσωπο, τον θυμό ενός εφτάχρονου.

«Μέλανη; Μπορώ να περάσω;» ρώτησε διακριτικά, στέκοντας έξω από την πόρτα της.

«Όχι» ήρθε η απάντηση. «Νόμιζα πως ήμασταν φίλοι και οι φίλοι δεν πληγώνουν ο ένας τον άλλο» τελείωσε η μικρή.

«Φίλοι;» τη ρώτησε.

«Ναι κύριε Έρικ, εγώ σε θεωρούσα φίλο μου γιατί με εμπιστεύθηκες. Εμπιστεύθηκες τα παιχνίδια της Άριελ σε εμένα, επομένως με θεωρούσες φίλη σου» πρόφερε η μικρή και ο Έρικ, είδε την μικροσκοπική της φιγούρα, να ανοίγει διακριτικά τώρα την πόρτα.

«Θα ήταν αρκετό, αν σου ζητούσα συγγνώμη;» τη ρώτησε.

«Ίσως» απάντησε η Μέλανη και συνέχισε με ένα πονηρό χαμόγελο να αυλακώνει το πρόσωπό της « αν όμως μου εξηγούσες, τον λόγο που φώναξες στη μαμά μου».

Ο Έρικ την κοίταξε και για πρώτη φορά, στο πρόσωπό του, σχηματίστηκε ένα χαμόγελο.

«Εντάξει, είμαστε σύμφωνοι, θα ήθελες να πάμε στην αυλή; Εκεί είναι πιο ήσυχα» την παρακάλεσε.

«Να ρωτήσω τη μαμά πρώτα» του απάντησε και αφού τελικά πήρε με το ζόρι την άδεια, οι δυο τους προχώρησαν προς το μέρος της φθινοπωρινής αυλής. Οι σφένδαμοι είχαν και εκείνοι αποκτήσει ένα χαλκοκόκκινο χρώμα «Σε ακούω» του είπε τώρα αυστηρά, προτάσσοντας ταυτόχρονα το δάχτυλό της.

«Λοιπόν, μερικές φορές οι μεγάλοι, περνάμε δύσκολες στιγμές, τις οποίες δεν μπορούμε πάντοτε να διαχειριστούμε και καταλήγουμε να φωνάζουμε σαν τους άγριους» της παραδέχτηκε και εκείνη γέλασε.

«Δηλαδή κάποτε, έτσι μάλωνες και εσύ με τη γυναίκα σου κα την Άριελ;» ρώτησε.

«Ακριβώς έτσι, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως δεν τις αγαπούσα ή πως δεν με...αγαπούσαν εκείνες» απάντησε με έναν σκληρό κόμπο να ανεβαίνει στον λαιμό του. Πλέον όλα τα ρήματα που χρησιμοποιούσε, ανήκαν στο παρελθόν.

«Πότε θα έρθει η Άριελ; Θέλω να παίξουμε. Θα με ήθελε για φίλη πιστεύω, είμαι κοινωνική και έξυπνη με αυτούς που συμπαθώ» τον ρώτησε αφελώς και τη στιγμή εκείνη, φάνηκε στο κατώφλι της πόρτας η Ανναλίζα, η οποία έχοντας ακούσει την ερώτηση – μαχαίρι, προσπάθησε όπως όπως να μπαλώσει την κατάσταση, προτού να ξέφευγε για μία ακόμη φορά.

«Αγαπούλα μου, δεν έρχεσαι να...» πήγε να πει, μα ο Έρικ της έκανε σήμα να σωπάσει.

«Είναι μεγάλη πια Ανναλίζα για να την κοροϊδεύουμε» της είπε σοβαρά και γύρισε ξανά προς το μέρος της μικρής βουρκωμένος. «Η Άριελ δεν θα έρθει, Μέλανη. Βρίσκεται μαζί με τους αγγέλους εκεί ψηλά στον ουρανό» της έδειξε προς την μεριά του ξάστερου ορίζοντα.

Τότε η μικρή στη συνειδητοποίηση των λεγομένων του, γούρλωσε τα μάτια της.

«Μα, δηλαδή, πέθανε; Γιατί; Ήταν άρρωστη; Οι άγγελοι δεν μπορούν να κάνουν κάτι μαγικό και να την φέρουν πίσω;» συνέχισε και η Ανναλίζα ένιωσε τον ιδρώτα να κυλά στο πρόσωπό της, αργά και βασανιστικά. Ωστόσο, ο Έρικ δεν πτοήθηκε.

«Πέθανε σε ένα δυστύχημα, μαζί με την γυναίκα μου, τη μαμά της και ειλικρινά πιστεύω πως οι άγγελοι την κρατούν κοντά τους, γιατί είναι καλή και όμορφη, όπως εσύ. Ίσως λοιπόν να την έχουν ανάγκη εκεί ψηλά» της απάντησε και το κοριτσάκι κατέβασε το βλέμμα του, με ένα όμως κρυφό χαμόγελο να αυλακώνει το πρόσωπό του.

«Και εσύ; Εσύ που ήσουν;» έθεσε την τελευταία και πιο κρίσιμη ερώτηση.

Η Ανναλίζα ταράχτηκε και κοίταξε τον Έρικ, σαν να του έλεγε να μην συνεχίσει, καθώς ήταν πολύ βαρύ και τρομακτικό για ένα παιδί, το σενάριο των φαντασμάτων. Ακόμη και η ίδια που ήταν ενήλικας, κάποτε ανατρίχιαζε στην σκέψη πως αυτός που στεκόταν μπροστά της, ανήκε ουσιαστικά στο παρελθόν.

«Σου αρέσει ο Κάσπερ;» τη ρώτησε ευδιάθετα και η μικρή, αφού το συλλογίστηκε για λίγο, απάντησε χαρωπά :

«Φυσικά, γιατί ήταν αγοράκι στην πραγματικότητα. Αλλά και σαν μικρό, λευκό φάντασμα, ήταν ΄όμορφος και πάλι. Ωστόσο, εξαιτίας της αγάπης της μαμάς του, έγινε αληθινό αγόρι έστω και για μερικές ώρες»

«Ε, λοιπόν και εγώ σαν τον Κάσπερ είμαι» της είπε διστακτικά.

«Αφού εσύ δεν είσαι άσπρος και χωρίς μαλλιά» διαμαρτυρήθηκε η μικρή.

«Όχι, σίγουρα όχι, αλλά...είμαι φαντασματάκι» πέταξε ευχόμενος να μην αρχίσει η μικρή να ουρλιάζει.

«Δηλαδή, υπάρχει στο σπίτι σου εδώ, η μηχανή αυτή που μπορεί να σε ξανακάνει άνθρωπο; Ουάου, θέλω να την δω!» έκρωξε χαρούμενη και η Ανναλίζα χαμογέλασε, με την περιπετειώδη φύση της μικρής.

«Δυστυχώς, εγώ δεν έχω κάτι τέτοιο εδώ» απάντησε εκείνος περίλυπα.

«Ε, μπορούμε να φτιάξουμε μία μαζί. Έτσι, αφού μπεις εκεί μέσα, όταν θα βγεις θα είσαι άνθρωπος και θα μπορείς να μείνεις εδώ μαζί μας για πάντα» του απάντησε.

«Δηλαδή, θα ήθελες να μείνω μαζί σας, παρά την συμπεριφορά μου;» τη ρώτησε ξανά και η Μέλανη ανασήκωσε τους ώμους της.

«Όλοι οι φίλοι μαλώνουν και τα ξαναβρίσκουν μεταξύ τους. Σε συγχώρεσα να ξέρεις» απάντησε και τότε, ασυναίσθητα, τον πλησίασε και τον αγκάλιασε. «Θα μου πεις το παραμύθι της Άριελ; Ίσως τότε, νιώσεις καλύτερα πως η δική σου, βρίσκεται κάπου εδώ γύρω μαζί μας»

«Θα σου το πω» πρόφερε με μάτια βουρκωμένα και η μικρή αποχώρησε σχεδόν χορεύοντας και αγκαλιάζοντας στο πέρασμα την μαμά της.

Μόλις η μικρή αποσύρθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού, η Ανναλίζα τον πλησίασε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της, σχετικά διστακτικά.

«Σε ευχαριστώ» του είπε και εκείνος την κοίταξε στα μάτια σιωπηλός.

Πρώτη φορά στη ζωή της, παρατηρούσε με ηρεμία τα χαρακτηριστικά ενός ξένου ανθρώπου. Τα μάτια του ήταν καστανά, με μικρές, λεπτές πράσινες σκιές να μπλέκονται και να μπερδεύονται με το καστανό χρώμα. Μέσα τους, σε αντίθεση με εκείνα του Ρόυ, έκρυβαν καλοσύνη, μπορούσε να το διακρίνει, να το νιώσει. Δεν ήταν επικίνδυνος, μονάχα διαλυμένος συναισθηματικά, καθώς τον είχε βρει η χειρότερη συμφορά. Είχα χάσει ό,τι πολυτιμότερο είχε. Το παιδί και την γυναίκα του. Τι άλλο του είχε απομείνει πια, που να του δανείζει έστω και ελάχιστο φως; Μία ελπίδα, μία παρηγοριά;

«Γιατί με ευχαριστείς; Όλα τα παιδία χρειάζονται μία όμορφη μεταχείριση. Την αξίζουν».

«Ακριβώς γι'αυτό σε ευχαριστώ, γιατί εσύ το θεωρείς δεδομένο» του απάντησε η κοπέλα. Τον είδε να χαμογελά αμυδρά και μικρά λακκάκια να σχηματίζονται στα μάγουλά του.

----------------------

«Θέλω τα λεφτά μου!» ούρλιαξε η γυναίκα, με τα μακριά, μαύρα μαλλιά και το φθηνό άρωμα που είχε στην κυριολεξία ποτίσει τον χώρο γύρω της. Ο Ρόυ, στεκόταν ακουμπισμένος στον τοίχο, με το λερωμένο, κυανό πουκάμισό του μισάνοιχτο και με τα τραχιά του χέρια να κουμπώνει και το τελευταίο κουμπί στο παντελόνι του.

«Οι πουτάνες δεν πληρώνονται, όχι από εμένα, ιδιαίτερα αν οι υπηρεσίες που προσφέρουν είναι κάτω του μετρίου» της πέταξε ειρωνικά και η γυναίκα ξεκίνησε να ωρύεται.

«Και μόνο  που καταδέχτηκα να πατήσω στο αχούρι σου για να σου προσφέρω τις υπηρεσίες μου, θα έπρεπε να σου ζητήσω τα διπλά. Εδώ μέσα η βρώμα και η μπόχα, είναι χειρότερη και από στάβλο! Καλά, η γυναίκα σου πόσα χρόνια έχει να καθαρίσει; Αλλά τι λέω, είμαι σίγουρη πως σε παράτησε, τέτοιος που είσαι!» του πέταξε και εκείνος εξοργισμένος, όρμησε μπροστά της και την άρπαξε από τον λαιμό.

«Άκουσε να σου πω βρωμιάρα, εμένα θα με σέβεσαι, έγινα κατανοητός;» της ούρλιαξε, μα τα χέρια του συνέχισαν να τη σφίγγουν, σε σημείο που η αναπνοή της κόπηκε και τα πόδια της άρχισαν να μουδιάζουν και να λυγίζουν.

«Τι κάνεις ρε!Θα την σκοτώσεις!» ακούστηκε μία άλλη αντρική φωνή που τόση ώρα παραμόνευε, κρυμμένη στις σκιές επιδέξια. Ήταν ο γνωστός του συνέταιρος. Ο άντρας με την μαύρη καπαρντίνα, που τον είχε συναντήσει στο μπαράκι τις προάλλες. Άνθρωπος της νύχτας, με σχετικά όμορφη, αρρενωπή εμφάνιση και μονίμως ξυρισμένο πρόσωπο που του αφαιρούσε χρόνια. Στην πιάτσα, ήταν γνωστός ως ΄΄το σημάδι΄΄, εξαιτίας μίας κόκκινης ουλής, πάνω ακριβώς από το αριστερό του φρύδι.

« Την άκουσες πώς μου μίλησε;» έφτυσε σχεδόν τα λόγια του ο Ρόυ και χαλαρώνοντας τη λαβή του, χαστούκισε δυνατά τη γυναίκα, σοριάζοντάς την πάνω στα βρώμικα σεντόνια. Το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό, που από την μύτη της έτρεξε άλικο το αίμα, ενώ η μεταλλική του γεύση πλημμύρισε μονομιάς το στόμα της.

«Παράτα την αυτήν τώρα» μουρμούρισε σιγανά το Σημάδι. «Σου έχω νέα» συνέχισε και ο Ρόυ, ρουφώντας λαίμαργα μία τζούρα, από ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο, κάρφωσε την κυανή ματιά του στον άντρα.

«Σε ακούω» του είπε.

«Νομίζω πως ξέρω που δουλεύει το γυναικάκι σου» πρόφερε ειρωνικά. «Σε ένα εστιατόριο κοντά στο Βρετανικό Μουσείο. Την είδε ένας δικό μου τυχαία. Βλέπεις, οι φωτογραφίες της έχουν μοιραστεί παντού και την πέτυχε τυχαία στο μετρό» τελείωσε και ο Ρόυ κάγχασε.

«Ειλικρινά, πολύ θα ήθελα να την περιμένω μέχρι να τελειώσει τη δουλειά της, αλλά ο άλλος δρόμος είναι ακόμη πιο ταπεινωτικός. Θα την αιφνιδιάσουμε και ταυτόχρονα θα μείνουμε μακριά από μπελάδες. Ξεκίνα λοιπόν, θέσε το σχέδιο σε εφαρμογή το συντομότερο. Ωστόσο, πρέπει να μάθουμε οπωσδήποτε και πού μένει, αν ζει με κάποιον άλλο ή μονάχη της» απάντησε ο Ρόυ

«Όλα θα γίνουν γρήγορα και μεθοδικά. Από τη στιγμή που την εντοπίσαμε, ο δρόμος είναι ανοιχτός» συμπλήρωσε το Σημάδι και κατόπιν ο Ρόυ, γύρισε τη ματιά του προς το μέρος της γυναίκας, που κυριολεκτικά έτρεμε.

«Δική σου. Θέλω να την απολαύσεις για να σε ευχαριστήσω για τις πληροφορίες. Μετά, διασφάλισε με κάποιον τρόπο τη σιωπή της» τελείωσε, με τον άλλο άντρα να του νεύει καταφατικά.

Ξεκούμπωσε αργά το λινό του πουκάμισο και με έναν ελιγμό εγκλώβισε εκ νέου τη γυναίκα. Από την τσέπη του παντελονιού του, έβγαλε ένα μαύρο μαντήλι και της έδεσε τα μάτια. Κατόπιν, πλησίασε κοντά στο αυτί της και της είπε :

«Απόψε, θα είναι διπλή η απόλαυσή σου μαζί μου» 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro