Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Παγιδευμένη/ part 1

Έστρεψε μηχανικά για έβδομη συνεχόμενη φορά, το βλέμμα του στο ρολόι του τοίχου. Ο Έρικ, ένιωθε μία απίστευτη νευρικότητα, η οποία απέρρεε από ένα πολύ κακό προαίσθημα που του πίεζε εδώ και ώρα το στήθος. Κοίταξε ξανά το ρολόι. Η Μέλανη θα σχολούσε από στιγμή σε στιγμή και η Ανναλίζα δεν είχε δώσει κανένα απολύτως σημάδι ύπαρξης. Η πρώτη του επιφανειακή έρευνα σχετικά με τον συνάδελφό της στη δουλειά, δεν είχε αποδώσει, ωστόσο ήταν αρκετά φορτισμένος συναισθηματικά και έπρεπε να κάνει ένα διάλειμμα. Δίχως να χάσει περισσότερο χρόνο, άνοιξε την πόρτα, προκειμένου να βρεθεί στο σχολείο και να υποδεχτεί εκείνος τη μικρή. Ήξερε καλά, πως οι συμμαθήτριές της, δεν μπορούσαν να τον δουν, αλλά προς μεγάλη του ανακούφιση, είχε να κάνει με ένα έξυπνο και ώριμο για την ηλικία του κοριτσάκι, το οποίο δεν θα πρόδιδε σε καμία περίπτωση την παρουσία του.

Με βήμα ταχύ, είδε το σχολείο να ξεπροβάλλει και τη Μέλανη να στέκεται μονάχη της στο πρώτο σκαλί, με βλέμμα σκυθρωπό.

«Μέλανη!» της φώναξε από μακριά.

«Έρικ» ανταπάντησε η μικρή, κουνώντας του το χέρι της. Ήταν η μόνη που είχε μείνει, καθώς οι υπόλοιποι γονείς, είχαν ήδη παραλάβει τα παιδιά τους. Αυτό της έδινε την άνεση, να εκδηλώνεται απέναντί του, όπως επιθυμούσε. «Επιτέλους, κάποιος ήρθε και για εμένα» πρόφερε θυμωμένα.

«Μα, δεν σε ξεχάσαμε αγάπη μου» απάντησε εκείνος απολογητικά, παλεύοντας ωστόσο να κρύψει την ανησυχία του.

«Εσύ, ίσως όχι. Η μαμά όμως σίγουρα. Ποιος ξέρει, που είναι αφηρημένη πάλι;» μίλησε απευθυνόμενη κυρίως στον εαυτό της και έπειτα, έστρεψε το βλέμμα της πονηρά προς το μέρος του. «Βασικά ξέρω. Σκέφτεται εσένα, αλλά και εσύ νομίζω πως την σκέφτεσαι» του είπε μισογελώντας και ο Έρικ αναστέναξε.

«Αυτά, είναι κουβέντες για μεγάλους και εσύ δεν είσαι ούτε δέκα» πρόφερε πειρακτικά.

«Θα γίνω όμως κάποια στιγμή» γέλασε περήφανα, σηκώνοντας επιδεικτικά το κεφάλι της.

«Να ξέρεις, πως η μαμά σου σε λατρεύει. Θυσίασε την ζωή της την ίδια προκειμένου να σου εξασφαλίσει ένα μέλλον και μία όμορφη πορεία στη ζωή. Για εκείνη, είσαι η κορώνα στο κεφάλι της. Μην γίνεσαι σκληρή μαζί της, σίγουρα θα υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος για να απουσιάζει. Πιθανότατα να την κράτησαν λίγο παραπάνω στη δουλειά» της είπε και το κοριτσάκι κατέβασε ελαφρώς το κεφάλι σαν να ζύγιζε τις πιθανότητες.

«Και εγώ την αγαπώ και δεν θέλω να τη δω να υποφέρει ποτέ ξανά» ήταν η απάντησή της, κάνοντας τον Έρικ να συγκινηθεί.

Καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής τους, η Μέλανη του αφηγούταν τις σχολικές της, καθημερινές περιπέτειες, ενώ ο Έρικ κρεμόταν κυριολεκτικά από τα χείλη της. Φθάνοντας στην αυλόπορτα του σπιτιού μπροστά, μία μυρωδιά μαγειρευτού φαγητού, τρύπωσε ύπουλα στα ρουθούνια τους.

«Η μαμά θα είναι» αναφώνησε χαρούμενα η μικρή, μα καθώς άνοιγαν την πόρτα, αντίκρυσαν την κυρία Άντριου, την μητέρα του Έρικ. «Α, γειά σας κυρία» έκανε η μικρή απογοητευμένη και παρατώντας την σχολική της τσάντα στον καναπέ, ανέβηκε με προορισμό την σοφίτα.

«Έρικ, τι έκπληξη ήταν αυτή, όταν ήρθα και αντίκρυσα την πόρτα της σοφίτας ανοιχτή» του είπε, με μία υποψία μελαγχολίας να καθρεπτίζεται στο πρόσωπό της. Ο Έρικ, κατέβασε το βλέμμα του, καθώς μπορούσε να μαντέψει τον λόγο. «Όλα δείχνουν φυσιολογικά, σαν να μην έφυγες ποτέ. Και όμως, εγώ, η μητέρα σου θέλω να φύγεις γιατί πρέπει. Όλο αυτό με σκοτώνει, γιατί μου λείπεις, κάθε μέρα. Γνωρίζω πως αυτή τη στιγμή σε έχω, σε αγκαλιάζω και το επόμενο λεπτό, όλο αυτό θα γίνει καπνός, μία ανάμνηση που θα μείνει αποτυπωμένη, μονάχα στις φωτογραφίες. Θέλω τόσο πολύ να σου πω, πως χαίρομαι για εσένα. Που σε βλέπω καλά και...ερωτευμένο το δίχως άλλο» τελείωσε βουρκωμένη.

«Μητέρα, ούτε και για εμένα είναι εύκολο. Μου πήρε σχεδόν έναν χρόνο, να συνηθίσω στην ιδέα πως η οικογένειά μου χάθηκε μέσα σε λίγα λεπτά. Έπειτα, να ταλαντεύομαι ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία, ανάμεσα στα συναισθήματα των ζωντανών και την πλήρη απουσία τους στον κόσμο των νεκρών. Μου είναι δυσβάσταχτο όλο αυτό. Ο έρωτας, ανήκει στους ζωντανούς και σου υπόσχεται μία συνέχεια και ίσως ένα μέλλον. Εγώ δεν έχω τίποτε από τα δύο. Απλώς βλέπω την ζωή να περνά από μπροστά μου, ξανά και ξανά, δίχως να μπορώ να πρωταγωνιστήσω. Εγώ, στη ζωή της Ανναλίζα, θα είμαι πάντοτε κομπάρσος. Ένας θλιβερός κομπάρσος, ενός ανθρώπου που κάποτε υπήρξε. Είμαι ερωτευμένος μαζί της και με τρελαίνει η σκέψη, πως ίσως κάποιος άλλος την αγγίξει, της κάνει έρωτα, όμως ταυτόχρονα, την προτρέπω να συνεχίσει, προτού χάσει και εκείνη το τρένο της ζωής και ξεμείνει μαζί μου» τελείωσε και η μητέρα του τόση ώρα έπνιγε τα αναφιλητά της.

«Έχεις τεράστια καρδιά Έρικ. Πού είναι τώρα η κοπέλα;» τον ρώτησε και η ματιά του σκοτείνιασε.

«Δεν γνωρίζω και έχω αρχίσει και ανησυχώ. Νομίζω πως βγήκε με έναν τύπο που δουλεύει μαζί της και του οποίου η φυσιογνωμία, νιώθω πως μου είναι δυσάρεστα οικεία»

«Ξέρεις πώς τον λένε, ή πώς μοιάζει;» ρώτησε η κυρία Άντριου και ο Έρικ, βάλθηκε να της περιγράφει το πρόσωπό του λεπτομερώς, όταν μία εικόνα, ξεπετάχτηκε με την μορφή του ισχυρού σοκ στο μυαλό του.

«Περίμενε, νομίζω πως τον ξέρω» της είπε και την προέτρεψε να ανοίξει τον υπολογιστή και να πληκτρολογήσει μία είδηση, δύο χρόνων πριν. Στην οθόνη, μαζί με την είδηση, ξεπετάχτηκε ευθαρσώς και το πρόσωπο του Τζόναθαν, το οποίο φιγουράριζε σε ένα έκτακτο περιστατικό σύλληψης, διακινητών, μονάχα που εκείνος ήταν καταζητούμενος, καθώς είχε κατορθώσει να διαφύγει. Τότε, είχε αφήσει πυκνά γένια να καλύπτουν τα χαρακτηριστικά του, ενώ τα μαλλιά του είχαν ένα τελείως διαφορετικό χτένισμα σε σχέση με το σήμερα.

Τη στιγμή εκείνη, ο Έρικ ένιωσε τα άκρα του να παγώνουν περισσότερο και την καρδιά του την ανύπαρκτη να βροντοχτυπά. Είχε αρχίσει ολοφάνερα, να πανικοβάλλεται στη διαπίστωση, πως η Ανναλίζα διέτρεχε εμφανή και άμεσο κίνδυνο, δουλεύοντας πλάι σε έναν εγκληματία. Το μυαλό του ωστόσο, πήγε αυτή τη σκέψη ένα βήμα παρακάτω. Δεν ήταν τυχαία η εμφάνισή του στο πόστο της κοπέλας. Κάποιος τον είχε τοποθετήσει εκεί.

«Μητέρα, μείνε με το παιδί μέχρι να επιστρέψω και κλείστε όλες τις πόρτες και τα παράθυρα. Ασφάλισέ τα όλα καλού κακού και προς Θεού, μην ανοίξεις σε κανέναν ό,τι και να ακούσεις»

«Έρικ, με τρομάζεις»

«Πίστεψέ με και εγώ νιώθω πως μόλις πέθανα για δεύτερη φορά» της απάντησε και ευθύς, διαπέρασε αέρινα την πόρτα και εξαφανίστηκε.

---------------

Από την στιγμή, που η Ανναλίζα είχε κάνει αναφορά στο σημάδι που κοσμούσε απόκοσμα το πρόσωπο του Τζόναθαν, εκείνος φερόταν νευρικά και αμήχανα. Εκτός από τις αναμνήσεις που είχαν ξεπηδήσει με θράσος από τα άδυτα του μυαλού του, τώρα είχε ένα ακόμη πρόβλημα να τον βασανίζει. Η αναγνωρισιμότητα. Ακουσίως, έκανε μία απότομη κίνηση για να σηκωθεί, ενώ ταυτόχρονα το τηλέφωνό του δονήθηκε. Στην οθόνη, εμφανίστηκε το όνομα του Ρόυ, αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ο Τζόναθαν δίσταζε να το σηκώσει. Οι κινήσεις του γίνονταν ολοένα και πιο νευρικές, με την Ανναλίζα να αρχίσει να αναρωτιέται, αν ο νεαρός αισθανόταν όντως καλά. Κατόπιν, κοίταξε το ρολόι της, αφήνοντας ένα επιφώνημα τρόμου.

«Χριστέ μου! Πέρασε η ώρα και η Μέλανη έχει σχολάσει! Πρέπει να φύγω, Θεέ μου ξεχάστηκα, είμαι απαίσια μάνα» άρχισε να μονολογεί, μονάχα που δεν γνώριζε , το παιχνίδι που είχε ήδη ξεκινήσει εις βάρος της, καθώς και το ενδεχόμενο να μην έβλεπε το παιδί της ποτέ ξανά.

Ο Τζόναθαν έχοντας σηκωθεί και απομακρυνθεί ελαφρώς από το τραπέζι, σιγοψιθύριζε στο τηλέφωνο, προκειμένου να μην ακουστεί, ενώ η προσοχή του αίφνης αποσπάστηκε, όταν είδε την Ανναλίζα να του κάνει νευρικά νοήματα.

«Τζόναθαν, εγώ πρέπει να πηγαίνω. Η ώρα είναι περασμένη και πρέπει να επιστρέψω επειγόντως στο παιδί μου» τραύλισε νευρικά. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο δικό του που είχε μεταμορφωθεί σαν να ήταν φτιαγμένο από ατσάλι. Κάθε συναίσθημα είχε κάνει φτερά, αφήνοντας πίσω μονάχα τον κυνισμό και την ψυχρότητα.

«Φυσικά, θα σε πάω εγώ όμως, για να μην αργήσεις. Που μένεις;» τη ρώτησε, ώστε να μην προδοθεί, πως ο ίδιος ήδη γνώριζε την ακριβή τοποθεσία.

Η Ανναλίζα του εξήγησε στα γρήγορα, με τον ίδιο να της εγγυάται πως θα ακολουθούσαν έναν νέο δρόμο, προκειμένου να αποφύγουν την κίνηση του κεντρικού Λονδίνου. Η κοπέλα με γρήγορες δρασκελιές, μπήκε στο αυτοκίνητο, με τον όμορφο νεαρό δίπλα της να εξακολουθεί να την κοιτάζει παγωμένα και άτεγκτα. Ποτέ της δεν είχε δει ένα τέτοιο ύφος σε εκείνον και η αίσθησή του άξαφνα την ανατρίχιαζε. Μέσα από τον καθρέπτη του οδηγού, σχηματίστηκε ένα ζοφερό χαμόγελο, το οποίο αυλάκωσε στιγμιαία το πρόσωπό του, μα, η Ανναλίζα δεν φάνηκε να το προσέχει. Μονάχα, όταν η ώρα ξεκίνησε να περνά και ο ήλιος να γέρνει ελαφρώς στον ορίζοντα, μία ανεξήγητη ανησυχία, έκανε άξαφνα κατάληψη στην ψυχή της. Αυτός ο δρόμος δεν οδηγούσε στο σπίτι της. Δεν είχε τίποτε το οικείο. Τίποτε που να της θυμίζει, πως πλησίαζαν στην γνωστή μονοκατοικία. Άρχισε να βαριανασαίνει, ο πανικός σερνόταν γύρω της, σαν πεινασμένη ύαινα. Κοίταξε λοξά από τον καθρέπτη, τα ψυχρά, κρυστάλλινα μάτια του Τζόναθαν και προσπάθησε να βρει τις επόμενες λέξεις που θα ξεστόμιζε.

«Τζόναθαν, νομίζω πως πάμε λάθος. Το σπίτι μου δεν είναι από εδώ» του είπε συγκρατημένα, έχοντας μία αστάθεια στη φωνή της.

«Και ποιος σου είπε, πως πηγαίνουμε στο σπίτι σου;» ήταν η τελευταία κουβέντα που άκουσε, προτού εισχωρήσει στον οργανισμό της, ένας νευροπαραλυτικός παράγοντας, οδηγώντας την στην άμεση λιποθυμία.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro