Η ψυχή μου και το σώμα μου/ part 3 (επίλογος)
Τις πρώτες ημέρες, έμενε σε ένα μικρό πανδοχείο, προκειμένου η Μέλανη να συνεχίσει να πηγαίνει στο σχολείο. Τα πρωινά, επισκεπτόταν την έπαυλη και μαζί με τον Έρικ, πάλευαν να συμμαζέψουν το σκηνικό του τρόμου, τοποθετώντας νέα έπιπλα και θέλοντας γενικά να κάνουν μία νέα αρχή. Η ίδια, είχε πάρει άδεια από την δουλειά της, με την εργοδότρια να δείχνει απόλυτη κατανόηση μπροστά στο τεράστιο δράμα που είχε ζήσει η δόλια κοπέλα και το κοριτσάκι της. Το τρίτο πρωινό, βρήκε τον Έρικ να της έχει ετοιμάσει ένα μικρό γεύμα, λίγο πριν ξεκινήσουν τις καθιερωμένες τους προσπάθειες καθαρισμού του χώρου. Μολαταύτα, αντιλαμβανόταν πως η διάθεση του νεαρού άνδρα είχε αλλάξει, ενώ μία σκοτεινιά διαφαινόταν να καλύπτει τις ανοιχτόχρωμες ίριδές του.
«Ανναλίζα, δεν μπορούμε να αποφεύγουμε για πάντα αυτό που θα έρθει» πρόφερε εκείνος δίχως να την κοιτάζει στα μάτια και η κοπέλα ένιωσε την καρδιά της να σταματά.
«Όχι δεν μπορούμε» ήταν η μόνη απάντηση που του έδωσε, προτού οι λυγμοί την πνίξουν.
Ο Έρικ, κινήθηκε άμεσα προς το μέρος της και την έκλεισε στην αγκαλιά του.
«Δεν γνωρίζεις πώς είναι να θέλεις απεγνωσμένα να ζήσεις και να ξέρεις πως το νήμα της ζωής σου έχει κοπεί, ενώ εσύ υπάρχεις με χρόνο δανεικό. Δεν ξέρεις πως είναι, η γυναίκα που λατρεύεις να πρέπει να φύγει προς τα εμπρός, ενώ εσύ να πρέπει να γυρίσεις τον χρόνο πίσω, ώστε να χωθείς μέσα του τη σωστή στιγμή. Όλον αυτόν τον καιρό, νιώθω σαν να ζω παράλληλες ζωές. Αυτήν που υπήρχε και αυτήν που θα μπορούσε να υπάρξει. Είχα πάντοτε στο μυαλό μου σχηματισμένη μία νοητή κλεψύδρα, που πότε πότε κρυφοκοιτούσα, με την ελπίδα να δω, πως η άμμος είχε σταματήσει να κυλά. Όμως ξέρω πως κόντρα στον χρόνο, κανείς δεν πήγε. Είμαι έτοιμος να αναζητήσω το σώμα μου, αν είσαι και εσύ ή ό,τι απέμεινε από αυτό» της ψιθύρισε βουρκωμένος.
H κοπέλα σχεδόν αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει τι επρόκειτο να κάνει. Θα αναζητούσε δείγματα, σκορπισμένες στάχτες, ή και οστά του άντρα με τον οποίο ήταν ερωτευμένη και με τον οποίο είχε κάνει για πρώτη φορά στη ζωή της, αληθινό έρωτα. Ωστόσο, ήξερε πως έπρεπε να τον βοηθήσει να φύγει, καθώς η προοπτική του να είναι μαζί, σαν αληθινό ζευγάρι, ήταν αδύνατη. Τις σκέψεις της ωστόσο, διέκοψε μία κραυγή που φώναζε απεγνωσμένα το όνομά της. Ήταν η γειτόνισσά της η Τζούλιετ.
«Ανναλίζα μου! Θεέ μου είσαι καλά; Σε έψαχνα μερόνυχτα και έτυχε σε κάποιο παλιοχώρι να δω στην τηλεόραση τις ειδήσεις!» της φώναζε ξεψυχισμένα, κάνοντάς την να κατορθώσει να σχηματίσει ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της.
Η Τζούλιετ, την πλησίασε αναμαλλιασμένη και φανερά καταπονημένη.
«Άφησα το αυτοκίνητο στο συνεργείο, καθώς έμεινα και από λάστιχο. Δεν είχα ιδέα πού θα έπρεπε να ψάξω και ξεκίνησα με όλες τις δύσβατες και απομονωμένες περιοχές» συνέχισε να μιλά «Είδα...είδα και τον Έρικ» της είπε θλιμμένα.
«Για την ακρίβεια, είναι εδώ δίπλα σου και ας μην τον βλέπεις αυτή τη στιγμή» της απάντησε η Ανναλίζα συνεχίζοντας «Είσαι η καλύτερη φίλη και γειτόνισσα, που θα μπορούσα να ζητήσω. Σε ευχαριστώ που με έψαξες, ωστόσο όλα τελείωσαν. Ο Ρόυ είναι νεκρός και ο Τζόναθαν, βρίσκεται σε σταθερή πια κατάσταση στο νοσοκομείο»
«Μπα; Την γλύτωσε το συγκεκριμένο κτήνος;» πρόφερε η Τζούλιετ με απέχθεια.
«Η αλήθεια είναι, πως εγώ είμαι ζωντανή εξαιτίας του. Τη στιγμή που ο Ρόυ με σημάδευε, εκείνος μπήκε μπροστά και η σφαίρα τον χτύπησε κοντά στην καρδιά» τελείωσε η Ανναλίζα και η Τζούλιετ είχε μείνει να την κοιτάζει εμβρόντητη.
«Δηλαδή, αυτός από απαγωγέας μετατράπηκε σε σωτήρα;» συνέχισε τις ερωτήσεις.
«Είναι μία πολύ μπλεγμένη ιστορία, μα έχουμε χρόνο να την συζητήσουμε» είπε η Ανναλίζα και η Τζούλιετ αποχώρησε, για να τους αφήσει μονάχους τους.
Ο Έρικ την κοίταξε μελαγχολικά.
«Μου υπόσχεσαι πως εσύ και η Μέλανη, θα κάνετε αυτό το σπίτι δικό σας;» της είπε.
«Έρικ, δεν μπορώ. Δεν μπορώ να μείνω εδώ και να ξέρω πως εσύ έχεις φύγει» του είπε με δάκρυα στα μάτια και εκείνος πήρε το χέρι της στο δικό του.
«Το κοριτσάκι σου, χρειάζεται μία στέγη και έναν κήπο για να παίζει και να μεγαλώσει. Έχει κάνει φίλους στο σχολείο και θα ήταν άδικο να τους στερηθεί. Εγώ δεν έχω αδέρφια, ούτε κοντινούς συγγενείς, ενώ δεν θα μπορούσα να σκεφτώ κανέναν καταλληλότερο, για να του αφήσω το μοναδικό σπίτι που έχω. Σε παρακαλώ, θα με έκανες πολύ ευτυχισμένο, αν δεχόσουν» τελείωσε και εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Πριν από εκείνους όμως, η μητέρα του Έρικ είχε φροντίσει στη διαθήκη της γι' αυτό.
Το πυρόξανθο κεφαλάκι της Μέλανη, ξεπρόβαλε από την πόρτα και κοίταξε τον Έρικ με μάτια βουρκωμένα. Κατόπιν, έτρεξε με όλη της τη δύναμη και έπεσε στην αγκαλιά του.
«Είσαι ο καλύτερος μπαμπάς που θα μπορούσα να ζητήσω. Κάθε χρόνο, τα Χριστούγεννα, δεν ζητούσα από τον Άγιο να μου φέρει παιχνίδια, αλλά έναν μπαμπά. Μπορεί να μην σε γνώρισα τα Χριστούγεννα, αλλά προφανώς ο Άγιος είχε πολύ δουλειά και άργησε να σε φέρει» τελείωσε και δάκρυα συγκίνησης κύλησαν από τα καστανά μάτια του νεαρού άνδρα.
« Θέλω να ξέρεις, πως όλα τα παιχνίδια αυτού εδώ του σπιτιού, σου ανήκουν, όπως και ένα κομμάτι της καρδιάς μου. Ήταν σαν να είχα δύο κόρες σε αυτή τη ζωή. Σε αγαπώ πολύ Μέλανη, πάντα θα σε αγαπώ και ελπίζω πως από εκεί που θα βρίσκομαι, θα παρακολουθώ τη ζωή σου, βήμα βήμα. Κάνε με περήφανο και μην παρατήσεις ποτέ τα όνειρά σου, γιατί είναι δικά σου αποκλειστικά» τελείωσε και το κοριτσάκι, τύλιξε τα λεπτά χεράκια του, γύρω από τον λαιμό του Έρικ.
«Τότε, να δώσεις φιλιά στην Άριελ» του είπε ψιθυριστά και κατόπιν, έπιασε το χέρι της μαμάς της, για να την πάει μέχρι την Τζούλιετ, όσο οι δυο τους θα αναζητούσαν το σώμα του.
Καθώς απομακρυνόταν, η Μέλανη τον χαιρέτησε για μία τελευταία φορά. Ο Έρικ τότε, γύρισε και κοίταξε την Ανναλίζα. Σιωπηλός καθώς ήταν, την πλησίασε και απίθωσε ένα φιλί στα χείλη της, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από την μέση της.
«Είναι ώρα να πηγαίνουμε» της είπε και περπατώντας στον χωματόδρομο, βγήκαν στον κεντρικό και ξεκίνησαν να αναζητούν το σημείο του δυστυχήματος, με τον Έρικ να νιώθει τα άκρα του μουδιασμένα και το στομάχι του σφιγμένο.
Περπατούσαν για αρκετή ώρα κατά μήκος του δρόμου, μέχρι τη στιγμή που αντίκρυσαν, ένα ξεραμένο μπουκέτο με λουλούδια, ενώ στο σημείο αυτό, το διαχωριστικό του δρόμου σχημάτιζε μία τεράστια καμπύλη. Όλα έδειχναν, πως σε αυτό ακριβώς το μέρος είχε συμβεί το μοιραίο δυστύχημα. Έχοντας στο μυαλό του, πως το αυτοκίνητο εξερράγη, ο Έρικ χώθηκε στη βλάστηση, δίπλα ακριβώς από το σημείο και ξεκίνησε να ψάχνει, με την Ανναλίζα να τον κοιτά σιωπηλή και βουρκωμένη. Τότε, ένιωσε το πόδι του να βουλιάζει απότομα στις λάσπες. Για κάποιον λόγο, η καρδιά του ξεκίνησε να βροντοχτυπά. Με χέρια που έτρεμαν, βήμα ασταθές και βλέμμα πονεμένο, έσκυψε αργά και ψηλάφισε το λασπώδες έδαφος. Η Ανναλίζα τον κοιτούσε, έχοντας το χέρι της μπροστά από το στόμα της, προκειμένου να καλύψει τους λυγμούς που ανέβαιναν στον λαιμό της ύπουλα.
«Α-Ανναλίζα. Βρήκα, το σώμα μου. Ένα κομμάτι του..» ψέλλισε, καθώς ο ήχος της φωνής του, ήταν αδύνατον να ακουστεί εξαιτίας του σοκ.
Μέσα από τα βρώμικα και βαλτώδη νερά, ξεπρόβαλε ένα κρανίο σπασμένο, άψυχο και σε προχωρημένη αποσύνθεση. Του ανήκε όμως. Η κοπέλα έτρεξε και άδειασε στο πλάι όλο το περιεχόμενο του στομαχιού της, μην αντέχοντας την μακάβρια εικόνα. Ο Έρικ, συνέχισε να προχωρά και να ψαχουλεύει την χαμηλή βλάστηση, ώσπου βρήκε ένα μικρότερο τμήμα του σώματός του, ένα κομμένο και κατακρεουργημένο δάχτυλο χεριού. Αηδιασμένος και σοκαρισμένος, ετοιμάστηκε να το ακουμπήσει και μαζί του και η Ανναλίζα, προκειμένου να το θάψουν, ωστόσο, η πρώτη επαφή με το μέλος του σώματός του, τους γύρισε πίσω, με εκείνον να υιοθετεί την αληθινή του όψη, λίγο μετά το ατύχημα. Την φρικαλέα εμφάνιση, δίχως το ένα του μάτι και το κατακρεουργημένο του πρόσωπο. Ο χρόνος, γύρισε πίσω λοιπόν, στην φοβερή στιγμή. Στη στιγμή που τα χαμόγελά της οικογένειας, έσβησαν για πάντα.
Βρίσκονταν μέσα στο αυτοκίνητο. Η Άριελ και η Αλέξια, τραγουδούσαν μαζί τα αγαπημένα τους τραγούδια της Ντίσνεϊ. Τότε, έπιασε ξαφνική βροχή, χαλάζι δυνατό και επικίνδυνο. Η Ανναλίζα, είδε μέσα στο μυαλό της, τον Έρικ να προτρέπει την γυναίκα του να σταματήσουν, καθώς η ορατότητα είχε μειωθεί αισθητά, ενώ εκείνη επιθυμούσε να συνεχίσουν. Τελικά το αυτοκίνητο σταμάτησε, το κοριτσάκι συνέχιζε να τραγουδά ανέμελα, τα παιδικά της τραγούδια και το ζευγάρι κοιτούσε την βροχή που έπεφτε άτσαλα, χτυπώντας με δύναμη στο τζάμι. Λίγα λεπτά αργότερα, φάνηκε το μοιραίο φορτηγό. Ο Έρικ, πάσχισε να βάλει μπροστά την μηχανή, μα ήταν ήδη πολύ αργά. Το μόνο που απέμεινε να κοιτάζει, ήταν ο τρόμος στα μάτια του παιδιού του και της γυναίκας του, τη στιγμή που το φορτηγό συγκρουόταν βίαια, διαλύοντας τόσο το αυτοκίνητο, όσο και τα σώματά τους. Ο δρόμος τότε, γέμισε αίματα, θρύψαλα και πόνο. Ο Έρικ μέσα στην απελπισία των αναμνήσεων, άφησε μία δυνατή κραυγή και το παρελθόν τους πέταξε έξω, με την εμφάνισή του να επιστρέφει στο φυσιολογικό.
Η Ανναλίζα βαριανάσαινε μπροστά στο δράμα αυτού του ανθρώπου. Έχοντας τυλίξει σε ένα πανί το μέλος του, οι δυο τους έφυγαν τρέχοντας από εκεί, με τον Έρικ να τρεκλίζει και στο τέλος να προσγειώνεται στην άσφαλτο, ουρλιάζοντας και κλαίγοντας. Η κοπέλα έτρεξε και αφού προσγειώθηκε και εκείνη δίπλα του, έχωσε το πρόσωπό του στην αγκαλιά της.
«Σώπα αγάπη μου! Όλα τελείωσαν τώρα. Θα πας σε εκείνες» του είπε, προσπαθώντας να τον ηρεμήσει.
Πέντε λεπτά αργότερα, σηκώθηκαν και οι δύο και κίνησαν για το μικρό, γοτθικό νεκροταφείο, δίπλα σχεδόν από την έπαυλη.
Γύρω τους επικρατούσε ησυχία και μαζί περπάτησαν μέχρι τον οικογενειακό τάφο. Στάθηκαν για λίγο να τον κοιτάζουν, με τον Έρικ να μοιάζει πιο χαμένος από ποτέ. Με δυσκολία κίνησε το κεφάλι του και την κοίταξε στα μάτια. Το γλυκό, μελί του χρώμα, αγκάλιασε το δικό της καστανό.
«Παρέμεινα, μεταξύ ζωής και θανάτου για έναν σκοπό. Να χαρίσω ζωή και ευτυχία, σε μία μητέρα και το κοριτσάκι της, την στιγμή που δεν κατόρθωσα να το κάνω για τις δικές μου γυναίκες. Εύχομαι να πέτυχα τον στόχο μου, το αποζητούσε εξάλλου η ψυχή μου» της είπε και εκείνη βουρκωμένη του απάντησε:
«Χάρισες στην Μέλανη μία πατρική φιγούρα, υγιή και τρυφερή. Κάτι να θυμάται όμορφο, παρά την ασχήμια των παιδικών της χρόνων. Με έκανες ευτυχισμένη και μου έσωσες και την ζωή παλεύοντας με τα φαντάσματα του παρελθόντος μου. Νομίζω πως ο σκοπός σου εκπληρώθηκε και με το παραπάνω. Μπορείς να φύγεις ήσυχος» ψιθύρισε εκείνη βουρκωμένη.
Ο Έρικ, έσκυψε και την φίλησε για μία τελευταία φορά.
«Ένα κομμάτι μου, θα βρίσκεται πάντοτε εδώ και θα σας θυμάμαι τις στιγμές που θα παίζω ξανά, ανέμελα με το κοριτσάκι μου. Μου έλειψε το χαμόγελό της, το πρόσωπό της. Θέλω να την δω και να την σφίξω στην αγκαλιά μου»
«Σου έλειψε και η Αλέξια..» πρόφερε η Ανναλίζα με δυσκολία.
«Είναι αλήθεια, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως όλα όσα ζήσαμε αυτές τις ημέρες, ίσως μήνες, δεν ήταν αληθινά. Σε ερωτεύτηκα, σε αγάπησα και θα ήθελα να σου κάνω έρωτα ξανά και ξανά. Να ξυπνώ δίπλα σου τα πρωινά και να μου χαμογελάς. Όμως, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον να συμβεί. Τον προορισμό μου τον ήξερα. Ωστόσο, μην ανησυχείς. Έχεις δίπλα σου Αγγέλους να σε φιλούν» τελείωσε και της έκλεισε πονηρά το μάτι.
Οι δυο τους, σφιχταγκαλιάστηκαν για μία τελευταία φορά και εκείνος, έσκαψε ελαφρώς το χώμα, εναποθέτοντας μέσα σε αυτό το μέλος του σώματός του.
«Αντίο. Να προσέχεις, εσύ και η μικρή σου» της είπε βαστώντας της τα χέρια και βουρκωμένος, ενώ μία λάμψη τον τύλιξε. Μία λάμψη τόσο ισχυρή, που σχεδόν τύφλωσε την κοπέλα.
Η αίσθηση τότε των παγωμένων χεριών του Έρικ, αντικαταστάθηκε από μία θερμότητα. Κάποιος ήταν εκεί και την βαστούσε. Την ώρα που η λάμψη υποχωρούσε, διέκρινε δύο ολοστρόγγυλα, κυανά, αγγελικά μάτια να την κοιτάζουν.
«Τζόναθαν; Θεέ μου! Εγώ νόμιζα πως..» πήγε να πει και για λίγο πισωπάτησε, βλέποντας πως εκείνος κρατούσε ένα ζευγάρι πατερίτσες.
«Ήξερα πως θα αποχαιρετούσες τον Έρικ, μα τυχαία μάντεψα τη στιγμή φαντάζομαι» της είπε σχηματίζοντας, μία γκριμάτσα που έμοιαζε με χαμόγελο. «Πάμε να φύγουμε; Πέφτει υγρασία» πρόφερε και σιωπηλοί, περπάτησαν αργά μέχρι τον κήπο του σπιτιού.
«Νιώθεις καλύτερα; Ποτέ μου δεν μπόρεσα να σε ευχαριστήσω που μου έσωσες τη ζωή» του είπε η Ανναλίζα.
«Με πονά αρκετά ο ώμος μου, ωστόσο με τον καιρό θα γίνω καλά. Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς. Δεν είμαι βέβαιος τι ακριβώς σκεφτόμουν, ώστε να οδηγηθώ σε αυτήν την ενέργεια. Εσένα; Την Μέλανη; Δεν ξέρω..» της είπε σε ένα τόνο ελαφρώς ψυχρό, ωστόσο πιο οικείο σε σχέση με άλλες φορές.
«Τζόναθαν!» άκουσε μία παιδική κραυγή και είδε την μικρή κοκκινομάλλα να τρέχει προς το μέρος του.
«Σιγά αγάπη μου, θα τον πονέσεις» της είπε η κοπέλα.
«Γύρισες πρίγκιπα! Ήμουν σίγουρη» αναφώνησε με ενθουσιασμό η μικρή.
«Ένας τσάρος, δεν το βάζει ποτέ κάτω» της απάντησε πειρακτικά και με το ένα του χέρι, χάιδεψε τα μαλλιά της.
«Πώς το βλέπεις το μέλλον;» τον ρώτησε η κοπέλα.
«Δύσκολο. Σκόπευα να γυρίσω πίσω στην Ρωσία, μα μετά συνειδητοποίησα, πως δεν θέλω να έχω καμία σχέση με τις ρίζες μου, με το παρελθόν μου. Φαντάζομαι λοιπόν, πως θα μείνω στο Λονδίνο. Ίσως αναζητήσω μία δουλειά» πρόφερε ο ξανθός νεαρός.
«Ξέρεις, μπορείς να επιστρέψεις μαζί μου στην υποδοχή. Χρειάζομαι μία βοήθεια» ακούστηκε η φωνή της Ανναλίζα που έβγαινε με δυσκολία.
«Ίσως..» απάντησε εκείνος και κοίταξε την μικρή. «Θα μπορούσα να την πάρω μία βόλτα; Θα είμαστε στην παιδική χαρά, εδώ δίπλα από την γειτόνισσά σου, που δεν της ξεφεύγει τίποτε. Αν φυσικά αυτό σε βρίσκει σύμφωνη» τελείωσε και η μικρή ξεκίνησε να χοροπηδά.
Η Ανναλίζα έμεινε για λίγο σκεπτική, κατόπιν είπε το μεγάλο, εντάξει, με την Μέλανη να τρέχει στο σπίτι για να πάρει την κούκλα της.
«Ξέρω πως εκείνη τουλάχιστον, θα είναι ασφαλής μαζί σου» του είπε διστακτικά και συνέχισε «λοιπόν, θα σε δω αύριο στην υποδοχή; Στο επιτρέπει η κατάστασή σου;»
«Νομίζω πως ναι» απάντησε εκείνος χαμογελώντας αχνά. Τη στιγμή εκείνη, η Μέλανη βγήκε από το σπίτι και άρπαξε το χέρι του. Οι δυο τους, ξεκίνησαν να βαδίζουν αργά στο χωμάτινο μονοπάτι. Τότε, εντελώς ξαφνικά, ο Τζόναθαν έστρεψε ξανά το βλέμμα του στην κοπέλα.
«Θα ήθελες να πάμε για έναν καφέ μετά τη δουλειά;» τη ρώτησε διστακτικά και η Μέλανη τον κοίταξε χαμογελαστή.
« Αν αυτό σε βρίσκει και εσένασύμφωνο» ανταπάντησε η κοπέλα και ο Τζόναθαν κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.Καθώς απομακρυνόταν με την Μέλανη στο πλάι του, έπιασε τον εαυτό του ναχαμογελά για πρώτη φορά ειλικρινά.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Παράδεισος, δεν αποτελεί πάντοτε έναν συγκεκριμένο τόπο, ο καθένας εξάλλου επιλέγει τον δικό του, ενώ παράλληλα, αποτελεί και ψυχική κατάσταση. Έχοντας λοιπόν αφήσει πίσω του την Ανναλίζα, στον δικό της, μικρό Παράδεισο, με την γλυκιά Μέλανη στο πλάι της, βάδισε και εκείνος με την σειρά του, στη γειτονιά των Αγγέλων. Ο ουρανός ήταν κυανός και ο ήλιος έλαμπε, όταν μπροστά του εμφανίστηκε ένα και μοναδικό δέντρο, θαρρείς και είχε ξεπηδήσει μέσα από τα σπλάχνα της γης. Στη σκιά του, καθόταν μία γυναίκα, άγνωστη στον Έρικ. Καθώς τον είδε να πλησιάζει, ελαφρώς αγχωμένο, σηκώθηκε αργά και τον κοίταξε μέσα στα μάτια.
«Σε περίμεναν» ήταν η μόνη κουβέντα που βγήκε από το στόμα της.
«Ποια είσαι;» την ρώτησε ο νεαρός.
«Άννι Γουίλσον, πέντε Νοεμβρίου 2017» απάντησε η κοπέλα και τότε ο Έρικ κατάλαβε.
Η Άννι, είχε χάσει τη ζωή της, την ίδια ημέρα με την οικογένειά του.
Οι ψυχές λοιπόν της συγκεκριμένης ημερομηνίας, βρίσκονταν μαζί, στον δικό τους Παράδεισο. Δίχως να προλάβει να της απαντήσει, η κοπέλα έστρεψε το βλέμμα της στον ορίζοντα χαμογελαστή. Από το βάθος του ανθισμένου κάμπου, μία παιδική φιγούρα, φορώντας ένα φορεματάκι με ηλιοτρόπια και βαστώντας στα χέρια της την κούκλα της Άριελ, ξεπρόβαλε αέρινη και χαμογελαστή. Στη θέα της, ο Έρικ γονάτισε στη γη, ουρλιάζοντας το όνομα της κόρης του, ξανά και ξανά, για να δει την μικρή να τρέχει και να χώνεται στην αγκαλιά του. Το σώμα της, ήταν αψεγάδιαστο, χωρίς ίχνος του φρικτού τροχαίου που σημάδεψε τη ζωή τους για πάντα.
Από τα μάτια του Έρικ, κύλησαν καυτά δάκρυα, τα οποία αντικαταστάθηκαν γρήγορα από έκπληξη, όταν πίσω ακριβώς από την μικρή, φάνηκε η Αλέξια με τα ίδια ακριβώς ρούχα που φορούσε και την ημέρα που έχασε τη ζωή της.
«Ο πόνος δεν χωρά σε αυτόν τον όμορφο τόπο, Έρικ» του είπε και εκείνος την αγκάλιασε σφιχτά. Τη στιγμή που τα χέρια του, τύλιγαν το σώμα της, στο μυαλό του σχηματίστηκε η εικόνα της Ανναλίζα. «Μην νιώθεις άσχημα, Έρικ. Είσαι ένας υπέροχος άνθρωπος και ένας υπέροχος πατέρας. Η ζωή σου έμεινε στάσιμη και εμείς είχαμε χαθεί από δίπλα σου. Σε παρακαλώ, πάψε να κατηγορείς τον εαυτό σου. Στον κόσμο αυτό, δεν χωράνε πουθενά τα άσχημα συναισθήματα» ήταν οι τελευταίες της κουβέντες, με τον Έρικ να σχηματίζει στα χείλη του, την λέξη ΄΄ευχαριστώ΄΄.
Κοίταξε ξανά μπροστά του, τις ψυχές που είχαν φύγει την ίδια μέρα με εκείνον. Πρόσωπα από όλον τον κόσμο, με διαφορετικά χαρακτηριστικά, μα με έναν κοινό Παράδεισο, με μία κοινή κατάληξη, όμορφη για όλους. Ψυχές από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, που θα αποτελούσαν πλέον την νέα του οικογένεια, τη συντροφιά του. Η ημέρα λοιπόν που γεννιόμαστε, μα και εκείνη που πεθαίνουμε, διόλου τυχαία δεν είναι. Καθορίζει τον κύκλο των ανθρώπων που θα μας συνοδεύουν εν ζωή, μα και εκείνους που θα μας ακολουθήσουν μετά το πέρας της. Στη σκέψη αυτή, χαμογέλασε ευτυχισμένα και πιάνοντας το χέρι της κόρης του, με την συνοδεία της Αλέξια, κίνησε για την γαλήνη, με την ψυχή και την ευλογία της μητέρας του, που τους περίμενε στον κορυφή του λόφου.
Ένα ακόμη βιβλίο ολοκληρώθηκε. Ευχαριστό τους 3 ανθρώπους που το ψηφιζαν ή σχολίασαν! Ευχομαι να σας άρεσε!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro