Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η ψυχή μου και το σώμα μου/ part 1

Ο Τζόναθαν, ψηλάφισε για λίγο νευρικά τον ματωμένο του κρόταφο. Ο Έρικ, έτρεξε προς το μέρος του και άρπαξε το σημείωμα.

«Το παλιοκάθαρμα! Θα τον σκοτώσω!» γρύλισε και ο Τζόναθαν, παγωμένος και αιφνιδιασμένος ακόμη, τον ρώτησε :

«Έχεις όπλο; Λέγε γρήγορα..»

«Είμαι κατά της οπλοκατοχής. Εσύ που είσαι βουτηγμένος και πλαισιωμένος από την παρανομία, δεν διαθέτεις;» του αντιγύρισε, για να δει τον Τζόναθαν να στρέφει το βλέμμα του αγανακτισμένα προς την μεριά του.

«Έφυγα εσπευσμένα και δεν πήρα τίποτε μαζί μου. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα και τώρα το μοναδικό πράγμα που διαθέτω, είναι αυτός ο σουγιάς. Ωστόσο, ο Ρόυ έρχεται με όπλο και πίστεψέ με, όχι μόνος του» τελείωσε, για να δει τον Έρικ να σχηματίζει ένα ειρωνικό χαμόγελο.

«Αν έρχεται με αυτούς τους δύο ηλίθιους που τον συνόδευαν και την προηγούμενη φορά, τότε καλώς να ορίσει. Θα τους δώσω ένα γερό μάθημα» είπε και κατευθύνθηκε προς την μεριά του σπασμένου τζαμιού.

Ανάμεσα από τις πυκνές φυλλωσιές, ξεπρόβαλαν τρείς φιγούρες. Τότε, άξαφνα, μέσα στο κεφάλι του, ο Έρικ άκουσε φωνές. Οικείες φωνές και λόγια μπερδεμένα. ΄΄Τι μου συμβαίνει;΄΄ διερωτήθηκε, όταν πρόσεξε μία ημιδιάφανη φιγούρα, να στέκει καμπουριαστή, έξω από το παράθυρο του σαλονιού. Πάγωσε. Τα λόγια και τις σκέψεις του τα κατάπιε μονομιάς, το θέαμα που είχε απέναντί του και που δεν ήταν οι σκοτεινές φιγούρες, αυτών των τριών κακοποιών που κινούνταν ύπουλα, τον έκανε να σαστίσει. Ο Τζόναθαν τον κοιτούσε με απορία, καθώς εκείνος εξακολουθούσε να στέκει σαν το άγαλμα, μπροστά από το σπασμένο τζάμι.

«Έρικ;» ακούστηκε η φωνή του Τζόναθαν μέσα στο μυαλό του, σαν απόηχος σιγανών λέξεων.

«Θα σου δώσω έναν αριθμό, κάλεσέ τον άμεσα» του είπε έπειτα από λίγο και ο Τζόναθαν υπάκουσε.

Πληκτρολόγησε με τρεμάμενα χέρια τον αριθμό που του είχε υποδείξει και άφησε το τηλέφωνο να χτυπά ξανά και ξανά, δίχως όμως να λαμβάνει καμία απάντηση.

«Γαμώτο!» άκουσε ξανά τη φωνή του Έρικ.

«Θα μπορούσες να μου πεις τι ακριβώς συμβαίνει;» ρώτησε ο Τζόναθαν ψύχραιμα.

«Τη σκότωσαν» απάντησε λακωνικά ο άλλος άνδρας.

«Ποια σκότωσαν;» ρώτησε ξανά ο Τζόναθαν, νιώθοντας να τον τυλίγει μία ξαφνική ζάλη.

«Την μητέρα μου» ήρθε η αναπάντεχη απάντηση από τον Έρικ.

«Και πώς στο καλό το ξέρεις; Επειδή δεν απαντούσε;»

«Την είδα που να πάρει! Είδα την ψυχή της να τρέχει και να χάνεται, αφού στάθηκε αρχικά μπροστά από αυτό εδώ το παράθυρο. Είχε το βλέμμα του τρόμου, το βλέμμα της τελευταίας της στιγμής. Όλη μου η οικογένεια ξεκληρίστηκε...» ξεκίνησε τον δραματικό μονόλογο και γονάτισε στο πάτωμα, με το μέτωπό του να αγγίζει σχεδόν τη γη.

«Δεν ξέρω αλήθεια, πως είναι να χάνεις τις ρίζες σου, καθώς ποτέ μου δεν είχα. Λυπάμαι» μουρμούρισε ο Τζόναθαν, όταν ο πρώτος πυροβολισμός ακούστηκε και ο Έρικ σηκώθηκε επάνω, αποφασισμένος πλέον για όλα.

«Θα σβήσω τα φώτα και θα βυθίσω το σπίτι στο σκοτάδι. Κρύψου και μην κάνεις κανέναν θόρυβο. Θα τους αιφνιδιάσουμε τους αλήτες» γρύλισε ο Έρικ και τα φώτα μονομιάς έσβησαν, ενώ ο Τζόναθαν πήδηξε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πίσω από τον καναπέ και παρέμεινε κρυμμένος, έχοντας όμως στο μυαλό του την ύπαρξη της μικρής, η οποία βρισκόταν στη σοφίτα. Δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να τους επιτρέψει να φθάσουν ως εκεί.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η πόρτα άνοιξε τρίζοντας και το γνωστό τρίο, με πρόσωπα καλυμμένα και τα περίστροφα στο χέρι, εισέβαλαν σαν τους αίλουρους, με κομψές δρασκελιές. Ο Τζόναθαν προσπάθησε να περιορίσει ακόμη και την αναπνοή του. Ο γνωστός ήχος της σκανδάλης που βρίσκεται σε ετοιμότητα, τον έκανε να ανατριχιάσει και τότε είδε τους πρώτους δύο να ανεβαίνουν τα σκαλιά, με τον Ρόυ να ισχυρίζεται πως το παιδί ήταν πιθανότατα επάνω. Ο Τόνυ, ο ένας από τους δύο συνεργάτες του Ρόυ, ανέβαινε προσεκτικά τα σκαλιά, βαστώντας στη φούχτα του αλάτι. Τότε, καθώς βάδιζαν στα σκοτεινά, ένιωσε ένα γερό σπρώξιμο και ξεκίνησε να πέφτει απότομα στα σκαλοπάτια, χτυπώντας το κεφάλι του και χάνοντας τις αισθήσεις του.

«Το αλάτι ρε βλάκα! Ρίξε το αλάτι» του φώναξε ο Ρικ, αλλά ο Τόνυ κειτόταν αναίσθητος, με το αλάτι να έχει χυθεί επάνω του.

Ο Ρόυ, ξεκίνησε τις σπασμωδικές κινήσεις και τη στιγμή που βρισκόταν γυρισμένος με την πλάτη στον καναπέ, όπου παρέμενε κρυμμένος ο Τζόναθαν, ο νεαρός εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και του όρμησε από πίσω, τραυματίζοντάς του το χέρι και εκτοξεύοντας το περίστροφο μακριά. Ταυτόχρονα, καθώς ήταν πολύ πιο μυώδης από τον Ρόυ, τον άρπαξε από τον λαιμό, σηκώνοντάς τον σχεδόν από το έδαφος και κολλώντας του τον σουγιά στο λαιμό, ίσα που να γδέρνει το δέρμα του.

«Είσαι ένας σιχαμερός προδότης» του μούγκρισε ο Ρόυ και τα κυανά μάτια του Τζόναθαν γυάλισαν.

«Και εσύ είσαι ένας ανώμαλος, που τόλμησες να αντλήσεις ευχαρίστηση, χτυπώντας αυτό το πανέμορφο πλάσμα που έχεις για κόρη και που δεν σου αξίζει ούτε στο ελάχιστο» του αντιγύρισε ο Τζόναθαν.

«Μήπως θα άξιζε σε εσένα, ας πούμε; Που θεωρείς τις γυναίκες, κατώτερες υπάρξεις και που φυσικά συμφώνησες να μπλεχτείς στο κόλπο για να αρπάξω την μικρή; Το ίδιο πράγμα είμαστε Τζόναθαν. Τα ίδια βδελυρά αποβράσματα, επομένως, χαμήλωσε το χέρι σου, καθώς μπορώ να σου θυμίσω τι σου έκανε η μάνα σου η πουτάνα» του πέταξε ειρωνικά ο Ρόυ, εξοργίζοντάς τον και κάνοντάς τον να τον κοπανήσει με φόρα στον τοίχο.

«Σκάσε! Εγώ δεν βασάνισα ποτέ μου άνθρωπο στο σημείο το δικό σου. Ποτέ μου δεν χτύπησα γυναίκα, σε σημείο να την καταντήσω όπως εσύ την Ανναλίζα. Δεν έχω ακουμπήσει βίαια, ποτέ και καμιά και ας είχα αυτή τη θεωρία. Πάνω από όλα όμως, δεν τόλμησα ούτε να σκεφτώ, να κακοποιήσω ένα παιδί. Το δικό μου παιδί, που θα με φώναζε μπαμπά και που θα έτρεχε στην αγκαλιά μου γεμάτο λατρεία. Είχες τέτοιο θείο δώρο και τόλμησες να το κακοποιήσεις; Λέγε!» συνέχισε απτόητος ο Τζόναθαν, όταν άκουσε το θόρυβο ενός περίστροφου και το επόμενο πράγμα, ήταν να νιώσει ένα τσούξιμο χαμηλά στο πόδι.

Ο Ρόυ ελευθερώθηκε από την λαβή του και πίσω του είδε τον Ρικ, καθώς ο Τόνυ εξακολουθούσε να είναι αναίσθητος. Την στιγμή που ήταν έτοιμος να πατήσει τη σκανδάλη, σημαδεύοντας τον Τζόναθαν ίσια στο μέτωπο, ένιωσε το όπλο να χάνεται από τα χέρια του, να ίπταται για λίγο και κατόπιν να τον σημαδεύει πίσω. Η σφαίρα εκτοξεύτηκε, τρυπώντας με βία το κρανίο του άνδρα και σωριάζοντάς τον νεκρό και αιμόφυρτο στο πάτωμα. Ο Έρικ είδε τότε την ψυχή να εγκαταλείπει το παγωμένο και άκαμπτο σώμα, τρέχοντας και σχεδόν ουρλιάζοντας, δίχως να γυρίσει το κεφάλι της πίσω δεύτερη φορά, για να κοιτάξει το σώμα που εγκατέλειπε.

«Αυτό, ώστε να μην μπορέσουν να σε κατηγορήσουν ποτέ, πως διέπραξες εσύ τον φόνο» είπε ο Έρικ στον Τζόναθαν, ο οποίος είχε νιώσει τον παγωμένο αέρα της ψυχής του Ρικ, να εγκαταλείπει βίαια τον χώρο.

Τη στιγμή εκείνη, ουρλιαχτά και κλάματα ακούστηκαν, από το σημείο που βρισκόταν η Μέλανη.

«Μέλανη!» ούρλιαξε ο Έρικ και γύρισε το κεφάλι του στον Τζόναθαν «Πήγαινε επάνω και θα τον καθυστερήσω εγώ. Δε μπορώ να ανέβω γιατί έχει χυθεί αλάτι» του είπε και ο Τζόναθαν κουτσαίνοντας και με το παπούτσι του να έχει πλημμυρίσει από το αίμα, έτρεξε προσπαθώντας να ξεφύγει από την ταυτόχρονη λαβή του Ρόυ και να κατευθυνθεί στη σοφίτα.

——————————

Tη στιγμή που κατόρθωσε να ανοίξει τα μάτια της ξανά, έχοντας κοιμηθεί ίσως και γαλήνια μετά από καιρό, ύψωσε το βλέμμα της, για να δει τις σταγόνες του ορού να πέφτουν μελαγχολικά, σαν να μετρούσαν τον χρόνο της, τους παλμούς της. Τότε, στο μυαλό της επανάφερε τις τελευταίες στιγμές. Τον Τζόναθαν να την μεταφέρει εσπευσμένα εδώ και να της λέει, πως θα πάει να βρει τη Μέλανη στο σπίτι που ενοικίαζαν και πως είχε σκοπό να σταματήσει τον Ρόυ. Πάγωσε στη σκέψη αυτού του καταραμένου ανθρώπου. Αν τον προλάβαινε; Αν είχε μαντέψει ήδη την επόμενη κίνησή του και τον καρτερούσε; Σίγουρα θα είχε διαπιστώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, πως η ίδια δεν βρισκόταν πλέον στο δωμάτιο μαρτυρίων και φυσικά θα ξέσπαγε την οργή του όπου έβρισκε. Για την ακρίβεια στο παιδί, καθώς για την ίδια και την τωρινή της τοποθεσία, δεν γνώριζε απολύτως τίποτε.

΄΄Πρέπει να φύγω τώρα! Άμεσα..΄΄ σκέφτηκε αγχωμένη, όταν είδε την πόρτα του δωματίου της να ανοίγει και έναν γιατρό να μπαίνει μέσα χαμογελαστός.

«Πώς νιώθετε σήμερα δεσποινίς; Ο άντρας σας εχθές, ήταν τρελαμένος από ανησυχία. Μου ζήτησε να σας παρασχεθούν, οι καλύτερες δυνατές φροντίδες για γρήγορη ανάρρωση» της είπε και εκείνη έμεινε να τον κοιτά χάσκοντας.

«Όλα αυτά σας είπε;» συνέχισε.

«Μα φυσικά. Είναι ένας εξαίσιος νέος. Εσείς πάλι, να είστε πιο προσεκτική με το αυτοκίνητο και το τιμόνι γενικότερα. Δεν θέλετε να βάλετε τέρμα στη ζωή σας, θέλετε;» συνέχισε και η Ανναλίζα είχε αρχίσει εμφανώς να κουράζεται.

«Λοιπόν, νιώθω πολύ καλύτερα και θα ήθελα να φύγω άμεσα» του πέταξε αιφνιδίως.

«Μα, αυτό είναι αδύνατον. Οι μώλωπες και οι κακώσεις που έχετε υποστεί, δεν έχουν πλήρως υποχωρήσει σε βαθμό, ας πούμε, που μπορούμε να συζητούμε για ίαση» συνέχισε ο γιατρός, ο οποίος είχε όρεξη για κουβέντα «Αχ, κάποτε είχα έναν συνάδελφο, χειρούργο. Τον Έρικ Άντριου. Εξαιρετικός στη δουλειά του, σχεδόν αλάνθαστος, μα πάνω από όλα άνθρωπος. Ευχαρίστως θα σας έριχνε μία ματιά και με το αζημίωτο. Έτσι ήταν ο Έρικ, μα χάθηκε σε εκείνο το τρομερό δυστύχημα. Τι σας λέω και εσάς βέβαια...» ξεκίνησε και τα μάτια της κοπέλας γυάλισαν, με τα δάκρυα να κρέμονται στην άκρη του ματιού της, έτοιμα να ξεπηδήσουν δίχως σταματημό.

«Κανείς δεν χάνεται σε αυτόν τον κόσμο. Όλοι κάπου πηγαίνουν και ίσως συνεχίζουν μία ζωή καλύτερη, πιο φωτεινή. Έχετε πίστη» σχεδόν ψιθύρισε η κοπέλα και ο γιατρός αποχώρησε με ένα μελαγχολικό χαμόγελο.

Ωστόσο, εκείνη ήταν αποφασισμένη να πάρει εξιτήριο με τον οποιοδήποτε τρόπο. Σηκώθηκε από το κρεβάτι με κόπο, αφαίρεσε τον ορό, ντύθηκε και ανοίγοντας ελαφρώς την πόρτα, διαπίστωσε πως ο συγκεκριμένος διάδρομος ήταν κενός. Με βήματα γάτας, κατευθύνθηκε στον ανελκυστήρα και αφού βρέθηκε στην έξοδο του ισογείου, έστρεψε το βλέμμα της σε μία μικρή τηλεόραση που βρισκόταν κρεμασμένη στον τοίχο. Τότε, είδε μία έκτακτη είδηση, για έναν φόνο. Τον φόνο της κυρίας Άντριου, της μητέρας του Έρικ. Ξαφνικά ο αέρας που ανέπνεε σταμάτησε αιφνιδίως να τροφοδοτεί τα πνευμόνια της. Ήθελε να ουρλιάξει δυνατά, αλλά η φωνή δεν έβγαινε. Μήπως ήταν ήδη πολύ αργά για όλους; Όχι, δεν μπορεί να ήταν. Αυτή η ιστορία δεν θα τελείωνε έτσι. Δεν θα το επέτρεπε.

Βγήκε τρέχοντας από το νοσοκομείο, αναζητώντας ταξί. Είχε φθάσει η ώρα να αναμετρηθεί με αυτό το καθίκι.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro