Βγες από τις σκιές/ part 4
H δουλειά της, βρισκόταν κυριολεκτικά στην καρδιά του Λονδίνου, σε μία πολύ καλή, αριστοκρατική και περιποιημένη γειτονιά, ένα τετράγωνο μακριά από το Βρετανικό Μουσείο. Για την ακρίβεια, θα δούλευε σε ένα ακριβό, ιταλικό μαγαζί, στην υποδοχή των πελατών. Μπορεί να μην ήταν ό,τι ονειρευόταν στη ζωή της, αλλά γενικά η προοπτική της πραγματοποίησης των ονείρων, αποτελούσε για την ίδια μία ουτοπία. Για λίγο, δευτερόλεπτα ίσως, σταμάτησε το βάδισμα για να σκεφτεί. Να σκεφτεί στα γρήγορα τη ζωή της και να νιώσει ευγνωμοσύνη, που είχε κατορθώσει να βρει τη δύναμη, να υψώσει το ανάστημά της και να ξεγλιστρήσει από το κολαστήριό της. Η ίδια, καταγόταν από μία σχετικά εύπορη οικογένεια. Η μητέρα της, ήταν καλή, μα ψυχρός και απόμακρος άνθρωπος, από εκείνες τις περιπτώσεις που θεωρούσαν το μεγάλωμα ενός παιδιού ιερό καθήκον, αλλά μονάχα αυτό. Σαν μία δουλειά που έπρεπε να γίνει πολύ καλά, αλλά παρέμενε κενή περιττών συναισθηματισμών. Ο πατέρας της από την άλλη, ήταν ένας γλυκός άνθρωπος, υποχείριο όμως της μητέρας της, την οποία για κάποιον λόγο, θεωρούσε πάνσοφη και ικανή να κρίνει τη σωστή από τη λάθος απόφαση. Έτσι, όταν η Ανναλίζα πάτησε τα είκοσι τρία, η μητέρα της φοβήθηκε πως θα έμενε στο ράφι, όντας φυσικά παλαιών αρχών και την πίεζε να της γνωρίσει τον Ρόυ, που ήταν υιός συναδέλφου της στη δουλειά, από μία εξίσου ευκατάστατη οικογένεια.
Όπως ήταν φυσικό, η Ανναλίζα αρνήθηκε, καθώς αναζητούσε τον έρωτα και μονάχα όταν τον έβρισκε, θα αποφάσιζε αν θα παντρευόταν. Κόντρα ωστόσο στα δικά της θέλω, η μητέρα της τα είχε όλα κανονισμένα και με τις ευλογίες του πατέρα της, την έφεραν σε επαφή με τον Ρόυ. Τότε, ήταν ένας όμορφος, νεαρός άντρας, ευθυτενής, ψηλός, με κυανά σκούρα μάτια. Μονάχα που τα μάτια εκείνα δεν καθρέπτιζαν μέσα τους την καλοσύνη, αλλά την υποβόσκουσα τρέλα. Η Ανναλίζα το είχε παρατηρήσει, διέκρινε καθαρά τις ανθρώπινες ψυχές, ωστόσο είχε προσπαθήσει να βαφτίσει τον εαυτό της και το γυναικείο της ένστικτο, τρελό και λανθασμένο. Όλα όμως κύλησαν γρήγορα, όσο γρήγορο ήταν και το κατρακύλισμα της μάσκας. Η γνωριμία, ο γάμος, τα πάντα πραγματοποιήθηκαν θαρρείς σε μία στιγμή. Ο Ρόυ παρέμενε υπόδειγμα άντρα, μέχρι την ημέρα του γάμου, ωστόσο η καρδιά της Ανναλίζα έχανε και έναν παλμό κάθε φορά που το βλέμμα της, έπεφτε και διασταυρωνόταν ατυχώς με το δικό του. Τον φοβόταν και ο φόβος, είναι συνήθως το κατάλληλο, φθονερό όπλο, στα χέρια μίας μίζερης και επικίνδυνα διεστραμμένης προσωπικότητας. Τότε, ξεκινά το θύμα να κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο, διατηρώντας φρούδες ελπίδες, πως η κατάσταση ίσως αλλάξει, ίσως βελτιωθεί. Αλλά το ίσως, δεν επιβεβαιώνεται ποτέ, τουναντίον χειροτερεύει.
Μερικές μέρες μετά το γάμο, ξεκίνησε να ραγίζει το γύψινο προσωπείο καλοσύνης και να φανερώνεται η αληθινή, φθονερή του προσωπικότητα. Μία χειρονομία στην κορύφωση ενός από τους πολλούς καβγάδες, αποτέλεσε την αρχή ενός Γολγοθά. Η μία χειρονομία, διαδέχτηκε την άλλη και μεταμορφώθηκε σε ξύλο. Ξύλο με την ζώνη του παντελονιού του. Μερικούς μήνες μετά, η Ανναλίζα ανακάλυψε πως ήταν έγκυος και εκεί, έκανε ακόμη ένα ολέθριο λάθος. Αναπτέρωσε τις ελπίδες της, πως ίσως ο ερχομός ενός μωρού, μαλάκωνε το κτήνος. Αλλά είχε πέσει ξανά έξω. Στο μεταξύ, είχε κόψει τις επαφές με τους δικούς της, εξαιτίας του μίσους που ένιωθε για εκείνους, καθώς τους θεωρούσε υπαίτιους για την κατάντια της.
Φυσικά, ποτέ δεν προσπάθησε να τους πει την αλήθεια για το τι περνούσε, από φόβο μήπως την βάφτιζαν τρελή και μυθομανή, που έλεγε άσκοπα ψέματα προκειμένου να διαλύσει τον γάμο που ποτέ της δεν είχε θελήσει. Η σχέση τους διακόπηκε βίαια και λίγο αργότερα, ήρθε στο κόσμο η Μέλανη, φέρνοντας όμως μαζί της, μπόρες και οργή. Οργή γιατί ήταν γένους θηλυκού και όχι ο διάδοχος της αυτοκρατορίας. Δεν συγκίνησαν ποτέ τον Ρόυ, οι ανάλαφρες, μικροσκοπικές μπουκλίτσες, μήτε το ροδαλό χρώμα στο πάλλευκο μωρουδιακό της προσωπάκι. Έτσι, το παιδί μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον ασταθές, και βίωσε τον φόβο από τη βρεφική του μόλις ηλικία. Ήταν μάρτυρας αμέτρητων καβγάδων και ξύλου προς την μητέρα του, αλλά και προς την ίδια όταν ήταν τεσσάρων χρόνων. Όλα αυτά, μέχρι την ημέρα που η Ανναλίζα, μάζεψε τα κομμάτια της, το μελανιασμένο και πονεμένο της κορμί και έφυγε κρυφά από την Κόλαση, για να ανέλθει στους ουρανούς της ελευθερίας και να σώσει το παιδί της, καταλήγοντας, όπως διαπίστωσε πρόσφατα, σε ένα σπίτι με μεταφυσική δραστηριότητα. Τελικά ήταν άτυχη, έπρεπε να το παραδεχτεί, παρά το γεγονός πως η προσωπικότητα του Έρικ, της ήταν πλέον λίγο πιο υποφερτή σε σχέση με πριν. Τη στιγμή που τον είδε να αφηγείται το παραμύθι εμψύχωσης στην μικρή, ένιωσε μία μικρή φλόγα χαράς στην ψυχή της. Σαν κάποιος να είχε δροσίσει με βάλσαμο μία ανοιχτή πληγή.
Μολαταύτα, διώχνοντας όλες αυτές τις σκέψεις και σκουπίζοντας πρόχειρα τα βουρκωμένα της μάτια, φόρεσε το πιο θελκτικό της χαμόγελο και προχώρησε στο μαγαζί. Ευτυχώς το αφεντικό της, ήταν μία κυρία γύρω στα πενήντα, αξιοπρεπής και ευγενική. Για την Ανναλίζα, η ύπαρξη ηρεμίας στον εργασιακό χώρο, έπαιζε τεράστιο ρόλο και την χρειαζόταν όσο τίποτε στον κόσμο. Φυσικά, κάθε φορά που περπατούσε μονάχη της και ειδικά τις απογευματινές ώρες, ήταν νευρική, καθώς φοβόταν, μήπως την έβλεπε τυχαία εκείνος, κουρνιασμένος ύπουλα σε κάποια κρυφή γωνιά.
-----------------------
Την ίδια στιγμή καθόταν στην κουνιστή της πολυθρόνα, φανερά προβληματισμένη, η κυρία Άντριου. Στο μυαλό της κλωθογυρνούσε μία τεράστια και ριψοκίνδυνη απόφαση. Μία απόφαση που όμως, κατά την άποψή της, δεν χωρούσε περαιτέρω αναβολή. Όφειλε να πει στον Έρικ την αλήθεια, με όποιο κόστος. Ίσως μονάχα τότε και έχοντας συνειδητοποιήσει πλήρως την πραγματικότητα, να έσωζε την ψυχή του από τον αιώνιο εγκλεισμό σε μία διάσταση που δεν του ανήκε. Έπρεπε να σφίξει την καρδιά της και να του ξεκλειδώσει την πιο οδυνηρή για εκείνον ανάμνηση. Την ανάμνηση του τόσο βίαιου θανάτου της Αλέξια και του μικρού του Άγγελου. Τότε και μόνο τότε, θα του έδινε την επιλογή να σωθεί ή απλώς να αιωρείται στοιχειώνοντας αυτό το κουφάρι αναμνήσεων. Ήξερε πως το μυαλό έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Πως του είχε μπλοκάρει την ανάμνηση, οδηγώντας τον στην παράνοια και στην εφεύρεση μίας επίπλαστης πραγματικότητας για παρηγοριά. Σύντομα όμως, όλα θα τελείωναν και αυτή ήταν και η τελευταία σκέψη της μονίμως μαυροφορεμένης γυναίκας, την στιγμή που άνοιγε την απαγορευμένη πόρτα και ερχόταν αντιμέτωπη με τον θλιβερό του ίσκιο.
«Ήρθες πάλι» ακούστηκε η φωνή του. «Φαίνεσαι αγχωμένη, έμαθες μήπως πού βρίσκονται; Σου τηλεφώνησαν;» ξεκίνησε να την ρωτά αγχωμένα και τα χέρια της γυναίκας άρχισαν να τρέμουν επικίνδυνα. Ρίγη διαπερνούσαν το κορμί της και δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά της. Η μορφή του Έρικ που έστεκε απέναντί της, σάστισε για λίγο, βλέποντας την μητέρα του σε αυτήν την κατάσταση. «Μάνα, δεν μου αρέσει καθόλου όλο αυτό. Γιατί δεν μου απαντάς; Τι συμβαίνει; Σε παρακαλώ πες μου, γιατί έχω αρχίσει και ανησυχώ. Πού είναι η Αλέξια; Πού είναι η μικρή μου, το αγγελούδι μου...Μίλα γαμώτο!» άρχισε να της φωνάζει σε έξαλλη κατάσταση, μέχρι που εκείνη, μέσα από έναν σιγανό λυγμό ξεστόμισε απλά:
«Έφυγαν»
Η όψη του Έρικ σκλήρυνε.
«Τι εννοείς πως έφυγαν; Πού πήγαν; Μίλα!» συνέχισε σχεδόν τρέμοντας, καθώς μία πρώτη ανάμνηση, ξεκίνησε να ξεπηδά από τα άδυτα του ασυνείδητου και να καρφώνεται προκλητικά, σαν σφήνα στο μυαλό του.
«Έφυγαν για τη γη των αγγέλων. Δεν βρίσκονται στη ζωή Έρικ, δεν είναι εδώ και δεν θα έρθουν ποτέ ξανά» ολοκλήρωσε μέσα από κλάματα για να τον δει να βαδίζει καταπάνω της έξαλλος, έτοιμος να την χαστουκίσει. Την άρπαξε βίαια από τον λαιμό και η γυναίκα ξεκίνησε να βήχει.
«Τι είναι αυτά που λες;» σχεδόν της έφτυσε «Τρελάθηκες; Η κόρη μου και η γυναίκα μου, ζουν και θα έρθουν» μούγκρισε.
«Όχι Έρικ! Σταμάτα πια να ζεις σε αυτό το όνειρο! Δεν θα έρθουν» συνέχισε η κυρία Άντριου μέσα από λυγμούς.
«Γιατί; Τι έγινε; Αυτές οι δύο που μένουν εδώ, τους έκαναν κακό; Αυτές που έφερες εδώ στο σπίτι; Λέγε!» συνέχισε να ωρύεται εκείνος.
«Τι είναι αυτά που λες παιδί μου; Η Αλέξια και η Άριελ έφυγαν, από ατύχημα. Τροχαίο ατύχημα, στον δρόμο σας για το Ντόβερ» ολοκλήρωσε και εκείνος σωριάστηκε άψυχα στο έδαφος.
Ένιωσε σαν κάποιος, να είχε ανοίξει τον ασκό των αναμνήσεων, που ο ίδιος είχε επιλέξει να θάψει. Στο μυαλό του, ήρθε η εικόνα της Άριελ. Γελούσε και η Αλέξια τραγουδούσε μαζί της, κάθε παιδικό τραγούδι του σταθμού. Εκείνος, τις παρακολουθούσε με λατρεία, μέσα από τον κεντρικό καθρέπτη, όταν παρατήρησε, τις πρώτες σταγόνες βροχής, που ολοένα και δυνάμωναν. Δυνάμωναν επικίνδυνα. Τότε, πήρε την απόφαση να σταματήσει για λίγο στην άκρη του δρόμου, παρά την διαφωνία της Αλέξια. Δευτερόλεπτα αργότερα, το είδε. Το φορτηγό και μετά τίποτα. Το χάος, το σκοτάδι, οι πνιγμένες κραυγές, ο πόνος και ύστερα από λίγο, σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος και να έκανε επανεκκίνηση, είδε τα κορμιά τους να κείτονται σε αφύσικη στάση. Του παιδιού του εγκλωβισμένο στις λαμαρίνες, βουτηγμένο στο αίμα και παραμορφωμένο και της γυναίκας του, πεταμένο και μπηγμένο στους κοντινούς θάμνους.
«Όχι....» ξεκίνησε να μονολογεί, σέρνοντας το σώμα του στο έδαφος.
Τότε, το θέαμα που ακολούθησε, ήταν απόκοσμο. Η κυρία Άντριου, άφησε να της ξεφύγει μία πνιχτή κραυγή. Μπροστά της, δεν είχε πια τη μορφή του όμορφου υιού της, αλλά ένα παραμορφωμένο πτώμα, με σκισμένα και ματωμένα ρούχα. Το πρόσωπό του είχε ανοίξει στη μέση του κρανίου και το ένα του μάτι έμοιαζε σαν να είχε ματώσει εσωτερικά. Ο ίδιος μισότρελος, περπάτησε μέχρι τον πιο κοντινό καθρέπτη. Τη στιγμή που αντίκρυζε την πραγματικότητα, ξεκίνησε να κραυγάζει. Μία κραυγή που δεν ακούστηκε ποτέ στους ζωντανούς. Αηδιασμένος και οργισμένος έστρεψε το τρελαμένο του, απόκοσμο βλέμμα, με το σχεδόν τυφλό, άλικο μάτι προς το μέρος της.
«Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί άνοιξες αυτόν τον κύκλο; Γιατί ξύνεις τις πληγές μου; Πες μου λοιπόν, μητέρα, είμαι και εγώ νεκρός, έτσι;» τη ρώτησε δίχως να έχει σταματήσει λεπτό να εστιάζει στα δικά της μάτια.
Εκείνη, παγωμένη και σαστισμένη, κούνησε απλώς το κεφάλι της καταφατικά.
«Τότε , γιατί με βλέπεις; Γιατί μπορείς και με βλέπεις και με ακούς;» ρώτησε ξανά.
«Γιατί είμαι η μητέρα σου και είσαι το παιδί μου. Ο δεσμός αυτός, ούτε μετά θάνατον δεν σπάει. Η καρδιά της μάνας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με εκείνη του παιδιού. Άνοιξα αυτόν τον κύκλο, για να σε βοηθήσω να τον κλείσεις εσύ. Να βοηθήσω την ψυχή σου να βρει τη γαλήνη, καθώς το μόνο σίγουρο είναι, πως σε αυτόν τον κόσμο δεν έμεινες τυχαία πίσω. Θεώρησες, η ψυχή σου μάλλον θεώρησε, πως έχεις ανειλημμένες υποχρεώσεις. Αυτός είναι και ο λόγος, που δεν βρίσκεις τη γαλήνη. Έχεις θυμό, θυμό συσσωρευμένο μέσα σου. Πάρε όσο χρόνο θες για να θρηνήσεις, αν και ο χαμός της οικογένειάς σου, είναι ένας πόνος που ποτέ δεν σταματά, δεν ξεχνιέται, δεν θάβεται. Γυρνά μέσα στην καρδιά σου σαν βίδα, σαν σκουλήκι» συνέχισε να μονολογεί εκείνη, μα ο Έρικ σχεδόν δεν την άκουγε.
«Εκείνες γιατί με βλέπουν;» τη ρώτησε, σαν να μην είχε προηγηθεί καμία άλλη κουβέντα.
«Γιατί η ψυχή ενός παιδιού, είναι αγνή και αφελής και μπορεί να δει με το μυαλό και την ψυχή, πράγματα που οι ενήλικες δεν μπορούν, ή δεν αντέχουν να βλέπουν. Όσο για την κοπέλα, προφανώς διακατέχεται από κάποιο είδος έκτης αίσθησης. Έχει το χάρισμα, καθώς μέχρι τώρα κανένας και ποτέ δεν σε έχει δει, εκτός ίσως αν έχουν κοιτάξει μέσα στους καθρέπτες τη στιγμή που βρισκόσουν κοντά τους, όπως η ζωγράφος που έμενε εδώ πριν»
«Δεν θέλω κανέναν εδώ. Δεν αντέχω καμία ανθρώπινη, ζωντανή παρουσία» πρόφερε σε έναν πικρό τόνο ο Έρικ.
«Εκείνες, δεν έχουν πού αλλού να πάνε. Κάτι πολύ άσχημο συνέβη στη ζωή τους και το σπίτι αυτό, είναι το καταφύγιό τους. Σε παρακαλώ, θυμήσου πόσο σπλαχνικός, καλός και ενάρετος άνθρωπος ήσουν πριν από τον θάνατό σου. Μην ξεσπάς την οργή σου άδικα, σε εκείνους που δεν φέρουν καμία ευθύνη» τελείωσε και τρεκλίζοντας ακόμη από το σοκ, αποχώρησε πιστεύοντας πως είχε κάνει το σωστό..
Τη στιγμή που εκείνος έμεινε μονάχος του, ξέσπασε εκ νέου σε κλάματα και αναφιλητά. Οι κραυγές που άφηνε, ήταν οδυνηρές, σου κομμάτιαζαν την καρδιά, αν είχες τη δυνατότητα να τις ακούσεις. Ένας πατέρας, που είχε μόλις συνειδητοποιήσει, ύστερα από μήνες εκούσιου λήθαργου, πως είχε χάσει τα πάντα. Έβλεπε τα παιχνίδια του μωρού του, της μικρής Άριελ, να στέκουν γύρω του άψυχα και αυτά, όσο άψυχος ήταν και ο ίδιος. Ένιωθε σαν να είχε κολλήσει στον χρόνο, σαν να έφυγε η ζωή και εκείνον να τον ξέχασε πίσω της, αδιαφορώντας. Τότε, ανοίγοντας την πόρτα, ξεκίνησε να κατεβαίνει τις σκάλες, μέχρι που βγήκε έξω από το σπίτι και πήρε το μονοπάτι, το μοναχικό εκείνο μονοπάτι, που οδηγούσε στο νεκροταφείο. Περπάτησε σαν τον νεκροζώντανο, μονάχα που δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο ζωντανός, ανάμεσα από τις ταφόπλακες, μέχρι που στάθηκε μπροστά, από έναν οικογενειακό τάφο. Εκεί, είδε τα ονόματά τους, σκαλισμένα, να του θυμίζουν, σε εκείνον και τον κόσμο, πως κάποτε υπήρξαν.
Από μακριά τότε, παρατήρησε μία γυναίκα να πλησιάζει. Μαυροφορεμένη και κατηφής, όπως άρμοζε άλλωστε στο περιβάλλον. Κρατούσε ένα λευκό κρίνο στο χέρι της και προχωρούσε με το ζόρι. Δεν τον είχε δει, δεν μπορούσε. Η κατεύθυνσή της, ήταν ο διπλανός τάφος και ο Έρικ, διάβασε το όνομα του άντρα της. Η ηλικιωμένη καθάρισε λίγο, την γκρίζα πλάκα και τη στιγμή που ήταν έτοιμη να εναποθέσει σε εκείνη τον κρίνο, σταμάτησε το βλέμμα της στον διπλανό τάφο. Τον δικό τους. Καταβάλλοντας προσπάθεια να διαβάσει τα ονόματα, έφθασε σε εκείνο της μικρής Άριελ.
« Ήσουν μωρό αγάπη μου ακόμη» ψιθύρισε και τελικά άφησε το μικρό κρινάκι για να ποτίζει με το γλυκό και διακριτικό του άρωμα, τον δρόμο τους προς τον Παράδεισο.
Με τον ίδιο τρόπο που είχε έρθει, έτσι ακριβώς και έφυγε, μην έχοντας νιώσει την παρουσία του Έρικ, ούτε στο ελάχιστο. Συντετριμμένος, γονάτισε κλαίγοντας γοερά, μέχρι που ο ήλιος του μεσημεριού, έδωσε τη θέση του σε μία λίγο πιο ροδαλή, χαλκοκόκκινη απόχρωση. Ένα ελαφρύ αεράκι φθινοπωρινό θρόισε. Ήταν ο μόνος ήχος που ακουγόταν εκτός από το μελαγχολικό κελάηδισμα των πουλιών. Αποκαμωμένος, πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Ελαφριά ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί του, σαν είδε όλα τα φώτα του σπιτιού ανοιχτά, τη στιγμή που εκείνος επιθυμούσε να αποσυρθεί στο σκοτάδι του. Λίγα μέτρα πριν από την πόρτα, ξέσπασε δυνατή βροχή, μονάχα που στον ίδιο, λειτουργούσε σαν οξύ στο δέρμα του, επαναφέροντάς του στη μνήμη, την ημέρα του δυστυχήματος. Άνοιξε την πόρτα άψυχα και εισήλθε, βλέποντας την Ανναλίζα να μαγειρεύει στην κουζίνα, ανέμελη και ξέγνοιαστη. Ο θυμός κόχλαζε μέσα του επικίνδυνα ενώ παράλληλα κατέβαλε προσπάθειες να θυμάται, πως κανείς δεν ευθυνόταν για τον χαμό της οικογένειάς του.
«Γνωρίζεις, έτσι δεν είναι;» της είπε στα ξαφνικά, αποσπώντας της την προσοχή.
Εκείνη για λίγο ταράχτηκε στη θέα του, ωστόσο ανέκτησε ξανά την ψυχραιμία της.
«Έρικ, καλησπέρα. Τι ακριβώς να γνωρίζω;» προσπάθησε να παραστήσει δήθεν την ανίδεη.
«Ω, έλα τώρα Ανναλίζα. Ήλπιζα πως εσύ τουλάχιστον, θα ήσουν πιο ειλικρινής από την μανούλα μου. Ακούω λοιπόν» συνέχισε στριμώχνοντάς την.
«Εξακολουθώ να μην σε καταλαβαίνω» πρόφερε εκείνη διστακτικά.
«Πολύ ωραία λοιπόν, αφού δεν θέλεις να μου πεις με το καλό, τότε θα δεις με τα μάτια σου το υπερθέαμα» μούγκρισε και την άρπαξε από το μπράτσο.
«Άφησέ με! Άφησέ με τώρα! Μη με αγγίζεις...» ξεκίνησε να τον εκλιπαρεί, ωστόσο ο Έρικ την έβαλε να σταθεί μπροστά από έναν καθρέπτη στο σαλόνι.
Η Ανναλίζα, άφησε να της ξεφύγει ένα ουρλιαχτό, στη θέα του διαλυμένου σχεδόν, κρανίου του άντρα, με το άλικο, τυφλό μάτι.
«Πέθανα Ανναλίζα! Και εσύ, ποιος ξέρει τι είσαι, για να μπορείς να με βλέπεις. Μάλλον η θεία δίκη μου, προσπάθησε να μου υπενθυμίσει με την παρουσία σας, πως κάποτε είχε μία γυναίκα και ένα παιδί. Είμαι αναγκασμένος να σας βλέπω και να ματώνουν οι πληγές μου. Παγιδευμένος, σαν τον καταραμένο εδώ μέσα!» ούρλιαξε.
«Σε παρακαλώ, το παιδί είναι πάνω, σταμάτα να φωνάζεις. Σε ικετεύω..» προσπάθησε να τον ηρεμίσει, αλλά αντιθέτως, εκείνος εξαγριωνόταν ολοένα και πιο πολύ.
«Αυτό, είναι το σπίτι μου και θα κάνω ό,τι θέλω εγώ!» συνέχισε.
«Δεν σου δίνει κανένας το δικαίωμα να συμπεριφέρεσαι με αυτόν τον τρόπο» γρύλισε τώρα η κοπέλα και την στιγμή που ήταν έτοιμος να της αρπάξει ξανά το μπράτσο, εκείνη τον χαστούκισε με μανία. «Εμένα, δεν θα με αγγίξεις ξανά. Στη ζωή μου, έχω βιώσει μονάχα την βία και την ταπείνωση. Αν νομίζεις πως είσαι ο μόνος, του οποίου η ζωή είναι μία κόλαση, κάνεις λάθος. Γνωρίζεις τι σημαίνει να σε χτυπάνε με μία βαριά, πέτσινη ζώνη, μέχρι να φτύσεις κυριολεκτικά αίμα; Να σε αρπάζουν από τα μαλλιά και να σε χαστουκίζουν, μέχρι να λιποθυμήσεις; Να σε βρίζουν, να σε κάνουν να σιχαίνεσαι το ίδιο σου το σώμα, να νιώθεις ντροπή; Μα πάνω από όλα, να βλέπεις το κοριτσάκι σου δυστυχισμένο και να απειλείται η ζωή του καθημερινά, ενώ εσύ ως μάνα του, να αδυνατείς να το προστατεύσεις; Μάζεψα τα συντρίμμια μου, για ένα καλύτερο μέλλον. Τόσο τέρας υπήρξες στη ζωή σου, που δεν μπορείς να το κατανοήσεις αυτό;» του ούρλιαξε και για πρώτη του φορά, ένιωσε ένα κύμα ντροπής να τον λούζει.
«Εγώ..» πήγε να πει, όταν στη σκάλα εμφανίστηκε η Μέλανη βουρκωμένη.
«Πάλι φωνές; Μου είπες ψέματα!» φώναξε στην Ανναλίζα. «Μου υποσχέθηκες πως όλα αυτά, δεν θα συνέβαιναν ποτέ ξανά» φώναξε και έτρεξε προς την μεριά του δωματίου της, με την Ανναλίζα να ρίχνει ένα σκληρό και απαξιωτικό βλέμμα στον Έρικ, ο οποίος τα είχε κυριολεκτικά χαμένα. Τι του συνέβαινε; Πλήγωσε ένα μικρό παιδί, ένα βασανισμένο παιδί. Πού ήταν ο Έρικ; Εκείνος ο ζωηρός νεαρός, με τα γλυκά χαρακτηριστικά; Αν ήθελε να βοηθήσει τον εαυτό του, ένα πράγμα ήταν βέβαιο : έπρεπε τουλάχιστον να αναστήσει την προσωπικότητά του.
Kαλησπερα! Εύχομαι σε αυτους τους ελάχιστους που το διαβάζουν, να το απολαμβάνουν!!!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro