Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Βγες από τις σκιές/ part 2

Στη διαδρομή της επιστροφής, ένιωσε να ιδρώνει. Οι παλάμες των χεριών της κολλούσαν, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και ακανόνιστα, ενώ η ατμόσφαιρα σαν να αποκτούσε υπόσταση, έμοιαζε πνιγηρή. Τα πάντα γύρω της την έκαναν να ασφυκτιεί, ενώ και ο παραμικρός, ξαφνικός ή φαινομενικά αφύσικος θόρυβος, την οδηγούσε στο κατώφλι του πανικού. Προσπαθούσε να μην σκέφτεται, να μην σκέφτεται όλα αυτά που είχε ακούσει, όλη αυτή τη φρικτή ιστορία που με τόσο πόνο της είχε αφηγηθεί εκείνη η ηλικιωμένη γυναίκα. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ακόμη και τώρα, πως η κυρία Άντριου λόγω περασμένης πια ηλικίας, προφανώς δεν έστεκε και πολύ στα λογικά της. ΄΄Μα και εσύ τον είδες, εκείνο το πρώτο βράδυ μέσα από τον καθρέπτη του μπάνιου΄΄ ήρθε να της ψιθυρίσει μία μικρή φωνούλα. ΄΄Δεν αντιλέγω, αλλά μπορεί και να το φαντάστηκα, ή να μένει κάποιος άλλος άνθρωπος εκεί επάνω και η ηλικιωμένη να νομίζει πως είναι ο υιός της΄΄ αντέκρουσε την ίδια της τη σκέψη. Δίχως να συνειδητοποιήσει το πέρασμα του χρόνου, είχε κιόλας φθάσει στην αρχή του γνωστού χωματόδρομου, όταν το αλλοτινό, ειδυλλιακό θέαμα, του χαλκοπράσινου και πυκνού δάσους, φάνταζε τώρα μπροστά της, ζοφερό και απόκοσμο. Το σούρσιμο των ξερών φύλλων, που παρασέρνονταν αμαχητί από το ψυχρό, φθινοπωρινό αεράκι, το κρώξιμο της κουκουβάγιας, αλλά και κάθε άλλος πιθανός και απίθανος θόρυβος, της προκαλούσαν ενόχληση. Η πάχνη παιχνίδιζε ασταμάτητα γύρω της, δημιουργώντας παράξενα σχήματα, ενώ εκείνη έπαιρνε όρκο, πως είδε άξαφνα μία μορφή να σχηματίζεται με καλλιτέχνες τα φυσικά στοιχεία.

Βιαστικά, έφθασε στο σπίτι της Τζούλιετ, η οποία την κοιτούσε τώρα πια απολογητικά, έχοντας καταλάβει πως η Ανναλίζα, είχε μόλις λάβει γνώση για την αληθινή, τραγική ιστορία.

«Μήπως εσύ έχεις να μου αφηγηθείς κάτι διαφορετικό, εκτός από το σενάριο των φαντασμάτων;» τη ρώτησε, όταν οι δυο τους κλείστηκαν για λίγο στην κουζίνα.

Η Τζούλιετ, κατεβάζοντας μία απότομη γουλιά, από το παγωμένο τώρα πια τσάι της, ένευσε αρνητικά.

«Σε καταλαβαίνω απόλυτα, αυτή ήταν εξάλλου και η δική μου η αντίδραση όταν άκουσα την ιστορία για πρώτη φορά. Ξέρεις, εγώ και η Αλέξια, η γυναίκα του Έρικ, ήμασταν καλές φίλες, καθώς ο άντρας της μας είχε σταθεί όσο κανένας άλλος. Όταν πληροφορήθηκα το δυστύχημα, ειλικρινά κατέρρευσα. Εγώ ήμουν ο τελευταίος μάρτυρας της εν ζωή ύπαρξής τους, καθώς τους αποχαιρέτησα με ένα καλάθι μπισκότα βουτύρου για την μικρή Άριελ. Φτωχό μου παιδάκι, πού να ήξερε ποια καταραμένη μοίρα το καρτερούσε το αγγελούδι μου. Αρκετό καιρό μετά το τραγικό γεγονός, ήρθα σε τηλεφωνική επαφή με την κυρία Άντριου, η οποία είχε αποφασίσει να εκμεταλλευτεί το σπίτι για ενοίκιο, αλλιώς θα αναγκαζόταν να το πουλήσει. Κάπου εκεί ξεκίνησαν όλα. Οι πρώτοι ενοικιαστές, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, έφυγαν τρομοκρατημένοι με τη δικαιολογία, πως μία σκοτεινή ύπαρξη ταλάνιζε την καθημερινότητά τους. Η κυρία Άντριου, μου είχε κάνει νύξη για την πιθανή ύπαρξη της ψυχής του Έρικ, αλλά δεν την είχα πιστέψει. Τότε, εμφανίστηκε ο δεύτερος ενοικιαστής, μία γυναίκα, η οποία ήταν ζωγράφος. Προικισμένη ζωγράφος. Τις ημέρες, καθόταν στο μπροστινό μπαλκόνι, στις ψάθινες καρέκλες, όποτε είχε καλό καιρό και ζωγράφιζε το τοπίο, ωστόσο μία ημέρα πριν φύγει, ήρθε και με βρήκε. Με ρώτησε αν είχα δει ποτέ μου τη μορφή της ζωγραφιάς. Όταν αντίκρυσα το σκίτσο, σχεδόν ούρλιαξα. Ήταν ο Έρικ και η ίδια δεν γνώριζε τίποτε για την οικογένεια και το δυστύχημα. Κάπου εκεί, είχα αρχίσει να πείθομαι και να διαβάζω βιβλία εξαγνισμού οικιακών χώρων, με κάψιμο φασκόμηλου και άλλες τέτοιες αηδίες. Θα σου πω κάτι, ο Έρικ δεν ήταν ποτέ επικίνδυνος και αν η ψυχή του παγιδεύτηκε, πρέπει να σκεφτούμε έναν τρόπο να τον στείλουμε στο φως. Εκεί που ανήκουν οι όμορφες και καθαρές ψυχές σαν τη δική του» τελείωσε, μα της Ανναλίζα το κεφάλι βούιζε.

«Καλή μου Τζούλιετ, αλήθεια ή και όχι, πίστεψέ με, έχω ήδη αρκετά προβλήματα. Ανέφερα και στην κυρία Άντριου, πως αύριο το πρωί, θα της παραδώσω τα κλειδιά του σπιτιού. Σε ευχαριστώ για την ενημέρωση και τον χρόνο που αφιέρωσες στην κόρη μου» της είπε και η Τζούλιετ κατσούφιασε.

«Δηλαδή, δεν θα σε ξαναδώ; Συγχώρεσέ με που δεν σου είπα τίποτε, ωστόσο ,ε παρακάλεσε από την μία η κυρία Άντριου και από την άλλη δεν ήθελα να σε ανησυχήσω» μουρμούρισε λυπημένα.

«Σε καταλαβαίνω, όμως κατάλαβε και εμένα. Έχω μικρό παιδί και οφείλω να το προστατέψω» τελείωσε και αποχώρησε, παίρνοντας μαζί της και τη μικρή Μέλανη.

Όταν μπήκαν στο σπίτι, η Ανναλίζα της είπε να καθίσει για λίγο στο κρεβάτι της, καθώς έπρεπε να συζητήσουν ορισμένα σοβαρά πράγματα. Η κούκλα κουλουριάστηκε στην αγκαλιά της μικρής. Δεν αγαπούσε το σοβαρό ύφος της μητέρας της, προμήνυε αλλαγές.

«Αγάπη μου, πρέπει να σου πω πως αύριο φεύγουμε»

«Γιατί;» ήταν η μόνη ερώτηση που έθεσε το κοριτσάκι.

«Γιατί, η μαμά βρήκε ένα πιο όμορφο σπίτι, όπου δεν θα υπάρχουν απαγορευμένοι όροφοι» της απάντησε.

«Μα για εμένα δεν είναι απαγορευμένος. Μπορώ να πηγαίνω όποτε θέλω, μου το επέτρεψε ο κύριος Έρικ» αντιγύρισε η μικρή.

«Ναι, αλλά εμείς δεν τον ξέρουμε τον Έρικ και καλό θα ήταν να μείνουμε κάπου με ησυχία, τι λες;» την ρώτησε.

«Όχι! Δεν αντέχω άλλες αλλαγές! Εδώ νιώθω ασφαλής!» απάντησε η Μέλανη έχοντας σηκωθεί όρθια και σπρώχνοντάς την προς την πόρτα.

Η Ανναλίζα αποκαμωμένη, αποφάσισε να κάνει ένα ζεστό ντους και να ξαπλώσει, μήπως και κατόρθωνε με καθαρό μυαλό να σκεφτεί. Καθώς ετοίμαζε το νυχτικό της, για να μπει έπειτα στο μπάνιο και ενώ επικρατούσε απόλυτη σιωπή και ησυχία σε ανατριχιαστικό βαθμό, εκείνη θα ορκιζόταν πως άκουγε ένα τραγούδι. Ένα σιγανό τραγούδι, σαν νανούρισμα και μία αντρική φωνή να το μουρμουρίζει.

΄΄Σύνελθε΄΄ μάλωσε τον εαυτό της. ΄΄Είσαι ακόμη επηρεασμένη από όσα συνέβησαν σήμερα΄΄ συνέχισε και με αμήχανες δρασκελιές, γλίστρησε κάτω από το καυτό νερό.

Τη στιγμή όμως που άνοιγε την κουρτίνα, και καθώς ο καθρέπτης είχε για ακόμη μία φορά θολώσει από την υγρασία, ένας θόρυβος, σαν ελαφρύ τρίξιμο κέρδισε την προσοχή της. Το βλέμμα της έπεσε κατευθείαν στον καθρέπτη, ο οποίος τώρα αντανακλούσε μέσα του την κλειστή πόρτα. Δίχως να υφίσταται κάποιο ρεύμα, η πόρτα ξεκίνησε άξαφνα να ανοίγει και η καρδιά της Ανναλίζα να βροντοχτυπά. Η ίδια αδυνατούσε να κουνηθεί από τον τρόμο, το κορμί της διαπερνούσαν ρίγη, όταν πίσω από την πόρτα, φάνηκε ξεκάθαρα μία αντρική μορφή.

«Ποιος είσαι; Φύγε, άφησέ με!» τσίριξε, αλλά μέσα από τα δόντια της ώστε να μην αναστατώσει το παιδί.

Πετάχτηκε έξω τρέμοντας και με το νερό να κυλά στο κορμί της, σκουπίζοντας άτσαλα την υγρασία από το βρεγμένο της μαλλί. Τα χέρια της έτρεμαν, τα μάτια της είχαν βουρκώσει απέναντι σε ένα παιχνίδι σατανικά παράλογο. Η μορφή είχε εκ νέου εξαφανιστεί, ο χώρος είχε περάσει στη σφαίρα του φυσιολογικού, ντυμένος πάντοτε με την αμφίεση του υπερφυσικού τρόμου. Ντύθηκε με την ταχύτητα του φωτός, βάζοντας ένα παλιό τζιν και μία ζακέτα και βγήκε τρέχοντας στην αυλή, παίρνοντας το δρόμο του χωμάτινου μονοπατιού. Πίστευε πως το τρέξιμο, θα βοηθούσε στην οξυγόνωση του εγκεφάλου της, ώστε να πάψει να φαντασιώνεται σκοτεινές υπάρξεις. Λίγα μέτρα πριν το σπίτι της Τζούλιετ ωστόσο, σταμάτησε απότομα. Στο βάθος του σκοτεινού δρόμου, υπήρχε μία μορφή που στεκόταν αγέρωχα και απειλητικά, περιτριγυρισμένη από μία πάχνη και λουσμένη στο παράδοξο φως της Σελήνης. Γυρνώντας όμως το κεφάλι της απότομα προς την αντίθετη κατεύθυνση, έπεσε πάνω σε έναν άντρα. Στο πρόσωπό του φορούσε μία μαύρη κουκούλα και τα χαρακτηριστικά του δεν διακρίνονταν ούτε στο ελάχιστο. Αρπάζοντάς την από το λαιμό, φώναξε και τον συνεργό του.

«Είναι δική σου η βίλα κούκλα μου;» άκουσε μία βραχνή και ειρωνική φωνή. Η περιοχή όντας απομονωμένη, δεχόταν συχνά επιθέσεις από επιτήδειους.

«Παράτα με!» τσίριξε μέσα στη νύχτα, μα κανείς δεν ήταν εκεί για να την ακούσει.

«Είναι και ζόρικη η πιτσιρίκα» γέλασε ο άλλος και την έφτυσε στο πρόσωπο.

«Έλα μαζί μας γλύκα. Πρώτα θα περάσουμε καλά κα μετά θα μας δείξεις τις οικονομίες σου» ψιθύρισε ο άλλος και κλείνοντάς της το στόμα, την έσυρε πάνω σε έναν βράχο και ξεκίνησε να της τραβά το παντελόνι, ενώ ο φίλος του της κρατούσε τα χέρια. Δάκρυα ξεκίνησαν να τρέχουν ασταμάτητα από τα μάτια της, καθώς ούρλιαζε πνιγμένη από το σιχαμερό χέρι αυτού του άγνωστου άντρα. Ένιωθε χαμένη και ειλικρινά ευχόταν, να της είχαν καρφώσει το μαχαίρι στην καρδιά, παρά να την εξευτελίσουν με αυτόν τον τρόπο. Λίγο αργότερα ωστόσο, ανάμεσα από τον πανικό και τις κραυγές της, κατάφερε στιγμιαία να διακρίνει μία τρίτη μορφή, που πλησίαζε ύπουλα και αθόρυβα. Σε δευτερόλεπτα, ο ένας ληστής είχε πέσει κάτω, με το μέτωπό του να αιμορραγεί, ενώ ο άλλος πάλευε να διακρίνει τον ένοχο. Πανικοβλημένος, παράτησε την Ανναλίζα, σήκωσε τον συνέταιρό του πάνω και ξεκίνησαν να τρέχουν μέσα στη νύχτα, προτού τους βρουν τα χειρότερα.

Ωστόσο, η Ανναλίζα, έχοντας τοποθετήσει τα χέρια της στο μέτωπο, συνέχισε να βρίσκεται πεσμένη στο χώμα, με το σώμα της μουδιασμένο από τον τρόμο και το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει ακανόνιστα. Τότε, ένα χέρι παγωμένο, παραμέρισε μία τούφα που έπεφτε άτσαλα στο πρόσωπό της και προσφέρθηκε για να την σηκώσει. Η κοπέλα ζάρωσε περισσότερο στη θέση της, σαν να φοβήθηκε πως το χέρι που αυτή τη στιγμή προσφερόταν για βοήθεια, θα την χτυπούσε αλύπητα, ανελέητα. Έτσι είχε μάθει να ζει, χρόνια τώρα. Πως τα χέρια που την πλησιάζουν, δεν είναι για να της προσφέρουν ένα λυτρωτικό χάδι, αλλά πόνο στο κορμί της. Τα υγρά της μάτια, σηκώθηκαν με κόπο, για να αντικρύσουν τον σωτήρα της. Μπροστά της, στεκόταν ένας απόκοσμος άντρας, που υπό άλλες συνθήκες, θα έλεγες πως τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τα αγκάλιαζε μία παράδοξη μία γλύκα. Είχε καστανά μαλλιά και μάτια, με ελαφρύ κοντό γένι, που έκανε αυτή τη γλυκύτητα να λάμπει περισσότερο. Ωστόσο, ήταν κάτωχρος και παγωμένος, ενώ μέσα στα μάτια του, αδυνατούσες να διακρίνεις τις συναισθηματικές εναλλαγές. Πάγωσε. Ήταν αδύνατο, μα τον έβλεπε τελικά για πρώτη φορά δίχως υπεκφυγές.

«Είσαι ο...είσαι...ο Έρικ;» τον ρώτησε βραχνά και εκείνος ένευσε καταφατικά.

«Θα αποφασίσεις να πιάσεις το χέρι μου για να σηκωθείς, ή θα κοιταζόμαστε όλη τη νύχτα με εμένα να παθαίνω στο τέλος αγκύλωση;» τη ρώτησε αυστηρά, αλλά η ίδια είχε ανατριχιάσει ολόκληρη, καθώς άκουγε ξεκάθαρα τη φωνή του. Τη φωνή ενός νεκρού.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro