Βγες από τις σκιές/ part 1
Στο θέαμα του ονόματός του, σκαλισμένου στην γκρίζα και παγωμένη ταφόπλακα, η Ανναλίζα πισωπάτησε έντρομη, ενώ ένιωθε παράλληλα την αίσθηση ενός ύπουλου ίλιγγου, να την πλησιάζει αργά και βασανιστικά. ΄΄Δεν είναι δυνατόν, σίγουρα το γεγονός του ονόματος, θα είναι κάποιο είδος σύμπτωσης. Αλλά τα άλλα δύο που αντιστοιχούν στα μέλη της οικογένειάς του; Ίσως να είναι ακόμη μία σύμπτωση, αλλά πόσο συχνά συμβαίνουν διπλές και τριπλές συμπτώσεις; Αν όμως ο Έρικ σκοτώθηκε, ποιος είναι τότε αυτός ο άντρας που μένει μαζί μας και γιατί η μητέρα του συμπεριφέρεται σαν να είναι ακόμη ζωντανός;΄΄
Ο καταιγισμός των εσωτερικών ερωτήσεων, που όμως τίθεντο φωναχτά, συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει την αποκρουστική εικόνα του υγρού τσιμέντου, όπου επάνω του δέσποζαν τα ονόματα μίας οικογένειας που ξεκληρίστηκε. ΄΄Θα με περάσουν και για τρελή στο τέλος. Θα νομίζουν πως μιλώ μονάχη μου στους πεθαμένους΄΄ σκέφτηκε και παραπατώντας, αποχώρησε με βήμα γοργό, καθώς ο ήλιος έδυε και η ορατότητα μειωνόταν αισθητά εξαιτίας της βραδινής πάχνης και υγρασίας. Αποκαμωμένη και ημίτρελη, έφτασε ξανά μπροστά από το σπίτι της Τζούλιετ, η οποία πλέον στα μάτια της, φάνταζε σαν τον χειρότερο εχθρό της. Σαν έναν προδότη που ενώ ήξερε, αποφάσισε την ίδια να την κρατήσει επίτηδες στο σκοτάδι. Ήταν βέβαιη πως γνώριζε για την κατάληξη της οικογένειας και αν τοποθετούσε στη σειρά τις αντιδράσεις, η βεβαιότητά της γινόταν εντονότερη.
«Βρήκες τελικά το τηλέφωνό σου;» της απέσπασε την προσοχή και τη συγκέντρωση, η φωνή της Τζούλιετ.
«Ποιο κινητό;» ρώτησε η Ανναλίζα σαν υπνωτισμένη, έχοντας ξεχάσει για μία στιγμή την δικαιολογία της.
«Αυτό καλέ, για το οποίο έφυγες τρέχοντας πριν από περίπου μισή ώρα» συνέχισε, μα η Ανναλίζα σχεδόν δεν την άκουγε. «Τι έπαθες φιλενάδα; Φαίνεσαι τόσο χλωμή, λες και είδες κάποιο φάντασμα» της είπε και η συγκεκριμένη κουβέντα, ήχησε άξαφνα σαν παραφωνία, μοιάζοντας με κόκκινο πανί που ανέμιζε βάρβαρα μπροστά από μαινόμενο ταύρο.
«Η αλήθεια να λέγεται, πως ακόμη δεν το έχω δει, από κοντά τουλάχιστον» της απάντησε η κοπέλα κάπως πιο επιθετικά.
«Ανναλίζα μου, χρειάζεσαι ξεκούραση» συνέχισε η Τζούλιετ ακάθεκτη, όταν εμφανίστηκε η Μέλανη.
«Μαμά, είσαι καλά;»
«Ακόμη ναι, ωστόσο αγάπη μου εσύ θα μείνεις εδώ για λίγο ακόμη, προέκυψε κάτι σοβαρό, μία δουλίτσα» είπε στο κοριτσάκι και κατόπιν, στρέφοντας το απειλητικό της βλέμμα προς την Τζούλιετ, συνέχισε «μπορεί να χρειάζομαι ξεκούραση, όπως λες, αλλά πρωτίστως, χρειάζομαι απαντήσεις και να είσαι βέβαιη πως θα περάσω σύντομα από εδώ, όχι μόνο για να πάρω την μικρή» τελείωσε και κίνησε για το κέντρο του Λονδίνου. Μέσα της ένιωθε τον θυμό της να βράζει, που για ακόμη μία φορά θεωρήθηκε κορόιδο και εξαπατήθηκε, παρά τις εκκλήσεις της για ένα μέρος γαλήνιο, τόσο για την ίδια, όσο και για το κοριτσάκι της.
Φτάνοντας μπροστά από την γνωστή πλέον μονοκατοικία, χτύπησε με δύναμη την πόρτα, ευχόμενη η κυρία Άντριου, να έχει προλάβει να επιστρέψει από την εξόρμηση που στην κυριολεξία, της είχε ανοίξει τα μάτια. Στο τρίτο, δυνατό χτύπημα, η γνωστή φιγούρα της ηλικιωμένης ξεπρόβαλε και στάθηκε στο κατώφλι εμφανώς κουρασμένη. Φορούσε ακριβώς τα ίδια ρούχα, με εκείνα με τα οποία την είχε δει πίσω στο νεκροταφείο.
΄΄Αυτό είναι ένα καλό σημάδι, πως τουλάχιστον δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας μου, μήτε κοιμόμουν όρθια΄΄ σκέφτηκε η κοπέλα.
«Ανναλίζα μου, με τρόμαξες. Έγινε κάτι;» τη ρώτησε βραχνά.
«Εσείς να δείτε πως με τρομάξατε βραδιάτικα» της απάντησε η κοπέλα «Μπορώ να περάσω; Νομίζω πως εμείς οι δύο πρέπει να μιλήσουμε, δίχως τα μυστικά να μπαίνουν εμπόδιο ανάμεσά μας» τελείωσε και η κυρία Άντριου κατέβασε το βλέμμα. Είχε θορυβηθεί. Αν πράγματι το μυστικό είχε αποκαλυφθεί, φοβόταν να ενημερωθεί για τον τρόπο. Έπειτα όμως, σκέφτηκε και την επίσκεψή της στην μόνιμη κατοικία της οικογένειάς της.
«Με είδες, έτσι δεν είναι; Ένιωσα μία σκιά να με ακολουθεί, αλλά εδώ που έχουμε φθάσει, το έχω πάρει απόφαση και θεωρώ τα πάντα φυσιολογικά» πρόφερε η γυναίκα «Θα ήθελες κάτι ζεστό; Έχει ψύχρα απόψε και εμείς πολλά να συζητήσουμε»
«Ευχαριστώ, μα δεν πάει τίποτε κάτω. Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Ποια είναι η αληθινή ιστορία της οικογένειάς σας; Αυτή τη φορά όμως, δεν θα δεχτώ άλλα ψέματα, μήτε μισές αλήθειες» τη ρώτησε η Ανναλίζα κοιτάζοντάς την ίσια στα μάτια.
Η ηλικιωμένη ένευσε καταφατικά και κάθισε κουρασμένα στην κουνιστή της πολυθρόνα.
«Γνωρίζω πως αυτά που θα ακούσεις, θα τα θεωρήσεις παράλογα, αλλά οφείλω να κάνω μία προσπάθεια» πρόφερε η γυναίκα.
«Σας ακούω» είπε κοφτά η κοπέλα και η αφήγηση ξεκίνησε.
«Πριν από περίπου ένα χρόνο, συνέβη ένα τραγικό δυστύχημα, όπως σου έχω ξαναπεί. Η διαφορά είναι, πως στο δυστύχημα εκείνο, δεν υπήρξε κανένας επιζών. Το τηλέφωνό μου, χτυπούσε όλη μέρα σαν τρελό, μέχρι που το σήκωσα και με κάλεσαν για κάτι, που ως μάνα που είσαι, θα αντιληφθείς πως δεν υπάρχει χειρότερο. Με κάλεσαν να αναγνωρίσω τη σορό του υιού μου, της εγγονής και της νύφης μου. Εξαιτίας του γεγονότος, πως το φορτηγό χτύπησε πρώτα την μπροστινή μεριά του αυτοκινήτου, ο Έρικ, πέθανε ακαριαία και φυσικά το χτύπημα ήταν τόσο ισχυρό που το σώμα του παραμορφώθηκε και οι δυνάμεις της τροχαίας, έκαναν δύο ώρες να το απεγκλωβίσουν από τις λαμαρίνες» έκανε παύση, για να σκουπίσει τα μάτια της και να καταπιεί τους λυγμούς της, ενώ η Ανναλίζα, είχε βάλει το χέρι της στο στόμα, σαν να ήθελε να απελευθερώσει μία κραυγή. Μία κραυγή που ποτέ της δεν κατάφερε να βγάλει, μπροστά σε αυτό το μαρτύριο, της ηλικιωμένης γυναίκας. «Μετά την κηδεία, ξεκίνησα να σκέφτομαι για το τι θα απογινόταν το σπίτι, το οποίο αναγκαστικά θα ρήμαζε. Έτσι λοιπόν, αποφάσισα να μπω μία μέρα και να μαζέψω όλα τα προσωπικά πράγματα των παιδιών, μεταφέροντας κάποια στη σοφίτα. Καθώς τακτοποιούσα, είχα την αίσθηση ενός ψυχρού αέρα. Γύρισα το κεφάλι μου, προκειμένου να εντοπίσω τυχόν το ανοιχτό παράθυρο, ωστόσο στη θέση του, διέκρινα αχνά μία μορφή μέσα από τον καθρέπτη του σαλονιού. Αρχικά πίστεψα πως ήταν αποκύημα της φαντασίας μου και δεν ασχολήθηκα περαιτέρω, όταν παρατήρησα πως οι κούτες, στις οποίες είχα τοποθετήσει τα παιχνίδια τις εγγονής μου, είχαν άξαφνα αδειάσει. Απόρησα, μα στο σπίτι ήξερα πως είχα έρθει μονάχη μου. Τη στιγμή που ανέβηκα στη σοφίτα, άκουσα έναν θόρυβο και είδα μία μορφή να κινείται στις σκιές. Εξακολουθούσα να μην δίνω σημασία, όταν μέσα από έναν στρογγυλό καθρέπτη, αυτόν που τώρα κρέμεται δίπλα από τη βιβλιοθήκη, είδα τη μορφή του Έρικ. Ξεκίνησα να κλαίω με λυγμούς, καθώς ήμουν βέβαιη, πως είχα αρχίσει να τρελαίνομαι. Προσπάθησα να προσπεράσω το θέαμα και τακτοποιώντας γρήγορα τα πράγματα της μικρής, πήρα την απόφαση να νοικιάσω το μισό σπίτι, αφήνοντας κάποιες από τις αναμνήσεις στον τελευταίο όροφο. Ήμουν βέβαιη σχεδόν ως τότε, πως είχα επηρεαστεί από τον θρήνο μου, από την οδύνη της απώλειας. Οι πρώτοι επίδοξοι ενοικιαστές, ήταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, οι οποίοι λάτρευαν τη φύση και την ηρεμία και θεώρησαν την τιμή του ενοικίου, ιδιαιτέρως ελκυστική. Για κακή μου τύχη, μία εβδομάδα αργότερα, ξεκίνησαν να παραπονιούνται για διάφορους παράξενους θορύβους και για κάποιον που τους άφηνε απειλητικά μηνύματα, προκειμένου να φύγουν. Αρχικά, πίστεψα πως μου κάνουν πλάκα και έτσι πήγα από κοντά εγώ η ίδια, για να διαπιστώσω πως τα μηνύματα ήταν γραμμένα με τον γραφικό χαρακτήρα του Έρικ. Πάγωσα, καθώς το θεωρούσα αδιανόητο. Είχα δει το σώμα του παιδιού μου, ήμουν εκεί την ημέρα της ταφής του, επομένως όλο αυτό φάνταζε παρανοϊκό. Ζητώντας τους συγγνώμη, τους άφησα να φύγουν επιστρέφοντάς τους ένα ποσό του ενοικίου, μέχρι που ήρθε μία άλλη κοπέλα, γύρω στα σαράντα. Εκείνη, ήταν ζωγράφος και έψαχνε να βρει την έμπνευση κοντά στη φύση. Μολαταύτα, περίπου ένα μήνα μετά, ήρθε στο σπίτι μου παραδίδοντάς μου τα κλειδιά, μαζί με μία ζωγραφιά της μορφής που στοίχειωνε τη διαμονή της. Την πήρα στα χέρια μου τρέμοντας, για να αντικρύσω ξανά τη μορφή του Έρικ»
»Τότε, αποφάσισα να αντιμετωπίσω αυτό το πράγμα, πηγαίνοντας πίσω στο σπίτι. Ανέβηκα μέχρι την σοφίτα τολμώντας να στρέψω τη ματιά μου σε εκείνο το αναθεματισμένο κάτοπτρο, ευχόμενη να μην αντικρύσω τίποτε. Δεν θα έπρεπε, δεν ήταν λογικό. Καθώς η ματιά μου έπεσε επάνω του όμως, ήταν ξανά εκεί. Οργισμένος, παραμορφωμένος, όπως στο ατύχημα. Το μόνο που μου είπε, ήταν να μην τολμήσω να φέρω άλλον εκεί, γιατί περιμένει την γυναίκα του και την κόρη του. Τότε κατάλαβα, πως ούτε ο ίδιος δεν είχε συνειδητοποιήσει τη στιγμή του θανάτου του. Πως είχε πλήρη άγνοια. Όταν επέστρεψα πλέον στο σπίτι μου, έχοντας προσπαθήσει να δεχτώ την αλήθεια και μιλώντας με ψυχολόγους και άλλους ειδικούς παραφυσικών φαινομένων, συνειδητοποίησα, πως ο λόγος που η ψυχή του έμεινε εγκλωβισμένη εκεί, ήταν γιατί θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο για τον θάνατο της γυναίκας και της κόρης του. Αυτό του στέρησε το εισιτήριο στη μετά θάνατον ζωή, συνάμα με τη γαλήνη. Όταν λοιπόν σας είδα με την Μέλανη, η καρδιά μου σκίρτησε. Ονόμασέ το ως το ένστικτο της μάνας, αλλά πίστεψα πως η επίσκεψή σας δεν ήταν τυχαία. Πως εμφανιστήκατε για να κλείσετε έναν κύκλο και να ελευθερώσετε μία ψυχή που ταλαιπωρείται, μένοντας μετέωρη και βυθισμένη στην άγνοια. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν σου είπα εξαρχής την αλήθεια, γιατί δεν θα με πίστευες και φυσικά, αν τελικά το έκανες, θα σηκωνόσουν να φύγεις» τελείωσε.
«Και ποιος σας είπε, πως δεν θα το κάνω, ή πως δεν σας θεωρώ τρελή;» απάντησε η Ανναλίζα.
«Μπορείς να φύγεις όποτε θέλεις, δεν θα σε παρεξηγήσω, ωστόσο γνωρίζω βαθιά μέσα μου, πως και εσύ τον είδες, όπως και η κόρη σου» τελείωσε η κυρία Άντριου.
«Αν προσπαθείτε να με τρελάνετε, δεν θα το πετύχετε. Λοιπόν, αύριο κιόλας, σας επιστρέφω τα κλειδιά. Έχω πολλά προβλήματα για να φορτωθώ και ένα ακόμη και μάλιστα τέτοιου είδους. Αύριο το πρωί, να με περιμένετε» πρόφερε κοφτά και σηκώθηκε να φύγει. Το μόνο που της είπε στέκοντας στο κατώφλι ήταν :
«Λυπάμαι ειλικρινά για την απώλεια του υιού σας και της οικογένειάς σας»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro