Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Το ''Σημάδι΄΄ / part 2

Tη στιγμή που στεκόταν μπροστά από τον καθρέπτη του δωματίου της, δοκιμάζοντας μερικά ανάλαφρα φορέματα, χιλιάδες σκέψεις διέσχιζαν το μυαλό της. Έπειτα από πολλά χρόνια, ετοιμαζόταν να βγει με έναν άνδρα. Έναν άνδρα που άξιζε όσο κανείς, διαφορετικό από κάθε φυσιολογική άποψη, που αγαπούσε τόσο την ίδια, όσο και το παιδί της, παρά το τραγικό συμβάν που είχε στιγματίσει τη ζωή του. Για εκείνη, η αποψινή βραδιά ήταν πρωτόγνωρη. Δεν είχε ιδέα πώς ήταν να σε αγαπούν και να σε διεκδικούν με όμορφο τρόπο. Πώς ήταν να νιώθεις ποθητή με μία πινελιά ρομαντισμού. Ένα ελαφρύ, ανεπαίσθητο τρίξιμο που διαδέχτηκε το άνοιγμα της πόρτας, σηματοδότησε την είσοδο της μικρής Μέλανη.

«Μαμά, είσαι πολύ όμορφη απόψε. Θα βγείτε με τον κύριο Έρικ, έτσι δεν είναι;» ρώτησε παιχνιδιάρικα, κάνοντας την Ανναλίζα να κοκκινίσει.

«Έτσι είναι» της απάντησε γλυκά.

«Να σε ρωτήσω κάτι;» συνέχισε η μικρή, προμηνύοντας πως η ερώτηση που θα ακολουθούσε, θα ήταν από εκείνες τις δύσκολες που θέτουν πολλές φορές τα μικρά παιδιά και που οι μεγάλοι αδυνατούν να απαντήσουν.

«Φυσικά, ό,τι θέλεις»η Ανναλίζα ετοιμάστηκε ψυχολογικά για την ερώτηση.

« Γνωρίζεις αν ο Έρικ, θα μείνει μαζί μας για πάντα; Η αλήθεια, είναι ωραίο να υπάρχει ένας αληθινός μπαμπάς μέσα στο σπίτι και εγώ τον Έρικ, τον αγαπώ πολύ» τελείωσε η Μέλανη, κάνοντας την Ανναλίζα να παγώσει. Ωστόσο, θεωρούσε πως η κόρη της, ήταν αρκετά μεγάλη πια, για να διαχειρίζεται κάποιες αλήθειες. Εξάλλου τα ψέματα, απλώς θα δυσχέραιναν την κατάσταση. Σκύβοντας ελαφρώς και παίρνοντας τα δυο της μικρά χέρια, στα δικά της, της είπε :

«Σου είχα κάποτε υποσχεθεί, πως μεταξύ μας δεν θα υπήρχαν μυστικά. Έτσι και τώρα, οφείλω να σου πω την αλήθεια. Όχι Μέλανη, ο Έρικ δεν θα μείνει μαζί μας για πάντα. Ο Έρικ ανήκει στην δική του οικογένεια, εκείνη που έχασε και που βρίσκεται τώρα στον Παράδεισο μαζί με τους Αγγέλους. Δικός μας σκοπός, είναι να τον βοηθήσουμε να φύγει» τελείωσε και η μικρή κατέβασε το βλέμμα της στη γη.

«Όμως, αν φύγει θα μου λείπει και πού θα βρω εγώ άλλον μπαμπά να με αγαπάει και να μην με μαλώνει που τράβηξα την κοτσίδα της Πέννυ; Ο προηγούμενος, με χτυπούσε και χτυπούσε και εσένα, ενώ ο Έρικ μας αγαπάει. Δεν θέλω να φύγει!» φώναξε η Μέλανη και η Ανναλίζα βούρκωσε. Είχε δεθεί μαζί του και γι' αυτό δεν υπήρχε καμία αμφιβολία.

«Σε παρακαλώ αγάπη μου, προσπάθησε να καταλάβεις. Ο Έρικ....ο Έρικ στην ουσία δεν ζει και δεν ανήκει στον κόσμο μας. Πονά και υποφέρει. Δεν είναι σωστό, αν τον αγαπάμε, να τον αφήνουμε να υποφέρει, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ξανά η κοπέλα και η μικρή ένευσε θετικά, με τα μάτια της να δακρύζουν βουβά «Οπότε, απόλαυσε τις στιγμές μαζί του και μην φοβάσαι. Ακόμη και αν εκείνος φύγει, εγώ θα είμαι πάντοτε δίπλα σου» τελείωσε και είδε την μικρή να αποχωρεί απογοητευμένη.

Κοίταξε ξανά τον εαυτό της στον καθρέπτη και αναλύθηκε σε λυγμούς. Ήθελε να ξεσπάσει, να καθαρίσει και να ελαφρύνει την καρδιά της. Τότε, ίσιωσε το κυανό, μονόχρωμο φόρεμα πάνω της, άνοιξε την πόρτα με αποφασιστικότητα και ξεκίνησε να κατεβαίνει αργά τα σκαλιά, για να αντικρύσει στην αρχή τους, έναν άντρα με λευκό πουκάμισο, ελαφρώς ανοιχτό και σκούρο τζιν παντελόνι, να την καρτερά χαμογελαστός. Τα μεγάλα του μάτια γυάλιζαν από μία ευτυχία, που βαθιά μέσα της βασίλευε η σκιά της προσωρινότητας. Καθώς την παρατηρούσε να κατεβαίνει, άπλωσε το χλωμό του χέρι για να κρατήσει το δικό της. Ήταν μία εικόνα που στα σίγουρα ανήκε στα παραμύθια, μονάχα που ο Έρικ ήταν αποφασισμένος να την κάνει να αισθανθεί βασίλισσα. Αυτό της άξιζε, όπως και σε κάθε γυναίκα.

«Είσαι πολύ όμορφη απόψε» ψιθύρισε ντροπαλά και εκείνη του απάντησε πειρακτικά:

«Η αλήθεια και εσύ δείχνεις, πιο ζωντανός από ποτέ» και γέλασαν μαζί.

Βαστώντας την πάντοτε από το χέρι, την συνόδευσε πίσω από το σπίτι, διασχίζοντας ένα μικρό, αυτοσχέδιο μονοπάτι, το οποίο τους οδήγησε σε ένα άνοιγμα, ανάμεσα από την πυκνή βλάστηση. Εκεί, βρισκόταν στολισμένο ένα μεγάλο, ξύλινο τραπέζι, με δύο πάγκους για καρέκλες. Πάνω του, είχαν τοποθετηθεί τρία κεριά, προσδίδοντας στον χώρο γύρω τους μία γλυκύτητα και ζεστασιά. Η Ανναλίζα θαύμασε για μερικά δευτερόλεπτα την ρομαντική διακόσμηση και κατόπιν το βλέμμα της κατρακύλησε στο ένα και μοναδικό πιάτο που βρισκόταν ακουμπισμένο επάνω του.

«Πληροφορήθηκα από πολύ έγκυρες πηγές, πως λατρεύεις τα μακαρόνια με τον τόνο» της είπε ο Έρικ χαμογελώντας.

«Να φανταστώ, πως ήταν ένα μικρό και μαρτυριάρικο πουλάκι που το έλεγαν Μέλανη. Αχ, αυτό το παιδί..» πρόφερε η Ανναλίζα, μα ο Έρικ την διέκοψε.

«Η κόρη σου, είναι απλά υπέροχη και...Και την αγαπώ πολύ. Την πονάω και τη νοιάζομαι» της είπε κάνοντάς την να χαμογελάσει πλατιά. «Έτσι θέλω να σε βλέπω. Να στολίζει το πρόσωπό σου πάντα, ένα χαμόγελο όπως ακριβώς αυτό που μου χάρισες» τελείωσε και η Ανναλίζα ξεκίνησε να τρώει, νιώθοντας μία κάποια αμηχανία. «Μην νιώθεις άσχημα για εμένα, δεν έχω ανάγκη το φαΐ, κάνω δίαιτα» πρόφερε για να ελαφρύνει λίγο το κλίμα.

Καθώς εκείνη έτρωγε, για πρώτη φορά με όρεξη, δίχως τον παραμικρό φόβο, ο Έρικ είχε καρφώσει τη ματιά του πάνω της, δίχως τύψεις αυτή τη φορά. Βαθιά μέσα του ήξερε, πως οι γυναίκες της ζωής του είχαν χαθεί και πως εκείνος τις είχε αγαπήσει ολόψυχα, μέχρι και το τελευταίο κύτταρο του κορμιού του. Στο σήμερα, βρισκόταν εδώ, μαζί της, νιώθοντας για πρώτη φορά, μετά από ένα χρόνο μία κάποια ευτυχία. Ήθελε να μπορούσε να σταματήσει το χρόνο, να μην ξημέρωνε ποτέ, για να του δινόταν η ευκαιρία να μείνει μαζί της για πάντα. Πλάι της και πλάι στη Μέλανη που τόσο πολύ είχε ανάγκη την ύπαρξη μίας υγιούς, πατρικής φιγούρας. Καθώς η κοπέλα τελείωνε το φαγητό της, εκείνος έστρωσε μία κουβέρτα στο μαλακό χορτάρι και οι δυο τους αργά μετακινήθηκαν προς τα εκεί, για να καταλήγουν να ξαπλώνουν με φόντο τον αστροκέντητο έβενο του ουρανού. Καθώς είχε λίγη ψύχρα, ο Έρικ ενστικτωδώς μετακινήθηκε κοντά της. Μπορεί το κορμί του να μην συνόδευε πια η θέρμη της ζωής, μα θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να νιώθει εκείνη ζεστασιά, έστω συναισθηματική. Η Ανναλίζα υποδέχτηκε την κίνησή του με ευχαρίστηση. Η αμηχανία εξακολουθούσε να σεργιανά ανάμεσά τους.

«Κάποτε,όταν ήμουν πιο μικρός, η μητέρα μου υποστήριζε πως όλα αυτά τα αστέρια αντικατοπτρίζουν τις χαμένες ψυχές των δικών μας ανθρώπων. Τότε, ήταν μία παρηγοριά, η οποία κοντεύει να ενσωματωθεί μέσα μου σαν ελπίδα. Πως οι δικοί μου άνθρωποι με βλέπουν και χαίρονται που...απλώς υπάρχω» τον άκουσε να της λέει και τον κοίταξε μελαγχολικά.

«Πάντοτε πίστευα, πως ο Παράδεισος έχει διάφορα μέρη, όπου ο καθένας συναντά τους δικούς του ανθρώπους. Θεωρώ λοιπόν, πως σύντομα θα βρίσκεσαι κοντά τους. Έχω υποσχεθεί να σε βοηθήσω και εγώ, όσο πιο πολύ μπορώ» απάντησε η Ανναλίζα και εκείνος γύρισε στο πλάι, για να την κοιτάξει στα μάτια.

«Υπάρχουν στιγμές Ανναλίζα, που μία μικρή φωνή μέσα μου, μου ψιθυρίζει πως δεν θέλω στην ουσία να φύγω. Μπορεί να ακούγεται φρικτό, όμως μένοντας εδώ, στη διάσταση των ζωντανών, για κάποιον λόγο ένιωσα να ξεχνιέμαι και να πιστεύω πως είμαι και εγώ μέρος αυτής της διάστασης. Άρχισα να τρέφω αισθήματα για εσένα, μου τα ξύπνησες με τρόπο μαγικό. Εσύ και η καλή σου ψυχή, που δεν απέρριψε ένα τέρας σαν εμένα και ας σου φέρθηκα αισχρά. Δεν είχα ιδέα τι είχες περάσει, ήμουν θυμωμένος και βυθισμένος αποκλειστικά στο δικό μου δράμα και ειλικρινά σου ζητώ συγγνώμη» ξεκίνησε να λέει, μα το φιλί της Ανναλίζα τον διέκοψε.

Με τα δυο της χέρια, εγκλώβισε τρυφερά το πρόσωπό του. Τον παρακολουθούσε να έχει παραδοθεί απόλυτα σε εκείνη. Τα μάτια του την κοιτούσαν μισόκλειστα, μεθυσμένα από τα χείλη της που τον άγγιζαν τρυφερά και ανάλαφρα.

«Θα μείνεις μαζί μου απόψε;» τον ρώτησε ψιθυριστά.

«Φυσικά, απόψε θέλω να σε νιώσω δίπλα μου. Να μην σε χάσω. Αύριο, ξημερώνει μία άλλη ημέρα και εμείς θα πρέπει να συνεχίσουμε τη ζωή μας με τα δεδομένα που γνωρίζουμε. Απόψε όμως σε θέλω δική μου και μόνο».

«Έρικ, εσένα αγαπώ. Δεν μπορώ να κοιτάξω άλλον άνδρα. Ξέρω πως ακούγεται τρελό, όμως δεν μπορώ. Τα συναισθήματα δεν είναι διακόπτης και εγώ δύσκολα επέτρεψα στον εαυτό μου να αφεθεί» του αντιγύρισε η κοπέλα.

«Ανναλίζα, εγώ όμως θα φύγω. Δεν πρέπει να μείνεις μονάχη σου. Θα ήσουν μία υπέροχη σύντροφος, για κάποιον που φυσικά θα σου αξίζει. Μην καταδικάσεις τον εαυτό σου στη μοναξιά εξαιτίας μου, σε παρακαλώ. Υπόσχομαι πως από αύριο, δεν θα σε ενοχλήσω ξανά» προσπάθησε να της πει.

«Μην μου λες τι να κάνω Έρικ. Ζούμε στο ίδιο σπίτι και μου είναι αδύνατον να σε αγνοήσω και το ξέρεις. Άσε αυτές τις στιγμές να κυλήσουν όμορφα και κράτησε τις αναμνήσεις. Το ίδιο θα κάνω και εγώ» τελείωσε και ύστερα από μία ώρα, οι δυο τους, κατευθύνθηκαν στο δωμάτιο της κοπέλας, με τον Έρικ να την έχει σηκώσει στην αγκαλιά του και να την τοποθετεί απαλά στο κρεβάτι. Απόψε, είχε βάλει έναν στόχο. Πως θα έκανε κάθε ίχνος σημαδιού στο σώμα της να σβήσει με ένα του φιλί.

Τα ελαφρώς παγωμένα του χείλη, ακούμπησαν τρυφερά στον πάλλευκο λαιμό της, κατηφορίζοντας ανεπαίσθητα ολοένα και πιο χαμηλά. Τα μάτια του δεν εγκατέλειπαν λεπτό τα δικά της, επιθυμώντας να λαμβάνει σιωπηλή άδεια για κάθε κίνησή του. Τα χέρια της, κατευθύνθηκαν στο λευκό του πουκάμισο, ανοίγοντας ένα-ένα τα κουμπιά και φανερώνοντας το χλωμό του κορμί. Κάποτε, εξαιτίας του δεσίματος και της σχέσης που είχε ξεκινήσει να αναπτύσσεται μεταξύ τους, σημάδια παραμόρφωσης από το ατύχημα εμφανίζονταν σκόρπια, στα σημεία που τον είχαν ξεσκίσει οι λαμαρίνες. Ποτέ δεν του το είπε. Δεν ήθελε να χαλάσει τη στιγμή τους. Αργά, οι δυο τους απελευθερώθηκαν από τα ρούχα που έκρυβαν το κορμί τους. Προκειμένου να την κάνει να νιώσει ακόμη περισσότερη ασφάλεια, ο νεαρός άνδρας έμεινε καθιστός στο κρεβάτι, προσκαλώντας την να σκαρφαλώσει στην αγκαλιά του και να ενωθεί μαζί του. Ήταν πολύ καλύτερο από το να την καλύψει με το σώμα του, προβάλλοντας εμμέσως μία δύναμη και κατάκτηση εκ μέρους του. Η Ανναλίζα, σιωπηλά το εκτίμησε. Πέρασε τα πόδια της γύρω από τη μέση του και ένιωσε τα χέρια του να τυλίγονται πίσω από την πλάτη της, οργώνοντάς την με χάδια. Τη στιγμή της διείσδυσης, έχασε έναν χτύπο. Όχι εξαιτίας του φόβου. Αυτό το συναίσθημα είχε εξαφανιστεί τώρα.

«Είσαι καλά;» ψιθύρισε πάνω από τα χείλη της, ελαφρώς λαχανιασμένος. Ήθελε να του ξεστομίσει δύο λέξεις...Όμως τις φοβήθηκε. Φοβήθηκε πως μετά από τον ήχο τους, μόλις τις ξεστόμιζε, δεν θα υπήρχε επιστροφή.

«Νιώθω υπέροχα. Νιώθω πως σε...» η ανάσα της κόπηκε.

«Και εγώ...» πήρε την απάντησή του και ας τον ένιωσε να τρέμει.

Οι αδύναμες ηλιαχτίδες, του λονδρέζικου καιρού, έκαναν δειλά την εμφάνισή τους, μέσα από τα παντζούρια. Ήταν νωρίς το πρωί και η Ανναλίζα σηκώθηκε σχετικά ανάλαφρη, προκειμένου να ετοιμαστεί για την δουλειά. Δίπλα της, η θέση του Έρικ ήταν κενή, μα η ξέστρωτη πλευρά του μαρτυρούσε εμφανέστατα, πως η χθεσινή νύχτα δεν ήταν απλώς ένα όνειρο. Έχοντας ετοιμαστεί, ξεκίνησε να κατεβαίνει τα σκαλιά με προορισμό την κουζίνα, όπου την περίμενε η Μέλανη.

«Καλημέρα μικρή!Μήπως είδες τον Έρικ;» τη ρώτησε.

«Νομίζω πως είναι επάνω στη σοφίτα» απάντησε εκείνη διστακτικά. «Δεν περάσατε καλά εχθές;» ρώτησε τη μητέρα της.

«Πολύ» της απάντησε μονολεκτικά και κίνησε για την σοφίτα.

Το μέρος, αν και ανοιχτό, ήταν βυθισμένο στο μισοσκόταδο. Ο Έρικ, καθόταν μονάχος του στον καναπέ, βαστώντας ένα από τα παιχνίδια της Άριελ. Βλέποντας την Ανναλίζα, της χαμογέλασε θλιμμένα.

«Καλημέρα, έτοιμη για την δουλειά;» της είπε, μην κάνοντας όμως καμία κίνηση να την πλησιάσει, ούτε φυσικά κάποια νύξη σχετική με την χθεσινή βραδιά.

«Ναι, έτοιμη. Εσύ, είσαι καλά;» τον ρώτησε κάπως αμήχανα.

«Είμαι μία χαρά» απάντησε εκείνος και η κοπέλα, αργά γύρισε την πλάτη της να φύγει απογοητευμένη.

Ήθελε να την σταματήσει. Να την αρπάξει και να της ουρλιάξει πως το χθεσινό βράδυ ήταν ένα όνειρο. Ένα όνειρο που ανήκε σε μία άλλη ζωή, όμως δικό τους, μονάχα δικό τους. Την είχε ανάγκη την σωματική τους επαφή. Έστω και μία χειρονομία. Ωστόσο, φαινόταν αποφασισμένος να προχωρήσει αναγκαστικά με τα νέα δεδομένα και έτσι ακριβώς, έπρεπε να ενεργήσει και εκείνη. Αμίλητη και βαστώντας την Μέλανη από το χέρι, άνοιξε την πόρτα προκειμένου να την αφήσει στο σχολείο και η ίδια να κατευθυνθεί στο κέντρο του Λονδίνου.

Καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής, στο μυαλό της κλωθογυρνούσε η εικόνα του Τζόναθαν και των όμορφων χαρακτηριστικών του.

΄΄Ίσως να έπρεπε να του δώσω μία ευκαιρία, έστω να πάμε για έναν καφέ΄΄ σκέφτηκε, μα πως θα μπορούσε να αποδιώξει από το μυαλό και την ψυχή της τον Έρικ; Τον πρώτο άνδρα, με τον οποίο ένιωσε τη σημασία του να κάνεις έρωτα και όχι την έννοια του βιασμού; Έπρεπε όμως, για το καλό όλων, να προχωρήσει μπροστά και ο Τζόναθαν αποτελούσε μία ευκαιρία γνωριμίας. Με τις σκέψεις της σε συνεχή λειτουργία, ούτε που συνειδητοποίησε, πως τα μηχανικά της βήματα την είχαν οδηγήσει στη δουλειά.

«Καλημέρα» ακούστηκε η ζεστή φωνή του «Σήμερα για κάποιον λόγο λάμπεις» της είπε περιπαικτικά και εκείνη χαμογέλασε ντροπαλά.

«Είναι που η τύχη, έστω και στιγμιαία μου χαμογέλασε» του απάντησε κάπως αινιγματικά.

«Να υποθέσω πως η τύχη είναι γένους αρσενικού;» συνέχισε ο νεαρός τις ερωτήσεις, μα η Ανναλίζα δεν ανταποκρίθηκε.

Τοποθέτησε τη στολή της και πήρε θέση στην υποδοχή, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να απασχολήσει μάταια το μυαλό της.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro