Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Στην αναζήτηση στοιχείων/ part 2

Τη στιγμή που η Ανναλίζα εισήλθε στο υπνοδωμάτιό της, άφησε μία άηχη κραυγή να της ξεφύγει. Ο καθρέπτης της ήταν μουτζουρωμένος με έναν μαύρο μαρκαδόρο, ενώ κάποιος είχε αφήσει ένα προειδοποιητικό μήνυμα. ΄΄Πάρε την κόρη σου και φύγετε΄΄. Πνιγμένη στον πανικό, κλείδωσε την πόρτα και έτρεξε στην κουζίνα, μήπως κατορθώσει και βρει οινόπνευμα, για να καθαρίσει τον καθρέπτη, προκειμένου να μην τον δει η μικρή. Με ένα λερωμένο πανί στο ένα χέρι και με το οινόπνευμα στο άλλο, έτρεξε όσο πιο ανάλαφρα μπορούσε και κλειδώθηκε ξανά μέσα στο δωμάτιο, μέχρι να καθαρίσει τα γράμματα. H ανάσα της ακουγόταν έντονη, η καρδιά της χτυπούσε με ορμή στο στήθος της, σε σημείο που πονούσε.

Καθώς τα έτριβε, δεκάδες σκέψεις όργωναν το μυαλό της, με την κυριότερη να είναι εκείνη της απορίας, του πώς και ποιος κατόρθωσε να μπει μέσα στο σπίτι, να διασχίσει το χολ ανενόχλητος και επιπλέον να έχει και αρκετό χρόνο ώστε να γράψει το σημείωμα. Ιδρωμένη, βγήκε από το δωμάτιο και σταμάτησε μπροστά από τα σκαλιά που οδηγούσαν στον απαγορευμένο όροφο. Επεξεργάστηκε για λίγα λεπτά την κλειστή, ξύλινη πόρτα και τότε το ένα της πόδι κινήθηκε μηχανικά, ανεβαίνοντας το πρώτο σκαλί. Ύστερα ακόμη ένα. Τα πόδια της συνέχιζαν να ανεβαίνουν, σαν να την τραβούσε κάποια αόρατη δύναμη. Το χέρι της έφτασε μία ανάσα από το χρυσό χερούλι, αλλά τραβήχτηκε ανατριχιασμένο πίσω, καθώς θυμήθηκε τις εντολές της κυρίας Άντριου. Ίσως λοιπόν, να ήταν φρονιμότερο να μην την παρακούσει. Μολαταύτα, το θέαμα του καθρέπτη εξακολουθούσε να βασανίζει το μυαλό της, το οποίο σκεφτόταν διαρκώς πως ίσως, ο υιός της ζούσε μαζί τους όλες αυτές τις μέρες, μα αν κάτι τέτοιο ήταν πιθανό, τότε πώς τρεφόταν; Πού πήγαινε, αν έβγαινε έξω; Γιατί τα τρόφιμα του ψυγείου τους, ήταν πάντοτε στη θέση τους και άθικτα; ΄΄Περίεργα πράγματα΄΄ σκέφτηκε και για κάποιον λόγο, πήρε την απόφαση τελικά να ανοίξει την απαγορευμένη πόρτα, αναζητώντας απαντήσεις και δικαιολογώντας ταυτόχρονα τον εαυτό της, πως ήθελε να εξασφαλίσει την σωματική και ψυχική τους ακεραιότητα.

Πηχτό σκοτάδι την τύλιξε, καθώς η πόρτα υποχωρούσε, που έκανε τις αισθήσεις της να οξυνθούν περισσότερο, προκειμένου να καταφέρει να διακρίνει πράγματα μέσα από την κουρτίνα του ερέβους. Ευτυχώς για εκείνη, ψηλάφισε έναν διακόπτη στον τοίχο και έτσι μία χλωμή λάμπα, έριξε το λιγοστό της φως στο χώρο. Το βλέμμα της πλανήθηκε για λίγο ολόγυρα και με έκπληξη, κατέληξε στο συμπέρασμα πως σε αυτό το δωμάτιο, είχε πολύ καιρό να πατήσει ανθρώπου πόδι. Η σκόνη είχε κατακαθίσει σε κάθε πιθανή και απίθανη γωνία, ενώ πάνω στην λάμπα είχε αφεθεί να πλέξει τον ιστό της, μία μικροσκοπική, μαύρη αράχνη. Έκανε ακόμη ένα βήμα μπροστά, μα σκόνταψε πάνω σε ένα πλαστικό πόνυ. Παίρνοντάς το στα χέρια της, με θλίψη αντίκρυσε και τα υπόλοιπα, διασκορπισμένα παιχνίδια, καθώς και τις χιλιάδες φωτογραφίες που κοσμούσαν τον τοίχο.

Τις κοίταξε μία προς μία, με την αίσθηση ενός αγκαθιού να γδέρνει τον λαιμό της, κάθε φορά που πάλευε να καταπιεί. Άξαφνα, στο μυαλό της επανήλθε η ιδέα της ύπαρξης ενός επιπλέον προσώπου μέσα στο σπίτι. Ενός προσώπου, το οποίο έδειχνε να δυσανασχετεί εμφανέστατα με την παρουσία τους.

«Είναι κανείς εδώ; Συγγνώμη που έρχομαι απρόσκλητη μα...»

Η φράση της κόπηκε στην μέση, όταν η πόρτα έκλεισε απότομα και η τσιμπλιασμένη λάμπα τρεμόπαιξε μερικές φορές, προτού σβήσει. Η Ανναλίζα, ένιωσε τον πανικό να την περιτριγυρίζει απειλητικά και προσπάθησε με απότομες και νευρικές κινήσεις, να ανοίξει ξανά το φως. Όταν όλες της οι προσπάθειες απέβησαν μάταιες, κουλουριάστηκε σε μία γωνιά προσπαθώντας να σκεφτεί μία λύση. Την σιγαλιά του χώρου, έσπασε ένας ανεπαίσθητος θόρυβος, σαν σούρσιμο. Εκείνη, πισωπάτησε σχεδόν μπουσουλώντας πιο κοντά στον τοίχο, όταν ένιωσε στο πρόσωπό της μία παγωμένη ανάσα και ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα. Τινάχτηκε με φόρα πίσω και προς μεγάλη της ανακούφιση, είδε την πόρτα να ανοίγει και τη Μέλανη να στέκεται στο κατώφλι. Με την ανάσα της να βγαίνει με πολύ μεγάλη δυσκολία, αλλά και μερικές αδέξιες δρασκελιές, πετάχτηκε στην ανοιχτή πόρτα, αρπάζοντας την Μέλανη αγκαλιά και κλείνοντας πίσω της τον απαγορευμένο όροφο.

«Συγγνώμη μωρό μου. Σε τρόμαξα που εξαφανίστηκα, δεν έπρεπε να έχω πάει ποτέ μου εκεί μέσα» της είπε και η μικρή κατέβασε το βλέμμα της.

«Μαμά, πρέπει να σου πω κάτι. Πως είχα πάει εγώ πρώτη και γι' αυτό δεν σε είχα ακούσει που με φώναζες» της είπε και η Ανναλίζα πάγωσε.

«Γιατί πήγες; Θα μπορούσες να πάθεις κάτι κακό»

«Ηρέμισε μαμά, έπαιξα απλώς με τα παιχνίδια που βρήκα σκορπισμένα στο σαλόνι. Είναι μάλλον της κόρης του κυρίου Έρικ. Θέλω να την γνωρίσω γιατί είμαι στην ίδια ηλικία μαζί της» πρόφερε η Μέλανη, αλλά η Ανναλίζα δεν άκουγε. Οι συμπτώσεις ήταν πολλές. Εκείνη, η κόρη της και ο ερχομός τους σε ένα σπίτι, όπου ένα άλλο παιδί και η μητέρα του έμεναν μαζί με τον κύριο Έρικ.

΄΄Θα τον εξαγριώσουμε΄΄ σκέφτηκε. ΄΄Πρέπει να φύγουμε από εδώ΄΄

Δίχως να δώσει ιδιαίτερες εξηγήσεις, προχώρησε προς το δωμάτιο της μικρής, άρπαξε από το πάτωμα την κόκκινη βαλίτσα και ξεκίνησε να ρίχνει ακατάστατα, ό,τι ρούχο έβλεπε μπροστά της.

«Μαμά, τι κάνεις εκεί;» ξεκίνησε να της φωνάζει η μικρή.

«Μέλανη, φεύγουμε» απάντησε κοφτά η Ανναλίζα.

«Μα, γιατί; Τι συμβαίνει; Εγώ δεν θέλω να φύγω από εδώ!» συνέχισε η μικρή να ωρύεται.

«Αγάπη μου, σε παρακαλώ. Εδώ κινδυνεύουμε» προσπάθησε να την πείσει η μητέρα της.

«Όχι! Ο κύριος Έρικ θα μας προστατέψει!Αν φύγουμε, ίσως μας βρει ο μπαμπάς και δεν θέλω να τον ξαναδώ ποτέ! Αν με δει, θα με χτυπήσει και πονάω!» τσίριζε μέσα από αναφιλητά το κοριτσάκι.

Η Ανναλίζα ευθύς κατέρρευσε.

«Δεν υπάρχει κανένας κύριος Έρικ εδώ» της είπε τώρα σιγανά, με δάκρυα να κυλούν από τα μάτια της.

«Ναι υπάρχει, είμαι σίγουρη και είναι καλός μπαμπάς, γιατί αγόρασε χιλιάδες όμορφα παιχνίδια για την κόρη του και όταν την κοιτάζει, πάντα χαμογελά» της είπε, φανερώνοντας τη φωτογραφία που κρατούσε στο χέρι της.

«Πού το βρήκες αυτό;» ψέλλισε σοκαρισμένη η Ανναλίζα.

«Στον απαγορευμένο όροφο» απάντησε η μικρή.

«Όχι, δεν έπρεπε να το έχεις πάρει...Δεν έπρεπε...»μουρμούρισε όταν άκουσαν ακόμη έναν θόρυβο, που προερχόταν από την απαγορευμένη πόρτα.

«Μείνε εδώ και μην κουνηθείς» της είπε και η Μέλανη ένευσε καταφατικά.

Η Ανναλίζα έτρεξε προς το μέρος της πόρτας, βάζοντας ταυτόχρονα το χέρι της μπροστά από το στόμα της. Ένα κουζινομάχαιρο, βρισκόταν καρφωμένο πάνω στο ξύλο, μαζί με ένα σημείωμα.

΄΄Δώσε μου πίσω τη φωτογραφία και μην τολμήσεις να ανέβεις ξανά επάνω, γιατί αυτή τη φορά θα το μετανιώσεις και εσύ και η κόρη σου. Πάρε την και φύγε΄΄

Το διάβαζε ξανά και ξανά, έχοντας καταλήξει πως αυτός ο Έρικ, ήταν στα σίγουρα ψυχοπαθής. Τις παρακολουθούσε, έμενε μαζί τους σαν αόρατη ύπαρξη και φυσικά, κατέληξε στο συμπέρασμα πως λογικά είχε εγκαταλείψει τη γυναίκα του και την κόρη του, ή εκείνες αυτόν, έχοντας δει αυτήν την απαίσια συμπεριφορά. Δεύτερη φορά όμως δεν θα ανεχόταν τη βία και τις απειλές. Η μητέρα του, λογικά έπειτα από δική του απόφαση, είχε δώσει τον κάτω όροφο για ενοικίαση, επομένως νόμιμα βρίσκονταν εκεί και κανένας δεν είχε δικαίωμα να τις διώξει με δήθεν απειλητικά μηνυματάκια. Αν είχε τα κότσια, ας της το έλεγε κατάμουτρα. Ένιωθε λοιπόν, πως δεν είχε σκοπό να παραδώσει τα όπλα έτσι απλά. Θα πάλευε να μάθει ποια πραγματικά ήταν η ιστορία αυτής της οικογένειας, ξεκινώντας φυσικά από την κυρία Άντριου.

Έχοντας αφήσει στο κατώφλι την οικογενειακή φωτογραφία και παίρνοντας μαζί της τη μικρή, ξεκίνησε να βαδίζει στον χωματόδρομο, μέχρι να φανεί το μοναδικό, γειτονικό τους σπίτι. Η Τζούλιετ περιποιούταν τον κήπο, κλαδεύοντας τις τριανταφυλλιές της, όταν η Ανναλίζα τη φώναξε για να της ζητήσει μία χάρη.

«Γειά σας όμορφες κυρίες μου» τους είπε γλυκά. «Πως σας φαίνεται το καινούργιο σας σπίτι; Συνηθίσατε καθόλου;» ολοκλήρωσε την ερώτηση με μία κάποια αβεβαιότητα και έναν ενδόμυχο δισταγμό, για να δει την Ανναλίζα να την κοιτά αμήχανα.

«Η αλήθεια είναι πως θέλαμε τον χρόνο μας, εξάλλου κάποια πράγματα δυσκολεύεσαι να τα συνηθίσεις» μουρμούρισε σχεδόν στον εαυτό της.

«Φαίνεσαι κουρασμένη. Δεν κοιμάσαι καλά το βράδυ;» συνέχισε η Τζούλιετ.

«Κοιμάμαι όσο περισσότερο μπορώ και αντέχω. Ξέρεις είμαι κάπως αγχωμένη και η αλλαγή περιβάλλοντος, δεν συνεισφέρει και πολύ στην εσωτερική μου ηρεμία. Ωστόσο, θα ήθελα από εσένα μία χάρη. Αν γίνεται να κρατήσεις την Μέλανη για λίγο μόνο, γιατί έχω μία δουλειά στο Λονδίνο» πρόφερε διατακτικά η Ανναλίζα και φυσικά η κοπέλα δέχτηκε με μεγάλη χαρά.

«Μην ανησυχείς καθόλου. Εδώ πίσω, έχουμε και ένα μικρό στάβλο με πόνυ, αληθινά πόνυ» είπε στην μικρή βλέποντας το βλέμμα της που ήταν βουτηγμένο στον ενθουσιασμό.

«Μπορώ δηλαδή να τα δω και να τα χαϊδέψω;» τη ρώτησε χαρούμενα.

«Φυσικά και μπορείς, όπως επίσης, μπορούμε και να πάμε βόλτα στην αυλή με ένα από αυτά» συμπλήρωσε η Τζούλιετ.

«Τέλεια!» αναφώνησε η Μέλανη και η Ανναλίζα, απίθωσε ένα βιαστικό φιλί στο κεφάλι της, με το νου της να κλωθογυρνά σε όλες τις πιθανές απαντήσεις που θα μπορούσε να πάρει.

Καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού της με το μετρό, παρέμενε σιωπηλή και κατηφής. Ευτυχώς, θυμόταν πολύ καλά τον δρόμο μέχρι το σπίτι της ηλικιωμένης. Έχοντας ανασκουμπωθεί, χτύπησε μία φορά το κουδούνι της εξώπορτας. Βήματα συνόδευσαν τον ήχο του και λίγα λεπτά αργότερα, η ηλικιωμένη γυναίκα φάνηκε στο κατώφλι. Μόλις την είδε, το χαμόγελο που λίγο πριν αυλάκωνε το πρόσωπό της, μονομιάς έσβησε, οδηγώντας την να πει ένα βεβιασμένο ΄΄χαίρομαι που σε βλέπω Ανναλίζα μου, αλλά έχω δουλειά αυτή τη στιγμή΄΄.

«Σας παρακαλώ, το γνωρίζω πως δεν τηλεφώνησα προτού εμφανιστώ έτσι ξαφνικά, ωστόσο δεν είχα περιθώρια επιπλέον σκέψης» της είπε αγωνιωδώς η κοπέλα.

«Μα γιατί είσαι λαχανιασμένη κοπέλα μου; Τι συνέβη και τρόμαξες τόσο;» προσπάθησε να πει σε όσο πιο πειστικό τόνο γινόταν, για να μην κινήσει καμία υποψία.

«Έγιναν πολλά και δεν ξέρω κυριολεκτικά από πού να αρχίσω. Το μόνο πράγμα που μπορώ να σας πω με πολύ μεγάλη βεβαιότητα, είναι πως ο υιός σας δεν φαίνεται να μας συμπαθεί ούτε στο ελάχιστο. Συνεχώς μας απειλεί με διάφορα μηνύματα και μας ζητά να φύγουμε. Νομίζω πως πρέπει να του μιλήσετε, καθώς όπως γνωρίζετε, προερχόμαστε από ένα περίεργο περιβάλλον και διαλέξαμε το σπίτι σας για ηρεμία, τόσο δική μου, όσο και του παιδιού μου»

Όλη εκείνη την ώρα, η κυρία Άντριου την άκουγε με ιδιαίτερη προσήλωση.

«Πάλι τα ίδια λοιπόν» είπε σχεδόν απευθυνόμενη στον εαυτό της.

«Ποια είναι τα ίδια; Πείτε μου σας παρακαλώ γιατί θέλω να γνωρίζω. Διακυβεύεται η ασφάλειά μας. Τι συνέβη τελοσπάντων στον υιό σας;» τελείωσε η Ανναλίζα και το πρόσωπο της ηλικιωμένης, άξαφνα σκοτείνιασε.

«Πριν από έναν περίπου χρόνο, αυτό το σπίτι ήταν γεμάτο με χαρούμενες φωνές, παιδικές και ενήλικες. Ο υιός μου ως ιατρός και μάλιστα πολύ καλός στο είδος του, θέλησε να χαρίσει στην γυναίκα του και την κόρη του Άριελ, μία εκδρομή προκειμένου να περάσουν λίγο χρόνο μαζί» έκανε παύση, καθώς η φωνή της έτρεμε. «Δεν γύρισαν ποτέ τους όμως. Η Αλέξια και η κόρη του σκοτώθηκαν ακαριαία, εξαιτίας ενός διερχόμενου φορτηγού. Τα όσα ακολούθησαν, ειλικρινά δεν θέλω να τα θυμάμαι. Ήμουν σε μία φίλη μου, όταν δέχτηκα εκείνο το τηλεφώνημα που με καλούσε να αναγνωρίσω τις σορούς και..» τελείωσε, ενώ δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και ένας βεβιασμένος λυγμός, έκλεισε τον λαιμό της σαν θηλιά.

Η Ανναλίζα πάγωσε, μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που είχε μόλις ακούσει. Στη σκέψη και μόνο, πως το κοριτσάκι της μπορεί να πάθαινε κάτι, τρελαινόταν, ενώ εκείνος είχε χάσει σε μία στιγμή τα πάντα. Τώρα όλα έβγαζαν νόημα. Τις μισούσε, γιατί του θύμιζαν όλα όσα είχε χάσει. Η παρουσία τους, έμοιαζε με μαχαίρι που γυρνούσε με μανία, μέσα σε μία ανοιχτή πληγή. Μία πληγή που δεν θα έκλεινε ποτέ.

H κυρία Άντριου, διαισθάνθηκε αμέσως την αλλαγή στη διάθεση της κοπέλας και έσπευσε να την καθησυχάσει.

«Καλή μου Ανναλίζα, δεν χρειάζεται να νιώθεις άσχημα για κάτι που δεν ευθύνεσαι. Η αλήθεια, αυτό που συνέβη ήταν τραγικό, ένα άσχημο παιχνίδι που μας έπαιξε η μοίρα. Από τότε, δεν έβγαλα λεπτό τα μαύρα από πάνω μου και ούτε πρόκειται να το κάνω. Λυπάμαι για όσα βίωσες εξαιτίας του υιού μου και ελπίζω τώρα να τον καταλαβαίνεις. Αν μπορώ να σε βεβαιώσω για κάτι, είναι πως ο υιός μου δεν είναι δολοφόνος ή εγκληματίας και δεν πρόκειται να σου κάνει κανένα κακό. Η αλήθεια, ευθύνομαι σε ένα μεγάλο ποσοστό γιατί τον πίεσα να νοικιάσει το σπίτι, ήθελα μονάχα να τον βοηθήσω» τελείωσε η ηλικιωμένη, με την Ανναλίζα να την κοιτάζει σκεπτική.

«Ξέρετε κάτι; Θα μείνω στο σπίτι, παλεύοντας να κατανοήσω, όσο αυτό είναι δυνατόν, την ιδιαιτερότητα του υιού σας. Έχω γνωρίσει τη σκιώδη πλευρά της ζωής και έχω αρκετή υπομονή, αλλά και ανοχή απέναντι σε άτομα, τα οποία έχουν βιώσει τόσο άσχημες καταστάσεις. Για εμένα το κοριτσάκι μου, είναι όλη μου η ζωή και εκείνος, αυτήν την ανάσα ζωής τη στερήθηκε. Λυπάμαι ειλικρινά πάρα πολύ» πρόφερε βραχνά η κοπέλα και δίχως να έχει τελειώσει το τσάι βοτάνων, το οποίο της πρόσφερε η ηλικιωμένη, σηκώθηκε αμήχανα και κίνησε να φύγει, με την καρδιά της πιο βαριά από ποτέ και την πληγωμένη της ψυχή, κατακερματισμένη.

Καθώς βάδιζε μονάχη της, σήκωσε μηχανικά το μανίκι της μίας πλευράς της μπλούζας της. Μελανιές, οι οποίες είχαν τώρα υιοθετήσει την απόχρωση της ώχρας, ξεπήδησαν από μέσα και εκείνη το κατέβασε ξανά γρήγορα. Έπρεπε να φανεί δυνατή και να συγχωρέσει εκείνον τον άνθρωπο, για την ομολογουμένως τρομακτική συμπεριφορά του. Έπρεπε και αυτό σκόπευε να κάνει, για όσο όλο αυτό δεν ξέφευγε εντελώς από τα όρια της αντοχής της.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro