Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Στην αναζήτηση στοιχείων/ part 1

Έσβησε το τσιγάρο του με μανία στο πάτωμα. Στα χέρια του βαστούσε δύο κουβέρτες τις οποίες στόλιζε πλέον το ξεραμένο αίμα και τις οποίες πέταξε με τρέλα πάνω στο ξεσκισμένο ράντζο. Δεν είχε μάθει ποτέ του να χάνει και τώρα το κτήνος που σιγά σιγά ξυπνούσε μέσα του, τον προέτρεπε να ψάξει κυριολεκτικά παντού και να φέρει πίσω αυτή τη σιχαμένη σκύλα και την κόρη του. Ευτυχώς για εκείνον, με κάποιον μαγικό τρόπο, είχε καταφέρει να πείσει την αδερφή του και την υπόλοιπη οικογένειά του, πως η γυναίκα του ήταν μονάχα μία πόρνη, που με την πρώτη ευκαιρία, είχε ανοίξει την πόρτα του σπιτικού τους, με σκοπό την αναζήτηση ενός νέου συντρόφου, απαξιώνοντας με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, τον μητρικό της ρόλο καθώς και εκείνον της συζύγου. Ήταν απίστευτος ο βαθμός που μπορούσε να ξεγελάσει τόσο την ίδια του την οικογένεια, όσο και το φιλικό του περιβάλλον, φορώντας τη μάσκα του καθωσπρεπισμού.

΄΄Ήταν ένας καλός και φιλήσυχος άνθρωπος΄΄ θα βροντοφώναζε η κοινωνία, μονίμως αδαής και αμέτοχη στα ανθρώπινα δράματα, τα οποία ξεγλιστρούσαν με επιδεξιότητα πίσω από πόρτες καλά σφραγισμένες. Τα σημάδια της διαταραχής όμως, που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην Κόλαση, βρίσκονται πάντοτε εκεί, μπροστά στα μάτια μας, αρκεί να έχουμε τους αισθητήρες μας μονίμως σε εγρήγορση.

Ο ίδιος, ήταν οδηγός των πασίγνωστων, κόκκινων, διώροφων λεωφορείων που κυκλοφορούσαν καμαρώνοντας κυρίως στο κέντρο της Αγγλικής πρωτεύουσας. Τα χρήματα φυσικά, δεν επαρκούσαν για τη συντήρηση της μικρής τους μονοκατοικίας στο ανατολικό Λονδίνο, καθώς η Ανναλίζα δεν δούλευε, πράγμα που ο ίδιος θεωρούσε απολύτως φυσιολογικό, μιας και οι γυναίκες κατά την δική του άποψη, είχαν γεννηθεί για να υπηρετούν το αντρικό φύλο και για να μεγαλώνουν τους απογόνους τους, πιστές, άβουλες και αμέτοχες. Εξάλλου, την ήθελε όσο πιο ξεκούραστη γινόταν, προκειμένου να μπορεί να ανταπεξέρχεται και να ικανοποιεί, όλες του τις αρρωστημένες, σεξουαλικές φαντασιώσεις. Το ΄΄όχι΄΄, αποτελούσε για εκείνον μία άγνωστη λέξη, η οποία φυσικά διορθωνόταν σχεδόν πάντα, με τη χρήση βίας. Τον ερέθιζε να την χτυπά συχνά και ταυτόχρονα να την βλέπει να παρακαλάει απεγνωσμένα για το έλεός του. Ένιωθε ανωτερότητα και το κτήνος μέσα του ηρεμούσε, έχοντας κορεστεί και με το παραπάνω από τις αποτρόπαιες σκηνές. Κάποτε, εκτόξευε και κούφιες υποσχέσεις πως θα άλλαζε, πως δεν θα επαναλάμβανε ποτέ τη συμπεριφορά αυτή. Τις πρώτες φορές, ίσως και να είχε καλλιεργήσει μία μικρή ελπίδα, η οποία σύντομα έσβηνε στο κατώφλι της επόμενης φοράς.

Πάρα ταύτα, στη θέα του ξέστρωτου και κενού ράντζου, η φλέβα του κροτάφου του πετάριζε με νεύρο, καθώς ένιωθε πως τον είχε προδώσει, ενώ αυτός μοχθούσε στη δουλειά, προκειμένου αυτή και η κόρη τους, να έχουν στο πιάτο τους μία μπουκιά φαΐ. Φυσικά το μοτίβο της απόλυτης υποταγής, ακολουθείτο και στην περίπτωση της μικρής, η οποία κυριολεκτικά κρατούσε την ανάσα της κάθε φορά που αυτός στεκόταν μπροστά της, βαστώντας στο χέρι του την πέτσινη ζώνη, την οποία δεν παρέλειπε να βγάζει επιδεικτικά από το παντελόνι του για εκφοβισμό.

Όταν η Μέλανη ήταν πιο μικρή, αλλά και μέχρι τα πέντε, τις νύχτες ουρούσε στο κρεβάτι της, εξαιτίας του φόβου που της είχε δημιουργήσει, πως αν δεν την έπαιρνε γρήγορα ο ύπνος και ερχόταν και την έβρισκε ξύπνια, τότε θα χρησιμοποιούσε τη ζώνη και η αλήθεια ήταν, πως η ζώνη πονούσε πολύ. Στη σκέψη και μόνο λοιπόν πως τα παιχνίδια του είχαν γίνει τώρα καπνός, έσφιγγε μηχανικά στο χέρι του το σιχαμερό εργαλείο εκφοβισμού. Ήθελε να τις βρει το συντομότερο δυνατόν και να τις δει να παρακαλούν γονατιστές για το έλεός του. Η λαβή του είχε σχεδόν ασπρίσει, στην εικόνα του τρομαγμένου και συνάμα παρακλητικού τους βλέμματος, ενώ το σώμα του διψούσε για την αίσθηση που είχε η πραγματοποίηση κάθε αποτρόπαιας σκέψης και ζοφερής φαντασίωσης, πάνω στο κατεστραμμένο κορμί της Ανναλίζα. Καθώς λοιπόν οι διασυνδέσεις του με τον υπόκοσμο ήταν πολλές και ποικίλες, θα έβρισκε το κατάλληλο άτομο, που θα τον βοηθούσε στην ανεύρεση της γυναίκας του.

Εκείνο το πρωινό, σηκώθηκαν μουδιασμένες. Ο φόβος είχε εγκατασταθεί για ακόμη μία φορά στην καρδιά τους, μα καμιά τους δεν τολμούσε να το ομολογήσει φωναχτά, η καθεμία για τον δικό της λόγο. Η Ανναλίζα πίστευε πως έπρεπε να προστατέψει έστω και τώρα, την τραυματισμένη ψυχή του παιδιού της, ενώ η μικρή Μέλανη, ήταν πεπεισμένη πως η μητέρα της δεν υπήρχε περίπτωση να την πιστέψει. Η παιδική της περιέργεια, τρεφόταν με την ύπαρξη εκείνης της απαγορευμένης πόρτας, η οποία για την ίδια αποτελούσε το άνδρο του μπαμπούλα. Παρά το γεγονός πως ήταν μονάχα ένα μικρό παιδί, ήξερε πολύ καλά πως το προηγούμενο βράδυ, έξω από το δωμάτιό της στεκόταν μία φιγούρα. Την είχε δει και την είχε νιώσει. Καρτερώντας λοιπόν την κατάλληλη ευκαιρία, που η μητέρα της θα ήταν απασχολημένη με τους εργάτες που είχε καλέσει, προκειμένου να φτιάξουν το παράθυρο, θα γλιστρούσε αθόρυβα στον επάνω όροφο. Από την στιγμή που τον είχε δει εχθές, λογικά θα εξακολουθούσε να βρίσκεται στο σπίτι, κρυμμένος στην ασφάλεια της φωλιάς του και της απομόνωσής του.

Όταν βεβαιώθηκε, εξαιτίας των φωνών και των συζητήσεων, πως η μητέρα της ήταν απασχολημένη, ξεκίνησε να ανεβαίνει δειλά τα τελευταία πέντε σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην απαγορευμένη ζώνη, βαστώντας από τα μαλλιά την Ελισάβετ. Στάθηκε για λίγο στο κατώφλι της ξύλινης πόρτας και με μία απαλή κίνηση, έπιασε το πόμολό της και το γύρισε αργά. Αρχικά την πλημμύρισε η μυρωδιά της μούχλας και της κλεισούρας. ΄΄Μάλλον στον κύριο μπαμπούλα δεν αρέσει και πολύ ο καθαρός αέρας΄΄ συλλογίστηκε μέσα στην παιδική της αφέλεια. Προχώρησε για λίγο στο εσωτερικό του, όταν το θέαμα που αντίκρυσε την έκανε να χαμογελάσει. Μπροστά της, ανοιγόταν ένα σχετικά ευρύχωρο σαλόνι, με χιλιάδες παιδικά παιχνίδια να βρίσκονται σκορπισμένα στον χώρο, σε μία ύποπτη ακαταστασία. Ενθουσιασμένη η Μέλανη, προχώρησε τρέχοντας, αγκαλιάζοντας ένα βρώμικο αρκουδάκι, το οποίο όμως της άρεσε γιατί ήταν ντυμένο σαν τα ξωτικά του Αϊ- Βασίλη. Σκοντάφτοντας μερικές φορές, πάνω σε κάποια μεταλλικά αυτοκινητάκια, έφθασε στο σημείο που βρισκόταν η τηλεόραση και κοίταξε τα ράφια γύρω της. Φωτογραφίες. Χιλιάδες φωτογραφίες που απεικόνιζαν μία χαρούμενη οικογένεια, μονάχα που η χαρά της είχε παγώσει στον χρόνο. Ο πατέρας, της φάνηκε πολύ γλυκός και πολύ όμορφος, σαν εκείνους τους μπαμπάδες που είχε ονειρευτεί πολλές φορές, να έρχονται και να την σώζουν τη στιγμή που το δικό της τέρας, απειλούσε να την σαπίσει στο ξύλο. Η μαμά από την άλλη, ήταν χαριτωμένη, αλλά κοιτάζοντας την κόρη, βρήκε πολλές ομοιότητες με εκείνη.

΄΄Επιτέλους΄΄ σκέφτηκε ΄΄Ο κύριος Έρικ έχει ένα παιδάκι στην ηλικία μου και μπορούμε να γίνουμε καλές φίλες΄΄

Γύρω της επικρατούσε μία ανατριχιαστική σιωπή, ενώ οι αδύναμες ηλιαχτίδες, ίσα που κατάφερναν να τρυπώσουν μέσα από τις σχισμές των μισοφαγωμένων παντζουριών. Το μισοσκόταδο διόλου φάνηκε να απασχολεί την μικρή, που τώρα πια ήταν πλήρως απορροφημένη, από τα χιλιάδες παιχνίδια γύρω της. Σαν παιδί, εκτός από την Ελισάβετ που αποτελούσε δώρο της μητέρας της, την μία και μοναδική φορά που ο πατέρας της, της είχε επιτρέψει να βγει από το σπίτι, υπό την επίβλεψή του φυσικά, προκειμένου να της αγοράσει ένα δώρο για τα πέμπτα γενέθλιά της, δεν είχε άλλα παιχνίδια. Έτσι, αυτός ο μικρός παιχνιδότοπος, ήταν το ομορφότερο όνειρό της, που επιτέλους γινόταν πραγματικότητα. Οι ώρες περνούσαν και το παιδικό μυαλουδάκι της κάλπαζε σε όμορφα λιβάδια, συντροφιά με τα αγαπημένα της πόνυ, όταν άκουσε τη φωνή της μητέρας της να την καλεί ξανά και ξανά.

Τρομοκρατημένη, αλλά με την υπόσχεση πως θα επέστρεφε σύντομα, έκλεισε την απαγορευμένη πόρτα πίσω της, κρατώντας για ενθύμιο εκείνη τη χαρούμενη οικογενειακή φωτογραφία. Θα την έβαζε το βράδυ κάτω από το μαξιλάρι της, όπως ακριβώς έκανε και με τις ζωγραφιές της, καθώς η μητέρα της πάντοτε της έλεγε, πως αν ήθελε να έχει γλυκά όνειρα, τότε αρκούσε να ζωγράφιζε το περιεχόμενό τους και να το τοποθετούσε κάτω από το μαξιλάρι. Η πόρτα πίσω της έκλεισε, αλλά ένα ζευγάρι μάτια την κοιτούσε με απέχθεια, κρυμμένο πίσω από τις κουρτίνες του ερέβους.

Mε την καρδιά της να χτυπά σε ξέφρενους ρυθμούς, η Ανναλίζα έτρεξε στο εσωτερικό του σπιτιού, για να συναντήσει την μικρή να τριγυρνά ανέμελα στην κουζίνα, αναζητώντας λιχουδιές.

«Γιατί δεν ανταποκρίθηκες στο κάλεσμά μου; Κόντεψα να πεθάνω από την ανησυχία μου!» της είπε με κομμένη σχεδόν την ανάσα της. Εκείνη η αίσθηση του φόβου και της ανασφάλειας, είχαν επιστρέψει.

Η Μέλανη κατέβασε αργά το βλέμμα της στο πάτωμα, ντροπιασμένη.

«Συγγνώμη μαμά, μα δεν σε άκουσα. Έπαιζα με την Ελισάβετ» τελείωσε και η Ανναλίζα, άφησε τώρα την ανάσα της να βγει αργά και άτακτα από τους πνεύμονές της.

«Αγάπη μου, δεν θέλω να σε μαλώνω, ωστόσο με όλα όσα έχουμε περάσει, απλώς ανησυχώ πολύ για την ασφάλειά σου. Το περιβάλλον είναι καινούργιο και θέλω ανά πάσα στιγμή να γνωρίζω πού βρίσκεσαι» πρόφερε και την τράβηξε τρυφερά στην αγκαλιά της.

Τότε η μικρή, υιοθετώντας ένα ύφος σοβαρό και ώριμο για την ηλικία της, της είπε :

«Μαμά, πρέπει κάποια στιγμή να αφήσεις πίσω σου το παρελθόν. Μου υποσχέθηκες πως θα κάναμε μία νέα αρχή. Εξάλλου, νομίζω πως εδώ είμαστε ασφαλείς και πως αυτός δεν μπορεί πια να μας κάνει κακό».

Η Ανναλίζα ξαφνιάστηκε με αυτή τη δήλωση της Μέλανη, κυρίως εξαιτίας των χθεσινοβραδινών γεγονότων, δίχως όμως να επιτρέπει στον φόβο να εμποδίσει το αίσθημα της ανακούφισης που την κατέκλυσε, βλέποντας την κόρη της χαρούμενη.

«Χαίρομαι ιδιαιτέρως που το ακούω αυτό από εσένα. Σημαίνει πως δεν θα υπάρξει άλλος κύριος μπαμπούλας για απόψε, ούτε φυσικά και για κάποιο άλλο βράδυ. Το κοριτσάκι μου θα κοιμηθεί ήσυχο επιτέλους. Σήμερα μάλιστα υπόσχομαι να σου διαβάσω την κοκκινοσκουφίτσα» της είπε τρυφερά.

«Μαμά;» άκουσε ξανά τη φωνούλα της μικρής.

«Πες μου αγάπη μου»

«Μπορείς να πλάσεις εσύ μία ιστορία; Να μου αφηγηθείς τη ζωή μίας όμορφης και χαρούμενης οικογένειας, με έναν μπαμπά που λατρεύει την κόρη του και δεν της χαλάει χατίρι και μία μαμά ευτυχισμένη;» τελείωσε η μικρή και η Ανναλίζα ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν.

Ήταν μία από τις πολλές στιγμές, που η παιδική αθωότητα την έκοβε σαν μαχαίρι, υπενθυμίζοντάς της όλες τις ατέλειές της και όλα αυτά που όφειλε να προσφέρει στο παιδί της και που ως τώρα είχε αποτύχει.

«Θα το κάνω, στο υπόσχομαι» της απάντησε βαριά συγκρατώντας τα δάκρυά της και γύρισε την πλάτη της να φύγει.

Όταν η Μέλανη βεβαιώθηκε πως κανείς δεν την παρακολουθούσε, έβγαλε από την μπλούζα της, την οικογενειακή φωτογραφία που είχε αρπάξει από τον απαγορευμένο όροφο. Την κοίταξε πιο προσεκτικά στο φως και την αγκάλιασε σφιχτά.

΄΄Τίποτα κακό δεν θα συμβεί, ο κύριος Έρικ θα μας προστατεύσει΄΄ σκέφτηκε, δίχως να αντιλαμβάνεται μία σκιά που κινούταν αργά από πίσω της.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro