Παγιδευμένη/ part 4
Στην Αγγλία, σπανίως πετύχαινε κανείς φούρνους ανοιχτούς, αργά το βράδυ και ειδικότερα αν τους αναζητούσε στις περιοχές που βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση από το κέντρο της πρωτεύουσας. Ο Τζόναθαν ωστόσο, είχε στο μυαλό του έναν και μοναδικό, ο οποίος βρισκόταν δίπλα από ένα βενζινάδικο και έμενε ανοιχτός ως αργά. Έχοντας πάρει το αυτοκίνητο για μετακίνηση και παρά τις αυστηρές εντολές του Ρόυ να μην το κουνήσουν ούτε χιλιοστό, οι δυο τους βρέθηκαν σε λίγη ώρα στο βενζινάδικο, με την Ανναλίζα να έχει κλείσει τα μάτια της και να κοιμάται ελαφρώς, αποκαμωμένη από την ταλαιπωρία και τον ξυλοδαρμό. Το σώμα της έμοιαζε να έχει παραλύσει μη διαθέτοντας επιπλέον δύναμη αντίστασης. Τη στιγμή που πάρκαρε, έμεινε για λίγο να την κοιτάζει. Τα κυανά του μάτια έλαμπαν σαν γυάλινα μέσα στο μισοσκόταδο. Η εικόνα της ήταν γαλήνια, αλλά εκείνος είχε πάντα στο μυαλό του τα λόγια του Ρόυ περί ανευθυνότητας. Η οργή που ένιωθε για το γυναικείο φύλο, σιγόβραζε, ωστόσο, έπρεπε να φορέσει για ακόμη μία φορά το προσωπείο ενός φυσιολογικού και τρομαγμένου νέου. Έπρεπε να πείσει πως είχε πάθει ατύχημα τόσο εκείνος όσο και η κοπέλα του. Η ανάσα του βγήκε κοφτή. Το βλέμμα του κατρακύλησε ξανά σε εκείνη. Ασυναίσθητα, τα δάχτυλα του χεριού του παραμέρισαν μία τούφα από τον λαιμό της και έμειναν να αιωρούνται εκατοστά πάνω από τις μελανιές της. Σύντομα ωστόσο, αποτραβήχτηκε εκ νέου. Η καρδιά του κόντευε να σπάσει.
Αφού βεβαιώθηκε πως κανείς δεν βρισκόταν τριγύρω, σκούντησε την Ανναλίζα, η οποία αναδεύτηκε πονεμένα στη θέση της.
«Σήκω και όπως είπαμε, να δείχνεις φυσιολογική. Το παραμικρό λάθος, θα σου κοστίσει» της πέταξε απότομα και εκείνη βρίζοντας από μέσα της, υπάκουσε σιωπηλά.
Τη στιγμή που έμπαιναν στο φούρνο, όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν πάνω τους, ενώ μία γυναίκα που βρισκόταν στο ταμείο, τους πλησίασε αμέσως, φανερά ταραγμένη.
«Κοπέλα μου, είσαι καλά; Χτύπησες πολύ;» ξεκίνησε να ρωτά την Ανναλίζα, η οποία παρέμενε πετρωμένη.
«Βρίσκεται σε κατάσταση σοκ εξαιτίας του τροχαίου. Ευτυχώς δεν ήταν κάτι σοβαρό» έσπευσε να απολογηθεί ο Τζόναθαν «Σας παρακαλώ, μήπως έχετε ένα μπουκάλι νερό και κάτι να της προσφέρω να φάει για να νιώσει καλύτερα;» ρώτησε μελιστάλακτα και η γυναίκα, ένευσε καταφατικά και εξαφανίστηκε τρέχοντας, προσφέροντας στην Ανναλίζα μία καρέκλα για να καθίσει.
Λίγο αργότερα, η γυναίκα επέστρεψε με ένα κρουασάν, ένα μπουκάλι νερό και ένα βρεγμένο πανί, προκειμένου ο Τζόναθαν να της καθαρίσει τις πληγές, ώστε να μην μολυνθούν. Όντας τέλειος ηθοποιός, πήρε απαλά το βρεγμένο πανί στα χέρια του και ξεκίνησε να της σκουπίζει πρώτα το πρόσωπο και τα χείλη. Παρά την πολύ κοντινή τους απόσταση, η Ανναλίζα προσπαθούσε να μην εστιάζει στα μάτια του, καθώς όποτε το έκανε, το κορμί της ανατρίχιαζε εξαιτίας του φόβου. Μέσα σε αυτά, τα κατά τα άλλα υπέροχα μάτια, αδυνατούσε να διαβάσει το παραμικρό συναίσθημα. Ήταν μονίμως ψυχρά και διαπεραστικά, έτοιμα να σε δικάσουν και να σε καταδικάσουν, μονάχα με μία ματιά.
Η κοπέλα ήξερε, ίσως από ένστικτο, πως αυτός ο άνθρωπος, κουβαλούσε κάποια ιστορία και αν η ίδια επιθυμούσε να γλυτώσει, έπρεπε οπωσδήποτε να την μάθει και ίσως να την εκμεταλλευτεί προς όφελός της. Μονάχα έτσι θα εντόπιζε το αδύναμο σημείο του, το οποίο όπως όλα έδειχναν, ήταν τα παιδιά.
«Θέλω να πάω τουαλέτα» του πέταξε άξαφνα γρυλίζοντας.
«Σήκω και προχώρα, θα έρθω μαζί σου» της απάντησε κοφτά.
«Θα αστειεύεσαι βέβαια» ανταπάντησε εκείνη.
«Για αρχή, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου, καθώς θα κινήσουμε υποψίες. Δεύτερον, σου φαίνομαι για τύπος που γουστάρει τα αστειάκια; Τρίτον, δεν έχω καμία όρεξη να σε συνοδεύσω μέχρι μέσα, οπότε μην τρομάζεις. Θα στέκομαι απλώς προκειμένου να βεβαιωθώ πως δεν θα κάνεις κάποια τρέλα» τελείωσε και εκείνη του έριξε ένα βλέμμα παγερό, το οποίο αν ήταν όπλο, θα του είχε ήδη στερήσει τη ζωή.
«Περίεργο. Εγώ υπέθεσα πως γουστάρεις να βασανίζεις και να βιάζεις γυναίκες» του είπε.
«Σωστά υποθέτεις, αλλά θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ελκυστικές» της απάντησε ψυχρά, δίχως τον παραμικρό μορφασμό να αυλακώνει το πρόσωπό του.
Η Ανναλίζα αισθάνθηκε την ακατανίκητη ανάγκη να τον βρίσει, ωστόσο προτίμησε να χωθεί στην γυναικεία τουαλέτα και να παλέψει να σκεφτεί έναν τρόπο να ελευθερωθεί. Η πόρτα που τώρα την χώριζε από τον τύραννό της, την έκανε να νιώθει ένα αίσθημα ελευθερίας και ασφάλειας. Της χάριζε μία γλυκιά απομόνωση, όπου κανένας δεν την έβλεπε, κανένας δεν την απειλούσε, κανένας δεν την άγγιζε.
«Τελειώνεις;» ακούστηκε άξαφνα η φωνή του Τζόναθαν.
«Ξέρεις κάτι; Όχι, δεν τελειώνω. Για την ακρίβεια δεν πάω πουθενά» είπε με τρεμάμενη φωνή.
«Βγες έξω αυτή τη στιγμή» γουργούρισε μελωδικά, μα απειλητικά ο νεαρός.
«Είπα όχι!»
«Βγες, αλλιώς θα σπάσω την πόρτα!» φώναξε ψιθυριστά εκείνος.
Τότε, η Ανναλίζα ιδρωμένη και με τον φόβο πως εκείνο το τέρας, πιθανότατα να την χτυπούσε σε βαθμό που δεν θα μπορούσε να ξανασηκωθεί, άνοιξε δειλά την πόρτα, για να τον δει να στέκεται με την πλάτη του ακουμπισμένη στον τοίχο.
«Κλείνουν» της είπε κοφτά και βαστώντας την από το μπράτσο απαλά, ώστε να μην δείξει στους πωλητές πως κάτι περίεργο συνέβαινε, τους ευχαρίστησε εγκάρδια, για την προσφορά τους, καθώς και για το γεγονός πως δεν τους χρέωσαν τίποτε από όσα πήραν.
Τη στιγμή που μπήκαν στο αυτοκίνητο, το τηλέφωνό του δονήθηκε. Εκείνος το σήκωσε διστακτικά και η Ανναλίζα ευθύς κατάλαβε πως στην άλλη γραμμή ήταν ο Ρόυ. Τότε, κοίταξε τις γκριμάτσες έκπληξης του Τζόναθαν, καθώς και μία υποψία χαμόγελου που σκαρφάλωσε δειλά στα χείλη του. Τη στιγμή που έκλεισε το τηλέφωνο, γύρισε και την κοίταξε.
«Έχω αρχίσει και πιστεύω, πως όσο ταραγμένη είσαι εσύ, άλλο τόσο είναι και ο άντρας σου. Μόλις μου είπε πως του επιτέθηκε ένα φάντασμα, το οποίο του μιλούσε κιόλας και πως σαν να μην έφτανε όλο αυτό, πήγε να τον σκοτώσει» πρόφερε ο Τζόναθαν, συγκρατώντας με τη βία το γέλιο του.
Τότε, τα μάτια της Ανναλίζα άνοιξαν διάπλατα, ενώ στο πρόσωπό της, σχηματίστηκε για πρώτη φορά, έπειτα από πολύ καιρό ένα χαμόγελο ικανοποίησης. ΄΄Έρικ΄΄ μουρμούρισε στον εαυτό της, ωστόσο ο Τζόναθαν το άκουσε.
«Ποιος είναι αυτός ο Έρικ;» τη ρώτησε απότομα.
«Κάποιος, που θα με προστατέψει με την ίδια του τη ζωή αν αυτό θεωρηθεί απαραίτητο» του αντιγύρισε με στόμφο, κατανοώντας εκείνη τη στιγμή την ειρωνεία των λεγομένων της.
«Τελικά, καλώς σας αποκαλούν πουτάνες. Έφυγες από τον άντρα σου και δίχως να χάσεις χρόνο, έτρεξες στον επόμενο ενώ παράλληλα σε όλο αυτό, έσυρες και το παιδί σου» της γρύλισε με τον θυμό να ξεκινά να βράζει μέσα στη μαύρη του ψυχή.
Τη στιγμή εκείνη, η Ανναλίζα θόλωσε. Για κάποιον λόγο, γεννήθηκε μέσα της ένας αρρωστημένος ηρωισμός, σαν να μην την ένοιαζε πια η ζωή της, ούτε και οι συνέπειες των λεγομένων της.
«Σκάσε!» του φώναξε «Δεν έχεις κανένα απολύτως δικαίωμα να με κρίνεις, από τη στιγμή που δεν με γνωρίζεις, από τη στιγμή που το μόνο που ήθελες, ήταν να με παραδώσεις σε αυτό το κάθαρμα. Αλλά ξέρεις κάτι; Στον κόσμο που ζούμε και που και εσύ ζεις, υπάρχουν γυναίκες, μάνες, που αξίζουν τον σεβασμό όλων όταν βάζουν τη ζωή τους σε δεύτερη μοίρα, για να σώσουν το παιδί τους. Εγώ για την Μέλανη, ευχαρίστως θα πέθαινα. Επίσης, υπάρχουν και άντρες που δεν είναι τέρατα σαν εσένα. Άντρες που σέβονται τη γυναίκα που έχουν δίπλα τους και απλώνουν το χέρι τους, μονάχα για να την αγκαλιάσουν. Άνδρες που είναι σύζυγοι και πατεράδες. Ο Έρικ, σε αυτούς συγκαταλέγεται, ενώ εσύ στα τέρατα!» του ούρλιαξε δίχως να παίρνει ανάσα.
Ωστόσο, αντί για αντίδραση, ο Τζόναθαν συνέχισε την οδήγηση σιωπηλός αυτή τη φορά. Τα λόγια της γυρνούσαν διαρκώς μέσα στο μυαλό του και τον στοίχειωναν, ακόμη και αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, ούτε στον εαυτό του. Τον είχε αποκαλέσει ΄΄τέρας΄΄, όπως είχε κάνει και ο ίδιος κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, ένα βράδυ που η μητέρα του είχε μόλις επιστρέψει από κάποιον πελάτη της. Την είχε αποκαλέσει και εκείνος τέρας, όπως και η Ανναλίζα τώρα εκείνον. Είχε γίνει στην ουσία, αυτό που σιχαινόταν, είχε γίνει σαν εκείνη. Καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής, δεν έστρεψε ούτε μία φορά το βλέμμα του για να την κοιτάξει. Τη στιγμή που έφθαναν στο παράπηγμα, όπου την κρατούσαν αιχμάλωτη, ο Τζόναθαν την κατέβασε βοηθώντας την και την οδήγησε στη φυλακή της, δένοντας της στη συνέχεια και σχετικά απρόθυμα αυτή τη φορά, τα χέρια.
«Γιατί θα πρέπει να σε πιστέψω;» τη ρώτησε ξαφνικά και η κοπέλα κάρφωσε το βλέμμα της επάνω του.
«Τότε, αναζήτησε τις αποδείξεις που χρειάζεσαι. Δεν έχω τίποτε να φοβηθώ, γιατί λέω την αλήθεια. Βοηθάς ένα τέρας, να κακοποιήσει το παιδί του» του είπε.
«Όχι» ήταν η μόνη απάντηση που πήρε.
«Ω, έτσι είναι. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, εκείνος μπορεί να ξυλοφορτώνει το κοριτσάκι μου. Αυτό θες;» συνέχισε εκείνη.
«Σκάσε!» της απάντησε. «Δεν είπα ποτέ πως θέλω να κακοποιούνται τα παιδιά»
«Γιατί; Εδώ χτυπάς και βιάζεις τις γυναίκες. Στα παιδιά θα κολλήσεις;» συνέχισε εκείνη.
«Γιατί ξέρω πως είναι... Υπήρξα και εγώ κάποτε παιδί που κακοποιήθηκε συστηματικά, τόσο από την αδιαφορία της μητέρας του όσο και από τις διαθέσεις των αμέτρητων εραστώντης» της απάντησε μουγκρίζοντας και εκείνη τον κοίταξε έκπληκτη, με τον ίδιο να αποσύρεται ξανά στις σκιές του δωματίου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro