Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Παγιδευμένη/ part 2

O Έρικ, με το αέρινο σώμα του σχεδόν να αιωρείται, διέσχιζε με ιδιαίτερη ευκολία τους δρόμους, δίχως φυσικά να τον απασχολούν τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Σε λιγότερο από μία ώρα, βρισκόταν έξω από το εστιατόριο, όπου δούλευε η Ανναλίζα, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως η βάρδια είχε αλλάξει. ΄΄Γαμώτο΄΄ αναφώνησε, φτύνοντας με μανία στο πάτωμα. Ήταν σίγουρος και ας μην ήταν παρόν, πως η Ανναλίζα διέτρεχε άμεσο κίνδυνο και πως αυτό το κτήνος την κρατούσε με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο.

Επιστρέφοντας γρήγορα πίσω στην έπαυλη, μπήκε ανάερος, κανονικά από την πόρτα, για να βρει την μητέρα του, αγκαλιά με την Μέλανη στον καναπέ του σαλονιού. Δίχως να χάσει επιπλέον πολύτιμο χρόνο, έστρεψε το βλέμμα του, απευθυνόμενος στην μητέρα του.

«Πάρε την Μέλανη και φύγετε, τώρα αμέσως» της είπε κοφτά.

«Έρικ, τι συμβαίνει; Πού είναι η μαμά μου;» ξεκίνησε τις ερωτήσεις η μικρή, με μάτια βουρκωμένα, έτοιμα να κλάψουν.

«Η μαμά σου, άργησε λίγο στη δουλειά, καθώς τη χρειάστηκε το αφεντικό της. Ωστόσο, καλύτερα να φύγεις με την μητέρα μου μικρή και επιστρέφετε, μόλις επιστρέψει και η μαμά σου» προσπάθησε ατυχώς, να τα μπαλώσει εκείνος.

«Μου λες ψέματα. Η μαμά μου κάτι έπαθε και εγώ δεν φεύγω από εδώ αν δεν γυρίσει» ξεκίνησε να ωρύεται το κοριτσάκι και ο Έρικ μπορούσε να την δικαιολογήσει απόλυτα. Οι δυο τους, ήταν απόλυτα δεμένες, πάντοτε η μία στο πλευρό της άλλης. Η Μέλανη την θεωρούσε ως το μοναδικό και πιο σταθερό στήριγμα που της είχε απομείνει, μιας που η αληθινή φιγούρα του πατέρα, ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή απούσα.

Δίχως να θέλει να συνεχίσει να της λέει ψέματα, ο Έρικ, γονάτισε μπροστά της και παίρνοντας τα μικροσκοπικά της χέρια στα δικά του, της είπε :

«Θα σου πω την αλήθεια, αλλά θα μου υποσχεθείς πως θα φύγεις με την μητέρα μου, εντάξει;» πρόφερε κοιτάζοντάς την μέσα στα μάτια.

Το κοριτσάκι ένευσε καταφατικά πολλές φορές.

«Φοβάμαι πως θα έρθει από εδώ ο πατέρας σου και δεν θα ήθελα να σε βρει» της είπε και την είδε να συνοφρυώνεται.

«Δεν είναι πατέρας μου. Ο πατέρας μου είσαι εσύ» του πέταξε νευριασμένα και συνέχισε «Θα φύγω, μονάχα αν μου υποσχεθείς, πως η μαμά μου θα είναι καλά» τελείωσε και ο Έρικ, έμεινε για λίγο παγωμένος στη θέση του, μην μπορώντας να επεξεργαστεί την κουβέντα που είχε μόλις ακούσει. Συγκινημένος, αποκρύπτοντας ωστόσο εντέχνως το συναίσθημα που λίγο έλλειψε να τον κάνει να αναλυθεί σε δάκρυα συγκίνησης, την αγκάλιασε, ψιθυρίζοντάς της στο αφτί ένα ΄΄στο υπόσχομαι΄΄. Κατόπιν, την φίλησε στο μέτωπο και μαζί με την μητέρα του, κατευθύνθηκαν προς το μέρος της πόρτας. Οι δύο τους, γλίστρησαν έξω, με τον Έρικ να στέκεται στο κατώφλι και να τις παρακολουθεί να απομακρύνονται.

Η ήλιος μπροστά του βούλιαζε στον ορίζοντα και μία ανατριχιαστική ησυχία απλωνόταν στην εξοχή, με μόνη παρεμβολή, τον ήχο του φθινοπωρινού ανέμου. Ο Έρικ, στρέφοντας το βλέμμα του στον ουρανό, με το αίσθημα της απόγνωσης να τον κατακλύζει μουρμούρισε σχεδόν στον εαυτό του ΄΄Πού είσαι αγάπη μου; Πες μου μονάχα πως είσαι καλά. Μονάχα αυτό θέλω να ξέρω΄΄ και κατόπιν γονάτισε στο κατώφλι, με τα δυο του χέρια να καλύπτουν το πρόσωπό του και τα δάκρυα να μουσκεύουν τις παλάμες του. Πόσες απώλειες του επιφύλασσε άραγε η μοίρα;

----------------------------

Ένιωσε έναν απίστευτο πονοκέφαλο. Τα πάντα γυρνούσαν γύρω της με μανία και έκανε την εμφάνισή της η φιγούρα του Τζόναθαν με την αναλγησία να καθρεπτίζεται στο πρόσωπό του, ενώ στο βάθος, διέκρινε έναν άλλον άνδρα, να ανάβει επιδεικτικά ένα τσιγάρο και κατόπιν να στρέφει το βλέμμα του προς εκείνη, γεμάτο τρέλα και θυμό. Το ήξερε πολύ καλά ετούτο το βλέμμα, το οποίο προμήνυε συνήθως τον ανελέητο ξυλοδαρμό της.

«Αγάπη μου, σου έλειψα;» ήχησε μειλίχια η ανατριχιαστική φωνή του Ρόυ στα αφτιά της, στέλνοντας σπασμούς φόβου σε ολόκληρο το κορμί της, το οποίο πονούσε φριχτά.

Τη στιγμή που ετοιμαζόταν αντανακλαστικά να κινηθεί, διαπίστωσε με τρόμο, πως τα χέρια της ήταν δεμένα πισθάγκωνα. «Γιατί αγαπούλα μου θέλεις να φύγεις ακόμη δεν ήρθες;Μου έλειψες πολύ και αξίζω ένα καλωσόρισμα, έστω και τυπικό» συνέχισε εκείνος την ειρωνεία, καθώς την πλησίαζε απειλητικά.

Τότε, είδε τη φιγούρα του Τζόναθαν να εγκαταλείπει το μικρό, άδειο δωμάτιο, ενώ το επόμενο πράγμα που ένιωσε, ήταν ένα δυνατό χαστούκι να προσγειώνεται με μανία στο πρόσωπό της, στέλνοντας κύματα πόνου παντού. «Ηλίθια σκύλα! Νόμιζες στ' αλήθεια, πως θα μπορούσες να μου ξεφύγεις; Έχω την εντύπωση, πως σου διαφεύγει το γεγονός, πως διαθέτω άκριες σε όλον τον υπόκοσμο, επομένως, ήταν απλώς θέμα χρόνου για εμένα να ανακαλύψω τα ίχνη σου. Φυσικά, το΄΄Σημάδι΄΄ ήταν το δεξί μου χέρι σε όλο αυτό. Ένας σαγηνευτικός νεαρός άνδρας, ο οποίος θα μπορούσε με μεγάλη άνεση, να πείσει μία γυναίκα να βγει μαζί του. Ως γνωστόν, όλες σας είσαστε εύκολες και σας ενδιαφέρει η καλοπέραση. Καταλαβαίνεις τι εννοώ» τελείωσε ο Ρόυ, μα αντί για λέξεις, η Ανναλίζα προτίμησε να τον φτύσει στο πρόσωπο.

«Αν είσαι αρκετά άντρας και όχι ευνούχος, σε προκαλώ να με αφήσεις ελεύθερη και εγώ σου υπόσχομαι, πως θα σου βγάλω τα μάτια, αργά και βασανιστικά» του γρύλισε, ενώ ένα ακόμη δυνατό χτύπημα προσγειωνόταν στο πρόσωπό της και ύστερα ακόμη ένα.

Ο Ρόυ την χτυπούσε στην κυριολεξία αλύπητα, ανελέητα σχεδόν με σκοπό να την αφήσει αναίσθητη, μέχρι που η καρέκλα, πάνω στην οποία ήταν δεμένη, γλίστρησε και έπεσε πίσω, με την Ανναλίζα να χτυπά στο κεφάλι. Τότε, ένιωσε την μεταλλική και καυτή γεύση του αίματος, να ανεβαίνει απότομα και να χύνεται στο στόμα της, ενώ το σκοτάδι ξεκίνησε να την τυλίγει αργά για ακόμη μία φορά. Μέσα στην παραζάλη των συνεχόμενων χτυπημάτων, άκουσε την ήρεμη και μονότονη φωνή του Τζόναθαν, ο οποίος προέτρεπε τον Ρόυ να σταματήσει, προτού τη σκοτώσει, καθώς την χρειάζονταν για λίγο ακόμη. Στο μυαλό της ξεπήδησαν μία μία όλες οι φρικτές εικόνες του παρελθόντος της, τις στιγμές που ο Ρόυ, αφού την είχε ξυλοκοπήσει με τη δερμάτινη ζώνη, την πετούσε στο κρεβάτι τους, ματωμένη και την βίαζε μέχρι να καταλαγιάσει η κτηνώδης οργή του. Ένιωσε την κρίση πανικού, να στέκεται ένα βήμα μακριά της, έτοιμη να αγκαλιάσει την ψυχή της και να την στείλει στον Άδη. Ωστόσο, κάπου εκεί μέσα στο ερεβώδες χάος, διέκρινε τη φιγούρα της κόρης της. Η Μέλανη, ήταν για εκείνη ο μόνος λόγος για να ζει και να παλεύει ενάντια στο σκοτάδι της ζωής της.

Φτύνοντας με μανία το αίμα από το στόμα της και με τις αισθήσεις της να επανέρχονται σταδιακά, είδε τον Τζόναθαν να σηκώνει αργά αργά την καρέκλα της και να την τοποθετεί, μαζί με εκείνη, κόντρα στον τοίχο.

«Μπορεί να την γλύτωσες, όμως εγώ ξεκινώ για το σπιτάκι σου. Έχεις αφήσει κάτι εκεί που μου ανήκει. Κάτι που μου έκλεψες. Την κόρη μου» της γρύλισε ο Ρόυ και αρπάζοντας με φόρα ένα μαύρο και βρώμικο, αμάνικο μπουφάν, έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο του τρόμου, διατάζοντας τον Τζόναθαν να την προσέχει όσο αυτός θα έλειπε. «Αν στο μεταξύ γουστάρεις να περάσεις καλά, μην διστάσεις να την χρησιμοποιήσεις. Εξάλλου, γι' αυτόν τον σκοπό είναι» του πέταξε καθώς αποχωρούσε, κάνοντας την Ανναλίζα, να επιθυμήσει να αδειάσει όλο το περιεχόμενο του στομαχιού της στο πάτωμα.

Δίχως να την ενδιαφέρει ούτε στο ελάχιστο, η απειλητική παρουσία του Τζόναθαν, ο οποίος στεκόταν παγωμένος στην άλλη άκρη του δωματίου, έφερε στο μυαλό της, την μοναδική, ελπιδοφόρα εικόνα, που θα μπορούσε να ανακαλέσει. Τον Έρικ. Ήταν βέβαιη, πως ο Έρικ θα προστάτευε την Μέλανη και το γεγονός πως ήταν νεκρός, βοηθούσε ιδιαιτέρως την κατάσταση. Παίρνοντας μία κοφτή ανάσα, καθώς το στήθος της πονούσε φριχτά, γύρισε το βλέμμα της και κοίταξε τον χώρο γύρω της. Ήταν ασφυκτικά κενός, με ένα μονάχα ξεχαρβαλωμένο κρεβάτι πεταμένο στον απέναντι τοίχο και την καρέκλα στην οποία καθόταν. Κοίταξε την σκυφτή φιγούρα του Τζόναθαν με μίσος και του ούρλιαξε :

«Σε μισώ παλιοκάθαρμα! Θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά, αν καταφέρω να βγω από εδώ μέσα ζωντανή. Σου ορκίζομαι, πως αν πάθει κάτι το κοριτσάκι μου, θα γυρίσω με τη μορφή του στοιχειού, προκειμένου να σε εκδικηθώ!»

Σε αυτά τα λόγια, για πρώτη φορά, έπειτα από αρκετή ώρα, ο Τζόναθαν έστρεψε το βλέμμα του και κάρφωσε τις κυανές του λίμνες, στις δικές της καστανές. H Ανναλίζα, προσπάθησε για μερικά δευτερόλεπτα, να ζυγίσει τον άντρα που είχε απέναντί της, γρήγορα όμως, το διερευνητικό της βλέμμα, έδωσε τη θέση του στην οργή.

«Είσαι ένα κάθαρμα, να το ξέρεις αυτό. Πώς τόλμησες να συμμαχήσεις με ένα απόβλητο της κοινωνίας, όπως ο Ρόυ;» του ούρλιαξε, μα δεν φάνηκε να τον ταράζει μήτε ο θυμός της, μήτε οι οργισμένες της κουβέντες. «Πες κάτι ρε γαμώτο! Μίλα επιτέλους! Τόση ώρα στο καφέ, δεν έβαζες γλώσσα μέσα σου. Αλλά τι λέω; Είμαι βέβαιη, πως ο Ρόυ σου τα έσκασε χοντρά για να παραστήσεις τον σαγηνευτικό μου συνάδελφο. Στην αληθινή σου ζωή, είσαι και εσύ ένα ψυχρό τέρας!» φώναξε ξανά η κοπέλα μέσα από πνιχτούς λυγμούς.Τότε, το αλαβάστρινο, μέχρι εκείνη τη στιγμή προσωπείο του Τζόναθαν, συσπάστηκε και τα πρώτα αμυδρά, σημάδια θυμού έκαναν την εμφάνισή τους, αυλακώνοντας, τα κατά τα άλλα τέλεια χαρακτηριστικά του. Ξεκίνησε λοιπόν, να κατευθύνεται προς το μέρος της οργισμένος, μέχρι που σταμάτησε χιλιοστά μακριά της. «Εμπρός λοιπόν, χτύπησέ με και εσύ. Δείξε μου το πόσο δυνατός και το πόσο άντρας είσαι. Έλα λοιπόν, εξάλλου, δεν μπορώ να αμυνθώ, ούτε να προβάλλω την παραμικρή αντίσταση» τελείωσε εκείνη, με τα ματωμένα της χείλη να συσπώνται από τον εκνευρισμό.

Ο Τζόναθαν ύψωσε το χέρι του, έτοιμος να την χαστουκίσει, ωστόσο, χιλιοστά πριν συναντήσει το πρόσωπό της, το τράβηξε απότομα πίσω ξεφυσώντας.

«Απλώς, σταμάτα να μιλάς» της είπε ξεκινώντας να πηγαινοέρχεται νευρικά μπροστά της.

«Τι συμβαίνει Τζόναθαν; Φοβάσαι να χτυπήσεις μία ανήμπορη γυναίκα;» του έφτυσε η κοπέλα ειρωνικά, κάνοντας τα κυανά του μάτια να γυαλίσουν επικίνδυνα.

Γρυλίζοντας, κόλλησε σχεδόν το πρόσωπό του στο δικό της.

«Στη ζωή μου, έχω περάσει αρκετό φόβο και έχω κατορθώσει να τον αντιμετωπίσω. Για όλα ευθύνεστε εσείς, οι άχρηστες μάνες που εγκαταλείπετε τα παιδιά σας στην τύχη τους. Εσύ γιατί στέρησες την παρουσία της κόρης σου από τον Ρόυ; Από όσα μου είπε, ήσουν μία ανεύθυνη!» της φώναξε αφήνοντάς την στην κυριολεξία παγωμένη.

Για πρώτη φορά, τον κοίταξε, σαν να έβλεπε κάποιον άλλο στη θέση του, κάποιον ξένο. Τι εννοούσε αναφερόμενος στις ανεύθυνες μάνες και γιατί ο Ρόυ να πλάσει μία τέτοια ιστορία; Θα μπορούσε απλά να του πει την αλήθεια και οι δύο μαζί να οργανώσουν την απαγωγή τη δική της και της Μέλανη. Γιατί να πλάσει ένα τέτοιο παραμύθι;

«Σου έχω δώσει ποτέ την εντύπωση, πως είμαι μία ανεύθυνη μητέρα ή ο Ρόυ ένας υπέροχος πατέρας; Εγώ η ίδια σου δήλωσα στο καφέ, πως η Μέλανη είναι όλη μου η ζωή. Όσο για την συμπεριφορά του πρώην άνδρα μου, δεν θα πω τίποτε απολύτως, μιλά από μόνη της» πρόφερε τραυλίζοντας.

«Θα μπορούσες να μου έχεις πει ψέματα» συνέχισε εκείνος.

«Μα, δεν μου άφησες κανένα περιθώριο, ώστε να ανακαλύψεις την αλήθεια. Έπαιξες μαζί μου, με απήγαγες και με παρέδωσες σε αυτό το άρρωστο σίχαμα. Ωστόσο, όπως λέει και μία πολύ γνωστή φράση, δείξε μου τους φίλους σου, να σου πω ποιος είσαι, έτσι δεν είναι Τζόναθαν; Και εσύ ένα άρρωστο σίχαμα είσαι, που έχεις στοχοποιήσει δίχως κάποιον εμφανή λόγο, όλες τις γυναίκες. Δεν το αποκαλείς και φυσιολογικό κάτι τέτοιο» τελείωσε και εκείνος κάρφωσε το βλέμμα του στη γη.

«Ίσως και να έχω τους προσωπικούς μου λόγους, ωστόσο αυτό δεν είναι κάτι που σε αφορά ούτως ή άλλως» της ήρθε η απάντηση και εκείνος συνέχισε «Τελικά, ίσως και να έπρεπε να σε έχω φιμώσει, θα κυλούσε πιο ευχάριστα η δουλεία του σωματοφύλακα που έχω αναλάβει» της είπε ειρωνικά.

Καθώς τον είδε να αποσύρεται και να κάθεται στο κρεβάτι απέναντί της, την πλημμύρισε μία απελπισία. Ένα συναίσθημα που γυρνούσε σαν μία απειλητική θηλιά γύρω από τον λαιμό της. Γύρισε το βλέμμα της αργά, προς το μοναδικό παράθυρο που διέθετε το δωμάτιο. Έξω είχε νυχτώσει, όχι πως για εκείνη είχε καμιά σημασία αυτό. Εξάλλου, κατά πως φαινόταν, δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά το φως του ήλιου. Ο άντρας απέναντί της, ήταν ψυχρός και αποφασισμένος. Για κάποιον λόγο, οι γυναίκες λειτουργούσαν σαν κόκκινο πανί και αυτός άλλωστε ήταν και ο βασικός λόγος, που είχε συμμαχήσει με τον Ρόυ. Μολαταύτα, με τα παιδιά συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο, πράγμα που θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει υπέρ της, αν φυσικά κατόρθωνε να τον πείσει για την αλήθεια που έκρυβαν τα λόγια της.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro