Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η ψυχή μου και το σώμα μου/ part 2

Άνοιξε την πόρτα της σοφίτας λαχανιασμένος και έχοντας αφήσει πίσω του για λίγο την ίδια την Κόλαση. To κοριτσάκι βρισκόταν κουλουριασμένο ανάμεσα στα παιχνίδια της Άριελ, με τα μαλλιά της μουσκεμένα στον ιδρώτα.

«Μέλανη, είσαι καλά;» φώναξε για να δει την μικρή, αγκαλιασμένη με χιλιάδες κούκλες, να κλαίει γοερά.

«Τζόναθαν, μα χτύπησες; Τι συμβαίνει; Θα πεθάνω; Είναι εδώ αυτός;» φώναζε με λυγμούς η μικρή, ενώ το προσωπάκι της είχε γίνει ολοκόκκινο από το κλάμα.

Τότε, ο Τζόναθαν αφού κλείδωσε την πόρτα, έσυρε έναν καναπέ πίσω της και κάθισε εξουθενωμένος πάνω σε ένα χαλί, λεκιάζοντάς το με αίμα. Κοίταξε την μικρή, με μάτια που καθρέπτιζαν τον πόνο. Γιατί τα παιδιά να είναι πάντοτε τα θύματα των ανώμαλων ενήλικων, για όσους φυσικά ανήκουν στην κατηγορία; Γιατί να μην χαμογελάνε και να μην ζουν ξέγνοιαστες, παιδικές στιγμές; Τι θα έχει άραγε το παιδί αυτό να θυμάται, όταν θα μεγαλώσει; Θα γινόταν μήπως σαν εκείνον; Μία προβληματική και συναισθηματικά διαταραγμένη προσωπικότητα;

«Μέλανη..» της ψιθύρισε ξέπνοα και η μικρή έτεινε το χέρι της για να κρατήσει το δικό του. «Ξέρω ένα υπέροχο, ρώσικο παραμύθι που έρχεται από τα βάθη των χιονισμένων δασών της πατρίδας μου» της είπε.

«Έχει μέσα πρίγκιπες;» ρώτησε παραπονεμένα η μικρή.

«Έχει πολλούς» της απάντησε.

«Έχει εσένα;» ρώτησε ξανά εστιάζοντας στα εντυπωσιακά του χαρακτηριστικά.

«Να θυμάσαι πως όλο αυτό, είναι σαν τις άσχημες στιγμές των παραμυθιών. Σύντομα θα τελειώσει και θα έχει καλό τέλος. Απλώς μερικές φορές οι δράκοι, είναι λίγο δυνατοί και φέρνουν αντίσταση. Θα τον νικήσουμε όμως» της είπε.

«Στα παραμύθια όμως, οι πρίγκιπες μένουν, ενώ εσύ θα φύγεις. Το ξέρω πως θα φύγεις, όπως και ο μπαμπάς Έρικ. Όλοι φεύγουν στο τέλος και με αφήνουν μόνη μου» του είπε και βουβά δάκρυα αυλάκωσαν το πρόσωπό της.

Κάπου είχε ξανανιώσει αυτό το συναίσθημα. Το συναίσθημα της εγκατάλειψης από όλους.

«Θα προσπαθήσω να μείνω, αλλά δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτε. Ίσως κάποια μέρα, έρθεις να σου δείξω τα υπέροχα κτίρια με τις πολύχρωμες εκκλησίες της Μόσχας» τελείωσε και ένα δυνατό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα.

«Ο δράκος!» αναφώνησε η μικρή.

«Κρύψου και θα τον αναλάβω εγώ. Έχω ένα κρυφό, μαγικό σπαθί» της είπε χαμογελαστός ο Τζόναθαν και πήρε θέση έτοιμος να αντιμετωπίσει αυτό που σύντομα θα ερχόταν.

Η πόρτα συνέχισε να χτυπά με μανία και να προσπαθεί να ανοίξει.

«Το φάντασμα το τακτοποίησα, τώρα είναι η σειρά σου σημαδεμένε! Σου υπόσχομαι πως δεν θα βγεις ζωντανός, ούτε εσύ, ούτε αυτό το βρωμιάρικο που κρύβεις!» συνέχισε να ουρλιάζει ο Ρόυ και ο Τζόναθαν, αρπάζοντας από την τσέπη του παντελονιού του τον σουγιά, τον κράτησε σφιχτά, προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του, προκειμένου να μην χάσει τον στόχο. Ο ιδρώτας κυλούσε αργά στο πρόσωπό του και η ανάσα του έβγαινε κοφτή. Δεν έπρεπε να αστοχήσει.

Τη στιγμή που ο Ρόυ εισέβαλε με φόρα, τρελαμένος και γεμάτος αμυχές και σημάδια σε όλο του το σώμα, ο Τζόναθαν εκτόξευσε τον σουγιά με στόχο την καρδιά του. Η κίνηση ήταν απότομη και σβέλτη, βρίσκοντάς τον στο στήθος και κάνοντάς τον να πέσει μπροστά. Ο νεαρός τότε, πλησίασε, μα σύντομα διαπίστωσε πως είχε αστοχήσει. Ο Ρόυ άρπαξε το όπλο από το πάτωμα και πετάχτηκε όρθιος ξανά, με το μαχαίρι μπηγμένο σε ένα σημείο του στήθους, το άλικο αίμα να κυλά τόσο από την πληγή όσο και από το στόμα του, σημαδεύοντας τον Τζόναθαν στο κεφάλι.

«Έχεις τελειώσει και το γνωρίζεις» του τόνισε τις λέξεις μία προς μία.

«Σκάσε Ρόυ!» άκουσε μία γυναικεία φωνή από πίσω του, για να γυρίσει και να δει την Ανναλίζα, να κρατά ένα από τα όπλα που βρήκε, από τους άντρες που τον συνόδευαν. «Ειλικρινά, ζούσα και ανέπνεα για την στιγμή που θα άνοιγα μία μεγαλοπρεπέστατη τρύπα στη μέση του κρανίου σου» του γρύλισε.

«Είσαι τόσο άχρηστη, που ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις» της έφτυσε και με μία κίνηση, την οποία η Ανναλίζα δεν μπόρεσε να δει, της πέταξε το όπλο από το χέρι.

Με σβέλτες κινήσεις, η κοπέλα έτρεξε να το πιάσει, μα ο ήχος της έτοιμης σκανδάλης, έκανε τον Τζόναθαν να κινηθεί ταχύτατα. Τη στιγμή που η σφαίρα εκτοξευόταν από το όπλο με στόχο την Ανναλιζα, ο Τζόναθαν έβαλε το σώμα του ασπίδα, με αποτέλεσμα η σφαίρα να τον διαπεράσει. Αίμα ξεπήδησε από το στόμα του, ρίχνοντάς τον αναίσθητο. Η Ανναλίζα θολωμένη, μα πατώντας πάνω στην ταραχή και τον αποπροσανατολισμό του Ρόυ, εξαιτίας της έκβασης των γεγονότων, άρπαξε το περίστροφο και τον σημάδεψε. Δίχως καθυστέρηση, πυροβόλησε και έπειτα ξανά και ξανά, μέχρι να τον δει να χάνεται και παραπατώντας να πέφτει από το παράθυρο της σοφίτας, κάνοντας θρύψαλα τα τζάμια.

Το μόνο που άκουσε έπειτα, μέσα στην ανατριχιαστική ησυχία που είχε άξαφνα απλωθεί γύρω της, ήταν ένα ΄΄μαμά΄΄ που την τράβηξε απότομα έξω από τον ζοφερό της εφιάλτη. Η Ανναλίζα, γονάτισε μπροστά στο κοριτσάκι που σχεδόν είχε παραλύσει, χαϊδεύοντας με ορμή τα φλογερά της μαλλιά και σκουπίζοντας με τρυφερότητα τα δάκρυα που μούσκευαν το προσωπάκι της.

«Όλα τελείωσαν πια» της είπε ψιθυριστά, όταν η μικρή πρόσεξε το πεσμένο σώμα του νεαρού.

«Τζόναθαν!» ούρλιαξε «Τι σου έκανε ο δράκος; Μίλησέ μου! Μαμά, γιατί δεν απαντά;» ξεκίνησε τις ερωτήσεις η μικρή, με την Ανναλίζα να τρέχει προς το μέρος του έντρομη.

«Τζόναθαν, απάντησέ μου σε παρακαλώ» του είπε, σκουντώντας τον ξανά και ξανά.

Η μπλούζα του είχε μουσκέψει στο αίμα, εξαιτίας της πληγής που είχε ανοίξει η σφαίρα, ενώ από το στόμα του κυλούσε ένα λεπτό, ερυθρό ρυάκι. Η κοπέλα τότε, κράτησε το χέρι του, το οποίο εξακολουθούσε να είναι ζεστό.

«Όχι, δεν έχεις χαθεί ακόμη...» ψιθύρισε εκείνη και αρπάζοντας το χέρι της Μέλανη, ξεκίνησε να κατεβαίνει τα σκαλιά, αναζητώντας απεγνωσμένα τον Έρικ.

«Ανναλίζα, Μέλανη!» άκουσε την φωνή του, για να τον δει πεσμένο στο κεφαλόσκαλο. «Σε παρακαλώ, μάζεψε με την ηλεκτρική σκούπα το αλάτι γύρω μου. Δεν μπορώ ούτε να αναπνεύσω» της είπε ικετευτικά και η Ανναλίζα, έτρεξε αμέσως να βρει την ηλεκτρική συσκευή. Λίγα λεπτά αργότερα, η χλωμή φιγούρα του Έρικ, κινήθηκε ταχύτατα και την αγκάλιασε. Τα μέτωπά τους ενώθηκαν και ο ίδιος απίθωσε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη της, δίχως να την αποχωρίζεται λεπτό από την αγκαλιά του.

«Είστε καλά; Τι συνέβη εκεί επάνω;» τη ρώτησε με αγωνία.

«Ο Ρόυ είναι νεκρός, τον σκότωσα εγώ μα δεν έχουμε καθόλου χρόνο. Ο Τζόναθαν πεθαίνει» είπε η κοπέλα με φωνή που έτρεμε.

«Τι έκανες; Μα..πεθαίνει;» πήγε να ψελλίσει ο Έρικ.

«Δεν γινόταν διαφορετικά. Θα με σκότωνε, εμένα και το παιδί μου. Ωστόσο, το γεγονός πως είμαι ακόμη ζωντανή, το χρωστώ στον Τζόναθαν» του είπε και εκείνος στο άκουσμα του ονόματος σκοτείνιασε. «Πρέπει να τον βοηθήσουμε Έρικ, θα πεθάνει. Σε παρακαλώ, πες μου ποιόν να καλέσω;» του είπε σχεδόν ασθμαίνοντας.

«Θα καλέσεις ένα πρώην συνάδελφό μου. Είναι χειρούργος και μάλιστα πολύ καλός. Δεν γνωρίζω εάν η σφαίρα έχει τραυματίσει ζωτικά όργανα, ή πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση. Εξάλλου, σύντομα θα έρθει και η αστυνομία. Με δύο πτώματα και έναν άντρα αναίσθητο, τα πράγματα θα είναι δύσκολα για εσένα. Λυπάμαι που δεν ζω για να σε βοηθήσω» της είπε και ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν.

«Έρικ...λυπάμαι τόσο για την μητέρα σου. Το έμαθα από τις ειδήσεις» του είπε.

«Την είδα. Είδα την ψυχή της να φεύγει, καθώς πέρασε από εδώ. Ίσως και να είναι καλύτερα έτσι. Ίσως τώρα να βρίσκεται μαζί με την εγγονή που τόσο πολύ αγαπούσε» τελείωσε εκείνος, ενώ λίγο αργότερα, η περιοχή είχε κατακλυστεί από ασθενοφόρα και αστυνομικά οχήματα.

Την μητέρα και το παιδί, καθώς και τον Τζόναθαν, τους μετέφεραν εσπευσμένα στο νοσοκομείο, με τον νεαρό να οδηγείται στα επείγοντα για άμεσο χειρουργείο. Ήταν η πρώτη φορά, που ο Έρικ είχε κατορθώσει να βγει επιτέλους από το σπίτι, επιστρέφοντας εκ νέου στον επαγγελματικό του χώρο, προκειμένου να επιβλέπει, έστω και αόρατος την δύσκολη χειρουργική επέμβαση. Η σφαίρα, είχε παραμείνει κρυμμένη στο σώμα του νεαρού, περνώντας δίπλα ακριβώς από την καρδιά του. Η τύχη του, άγγιζε κυριολεκτικά τα όρια του θαύματος, καθώς αν είχε μετακινηθεί έστω και ένα εκατοστό, θα τον σκότωνε ακαριαία. Η Μέλανη, βρισκόταν κλεισμένη σε ένα δωμάτιο, με την συντροφιά παιδοψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, προκειμένου να καταγράψουν την ψυχική κατάσταση του παιδιού, ενώ η Ανναλίζα έδινε πολύωρη κατάθεση στην αστυνομία, εξηγώντας την ιστορία της ζωής της από την αρχή. Χρειάστηκε να διακόψει ωστόσο την αφήγησή της πολλές φορές, καθώς η κρίση πανικού, ήταν μονάχα ένα βήμα πριν την καταλάβει και της στερήσει την αναπνοή. Εξαιτίας των απανωτών σοκ και της χρόνιας κακοποίησης, οι γιατροί της πρότειναν, να συνεχίσει να παίρνει για ένα διάστημα τα ηρεμιστικά της χάπια, προκειμένου να κοιμάται ήσυχη τα βράδια και κατόπιν, με συνεχή ψυχολογική υποστήριξη, θα κατάφερνε στο μέλλον να αποδεσμευτεί από αυτά.

Είχε περάσει ένα εικοσιτετράωρο και η Ανναλίζα, καρτερούσε τον Έρικ, προκειμένου να της πει τα νέα της έκβασης του χειρουργείου. Τότε, είδε μία σκιά να γλιστρά από την πόρτα και τον Έρικ να εμφανίζεται σκυθρωπός.

«Τι συνέβη;» τον ρώτησε ταραγμένη.

«Ανναλίζα, το χειρουργείο, ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο και επικίνδυνο για την ζωή του, ιδίως εξαιτίας του γεγονότος, πως έπρεπε να αφαιρέσουμε μία σφαίρα κοντά στο σημείο της καρδιάς. Διήρκεσε υπερβολικά πολλές ώρες, ωστόσο τα καταφέραμε. Ο Τζόναθαν εξακολουθεί να βρίσκεται στην εντατική και η κατάστασή του παραμένει σταθερή, μα κρίσιμη. Ελπίζω να...τα καταφέρει» της απάντησε κάπως σφιγμένα.

«Ξέρω πως δεν τον συμπαθείς και διόλου σε αδικώ» του είπε η Ανναλίζα.

«Η αλήθεια, δεν τον εμπιστεύομαι. Είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος εξαιτίας των τραυμάτων της ζωής του, μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή επικίνδυνος για τους άλλους. Ωστόσο, με την βοήθεια ειδικών, μα πάνω από όλα, με δική του θέληση, υπάρχει περίπτωση να υπάρξει μία κάποια αλλαγή. Αναγνωρίζω όμως, πως έβαλε το σώμα του ασπίδα για εσένα, προκειμένου να ζήσεις και να μην μείνει ορφανό το κοριτσάκι σου. Πιστεύω πως αυτή η σκέψη κυριάρχησε στο μυαλό του και αποφάσισε να σε σώσει» συνέχισε ο Έρικ.

«Είχα και εγώ την ίδια ακριβώς θεωρία» πρόφερε σκεπτική η κοπέλα και συνέχισε « Θα μπορούσα έστω και για λίγο να τον δω;» ρώτησε τον Έρικ αμήχανα.

«Μόνο για λίγο, καθώς ο χώρος της εντατικής, έχει ωράρια και επίσης, κανείς δεν θέλει να ρισκάρει μία ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, έπειτα από ένα τόσο δύσκολο χειρουργείο. Θα χρειαστεί να λάβεις μερικά μέτρα» της απάντησε κάπως ψυχρά και η Ανναλίζα μπορούσε να τον δικαιολογήσει.

Αισθανόταν για κάποιον παράξενο λόγο, πως έχανε την μάχη με τους ζωντανούς και με την ίδια την ύπαρξη, πράγμα που του δημιουργούσε ανασφάλεια. Ήθελε να είναι ο πρωταγωνιστής της, μα ήξερε πως αργά ή γρήγορα θα έπαιζε και την τελευταία πράξη του δράματός του.

Η Ανναλίζα φορώντας ειδική μάσκα, εισήλθε στο δωμάτιο που βρισκόταν ο Τζόναθαν διασωληνωμένος. Το πρόσωπό του, φαινόταν γαλήνιο για πρώτη φορά στη ζωή του, ενώ τα μάτια του παρέμεναν ερμητικά κλειστά.

«Τζόναθαν;» ψιθύρισε η κοπέλα, δίχως να καρτερά από τον ίδιο κάποια απάντηση.

Έμεινε για λίγα μόνο λεπτά δίπλα του, δίχως να μιλά, προσπαθώντας όμως να σκεφτεί τι ένιωθε και πώς ένιωθε στη θέα αυτού του ανθρώπου. Κατέληξε πως δεν της προκαλούσε φόβο, μήτε αποστροφή. Ίσως κάποια ανασφάλεια, καθώς δεν γνώριζε ακόμη τα όριά του. Δεν γνώριζε τι ανεχόταν και τι όχι. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να σηκωθεί, ένιωσε ένα στιγμιαίο, απαλό άγγιγμα στο δάχτυλο του χεριού της. Κατέβασε το βλέμμα της διστακτικά και αντίκρυσε τα δύο δάχτυλα του νεαρού, να βαστούν ανάλαφρα το ένα δικό της. Έμεινε για λίγο να κοιτά το θέαμα, δίχως να σπάει την μεταξύ τους επαφή. Κατόπιν, παραμέρισε το χέρι του απαλά, σηκώθηκε και κίνησε προς την πόρτα. Ήταν η ώρα να πάρει την Μέλανη.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro