Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Βγες από τις σκιές/ part 3

Δειλά και απρόθυμα, άρπαξε το παγωμένο του χέρι και σηκώθηκε, όταν άκουσε φωνές προερχόμενες μέσα από το σπίτι.

«Θεέ μου, το παιδί μου! Τι θα κάνω αν με δει έτσι;» μονολόγησε, όταν είδε την μικρή να τρέχει προς το μέρος της τρομοκρατημένη.

«Μαμά, πού ήσουν; Σε φώναζα!» της είπε έντρομη, όταν κάρφωσε εκστασιασμένη τα μάτια της στον άνδρα που στεκόταν παγερά δίπλα της «Κύριε Έρικ; Επιτέλους σε βλέπω. Τι έπαθε η μαμά μου;» τον ρώτησε και εκείνος την κοίταξε ψυχρά.

«Η μαμά σου, αποφάσισε να κάνει νυχτιάτικα επίδειξη των γυμναστικών ικανοτήτων της και θαρρώ πως όλο και κάποιον βράχο σφιχταγκάλιασε στο διάβα της» μούγκρισε, κάνοντας όμως την μικρή να γελάσει.

«Έπεσα μωρό μου» της είπε και η Ανναλίζα.

«Αμαν βρε μαμά πλέον, αύριο ξεκινώ σχολείο, πώς θα σε παρουσιάσω έτσι στους νέους μου φίλους;» της είπε παραπονιάρικα, αλλά η κοπέλα δεν απάντησε. Το μυαλό της ήταν καρφωμένο στην θωριά του άντρα, ενώ έπρεπε να συνηθίσει στην ιδέα πως ζώντες και νεκροί, συνυπήρχαν μερικές, άτυχες στιγμές.

«Αύριο αγάπη μου πρέπει να φύγουμε, έτσι δεν είπαμε;» γύρισε στη Μέλανη ξανά και το κορίτσι κοίταξε τον Έρικ.

«Μας διώχνεις; Γιατί; Εγώ σου υποσχέθηκα να παίζω ήρεμα και τα παιχνίδια της Άριελ, είναι σαν καινούργια. Τα προσέχω όσο τα μάτια μου. Γιατί κύριε Έρικ μας διώχνεις;» τον ρώτησε πληγωμένα και για πρώτη φορά, η άκαμπτη καρδιά του, εμφάνισε μία ανεπαίσθητη ρωγμή. Δεν ήθελε να πληγώσει το παιδί, ήταν ακρότητα. Δεν έφταιγε η Μέλανη για την απουσία της δικής του κόρης και ας της έμοιαζε τόσο φριχτά πολύ και ας τον πλήγωνε όλο αυτό. Μολαταύτα, δεν ήταν έτοιμος να ρίξει ακόμη όλα του τα τείχη.

«Μπορείτε να μείνετε, αρκεί να είστε διακριτικές» είπε στο τέλος.

«Και μπορώ να παίζω επάνω μαζί σου;» συνέχισε η Μέλανη.

«Μαζί μου, όχι, αλλά με τα παιχνίδια ναι, αρκεί να τηρείς την συμφωνία μας» της είπε και γύρισε για να κοιτάξει την Ανναλίζα «Και όχι δεσποινίς, δεν είμαι κανένας ανώμαλος από τον οποίο κινδυνεύει το παιδί σας. Έχω και εγώ παιδί ξέρετε, το οποίο λατρεύω. Δεν θα έκανα ποτέ μου κακό στο κορίτσι σου» τελείωσε και η Ανναλίζα ανατρίχιασε. Είχε διαβάσει τις σκέψεις της; Τις άκουγε; Αναστέναξε, μα καθώς η μικρή ήταν βυθισμένη στις δικές της σκέψεις, η μορφή του Έρικ, αργά προχώρησε στο σκοτάδι, μέχρι που η ημιδιάφανη φιγούρα του έσβησε στον εβένινο ορίζοντα. Τη μία στιγμή τον έβλεπε, επικοινωνούσε μαζί του και την άλλη είχε φύγει.

΄΄Θεέ μου..΄΄ ήταν η μόνη κουβέντα που ξέφυγε από τα χείλη της.

-------------------

Βαστώντας σφιχτά ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι και με το στριφτό τσιγάρο να κρέμεται άχαρα, μισοκαμμένο, στα ξεφλουδισμένα του χείλη, ο Ρόυ κλωθογυρνούσε στο αρρωστημένο του μυαλό, τον τρόπο που θα έκανε την Ανναλίζα να πληρώσει. Θολωμένος και μαστουρωμένος, όπως τις πλείστες των φορών, χωμένος σε ένα κακόφημο μπαράκι του Λονδίνου, καρτερούσε την παρέα του. Τα μάτια του ωστόσο, ξεχύνονταν λαίμαργα στα γυμνά πόδια των γυναικών που κυκλοφορούσαν, σερβίροντας την πελατεία. Άξαφνα, το φθονερό του βλέμμα, καρφώθηκε στην πόρτα και στον άντρα με την μαύρη καπαρντίνα που έμπαινε μέσα, με έκδηλη τη θυμηδία στο σκληροτράχηλο πρόσωπό του. Ο συγκεκριμένος νεαρός, κρυμμένος τώρα στις σκιές του τόπου νυχτερινής διασκέδασης, συγκέντρωνε στην προσωπικότητά του, μία απόκοσμη αντίθεση. Μία υπερβολικά όμορφη εμφάνιση, με ένα πολύ σκοτεινό παρελθόν. Ένα παρελθόν που κανένας δεν γνώριζε από πού ξεκινούσαν οι ρίζες του, παρά μονάχα πως ο συγκεκριμένος, ήταν ίσως ο πιο διάσημος έμπορος ναρκωτικών που κυκλοφορούσε.

«Τι έγινε Ρόυ, έχασες το σκυλάκι σου έμαθα;» τον ρώτησε περιπαικτικά καθώς πλησίαζε περήφανα και εκείνος τον άρπαξε βίαια από τον γιακά.

«Σε εμένα δεν χωράνε οι ειρωνείες και βάλε το καλά στο μυαλό σου. Το σκυλάκι μου θα το ξαναβρώ και σου υπόσχομαι πως θα μετρήσω πάνω στο κορμί της, εκατό σημάδια σβησμένων τσιγάρων. Θα το μετανιώσει που με ταπείνωσε έτσι. Όχι τίποτε άλλο, αλλά φοβάμαι μήπως αργά ή γρήγορα, ξεκινήσουν οι αδιάκριτες ερωτήσεις στο οικογενειακό μου περιβάλλον και άντε να μαζέψεις τον χαμό που προκάλεσε αυτή η σκύλα και η μικρή που σέρνει μαζί της» τελείωσε,

Ο άντρας απέναντί του, αναδεύτηκε στη θέση του. Η αλήθεια, για την γυναίκα του δεν έδινε δεκάρα, ωστόσο δεν του άρεσε να ακούει άσχημα λόγια για το παιδί. Στην τελική, ένα παιδί δεν είναι υπεύθυνο για της επονείδιστες πράξεις των ενηλίκων. Ένα παιδί αποζητά μονάχα προστασία και σιγουριά.

«Εντάξει Ρόυ, μα η Μέλανη δεν φταίει σε κάτι» πήγε να πει, όταν είδε το χέρι του άνδρα να μπήγεται σχεδόν με μανία στο ξύλο του τραπεζιού, εξοργίζοντάς τον. Δεν του άρεσαν οι απότομες κινήσεις. Του προκαλούσαν εκνευρισμό.

«Δεν μου καίγεται καρφί για το μικρό παράσιτο. Εξάλλου, δεν είναι και τόσο μικρό πια» ξεκίνησε και ο άλλος γούρλωσε τα μάτια του.

«Δεν μπορεί να σκέφτεσαι να... Σε προειδοποιώ...» γρύλισε ο νεαρός.

«Σκάσε! Οι δικές μου σκέψεις δεν σε αφορούν. Εξάλλου, πληρώνεσαι και με το παραπάνω, προκειμένου να κρατάς το στόμα σου κλειστό. Φυσικά και δεν σκέφτομαι τίποτε το κακό για την κόρη μου. Λοιπόν, πίσω στα δικά μας τώρα. Δέκα χιλιάδες λίρες, σου είναι αρκετές για το σχέδιό μας; Πρόσεξε, γιατί είναι όλες μου οι οικονομίες και δεν θα δεχτώ το σενάριο της αποτυχίας. Αν και έχω ένα καλό προαίσθημα πως θα πάει κάτι παραπάνω από καλά» πρόφερε ο Ρόυ κλείνοντάς του το μάτι.

Ο άντρας άπλωσε το χέρι του διστακτικά και πήρε τον λευκό, λεκιασμένο από το ποτό και τις στάχτες φάκελο.

«Μείνε ήσυχος αφεντικό. Κάποιες πηγές μου λένε, πως τα ίχνη της δεν είναι και πολύ μακριά και αυτές οι πηγές να ξέρεις, σπάνια κάνουν λάθος»

«Άψογα. Φέρε μου τη σκύλα και θα σκεφτώ την επιπλέον ανταμοιβή σου. Νομίζω, πως θα σε αφήσω να συμμετέχεις και εσένα στα όργια» τελείωσε και οι δυο τους ξεκίνησαν να γελούν σατανικά.

Η μουσική συνέχιζε να παίζει και οι άντρες επιδόθηκαν σε αυτό που ήξεραν καλύτερα. Το γλοιώδες καμάκι των παρευρισκόμενων γυναικών.

------------------

Το πρωί, βρήκε την Ανναλίζα πιο εξουθενωμένη από ποτέ. Ο ύπνος της ήταν ελάχιστος και κάκιστης ποιότητας. Ωστόσο, ήξερε πως ήταν η πρώτη μέρα της Μέλανη στο τοπικό σχολείο και η πρώτη δική της στη δουλειά. Σηκώθηκε μαγκωμένη και κατευθύνθηκε στο παιδικό δωμάτιο. Χτύπησε την πόρτα διακριτικά, μα κανείς δεν απάντησε. Όταν την άνοιξε, με τρόμο διαπίστωσε πως το κρεβάτι ήταν κενό.

«Μέλανη!» ξεκίνησε να φωνάζει,μα απάντηση δεν ερχόταν.

Το κοριτσάκι, είχε κλειδωθεί στον απαγορευμένο όροφο, αγκαλιά με τον νέο της φίλο, τον Ορφέα, το μικρό, κυανό πόνυ της. Καθόταν επί ώρες ανακούρκουδα, ανάμεσα σε μία ντουζίνα παιχνίδια, αρνούμενη πεισματικά να πάει σχολείο.

«Η μητέρα σου, σε φωνάζει» άκουσε τη γνωστή πια φωνή του Έρικ.

«Δεν θέλω να πάω σχολείο» του είπε.

Τότε, για πρώτη φορά, ο Έρικ εμφανίστηκε μέσα από τις σκιές και έκατσε οκλαδόν απέναντι από την μικρή.

«Για ποιόν λόγο;» τη ρώτησε.

«Αν σου πω, θα με πιάσει πάλι..» απάντησε η Μέλανη.

«Τι θα σε πιάσει;» συνέχισε να τη ρωτά.

«Αυτό το πράγμα το παράξενο. Που κάθε φορά, φοβάμαι πως θα πεθάνω. Οι κρίσεις πανικού, που εξαιτίας τους τα παιδιά στο άλλο μου σχολείο, με φώναζαν φρικιό» του απάντησε και ο Έρικ την κοίταξε με ενδιαφέρον.

«Ας ξεκινήσουμε από μία μεγάλη αλήθεια, πως είσαι υγιής και δεν πρόκειται να πάθεις απολύτως τίποτε. Η κρίση πανικού σου, προέρχεται από κάποιον φόβο. Τι φοβάσαι;» την ρώτησε.

«Τον μπαμπά και όλα όσα μπορεί να κάνει σε εμένα και τη μαμά. Όλα όσα μας έκανε» πήγε να του πει και ξεκίνησε να βαριανασαίνει, σαν να της κοβόταν η αναπνοή. Τότε, ο Έρικ έτρεξε, γονάτισε μπροστά της και την πήρε απότομα αγκαλιά.

«Μέλανη, κοίταξέ με. Ο πατέρας σου δεν είναι εδώ και δεν πρόκειται να έρθει. Κάθε φορά που φοβάσαι, να θυμάσαι την ιστορία που θα σου αφηγηθώ και την οποία την έλεγα και στην Άριελ, όταν φοβόταν τα βατράχια κοντά στο ποτάμι. Μία φορά και έναν καιρό, ήταν μία καμηλοπάρδαλη, που την έλεγαν Νεφέλη. Αν και καμηλοπάρδαλη, φοβόταν πολύ τα ύψη και έτσι δεν σήκωνε ποτέ της το κεφάλι. Φαντάζεσαι πόσο πολύ την κορόιδευαν οι φίλοι της. Μία ημέρα όμως, η μαμά της, της είπε μία σοφή κουβέντα : να παίρνει θάρρος και κουράγιο από όλα όσα δεν φοβάται και να μην δίνει σημασία στον ένα και μοναδικό της φόβο, γιατί είναι δυνατή και ατρόμητη καταβάθος. Έτσι σιγά σιγά, η Νεφέλη, παίρνοντας θάρρος από τα δυνατά της σημεία, καταπολέμησε κάθε τι που την κρατούσε πίσω. Το ίδιο να κάνεις και εσύ. Να σκέφτεσαι όλα όσα δεν φοβάσαι, παλεύοντας να νικήσεις εκείνο το ένα, που σε κάνει να νιώθεις άσχημα και που δεν υπάρχει πια» τελείωσε.

Τα μάτια του κοριτσιού στράφηκαν επάνω του με αγάπη και τρυφερότητα. Τα δικά του επίσης την επεξεργάστηκαν, με τα χέρια του να παραμένουν τυλιγμένα σφιχτά γύρω από το λεπτό της κορμάκι. Πόσο του έλειπε η αίσθηση της αγκαλιάς; Πόσο του έλειπε το μικρό του αγγελούδι; Η λαβή του έσφιξε προστατευτικά και το παγωμένο του μάγουλο, ακούμπησε στο παιδικό της κεφαλάκι. Από την χαραμάδα της πόρτας, η Ανναλίζα κοιτούσε τώρα με δάκρυα συγκίνησης να μουσκεύουν τα μάγουλα της, το θέαμα αυτό. Μία εικόνα που σε μία άλλη ζωή, είχε ονειρευτεί για εκείνη και για το παιδί της.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro