Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Πρωτοχρονιά

Κωνσταντινούπολη, Χειμώνας 1940
Ο Γιάννης έριξε δύο κουταλιές καφέ μέσα στο νερό που σιγόβραζε στο μπρίκι. Ησυχία επικρατούσε μέσα στο δίπατο σπίτι που βρισκόταν κοντά στον κήπο της πλατείας Ταξίμ φτιαγμένο από ξύλο βαμμένο σε μια απαλή απόχρωση του ροζ. Δεν του έκανε καρδιά να σηκώσει πρωί - πρωί την Αννούλα του. Κοίταξε την μεγάλη κουζίνα ντυμένη με την πράσινη ταπετσαρία που ταίριαζε απίστευτα με το καθαρό πάτωμα, το μεγάλο τραπέζι από ξύλο τριανταφυλλιάς και τις καρέκλες με τα απαλά λευκά καλύμματα. Όλα παστρικά βαλμένα σαν σε στρατιωτική παράταξη ακόμη και οι κουτάλες με τα μικρά σκεύη που γυάλιζαν στις ηλιαχτίδες του χειμωνιάτικου ήλιου, μαρτυρούσαν την νοικοκυροσύνη και το μεράκι της γυναίκας του την οποία λάτρευε.
Τόσα είχε και αυτή η καψερή η κυρά του στο νου της... Πότε προλάβαινε να καθαρίζει, πότε να μαγειρεύει, πότε να ετοιμάζει τα προικιά για τον γάμο της πρωτότοκης, πότε να ανασαίνει... Καμάρι την είχε την οικογένεια του ο ροδομάγουλος, κομμάτι παχύς Γιάννης με τα μαύρα μαλλιά, το περιποιημένο μουστάκι και το ανοιχτόκαρδο γέλιο. Μπορεί να μην είχε περιουσίες τρανταχτές μα την αγάπη της γυναίκας και των κοριτσιών του, το αίσθημα να επιστρέφει μέσα στην ζεστή αγκαλιά του σπιτιού όπου τον περίμεναν η γυναίκα μαζί με τα δύο τους παιδιά δεν την αντάλασσε με τίποτε άλλο στον κόσμο.
Ο γάμος της πρωτότοκης κόρης του, της Εύας... Ξανά αυτό το πλάκωμα στο στήθος, αυτή η ανησυχία που την ένιωθε να απλώνεται και να τυλίγεται σαν θηλιά γύρω από τον λαιμό του.
Άκουγε για τον πόλεμο που γινόταν στην Ελλάδα, για τα παλικάρια που κράταγαν γερά πάνω στης Αλβανίας τα χώματα τους Ιταλιάνους μα αλίμονο ... Τα νέα δεν ήταν και τόσο καλά... η Γερμανία καραδοκούσε σαν πεινασμένος λύκος να πάρει πίσω την χαμένη της υπερηφάνεια ενώ τα μυαλά των Τούρκων έπαιρναν αέρα κάνοντας τα δικά τους σχέδια για την εξόντωση των μειονοτήτων με το πρόσχημα της ομογένειας παίρνοντας παράδειγμα από τα καμώματα του τρελού του Χίτλερ που άφησε την ματωμένη του αλετριά στο Βερολίνο εξαπλώνοντας την σε όλο τον κόσμο σαν θανατηφόρα αρρώστια που ξεκινούσε πρώτα από το μυαλό με τις ναζιστικές ιδέες περί Αρίας φυλής, έπειτα στόχευε στην καρδιά τα θύματα της όπως έγινε στο μακελειό του Εβραϊκού πληθυσμού σε Βερολίνο και Αυστρία στο πογκρόμ της Νύχτας των Κρυστάλλων το 1939. Τέτοια και χειρότερα θα ήταν τα μαρτύρια του Ελληνισμού που κρατούσε στα χέρια του την οικονομία της Βασιλεύουσας κάτι το οποίο κακοφαινόταν στην πλειοψηφία του τουρκικού πληθυσμού. Αμ, το άκουγε τα απογεύματα στους καφενέδες πίνοντας τον καφέ του , το διάβαζε στις εφημερίδες, το ένιωθε στο απειλητικό βλέμμα του Έρεν ενός παντοπώλη που έφερνε παλαιότερα τα ψώνια στο κατώφλι του σπιτιού τους ξεκλέβοντας λίγες στιγμές με την Εύα που έβρισκε μια δικαιολογία για να του κλείσει την πόρτα στα μούτρα μα από τότε ευτυχώς που λογοδόθηκε η κόρη του με έναν αξιόλογο άντρα μέσω της προξενήτρας, έπαψαν τα σούρτα-φέρτα. Όλοι το έβλεπαν το σκοτεινό μαύρο σύννεφο με την χατζάρα που έκρυβε στα σπλάχνα του, μα κανείς δεν παραδεχόταν να φύγει από τη δική τους Πόλη. Από την μία η υπερηφάνεια μα από την άλλη η ευθύνη που είχε απέναντι στην οικογένεια του δεν μπορούσαν να αφήσουν ήσυχο τον Γιάννη τις νύχτες. Φοβόταν, μα δεν το έδειχνε. Μα δεν θα επέτρεπε να συμβεί στα δικά του παιδιά ό, τι συνέβη στην οικογένεια των γονιών του.

Με άπειρη τρυφερότητα και με δάκρυα στα μάτια του ήρθε στο νου η γλυκιά φυσιογνωμία της μητέρας του που του έδειχνε τα μυστικά της ζαχαροπλαστικής. Μικρό αγόρι σαν ήταν, όρθιο επάνω σε ένα ξύλινο σκαμνί μπροστά από την εστία όπου σε μια κατσαρόλα έβλεπε που σιγόβραζε το νερό μαζί με την ζάχαρη και τα μπαχαρικά βγάζοντας μυρωδάτους ατμούς.
««Είναι θυμωμένο επειδή του λείπει η παρέα του λεμονιού . Τώρα βάλε λίγο από αυτό για να μερέψει και να γλυκάνει το σιρόπι μας »» τον συμβούλευε με την απαλή της φωνή η μητέρα του με τα όμορφα καστανά μάτια και την ντελικάτη κορμοστασιά, με τα μαλλιά της πάντα μαζεμένα σε σινιόν και με την ποδιά της μονίμως αλευρωμένη.
Στο τραπέζι του γάμου τους, η μητέρα είχε ταΐσει συμβολικά τον γιο και την νύφη της από το περίφημο μαλεμπί της, ένα γλυκό με λευκή κρέμα και ροδόνερο τοποθετώντας ένα μπουκαλάκι με σιρόπι ανάμεσα από τα πιάτα τους, έτσι για το καλό, για να είναι γλυκιά η ζωή του ζευγαριού.
««Όλα μας τα πήρατε... όλα... Η κόρη μου δεν γνώρισε τους παππούδες της ούτε θα έχει το σιρόπι στον γάμο της. Τι κατάρα και αυτή.. γενιές ολόκληρες να ζούμε στην δική μας γη σαν ξένοι»» μουρμούρισε με το χέρι του να αναποδογυρίζει το καυτό ασημένιο μπακίρι που έσκασε με γδούπο πάνω στο νεροχύτη με το καφέ υγρό να χύνεται σαν τον θυμό και την πίκρα που έβραζε στα σωθικά του.
Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό. Μέσα σε όλα τα προβλήματα του, η εικόνα της κόρης του να στριφογυρίζει αμήχανα την ολόχρυση βέρα ήρθε και στρογγυλοκάθισε στο νου του.
Είκοσι ετών ήταν η Εύα, σε ηλικία γάμου χώρια που είχαν άλλο ένα κορίτσι να μεγαλώσουν και να παντρέψουν. Πώς θα τα έκαναν όλα αυτά δίχως παράδες?
Η Εύα είχε εξαιρετικό γούστο και τα χέρια της έπιαναν πολύ, τα κατάφερνε με ό, τι και αν καταπιανόταν είτε αυτό ήταν η βελόνα για πλέξιμο είτε ένα ύφασμα που χρειαζόταν επιδιόρθωση. Ήθελε να ταξιδέψει, να γνωρίσει την μόδα ανά τον κόσμο μα δυστυχώς ο ράφτης πατέρας της δεν μπορούσε να στηρίξει τις επιλογές της. Ήταν κάτι που τον έθλιβε βαθιά αυτό.
Ένας λόγος που έδωσε την συγκατάθεση του στο προξενιό, ήταν ότι γνώριζε από τα μικράτα του τον συμπέθερο του, τον Λευτέρη όπως άλλωστε και την περιουσία που είχε αποκτήσει χάρη στο οικογενειακό κατάστημα με τις αντίκες. Από την άλλη μεριά, του άρεσε η συμπεριφορά του γαμπρού του απέναντι στην κόρη του. Ήξερε ότι ήταν σε ασφαλή χέρια. Κοντά τους, δεν θα της έλειπε τίποτα. Άλλωστε, η ευτυχία στους γάμους δεν ήταν δεδομένη ακόμη και σε ζευγάρια που παντρεύτηκαν από έρωτα.
Ο Γιάννης εγκατέλειψε την κουζίνα με τα θολωμένα παράθυρα. Δεν ήξερε να πει εάν ήταν από το κρύο ή την βαλαντωμένη του καρδιά. Άρπαξε βιαστικά το παλτό του από τον καλόγερο, φόρεσε τα παπούτσια του και έφυγε από το σπίτι σαν να τον κυνηγούσαν χίλιοι διάβολοι.

Σε ένα άλλο αρχοντικό σπίτι, ακόμη ένας άνδρας δεν έβρισκε ησυχία. Δεν ήταν άλλος από τον Δημητρό, τον αρραβωνιαστικό της Εύας ο οποίος φρόντιζε την εμφάνιση του κοιτώντας για επιβεβαίωση τον ολόσωμο καθρέπτη δίπλα από την καφέ δίφυλλη ντουλάπα. Τα μαύρα του μαλλιά ήταν στρωμένα και χτενισμένα προς τα πίσω αφήνοντας να φανεί το δυνατό σκούρο γαλάζιο βλέμμα του. Φορούσε ένα κομψό παντελόνι στο χρώμα της άμμου μαζί με ένα μαύρο βαμβακερό πουκάμισο. Στη συνέχεια, άνοιξε τις βαριές κουρτίνες και τα παράθυρα για να μπει ο φρέσκος κρύος αέρας. Κοίταξε το λευκό χαλί του χιονιού που δεν πτοούσε μήτε τον κόσμο μήτε τους πλανόδιους πωλητές που έψηναν κάστανα ή πουλούσαν κουλούρια με σουσάμι κατά μήκος της οδού του Πέραν.
Με ένα στραβό χαμόγελο, ο Δημητρός κοίταξε το κρεμασμένο καλοσιδερωμένο γυναικείο ένδυμα μέσα στην προστατευτική του σακούλα. Οι γονείς του είχαν καταγωγή από τα Βουρλά της Σμύρνης και εκεί συνηθιζόταν ο αρραβωνιαστικός να στέλνει ένα πανέρι με φρούτα και ένα φόρεμα στη μέλλουσα σύζυγο. Οι γονείς της σίγουρα θα το γνώριζαν αυτό καθώς τα έθιμα ήταν οι μόνες αποσκευές που είχαν πάρει από τον επίγειο παράδεισο που μετατράπηκε το 1922 σε κόλαση, ήταν τα μόνα που δεν τους άφηναν να ξεχάσουν την σμυρναίικη καταγωγή και τις ρίζες τους .
Όμως, εκείνος ήθελε να κερδίσει την αγάπη της νεράιδας με τα μαύρα μαλλιά που τον είχε τρελάνει από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους στο πατρικό της. Ήταν στο χέρι του να κάνει το πρώτο βήμα όπως ήθελε και όφειλε στον εαυτό του.
Κατέβηκε την ξύλινη σκάλα με το κόκκινο χαλί ανατριχιάζοντας όταν τα πέλματα του ήρθαν σε επαφή με το κρύο μάρμαρο του κάτω ορόφου. Προχώρησε και μπήκε αθόρυβα στην ευρύχωρη κουζίνα όπου η μητέρα του, η Ελισάβετ μαζί με την βοήθεια της Παγώνας, της οικονόμου είχαν ξεκινήσει τις προετοιμασίες για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι.
Την ίδια στιγμή, το μάτι του έπιασε την Παγώνα η οποία τοποθετούσε στην τραπεζαρία που ήταν σκεπασμένη με ένα λευκό λινό τραπεζομάντιλο κρυστάλλινα μπολάκια που περιείχαν είτε ξηρούς καρπούς, είτε δαμάσκηνα, είτε σταφίδες μπήγοντας ένα πολύχρωμο κεράκι στην κορυφή που θα το άναβαν σαν έμπαινε το νέο έτος και έσβηναν όλα τα φώτα του σπιτιού.
Η Ελισάβετ που είχε ετοιμάσει ζυμάρι αποβραδίς αφήνοντας το δίπλα στο τζάκι για να ανέβει , σηκώθηκε νωρίς το πρωί για να το ζυμώσει και τώρα το άπλωνε στα σινιά. Έκανε σχέδια του δικέφαλου αετού και του ροδιού με το πιρούνι. Με το ζυμάρι που περίσσεψε έφτιαξε τους αριθμούς του 1941 για να στολίσει την πίτα. Κοίταξε με καμάρι το δημιούργημα της.
««Καλά τα κατάφερα. Για να διω τι θα πει και η συμπεθέρα και το κορίτσι μου..»» πρόφερε χαμηλόφωνα.
««Μόνη σου μιλάς, μάνα?»» την πείραξε ο νεαρός άντρας που της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Εκείνη αργοκούνησε το κεφάλι της χαμογελώντας με τα παιδιάστικα καμώματα του γιου της.
««Κανόνισε μην κάνεις τέτοια στο κορίτσι μας μπρε τζαναμπέτη αλλιώς αλίμονο σου»» πρόφερε η Ελισάβετ.
««Όχι βρε μάνα... Σε εκείνη θα κάνω καλύτερα »» πρόφερε κλείνοντας της το μάτι με εκείνη να του πετά με την μικρή της χούφτα ρύζι που σκάλωσε στα μαλλιά του!
««Αντε βρε παλιόπαιδο, με πειράζεις όλη την ώρα σαν τον πατέρα σου τον ανεπρόκοπο.»»παραπονέθηκε κάνοντας τον Δημητρό να ξεσπάσει σε γέλια κλείνοντας την στην μεγάλη του αγκαλιά καθώς ήταν πιο ψηλός από εκείνη. Ήξερε την μητέρα του. Μόνο γάβγιζε που λέει ο λόγος. Δεν δάγκωνε. Εκείνη τον χτύπησε μαλακά στην γεροδεμένη του πλάτη φιλώντας τον σταυρωτά στο μάγουλο.
Ήταν όμορφη γυναίκα η Ελισάβετ. Μετρίου ύψους, μαύρα μαλλιά όπου έσπαγαν την μονοτονία οι γκρίζες τρίχες των σαράντα επτά της χρόνων και με ένα ζευγάρι μάτια σαν λιωμένος χρυσός που αναδεικνυόταν από το νεανικό πρόσωπο της σε σχήμα καρδιάς. Φορούσε μια λευκή πλισέ φούστα μαζί με μια μεταξωτή μακρυμάνικη μπλούζα ενώ ο λαιμός της ήταν στολισμένος με δύο σειρές μαργαριταριών. Τα πόδια της ήταν μέσα σε ένα ζευγάρι λευκές γόβες που ποτέ δεν αποχωριζόταν φορώντας τες ακόμη και μέσα στο σπίτι, παρόλο που την πονούσαν οι αστράγαλοι της τα βράδια.
««Το νου σου κακομοίρη μου, να το προσέχεις το κοριτσάκι. Τέτοια ωραία γυναίκα με τερμπιέ*δεν βρίσκεις εύκολα στις μέρες μας. Την γυναίκα σου θα την έχεις κορώνα στο κεφάλι σου. Ήκουσες?»»
««Άκουσα. Μα ίσα - ίσα για αυτή ερχόμουν. Θέλω να της στείλω ένα πανέρι με φρέσκα φρούτα και να βάλω μέσα σε ένα δέμα το φόρεμα της όπως έκανε και ο μπαμπάς με εσένα. Θα με βοηθήσεις να τα ετοιμάσουμε?»»
««Μα φυσικά, γιαβρί μου. Κάτσε να σε βοηθήσω.»» είπε πρόθυμα ξεκινώντας την ετοιμασία των δεμάτων. Ήταν η τέλεια αφορμή για να την δει κερδίζοντας περισσότερο χρόνο μαζί της.

Ανυποψίαστη για το τι έμελλε να συμβεί, η Εύα έπλεκε σε μια πλεξούδα τα ξανθά μαλλιά της οκτάχρονης αδελφής της, της Λουκίας που διάβαζε το ποίημα που θα έλεγε πριν την κοπή της βασιλόπιτας. Κάθονταν στο μεγάλο καφέ καναπέ του σαλονιού με το ροζ ριχτάρι έχοντας ρίξει ξύλα στην μεγάλη σόμπα. Δίπλα από την πολυθρόνα, βρισκόταν το μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο με κόκκινες και ασημένιες μπάλες που είχαν περάσει από κλωστή για να τις κρεμάσουν στα κλαδιά. Η Λουκία είχε βάλει την δική της πινελιά ρίχνοντας μπαμπάκι για να φαίνεται χιονισμένο με την εικόνα να συμπληρώνεται τόσο από το χρυσό αστέρι στην κορυφή όσο και από την φάτνη μαζί με την Παναγία, τον Ιωσήφ, τον Ιησού και τους τρεις μάγους που ήθελαν να προσφέρουν τα δώρα τους στο νεογέννητο βρέφος.
««Μικρή είσαι έτοιμη! Πάμε να βοηθήσουμε την μαμά στην κουζίνα!»» της είπε εκείνη σκουντώντας την απαλά από τον λεπτό της ώμο. Η Λουκία λάτρευε την μεγάλη της αδελφή . Να, χασκογελούσε καθώς με δεξιοτεχνία η Εύα βούτηξε έναν κιοφτέ από το μεγάλο βαθύ πιάτο βάζοντας τον ολόκληρο μέσα στο στόμα της με τα μάγουλα της να φουσκώνουν κωμικά κάνοντας την Λουκία να λυθεί στα γέλια ακολουθώντας το παράδειγμα της πίσω από την πλάτη της μαμάς Άννας που ψιλόκοβε λαχανικά.
««Λουκία μου, σου έχω έτοιμο το σπανάκι. Νομίζω ξέρεις την διαδικασία για να φτιάξουμε τα αγαπημένα σου μπουρεκάκια !»»
Η Λουκία, έκοβε με ιδιαίτερη προσοχή κομμάτια από την μεγάλη ροζ γαβάθα με το ζυμάρι που υπήρχε πάνω στο τραπέζι, τα άνοιγε με τον πλάστη αφού πρώτα έριξε αλεύρι πάνω στη σκούρα επιφάνεια και ύστερα με ένα κουταλάκι ξεκίνησε να βάζει την γέμιση, την έκλεινε προσεκτικά δίνοντας του ένα στρόγγυλο σχήμα βάζοντας τα προσεκτικά στο λαδωμένο ταψί την ώρα που οι δύο μεγαλύτερες γυναίκες καταπιάνονταν με την παρασκευή του ιτς - πιλάφ με την Εύα να ψιλοκόβει τα εντόσθια των πουλιών που είχε αγορασμένα η μητέρα της ακολουθώντας κατά γράμμα την συνταγή ... 1 ποτήρι ρύζι, 2 ποτήρια ζωμό, βούτυρο, ψιλοκομμένο τυράκι, σταφίδες και κάστανα μαζί με αλάτι, πιπέρι, άντε με λίγη ζαχαρίτσα...
««Ανέμ*γιατί κουράζεσαι τόσο πολύ? Μην μου πεις ότι ετοιμάζεσαι να φτιάξεις και μπακλαβά?»» την ρώτησε έντρομη γουρλώνοντας τα πράσινα μάτια η μαυρομάλλα κοπέλα έχοντας δει τα ψιλοκομμένα φιστίκια μαζί με τις λεπτές στρώσεις ζύμης που ζεσταίνονταν με λίγο βούτυρο μέχρι να πάρουν μια ρόδινη απόχρωση.
««Δύο ταψιά κιόλας θα φτιάξω, να τα δώσω στο φιλόπτωχο σύλλογο των κυρίων μαζί με τα φαγιά που θα περισσέψουν . Αϊπ *να μείνει κάποιος νηστικός μέρες που είναι... »» είπε η Άννα χωρίς να σηκώνει το κεφάλι από το μείγμα που κόχλαζε στην κατσαρόλα με την καρδιά της Εύας να μαλακώνει από την πονοψυχιά της μαμάς της που ποτέ δεν ξεχνούσε τις δύσκολες καταστάσεις που είχε περάσει κυρίως στη φτωχή παιδική της ηλικία. Βλέποντας την υγρή λάμψη που είχαν αποκτήσει τα μάτια της μαμάς της, την πλησίασε δίνοντας της ένα φιλί στην ξανθιά της κόμη.
Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε με την Εύα να πλένει βιαστικά τα χέρια της σκουπίζοντας τα σε μια πετσέτα. Έτρεξε να ανοίξει αντικρίζοντας μπροστά της το όμορφο πρόσωπο του Δημητρού που μετά βίας φαινόταν πίσω από τις μεγάλες κούτες με το ασημένιο περιτύλιγμα και τον κόκκινο φιόγκο.
««Καλημέρα. Κάτσε να σε βοηθήσω, πέρασε.»» του είπε ευγενικά με τα δάχτυλα της να αγγίζουν απαλά τα δικά του καθώς σήκωνε τα ελαφρά πακέτα βάζοντας τα μπροστά από τον καναπέ.
««Ποιος είναι τζάνουμ?»» ακούστηκε η φωνή της Άννας από την κουζίνα.
««Ο Δημητρός, μάνα»» απάντησε απλά καθώς τον κοιτούσε που έτσι όπως ήταν ντυμένος έμοιαζε με φιγουρίνι.
««Τσοκ σινελερέ*. Και του χρόνου να είμαστε καλά να το στολίζουμε στο σπίτι μας, ομορφιά μου»» της είπε με την βραχνή ανδρική του φωνή καθώς βολευόταν στην πολυθρόνα ανοίγοντας ελάχιστα τα ψηλά του πόδια . Την κοίταξε με το γαλάζιο του βλέμμα χαμογελώντας με την αμηχανία που είχε βάψει κόκκινα τα μάγουλα της. Τα μάτια του περιεργάστηκαν το καθάριο πρόσωπο της, τα πράσινα μάτια της, τα φρύδια της που θαρρείς τα είχε φτιάξει πενάκι ζωγράφου, τις μακριές της μαύρες βλεφαρίδες και όλα αυτά πλαισιωμένα από τα καλοχτενισμένα μαύρα της μαλλιά. Το βλέμμα του κατέβηκε με ένταση στο περίγραμμα του στήθους μαζί με τις ρώγες της που διαγραφόταν μέσα από το λευκό λεπτό ύφασμα της νυχτικιάς της με τα κίτρινα κρόσσια στις άκριες, κάτι που τον έκανε να δαγκώσει τα χείλη του.
««Τι κοιτάς?»» τον ρώτησε χαμηλόφωνα κλείνοντας την κόκκινη ρόμπα της με την ζώνη την οποία έσφιξε με δύναμη γύρω από την δαχτυλιδένια της μέση.
««Εσένα.»» της είπε τρυφερά καθώς τα μάτια του γίνονταν ένα με τα δικά της.
««Και τι συμπέρασμα βγάζεις?»»
««Ότι είσαι πανέμορφη»» της είπε κάνοντας τη να μειδιάσει με ευχαρίστηση. ««Δεν υπάρχει λόγος να με ντρέπεσαι. Όμως, όσο και αν απολαμβάνω την πρωινή σου εμφάνιση θα ήθελες να πας να αλλάξεις για μια βόλτα μαζί? Ξέρεις, αν βγεις με την νυχτικιά έξω στο κρύο θα πουντιάσεις. »»
«« Θα έχω εσένα να με ζεστάνεις »» του είπε εκείνη με νάζι με τον Δημητρό να ξεσπά σε γέλια κουνώντας ωστόσο καταφατικά το κεφάλι του. Δίχως να προλάβει να της απαντήσει, εκείνη έτρεξε σαν ελάφι τα ξύλινα σκαλιά και κλείστηκε στο δωμάτιο της νιώθοντας την καρδιά της να χτυπά σαν ταμπούρλο.
Αμέσως, έπιασε να ετοιμάζεται. Φόρεσε το μπεζ στηθόδεσμο της μαζί με ένα ατλαζένιο βαμβακερό φουστάνι με μήκος ως τα γόνατα ενώ στα ψηλά μακριά της πόδια πέρασε ένα απλό μαύρο καλσόν με τα λεπτά της χείλη να τονίζονται από την απόχρωση του κόκκινου. Κατέβηκε αργά τα σκαλοπάτια με το τακουνάκι από τις μαύρες μπότες της να χτυπά το ξύλο στρέφοντας εκεί την προσοχή της πεθεράς και του Δημητρού οι οποίοι κουβέντιζαν όσον αφορά τα έθιμα και την ζωή στα Βουρλά ενώ η Λουκία είχε ξετρελαθεί από τα κατακόκκινα μεγάλα μήλα, τα ζουμερά πορτοκάλια και τα ρόδια του ψάθινου πανεριού. Το άλλο δέμα ήταν δώρο ξεκάθαρα για τα μάτια της Εύας οπότε το άφησαν ως είχε, στα πόδια του καναπέ.
««Θα πάμε μια βόλτα αν δεν έχετε αντίρρηση μητέρα»» ενημέρωσε η Εύα την μητέρα της ενώ φορούσε το μαύρο παλτό μαζί με τα λευκά γάντια της.
««Φυσικά και δεν έχω! Άιντε μην κάνεις το παιδί να περιμένει, να περάσετε όμορφα!»» ευχήθηκε η μητέρα σταυρώνοντας τους καθώς το νεαρό ζευγάρι περνούσε την πόρτα του σπιτιού επιστρέφοντας στο βασίλειο της κουζίνας της.

Ο Δημητρός πέρασε τα δάχτυλα του χεριού μέσα από αυτά της Εύας χωρίς δισταγμό με την μεγάλη του παλάμη να καλύπτει την μικρή δική της ταιριάζοντας μεταξύ τους τόσο τέλεια. Οι χιονονιφάδες κουρασμένες από τον τρελό χορό τους με τον ζωηρό άνεμο έπεφταν στα μαλλιά των περαστικών και στο έδαφος αφού ο γαλακτερός ουρανός του χειμώνα είχε νικήσει κατά κράτος τον ήλιο. Παρόλα αυτά, το ζευγάρι συνέχιζε ακάθεκτο το δρόμο και ας βουτούσαν για λίγο τα πόδια τους στην κρύα ζάχαρη του εδάφους. Η διαδρομή τους κράτησε λίγα λεπτά με τους δύο νέους να ανταλάσσουν ματιές - φωτιά.
Έφθασαν μπροστά από ένα μαγαζί βαμμένο στις αποχρώσεις του πράσινου με τον Δημητρό να ακουμπά αποφασιστικά το χρυσό πόμολο ανοίγοντας την μαύρη πόρτα με το τζάμι. Ο διαπεραστικός ήχος του κουδουνιού έκανε τον άντρα που ήταν σκυμμένος πάνω από έγγραφα να γυρίσει την ματιά του κατά την είσοδο χαμογελώντας πατρικά και στους δύο.
««Καλημέρα παιδιά μου»» πρόφερε μελιστάλακτα ο καλοκάγαθος πατέρας του Δημητρού με την συμπαθητική φαλάκρα καθώς σηκωνόταν από το μαονένιο γραφείο. Οι βαριές καφέ κουρτίνες των δύο παραθύρων ανέμιζαν απαλά με το φύσημα του ανέμου και ταίριαζαν με το χαλί που κάλυπτε το μαρμάρινο πάτωμα ενώ τα κεράκια με άρωμα βανίλιας σιγόκαιγαν πάνω σε ένα κομοδίνο σκορπώντας την μεθυστική τους μυρωδιά στο ευρύχωρο κατάστημα.
««Καλημέρα πατέρα »» απάντησαν ομόφωνα. Ο πατέρας για λίγο εξαφανίστηκε μέσα στο μικρό σκοτεινό αποθηκάκι με την ετοιμοθάνατη λάμπα που εκτελούσε και χρέη κουζίνας και σύντομα επέστρεψε με ένα ασημένιο σερβίτσιο που περιείχε βουτήματα.
««Εγώ γιε μου φεύγω πάω στο καφενείο, να παίξω τάβλι με τον Οσμάν. Το μαγαζί στην διάθεση σας, κλειδιά και όρεξη για δουλειά έχεις άλλωστε»» του είπε χτυπώντας τον στον ώμο με τον Δημητρό να χαμογελά στο άκουσμα του επαίνου.
Απομακρύνθηκε από την κοπέλα αποφασίζοντας ότι ήταν σωστότερο να της δώσει χώρο και χρόνο. Ο ίδιος αφού έβγαλε το παλτό του κρεμώντας το στο καλόγερο, στήριξε την μέση του στο γραφείο σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά από το γυμνασμένο στέρνο του. Την παρατηρούσε με τι προσοχή άγγιζε το κάθε αντικείμενο, με πόση προσήλωση τα παρατηρούσε ένα - ένα κινούμενη σαν αερικό μέσα στο βαρυφορτωμένο χώρο.
Η Εύα ένιωθε ότι είχε μπει σε άλλο κόσμο. Δεν ήξερε πραγματικά πού να πρωτοκοιτάξει νιώθοντας τα μάτια της ότι ήταν λίγα για να χωρέσουν τόση ομορφιά. Ήταν γεμάτο από έπιπλα που φιλοξενούσαν έργα λεπτοδουλεμένα : πάνω σε ένα ξύλινο μεγάλο τραπέζι υπήρχε ένα υπέροχο πορσελάνινο πλήρες σερβίτσιο τσαγιού με γαλατιέρα, ποτήρια και τσαγιέρα με ζωγραφισμένα πουλιά σε ζωηρά χρώματα, παραδίπλα ένα ψηλό δοχείο με μικρά τετραγωνάκια φτιαγμένο από κρύσταλλο μάλλον για την φύλαξη κάποιου αλκοολούχου ποτού. Στην συνέχεια, ακολουθούσε ένα μεγάλο διακοσμητικό πιάτο με δύο ρόδια σε ένα βαθυκόκκινο χρώμα. Η Εύα προχώρησε λίγα βήματα παρατηρώντας τα αντικείμενα πάνω σε ένα μπορντουάρ με ένα τετράγωνο καθρέπτη με πολύτιμους λίθους στο περίγραμμα αντάμα με ένα ροζ σκαλιστό μουσικό κουτί ενώ όταν άνοιξε το βαρύ καπάκι μια γλυκιά κλασική μελωδία ξεχύθηκε στον χώρο με μια χρυσή μπαλαρίνα να στροβιλίζεται με σταθερό ρυθμό ενώ από κάτω βρισκόταν πολλές μικρές και μεγάλες θήκες για κοσμήματα!
««Ασήμι ή χρυσός?»» ρώτησε κάνοντας την να γυρίσει ξαφνιασμένη προς την μεριά του σμίγοντας τα φρύδια από απορία.
««Ασήμι»» απάντησε χωρίς δισταγμό.
««Και γιατί αυτό?»»
«« Γιατί θεωρώ ότι το ασήμι κρύβει μαγεία, μια λάμψη που ο χρυσός όσο λαμπρός και φανταχτερός και αν φαίνεται, δεν έχει. »» επιχειρηματολόγησε υποστηρίζοντας την άποψη της με πάθος, κάτι που έκανε τον Δημητρό να χαμογελάσει στραβά με τις σκέψεις που φώλιαζαν μέσα στο κεφάλι της. Ο Δημητρός πήγε στο γραφείο ξεκλειδώνοντας το πρώτο συρτάρι.
««Έλα να διεις λίγο, έχω κάτι για εσένα»» είπε και σαν έφθασε μπροστά του, της φανέρωσε ένα μεγάλο λακαριστό κουτί με άλικο βελούδινο ύφασμα όπου πάνω του φιλοξενούσε ασημένια γυναικεία κοσμήματα.
««Εσύ τα έφτιαξες?»» ρώτησε με ενθουσιασμό μικρού παιδιού.
««Είναι πολύ κομψά. Μπράβο σου! Πώς πήρες την απόφαση αυτή?»» ρώτησε με τα μάτια της να περιεργάζονται το περιεχόμενο του κουτιού.
«« Βαρέθηκα πια με τις αντίκες! Τα συζήτησα με τον πατέρα μου και συμφώνησε. Σχεδιάζω να το εγκαινιάζω μετά το νέο έτος για αυτό βλέπεις το μαγαζί σχεδόν άδειο.»»
««Σωστή σκέψη. Συνήθως, οι αντίκες έχουν μεγάλη αξία και τιμές που δεν είναι προσιτές στο ευρύ κοινό. Οπότε, ένα κοσμηματοπωλείο ασφαλώς και είναι πιο χρήσιμο.»»
Το χέρι της σταμάτησε πάνω σε ένα ασημένιο μενταγιόν σε σχήμα καρδιάς με μικρούς κόκκινους λίθους να είναι μπλεγμένοι στις λεπτές γκρι αλυσίδες.
««Με βοηθάς να το βάλω?»» του είπε με εκείνον να σηκώνεται πρόθυμος ενώ η Εύα έκανε στην άκρη τα μαλλιά της. Εκείνος το πέρασε απαλά γύρω από τον κρινένιο λαιμό της κουμπώνοντας το στο τελείωμα.
Ένα ζουμερό φιλί έπεσε στο λαιμό της με την Εύα να κλείνει τα μάτια από ευχαρίστηση νιώθοντας το κορμί της να ανατριχιάζει από την πρωτόγνωρη αίσθηση ενός ανδρικού αγγίγματος. Αναστέναξε απαλά καθώς ένιωθε τα χέρια του να τυλίγονται γύρω από την μέση της με τον Δημητρό να τρελαίνεται ακόμη περισσότερο μυρίζοντας τα μαλλιά της που τα είχε λούσει με χαμομήλι.
««Συνέχισε»» του είπε εκείνη με ικευτικό τόνο ακουμπώντας τα χέρια της πάνω στα δικά του παίρνοντας βαθιές ανάσες καθώς ένιωθε τα φιλιά και την γλώσσα του κατά μήκος του λαιμού της. Εκείνος γύρισε απαλά το κεφάλι της ενώνοντας τα χείλη του με τα δικά της σε έναν χορό παθιασμένο. Σταμάτησαν μόνο για να πάρουν ανάσες.
««Θα έρθεις για μεσημεριανό στο σπίτι, πασά μου?»» του είπε ακουμπώντας το μέτωπο της στο στέρνο του.
««Θα έρθω ομορφιά μου. Ευκαιρία κιόλας να εγκαινιάσεις την μπιζουτιέρα που τόσο σου άρεσε. Τι καλύτερο από ένα κόσμημα ποτισμένο με έρωτα? »»
Κοιτάκτηκαν στα μάτια με λατρεία και ξαναφιλήθηκαν.
Δύο νέοι που το αίμα τους έβραζε , σε μια Πόλη μαγική, που ήξερε να κάνει το συναίσθημα τραγούδι . Τι μπορούσε άραγε να πάει στραβά?


Στο αρχοντικό...
Οι καμπάνες ξεκίνησαν να ηχούν με τα πυροτεχνήματα που καλωσόριζαν το καινούργιο έτος να ενώνονται με το πέπλο της νύχτας με δύο οικογένειες να κάνουν όνειρα για την κοινή ευτυχία.
Ο πατέρας του Δημητρού έκοβε τα κομμάτια της βασιλόπιτας, βάζοντας τα έπειτα με προσοχή στα μεγάλα πορσελάνινα πιάτα. Όλοι ξεκίνησαν να τρώνε μα παράλληλα να ψάχνουν το φλουρί στα κομμάτια τους.
««Μπρε μάνα μπας και ξέχασες να βάλεις φλουρί?»»
««Οχι γιε μου. Λίρα έβαλα να σε χαρώ!»»
««Λίρα?εντυπωσιάστηκε η Εύα ψάχνοντας το κομμάτι της.
««Έλα Παναγία μου με τα χέρια μου την έβαλα στην ζύμη!»»
Εψαξαν μα του κάκου! Το έριξαν στο σβουράκι και στα χαρτιά για το καλό μα κοιτούσαν το θρυμματισμένο ζυμαράκι του 1941 μέσα στο ταψί... Όπως θα κατέληγαν οι ζωές τους λίγους μήνες μετά...





*τερμπιέ=καλοί τρόποι συμπεριφοράς
*σινιά =ταψιά
*ανέμ =μαμά στα τούρκικα
*άϊπ=ντροπή
*χρόνια πολλά

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro