Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η μικρή Άγγελος

Αυστραλία , 2015
Η Άλις πήρε μια βαθιά ανάσα εισπνέοντας την μυρωδιά της θάλασσας που τόσο της είχε λείψει. Ο ήλιος έλαμπε ενώ στον ουρανό υπήρχαν μερικά σύννεφα με την θάλασσα να αστράφτει σαν να είχε μέσα πετράδια. Ένιωθε την καρδιά της να γεμίζει από μια άγρια χαρά καθώς της φαινόταν ότι βρισκόταν σε άλλο κόσμο, την στιγμή που η μικρή της αδελφή τής έστελνε φωτογραφίες από το χριστουγεννιάτικο
δέντρο, το μπαμπά της που φτυάριζε το χιόνι από την αυλή στο πατρικό σπίτι στην Αμερική.
Επιτέλους, έπειτα από τρία χρόνια σκληρής εργασίας στην μεγαλύτερη διαφημιστική εταιρεία της χώρας, βρήκε την ευκαιρία να αφιερώσει χρόνο στον εαυτό της. Αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τις χριστουγεννιάτικες διακοπές για να πάει ένα ταξίδι ολομόναχη. Έμενε μαζί με μια οικογένεια που είχαν την ταβέρνα στο κεντρικό δρόμο του χωριού, φιλήσυχους και διακριτικούς ανθρώπους που πάντα την καλούσαν να φάει μαζί τους στο χαμηλό σοφά όπου κάθονταν πάνω σε κεντητές μεγάλες μαξιλάρες (αφού τραπέζι δεν διέθεταν μήτε τηλεόραση) σερβίροντας της μαζί με το φαγητό διάφορες ιστορίες, πότε με τα καμώματα του πεντάχρονου παιδιού τους πότε με τοπικούς θρύλους που πάγωναν το αίμα.
Ένας από αυτούς ήταν η ύπαρξη ενός μεγάλου καρχαρία που ευθυνόταν για τους θανάτους πολλών ανθρώπων στα μέρη τους με τις φήμες να λένε ότι αυτό το τέρας γεννήθηκε από τα σπλάχνα μιας οργισμένης φύσης . Επικρατούσε η κατάρα ότι σε όποιον επιτέθηκε, κανείς δεν επέζησε. Η γυναίκα έριχνε κατάρες για τις ασυνείδητες αρχές που αδιαφορούσαν για το δράμα του ντόπιου πληθυσμού αφού δεν σέβονταν τις χαμένες ψυχές. Ίσα ίσα δεν έκλειναν τις παραλίες για τους λουόμενους αυξάνοντας τον κίνδυνο για μελλοντικά θύματα στο όνομα του κέρδους.. Η ίδια δεν είχε πάει ποτέ τα παιδιά της στην θάλασσα μα δεν φαινόταν να τους λείπει το κομμάτι αυτό. Η Άλις φυσικά , δεν έδινε σημασία θεωρώντας ότι οι φήμες αυτές είχαν την ίδια έννοια με αυτές του μπαμπούλα όταν ήταν μικρή. Λόγια ανυπόστατα, χιλιοειπωμένα παραμύθια, έτσι της φαινόταν.
Η γριούλα με τα αγαθά καφέ μάτια, φορούσε μια λινή λευκή μπλούζα και μαύρο μακρύ παντελόνι, αντιλήφθηκε την πόρτα να κλείνει. Κοίταξε τον σύζυγο της •κοιμόταν δίπλα της ακόμη. Από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας τους που έβλεπε στους χωμάτινους δρόμους όπου η σκόνη σηκωνόταν σαν σύννεφο όταν ο άνεμος είχε άγριες διαθέσεις, κοίταξε την φιγούρα της κοπέλας που απομακρυνόταν με τα ξανθά της μαλλιά να χορεύουν ακολουθώντας τις κινήσεις του κορμιού της. Ήταν ντυμένη με μια ροζ στολή με την πράσινη σανίδα του σερφ παραμάσχαλα και το χρυσό κόσμημα σε σχήμα λουλουδιού στον λαιμό της. Της είχε συστήσει να μην φορά κοσμήματα γιατί η εγκληματικότητα ήταν μεγάλη . Τα μεγάλα παράθυρα όταν είχε ζέστη έμεναν ανοικτά ολημερίς, δίνοντας την ιδανική ευκαιρία για τα χαμίνια του δρόμου που όλο και κάνα χρυσαφικό ή φαγητό σούφρωναν ενώ ο κόσμος ήταν στις εργασίες του. Έκανε την προσευχή παρακαλώντας να μην γινόταν και αυτή ένα από τα θύματα του δαίμονα.

Η Άλις έφθασε επιτέλους στην θάλασσα. Άφησε την γκριζοπράσινη ματιά της να περιπλανηθεί στο τοπίο γύρω της. Μέσα στην θάλασσα υπήρχαν βράχια, άλλα με ανοίγματα σκαμμένα από το αλάτι, άλλα απότομα και τραχιά με τις κορυφές να φαίνονται σαν φόβητρο για παράτολμους . Έπρεπε να προσέχει καθώς εκεί κοντά σίγουρα θα βρίσκονταν και άλλα που δεν φαίνονταν. Από την θήκη στην στολή της, ψάρεψε το αδιάβροχο κινητό της τηλέφωνο με την αδελφή της να της κάνει κλήση μέσω skype.
««Καλημέρα, μεγάλη γοργόνα!»» την πείραξε η μικρότερη αδελφή της με το γλυκό της πρόσωπο να φαίνεται στην οθόνη χαμογελαστό.
««Καλημέρα ζιζάνιο. Είμαι επιτέλους στην θάλασσα!»» τσίριξε ενθουσιασμένα σαν μικρό παιδί.
««Στείλε και καμιά φωτογραφία»» παραπονέθηκε σουφρώνοντας γλυκά τα χείλη της. Η Ρεμπέκα ήταν η μεγάλη αδυναμία της Άλις παρόλο που εμφανισιακά ήταν η μέρα με την νύχτα. Η Ρεμπέκα είχε κληρονομήσει το σοκολατένιο δέρμα του Ιταλού πατέρα τους μαζί με τα μαλλιά στο χρώμα των φτερών του κορακιού, το μικρό πιγούνι και τα βαθυπράσινα μάτια με τις μακριές μαύρες βλεφαρίδες.
««Πώς περνάς εκεί?»» ρώτησε η δεκαπεντάχρονη νεαρή κοπέλα.
«« Είναι πολύ ήσυχα και τόσο διαφορετικά από την ζωή εκεί όπου όλοι τρέχουν για να κερδίσουν ακόμη περισσότερα χρήματα λες και θα τα πάρουν στον τάφο τους! Υπάρχει μια οικογένεια εδώ στο σπίτι της οποίας μένω. Είναι πολύ φιλόξενοι και ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι τόσο που δεν καταλαβαίνω γιατί τόσος ρατσισμός απέναντι σε άνθρωπους με διαφορετικό χρώμα. Σκέψου τόσες διαλέξεις, τόσες διαφημίσεις με μαύρα μοντέλα, τόσα project στα σχολεία που προωθούν τις ιδέες για την καταπολέμηση του ρατσισμού, και πάλι τα μυαλά ίδια και απαράλλαχτα μένουν! Η οικογένεια αυτή μου δίνει από το φαγητό της, με το μικρό παιδάκι που έχουν παίζουμε μπάλα και επιτραπέζια παιχνίδια ενώ η γυναίκα με συμβουλεύει σαν να είναι η μάνα μας! Είναι τόσο ευτυχισμένοι με την ζωή τους και ας έχουν τα βασικά...»» σαν χείμαρρος ξεχύθηκαν οι λέξεις από το στόμα της προβληματίζοντας την μικρή της αδελφή.
««Ακούγονται αξιόλογοι άνθρωποι. Ξέρεις, θα ήθελα να τους γνωρίσω. Και ποιος είπε άλλωστε ότι οι ευτυχισμένοι είναι απαραίτητα οι πλούσιοι ή όσοι έχουν ένα συγκεκριμένο χρώμα επιδερμίδας ? Είναι οι μικρές, καθημερινές πράξεις που κάνουν την διαφορά στον άνθρωπο μαζί με την αρετή της εκτίμησης των όσων έχει ο καθένας μας που δεν διαθέτουν οι περισσότεροι δυστυχώς! Είδαμε και τους δήθεν επιτυχημένους πώς είναι και τι είναι. »»
««Εσείς στο σπίτι καλά είστε?»» ρώτησε η Αλις με ενδιαφέρον.
««Ναι, η μαμά βγήκε μαζί με τον μπαμπά. Εγώ έκατσα σπίτι και βλέπω μια ταινία, εχθές ξενύχτησα πάλι οπότε ήθελα και να ξεκουραστώ. Ευκαιρία κιόλας να περάσουν χρόνο μόνοι τους...»»
««Καλά κάνεις, απόλαυσε τον χρόνο σου τώρα που είναι οι γιορτές. Σε λίγο, θα πάω να κάνω μια βουτιά. Τα λέμε, μικρή! Φιλιά! »» είπε νιώθοντας τον άνεμο να της φυσά τα μαλλιά φουσκώνοντας τα κύματα που έσκαγαν με ορμή στην ακτή.
Κάθισε στην παραλία ξύνοντας την σανίδα του σερφ με κερί. Έβγαλε αρκετές φωτογραφίες στέλνοντας τες απευθείας στην μικρή της αδελφή που δεν είχε αφήσει την οθόνη από τα μάτια της. Με το που άκουσε τον ήχο των εισερχόμενων, πάτησε με ανυπομονησία για να τις δει καλύτερα. Στην τρίτη φωτογραφία φαινόταν το χέρι της μαζί με τα ασημένια βραχιόλια που πάντα φορούσε στον καρπό της με φόντο την θάλασσα.
Διέκρινε ένα άλλο ανησυχητικό σημάδι σαν τρίγωνο μέσα στα βαθιά μπλε νερά που την έκανε να γουρλώσει τα μάτια ζουμάροντας την οθόνη. Μα δεν μπορούσε να κάνει λάθος! Ήταν πτερύγιο καρχαρία! Αμέσως, της έστειλε μηνύματα που την χιλιοπαρακαλούσε να φύγει από εκεί , να μην μπει γιατί υπήρχε κίνδυνος! Στο τέλος, ξεκίνησε να κλαίει ενώ όσο δεν απαντούσε η αδελφή της στις κλήσεις της τόσο τρελαινόταν!
««Όχι, όχι Θεέ μου μην μου την πάρεις σε παρακαλώ!»» είπε γονατίζοντας στο πάτωμα πετώντας το κινητό της στο μαρμάρινο πάτωμα του σαλονιού... Μηνύματα και κλήσεις αναπάντητα, ένα κινητό πεταμένο στην άμμο και μια γυναίκα που έριχνε την σανίδα πάνω στην θάλασσα με δύναμη!

Ένα μεγάλο κύμα ήρθε με εκείνη να σερφάρει με μαεστρία. Όμως, δεν είδε την σκιά που παραμόνευε . Ένιωσε ένα δυνατό τράνταγμα με την σανίδα της να εκσφεδονίζεται μακριά της ενώ εκείνη βυθίστηκε ξαφνιασμένη μέσα στο παγωμένο νερό. Το αλάτι έτσουξε τα μάτια της μαζί με την απότομη αλμύρα που κατέλαβε το στόμα της ενώ ένιωθε τα μαλλιά της να ανοίγουν σαν αερόστατο εμποδίζοντας την όραση της . Τα πνευμόνια της έκαιγαν, χρειαζόταν οξυγόνο επειγόντως! Κολύμπησε με δύναμη με το κεφάλι της να βγαίνει προς τα έξω παίρνοντας γρήγορες ανάσες. Με την ψυχή στο στόμα και αναρωτώμενη τι είχε συμβεί, κολύμπησε μέχρι την σανίδα με τα χέρια της να ακουμπούν την επιφάνεια της σαν λύτρωση.
Ένιωσε ένα δυνατό δάγκωμα στο αριστερό της πόδι που την έκανε να ουρλιάξει από τον πόνο. Ένα πλάσμα την τράβηξε προς το βυθό μαζί του με τα σαγόνια του να μην την αφήνουν στιγμή, ίσα - ίσα τα ένιωθε για δεύτερη φορά να σκίζουν το δέρμα της. Κατέβασε με δύναμη το δεξί της πόδι ανάμεσα από τα μάτια του καρχαρία κάνοντας απεγνωσμένες κινήσεις με τα χέρια νιώθοντας την μεταλλική γεύση του αίματος να γεμίζει το ορθάνοιχτο στόμα της που ούρλιαζε σχηματίζοντας μπουρμπουλήθρες. Η Άλις βγήκε για άλλη μια φορά στην επιφάνεια κολυμπώντας προς το κοντινότερο ψηλό βράχο νιώθοντας την πληγή να τσούζει με το αίμα της να αφήνει μια γραμμή που ερέθιζε τις αισθήσεις του καρχαρία. Εκείνη βάζοντας δύναμη στα χέρια της ανέβηκε με χίλιους κόπους φωλιάζοντας το μικροκαμωμένο κορμί της μέσα στην φυσική γούβα. Κοίταξε την γάμπα όπου ένα μεγάλο μέρος του δέρματος απουσίαζε αφήνοντας της σημάδια από δόντια που έσταζαν κόκκινο χρώμα. Αμέσως, έβγαλε την στολή της κατεβάζοντας το φερμουάρ μένοντας μόνο με το μαγιό της. Τύλιξε και έδεσε σφικτά την στολή της γύρω από την πληγή της. Και να το, το αρπακτικό που έκανε βόλτες περιμετρικά του βράχου κόβοντας της τον δρόμο για την ακτή.
Μα πώς να τα έβαζε ενάντια σε ένα πλάσμα δυνατότερο της? Πώς θα αντιμετώπιζε την παλίρροια που θα ανέβαινε εξαφανίζοντας το καταφύγιο της αφήνοντας την εκτεθειμένη στις διαθέσεις του?
Κοίταξε το χρυσό κολιέ και με μια αποφασιστική κίνηση το πέταξε στο νερό κάνοντας μια σιωπηλή ικεσία για βοήθεια στην μητέρα φύση. Πάντα πίστευε ότι το τίμημα για κάτι τόσο μεγάλο όσο ήταν η ανθρώπινη ζωή, χρειαζόταν ένα σημαντικό αντάλλαγμα. Έτσι, χάρισε το αγαπημένο της κόσμημα δώρο της Ρεμπέκα αποζητώντας την σωτηρία για να έχει την ευκαιρία να αγκαλιάσει ξανά τα μέλη της οικογένειας της. Τρομοκρατημένη και ως την καρδιά θλιμμένη , ένιωθε τα μάτια της να κλείνουν από εξάντληση. Τύλιξε με τα χέρια της το σώμα της προστατευτικά ξέροντας πως έπρεπε να εξοικονομήσει δυνάμεις για την μάχη της επιβίωσης της σαν ερχόταν η κατάλληλη ώρα.

Ο ουρανός ήταν βαμμένος με ροζ και μωβ αποχρώσεις ενώ ο ήλιος χανόταν δίνοντας την σκυτάλη στο σκοτάδι της νύχτας όταν ξύπνησε πιάνοντας την κοιλιά της από την πείνα νιώθοντας το κεφάλι της να πονά από τον ύπνο πάνω στην λαξευτή πέτρα. Τα χείλη της ήταν αφυδατωμένα και ξερά •ήθελε επειγόντως καθαρό νερό. Τα χέρια της συνάντησαν νερό. Πετάχτηκε τρομοκρατημένη για άλλη μια φορά •η παλίρροια είχε ανέβει. Ανέβηκε στην κορυφή γινόμενη ένα μικρό κουβάρι κοιτώντας τον καρχαρία που ακούραστα έκοβε βόλτες.
Ένας χαρμόσυνος ήχος γέμισε τα αυτιά της. Έκπληκτη, είδε ένα μεγάλο δελφίνι με γαλάζιο σκούρο χρώμα να βγαίνει από την θάλασσα και έπειτα να πέφτει ξανά με χάρη. Και άλλοι ήχοι ακούστηκαν •ήταν ολόκληρη οικογένεια! Ένα μικρό δελφινάκι πετάχτηκε μπροστά της πιτσιλίζοντας την στο πρόσωπο με την βουτιά του . Ένα γέλιο βγήκε από τα χείλη της, ένα αληθινό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο της με αλμυρά ρυάκια να εμφανίζονται στο πρόσωπο της.
Με σβέλτες κινήσεις κολύμπησε κρατώντας την ανάσα της μέχρι που βρέθηκε στο κέντρο της οικογένειας των δελφινιών. Έστρεψε το σώμα της προς τα μπροστά, προς το μέρος της ακτής παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Συγκέντρωσε κάθε ικμάδα της δύναμης που της είχε απομείνει στα άκρα της , παρόλο που ένιωθε ήδη το πόδι της να μουδιάζει. Έσφιξε τα δόντια της και ξεκίνησε να κολυμπά με τα δελφίνια να σχηματίζουν ένα κύκλο γύρω της, άλλα από κάτω της και άλλα από δίπλα της ενώ πετάγονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα για να πάρουν ανάσα ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο ξανά και ξανά. Ο καρχαρίας με μήκος δύο μέτρα προσπάθησε να επιτεθεί από κάτω όμως είδε ότι ήταν αδύνατο γιατί τα σώματα των αιώνιων αντιπάλων του, έκρυβαν και προστάτευαν την κοπέλα. Έτσι, ηττημένος αποσύρθηκε στην άβυσσο, στα σκοτάδια του βυθού αφήνοντας την παράξενη συντροφιά στην ησυχία της.
Η Άλις μετά κόπων και βασάνων, έφθασε στην ακτή. Έπεσε στα γόνατα φιλώντας την άμμο με δάκρυα στα μάτια σαν ένας άλλος Οδυσσέας ενώ πέταξε την στολή που χρησιμοποίησε ως επίδεσμο της πληγής της. Μικρές σταγόνες αίματος έπεφταν πάνω στην χρυσή άμμο αλλά παρά τους πόνους που ένιωθε να οργώνουν το κορμί της, εκείνη έστρεψε το βλέμμα της στην θάλασσα εκεί όπου τα δελφίνια απομακρύνονταν.
««Ευχαριστώ!»» φώναξε κουνώντας τα χέρια της σε χαιρετισμό με το τραγούδι τους να είναι το τελευταίο ευχάριστο άκουσμα πριν το σκοτάδι καταλάβει τις αισθήσεις της.

Ξύπνησε το επόμενο ξημέρωμα σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου με το λευκό χρώμα να σκεπάζει κάθε επιφάνεια από το στρώμα του κρεβατιού και τα καθαρά σεντόνια μέχρι και τους τέσσερις τοίχους. Τα χέρια της ήταν γεμάτα από ορούς που έτρεφαν τον οργανισμό της ενώ άκουγε τον σταθερό χτύπο της καρδιάς της από τα μηχανήματα. Με μεγάλη χαρά συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να κουνήσει τα πόδια της. Το δάγκωμα του καρχαρία ευτυχώς δεν της είχε τσακίσει κάποιο κόκκαλο. Κοίταξε την γάμπα της με τα ράμματα να έχουν κλείσει την τεράστια τρύπα που έσταζε αίμα.
Στη θέση της, υπήρχαν διάφορες ουλές που θα της υπενθύμιζαν για πάντα την αφέλεια της που αμφισβήτησε τα λόγια των μεγαλύτερων βάζοντας μπροστά το δικό της εγωισμό , το πόσο κοντά έφθασε στον θάνατο, την τύχη της να επιζήσει από μια χαοτική κατάσταση που κανένας δεν θέλει να βιώσει, αλλά και την αξία της βοήθειας που κάποιες φορές μπορεί να είναι ανάγκη να την ζητήσεις μα , πάντα κάποιος ανταποκρίνεται, κάποιος θα είναι εκεί για εσένα.
««Ξυπνήσατε, κυρία?»» ρώτησε το μικρό παιδάκι φιλώντας το χέρι της. Μέσα από μια πλαστική σακούλα, έβγαλε το κινητό της, μια χούφτα κοχύλια, ένα λευκό μεγάλο φάκελο μαζί με ένα βραχιόλι καμωμένο από πολύχρωμες χάντρες που είχε στην μέση ένα ασημένιο πτερύγιο καρχαρία. Το παιδάκι πέρασε το βραχιόλι κουμπώνοντας το γύρω από τον λεπτό της καρπό.
«« Βρήκα το κινητό σας θαμμένο στην άμμο καθώς μάζευα κοχύλια για να σας τα δώσω όταν ξυπνούσατε. Ο μπαμπάς μου και εγώ βγήκαμε να σας ψάξουμε το απόγευμα επειδή η μαμά μου ειχε ανησυχήσει για εσάς. Ο μπαμπάς μου έτρεξε να σας βοηθήσει μόλις σας είδε λιπόθυμη. Με τα χέρια σας μετέφερε και σας έφερε εδώ . Αυτό είναι ένα φυλακτό για να μην σας επιτεθούν ξανά οι κακοί καρχαρίες, έχω και εγώ ένα »» της είπε δείχνοντας το βραχιόλι δεμένο στον αριστερό του αστράγαλο...
Ένα ορμητικό κύμα αγάπης και ευγνωμοσύνης πλημμύρισε την καρδιά της και χάιδεψε τα σκούρα καστανά μαλλάκια του παιδιού. Στην συνέχεια, έπιασε το χεράκι του φέρνοντας το στα χείλη της αφήνοντας του ένα απαλό φιλί. Τι και αν το δικό της χέρι είχε το χρώμα του ολόφρεσκου χιονιού, ενώ το δικό του το χρώμα της σοκολάτας... άνθρωποι ήταν και οι δύο... Η μία πιο μεγάλη, ο άλλος πιο μικρός... με ίσα δικαιώματα τόσο ως προς την ζωή όσο και ως προς τον θάνατο...
««Οι γονείς μου είναι έξω.. Πάω να τους πω να φωνάξουν τους γιατρούς.»»
««Σας ευχαριστώ όλους σας. Να πεις στην οικογένεια σου ότι το σπίτι μου στην Αμερική θα είναι πάντα ανοικτό για εσάς.»»ψέλλισε με τους λυγμούς να τραντάζουν το αδύνατο κορμί της. Έκλαιγε σαν μικρό παιδί για αρκετή ώρα... Τα δάχτυλα της έτρεμαν καθώς πληκτρολογούσε τον αριθμό της αδελφής της.
««Είμαι καλά.»» ήταν η πρώτη λέξη που είπε στην έντρομη αδελφή της η οποία πάλευε να συγκρατήσει σταθερό τον τόνο της φωνής της.
««Θα σε πλακώσω στο ξύλο όταν έρθεις το ορκίζομαι! Με κατατρόμαξες!»» είπε εκείνη κλαίγοντας και ουρλιάζοντας από την άλλη άκρη της γραμμής σε σημείο να απομακρύνει το ακουστικό από το αυτί της η Άλις.
««Ηρέμησε κοριτσάκι μου. Δώσε μου το τηλέφωνο»» είπε η μητέρα της που της άρπαξε της Ρεμπέκας το τηλέφωνο από τα χέρια ενώ η μικρότερη αδελφή έβρισκε καταφύγιο στην ζεστή αγκαλιά του ανήσυχου πατέρα τους ο οποίος παρακολουθούσε κάθε έκφραση, κάθε λέξη της γυναίκας του.
««Ηρέμησε αγάπη μου. Θα έρθει η αδελφή σου, να γιορτάσουμε οικογενειακά τα Χριστούγεννα όπως κάθε φορά. Τα έλεγα εγώ, ότι δεν έπρεπε να πάει μόνη της στον αγριότοπο ξεχασμένο από τον Θεό...»»είπε ο ψηλός άντρας κερδίζοντας ένα πλάγιο βλέμμα από την σύζυγο του.
««Μαμά θέλω να γυρίσω πίσω.»» είπε εκείνη παραπονιάρικα.
««Έχω αλλάξει ήδη τα εισιτήρια σου. Πες τους να σε πετάξουν στο κοντινότερο αεροδρόμιο και θα έρθουμε να σε πάρουμε εμείς εντάξει? Είσαι καλά αγάπη μου? Που είσαι?»»
««Στο νοσοκομείο. Με δάγκωσε ο καρχαρίας εχθές. Είμαι καλά, δεν έχω σπάσει τίποτε μην ανησυχείτε. Θα έρθω για τα Χριστούγεννα »» πρόφερε με σιγουριά.
««Εντάξει κοριτσάκι μου. Σε περιμένουμε. Θα σε πάρω τηλέφωνο το βράδυ εντάξει?»» χαμογέλασε στο άκουσμα της υπερπροστατευτικής φωνής του πατέρα της.
««Φυσικά. Τα λέμε.»» είπε εκείνη κλείνοντας το τηλέφωνο την στιγμή που ο γιατρός έμπαινε μέσα στο δωμάτιο της .
Αφού της έκανε τις απαραίτητες εξετάσεις, της έφερε να υπογράψει το εξιτήριο. Το βλέμμα του στράφηκε προς τον φάκελο.
««Μπορώ?»» ρώτησε με την Άλις να παραδίδει το φάκελο. Τα χέρια του γιατρού ψαχούλεψαν το εσωτερικό του βγάζοντας κάποιες έγχρωμες φωτογραφίες.
««Ο γιος της οικογένειας που σε φιλοξενεί είχε κάποτε έναν μεγαλύτερο αδελφό ο οποίος λάτρευε να πηγαίνει ταξίδια σε επικίνδυνα και ασυνήθιστα μέρη. Προκομμένο παιδί, είχε σπουδάσει γιατρός, τον είχα γνωρίσει βλέπεις...
Μια μέρα πήγε για κολύμπι, στο μέρος που ήσουν εσύ με τη διαφορά ότι εκείνος έκανε καταδύσεις ολομόναχος...
Στον πυθμένα ζει ένα επικίνδυνο πλάσμα, το πετρόψαρο το οποίο διαθέτει την ικανότητα να καμουφλάρεται σύμφωνα με το περιβάλλον του, επίσης το δηλητήριο που έχει στα αγκάθια του δρα γρήγορα στο αίμα προκαλώντας παράλυση και θάνατο. Ο γιος το άγγιξε, νόμιζε ότι είναι κοράλλι ή άμμος.. κάτι τέτοιο... και εκείνο τον τσίμπησε...
Δεν πρόλαβε ποτέ να φθάσει στην ακτή.. την επόμενη μέρα οι ψαράδες τον μάζεψαν πνιγμένο.
Μια συμβουλή μόνο έχω να σου δώσω σαν μεγαλύτερος, σαν γιατρός αλλά και σαν πατέρας γιατί έχω παιδιά στην ηλικία σου :τις δυνάμεις τις δικές μας αλλά και της φύσης δεν πρέπει ποτέ να τις υπερτιμάμε ή να τις υποτιμάμε. Και τα δύο φέρουν εξίσου καταστροφικά αποτελέσματα. Όσο επώδυνο και αν είναι αυτό που σου συμβαίνει, είσαι τυχερή που επέζησες. Επίσης, κοίτα αυτές τις φωτογραφίες»» είπε δίνοντας στα χέρια τις έγχρωμες εικόνες συνεχίζοντας την αφήγηση του.
««Το τελευταίο ταξίδι του παιδιού αυτού ήταν στην Νεκρά Θάλασσα. Εκεί τα ψάρια πέθαιναν από την υψηλή συγκέντρωση αλατιού... πατάς πάνω σε κόκκαλα τους σε ένα μέρος που ζέχνει αποσύνθεση, ερημιά και αλμύρα.
Όσο απίστευτο και αν φαίνεται, στην παραλία είναι χτισμένες κάποιες ξύλινες καλύβες που μέσα έμειναν άνθρωποι... όταν έφευγαν άφηναν σημειώματα ευχαριστίας γιατί σε έναν αφιλόξενο τόπο βρήκαν μια στέγη... Ίσως ήταν ταξιδιώτες, ίσως πρόσφυγες, ίσως κατακάθια της κοινωνίας... Όλοι φάνηκαν ευγνώμονες. Επομένως, προτιμότερη είναι η ζωή με το τίμημα της παρά η πλήρης απουσία αυτής. »»
Η Άλις κουνούσε καταφατικά το κεφάλι της. Είχε πάρει ένα σημαντικό μάθημα. Τώρα περισσότερο από ποτέ, επιθυμούσε να επιστρέψει πίσω στην γενέτειρα της, κοντά στους ανθρώπους της. Επιθυμούσε τόσο πολύ τα παραδοσιακά ιταλικά γλυκά συνδυασμένα με αμερικάνικες γεύσεις, το δέντρο, την πολυκοσμία, το χαμόγελο της αδελφής και την αγκαλιά από τους γονείς.
Η περιπέτεια στον τόπο αυτό, θα χτυπούσε πλέον στους ρυθμούς της καρδιάς της, θα ήταν πάντα κομμάτι δικό της, ολόδικο της.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro