Κεφάλαιο 5ο
" Μην ανησυχείς Έλλη σε λίγο καιρό που θα φύγει ο αδερφός της από το νοσοκομείο θα ηρεμήσουμε"
.....
Θα ηρεμήσουμε; Γιατί βάζει πληθυντικό;
" Λοιπόν, πάμε; "
" Εε; Ναι πάμε "
Βγήκαμε από το γραφείο και αρχίσαμε να προχωράμε στον διάδρομο. Μετά από λίγο είχαμε φτάσει στο δωμάτιο που άφησα τον πατέρα μου.
" Άντε κόρη μου, που είσαι τόση ώρα; Πλήρωσες; "
" Εεε; Για να πω την αληθ...."
" Η κόρη σας ήταν μαζί μου κύριε, με συγχωρείτε για την αργοπορία "
" Και ποιος είστε εσείς; "
" Ονομάζομαι Ζακ Ντελόρ κύριε, είμαι γιατρός, χειρουργός σε αυτό το νοσοκομείο "
" Α μάλιστα "
Είπε ο πατέρας μου και τον κοίταζε έντονα.
" Λοιπόν μπαμπά πάμε; Γιατρέ σε ευχαριστώ για όλα "
" Χαρά μου να βοηθάω Δεσποινίς, καλή συνέχεια "
" Ναι αντίο "
Κάλεσα ένα ταξί για τους γονείς μου για να επιστρέψουν στο σπίτι και εγώ ξεκίνησα με τα πόδια για το σπίτι. Είχε πάει μία η ώρα και το απόγευμα πρέπει να πάω πιο νωρίς στη δουλειά.
Ξαφνικά ακούω μια κόρνα από αμάξι και γυρνάω να δω ποιος είναι. Δεν το πιστεύω αυτό που βλέπω. Ήταν ο τύπος από τις αντρικές τουαλέτες. Τι θέλει τώρα;
" Κοπελιά θες να σε πετάξω κάπου ;"
" Όχι Ευχαριστώ "
Συνέχισα το δρόμο μου, ενώ εκείνος προχωρούσε αργά με το αμάξι του δίπλα μου. Δεν έφευγε με τίποτα.
" Τι θα γίνει δεν θα φύγεις; "
" Όχι μέχρι να ακούσω το ναι "
" Θέλω να περπατήσω "
" Καλά, εμείς όμως κάποια στιγμή θα τα ξαναπούμε "
Δεν έδωσα απάντηση μου έσπασε τα νεύρα. Τελικά είχε δίκιο ο Ζακ, φαίνεται επικίνδυνος. Συνέχισα να περπατάω όταν ένας επικύνδινα τρομακτικός ήχος ακούστηκε από το στομάχι μου. Μόλις θυμήθηκα ότι δεν πήρα πρωινό. Κατευθύνθηκα προς ένα μικρό μαγαζάκι και περίμενα στην ουρά για να πάρω το σημερινό μου γεύμα. Καθώς περίμενα πρόσεξα στο απέναντι πεζοδρόμιο ένα άστεγο κοριτσάκι με σκισμένα ρούχα να κάθεται μόνο του σε ένα παγκάκι. Όταν ήρθε η σειρά μου, πήρα δύο μερίδες φαγητό και πήγα προς το νεαρό κοριτσάκι. Έκατσα δίπλα της και της πρόσφερα το ένα γεύμα.
" Ορίστε, αυτό είναι για σένα "
" Ευχαριστώ πολύ, είστε πολύ καλή "
Αμέσως άρχισε να τρώει με όρεξη. Πώς να κατάληξε έτσι.
Μετά από λίγο την χαιρέτησα και συνέχισα την διαδρομή προς το σπίτι. Η ώρα είχε περάσει, είχε φτάσει τρεις. Όταν έφτασα, έκανα ένα γρήγορο ντουζ, Ντύθηκα και άνοιξα την τηλεόραση για να ηρεμήσω. Ήμουν τόσο κουρασμένη που κοιμήθηκα.
Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα το ρολόι του σαλονιού. Τιι; Πότε πήγε πέντε; Σηκώθηκα γρήγορα, πήρα την κιθάρα μου και έφυγα.
Μετά από μισή ώρα έφτασα στη δουλειά. Ήταν ένα απλό, ρομαντικό μαγαζάκι δίπλα από την θάλασσα. Μπήκα μέσα και άρχισα να ψάχνω τον υπεύθυνο.
" Επ πώς και από εδώ; Δεν πιστεύω να με ακολούθησες"
Γυρνάω και βλέπω τον ενοχλητικό τύπο, είχε αρχίσει να μου σπάει τα νεύρα.
" Δεν έχω μπορέσει να συστηθώ ακόμη. Με λένε Έντουαρντ. Εσένα; "
" Έλλη, χάρηκα επισήμως αλλά έχω μια δουλειά πρέπει να φύγω "
" Ελπίζω να τα ξαναπούμε"
Έφυγα χωρίς να μιλήσω, αυτόν που δεν θέλω να δω, αυτόν βλέπω. Τι δουλειά να έχει εδώ; Τέλος πάντων μπήκα στο γραφεία του αφεντικού μου και περίμενα να έρθει....
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro