Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Εκπλήξεις

Ξημέρωνε. Ο Edward ήρθε προς το μέρος μου. Κάθισε κοντά μου. "Πόση ώρα θα κάθεσαι εδώ;" ρώτησε. Τον κοίταξα με ένα βλέμμα θλίψης αλλά δεν του απάντησα. Το ζεστό του χέρι ακούμπησε απαλά το δικό μου. "Alison, ξέρω ότι έχεις ενοχιές και νιώθεις άσχημα για ότι έκανες. Αλλά να κάθεσαι όλη την μέρα μπροστά από έναν τάφο σιωπηλή δεν σε βοηθάει!" είπε με ανησυχία. Προσπάθησα να αγνοήσω τα λόγια του. Κοίταξα ξανά τον τάφο της μητέρας μου. "Είπα ψέματα. Ακόμα και στην κηδεία της είπα ψέματα!..." μουρμούρισα με μια καταθλιπτική φωνή. Έστρεψε απαλά το πρόσωπο μου κοντά του με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού του. Τα χρυσοκκόκινα μάτια του κοίταζαν τα δικά μου.



"Δεν χρειάζεται να κατηγορείς τον εαυτό σου.". Σηκώθηκα απότομα. "Και ποιόν να κατηγορήσω; Δεν ήθελα να πονέσω άλλο και έκανα το πιο ηλίθιο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας βρικόλακας! Εγκατέλειψα τα συναισθήματα μου!" φώναξα με ένταση και δάκρυα κύλισαν στα μάγουλα μου. Ο Edward σηκώθηκε και με κοίταξε. "Alison, έχεις χάσει πάρα πολλούς φίλους και γνωστούς. Ο εαυτός σου δεν άντεξε και αποφάσισες να εγκαταλείψεις τα συναισθήματα σου. Αλλά τώρα τα επανέφερες και αυτό έχει σημασία! Άσε το παρελθόν εκεί που ανήκει και προχώρα αλλιώς θα ζήσεις μια αιωνιότητα μέσα στην θλίψη και την ενοχή!" είπε έντονα και σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλα μου.



Τα λόγια του με ηρέμισαν και μου έδωσαν δύναμη. Είχε δίκιο. 'Πρέπει να προχωρήσω και να μην αφήσω την θλίψη και την ενοχή να με καταβάλει άλλο.' σκέφτηκα. Του χαμογέλασα ελάχιστα. "Ευχαριστώ....και συγγνώμη για ό,τι σου έκανα." είπα ήρεμα. "Δεν πειράζει. Εγώ είμαι αυτός που πρέπει να σου ζητήσει συγνώμη. Σκότωσα μια από τις καλύτερες και παλιότερες σου φίλες χωρίς να σου πω ότι της είχα δώσει το αίμα μου......Τουλάχιστον χαίρομαι που θα αφήσεις πίσω σου την θλίψη και την ενοχή." είπε χαμογελώντας. Παραξενεύτηκα! Δεν του είπα ποτέ κάτι τέτοιο!



"Πως το ξέρεις αυτό;" ρώτησα κοιτάζοντας τον περίεργα. "Ποιο πράγμα;" ρώτησε ανίδεος. "Ποτέ δεν σου είπα ότι θα αφήσω την θλίψη και την ενοχή πίσω μου.....και τώρα που το σκέφτομαι, ποτέ δεν κατάλαβα πως ανακάλυψες ότι δεν είχα επαναφέρει τα συναισθήματα μου!" είπα με περιέργεια. "Το ξέρω ότι δεν το είπες απλώς.....το υπέθεσα αυτό είναι όλο." απάντησε σοβαρά. "Ξέρεις πως δεν σε πιστεύω σωστά; Πες μου. Πως διάβασες το μυαλό μου;" ρώτησα με περιέργεια. Κατάλαβα πόσο τρελό ακούστηκε αυτό που είπα. Ο Edward γέλασε λίγο.


"Διαβάζω το μυαλό σου; Δεν μπορώ να το κάνω αυτό!" είπε και σταμάτησε να γελάει. Όμως το γέλιο του έκρυβε λίγη αμηχανία μέσα του. Ενοχλήθηκα λίγο από αυτήν την αντίδραση αλλά δεν μπορούσα να πω κάτι άλλο από την στιγμή που δεν ήξερα την αλήθεια. "Εντάξει! Πάμε στο σπίτι." είπα με έναν αυστηρό τόνο και προχώρησα.


Ξεκλείδωσα την εξώπορτα του σπιτιού μου. Κανένας δεν ήταν μέσα. Παραξενεύτηκα. Προχώρησα δειλά προς το σαλόνι. Τότε o Edward ήρθε με αστραπιαία ταχύτητα πίσω μου και έπιασε ένα ξύλινο βέλος με σιδερένια λόγχη που ερχόταν προς το μέρος μου. Γύρισα απότομα προς το μέρος του ξαφνιασμένη. "Μπορείς να βγεις από την κρυψώνα σου Emile." είπε απότομα με ειρωνεία. Μας πλησίασε αργά κρατώντας ένα τόξο με βέλη που στόχευε προς το μέρος μου. Από πίσω του εμφανίστηκε η Addison.


Φορούσε ένα μπλε τζιν παντελόνι, μια άσπρη μπλούζα και μια ροζ ζακέτα. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε μπούκλες και τα μπροστινά της τουφάκια ήταν πιασμένα σε στεφάνι. "Και ποιός μου λέει ότι δεν σε έχει υπνωτίσει;" ρώτησε δύσπιστα. Ο Edward τον πλησίασε με αστραπιαία ταχύτητα, έριξε το τόξο στο πάτωμα και τον κόλλησε στον τοίχο.



"Τώρα βλέπεις ότι δεν είμαι υπνωτισμένος. Σταμάτα να λες βλακίες πριν σε σκοτώσω." τον απείλησε. "Καλά!" μουρμούρισε. Ο Edward τον άφησε. "Και που είναι η Raven;" ρώτησα κοιτώντας επίμονα την Addison. Με κοιτούσε με αυτό το φοβισμένο αθώο βλέμμα που έχει πάντα δυστυχώς.. "Η Raven λείπει;" ρώτησε ξαφνιασμένη. Την πλησίασα και σταύρωσα τα χέρια μου. "Δηλαδη λες ότι εξαφανήστηκες μαζί με την Raven αλλά δεν ξέρεις που βρίσκεται;" ρώτησα με ειρωνεία. "Alison δεν εξαφανήστηκα μαζί με την Raven! Τόσο καιρό ο Mikle με κρατούσε κλειδωμένη σε ένα υπόγειο πολύ μακριά από εδώ!" είπε δυναμόνοντας τον τόνο της φωνής της.




Συνέχισα να την κοιτάζω δύσπιστα. Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν μέσα ο Elijah και ο Klaus. Τους κοίταξα. Ο Klaus με κόλλησε στον τοίχο σφίγγοντας τον λαιμό μου. Μου ήταν δύσκολο να αναπνεύσω. Το χέρι του με έπνιγε! Με κοίταξε επιθετικά. "Έχεις πολύ θράσος για να εμφανίζεσαι εδώ μετά από ότι έκανες!" μουρμούρισε εκενρυσμένος. Προσπάθησα να πάρω μια ανάσα.



"Klaus...επανέφερα τα συναισθήματα μου..." είπα με δυσκολία στην φωνή μου. Έσφιξε ακόμη περισσότερο το χέρι που κρατούσε τον λαιμό μου. "Λες ψέματα!" είπε με οργή. Προσπάθησα να μετακινήσω το χέρι του ώστε να πάρω μια ανάσα αλλά δεν μπορούσα. "Αλήθεια λέω....στο ορκίζομαι..." είπα αδύναμα. Με κοίταξε στα μάτια. "Λες όντως αλήθεια;" με ψυχανάγκασε.



Ένιωσα παράξενα. Το μυαλό μου ήταν αναγκασμένο να απαντήσει ειλικρινά αλλά ήταν μια ενέργεια που δεν ήθελα πράγματι να κάνω! Απλώς o Klaus έλεγχε το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. "Ναι." απάντησα με ειλικρίνεια. Χαλάρωσε το χέρι του από τον λαιμό μου. Πήρα δύο απότομες ανάσες και έβηξα. Κοίταξε τους υπόλοιπους. "Λέει αλήθεια." είπε με ένα εκνευρισμένο και απογοητευμένο βλέμμα.



Προχώρησε προς την σκάλα και πρόσεξε την παρουσία της Addison. "Α υπέροχα! Είσαι και εσύ εδώ!" είπε με ειρωνεία και ανέβηκε τις σκάλες. Πήρα μια βαθιά ανάσα. "Τουλάχιστον χαίρομαι που επέστρεψες επειτέλους." είπε ο Elijah. Έκανε δύο βήματα προς την έξοδο. Τον πλησίασα. "Elijah περίμενε!" είπα με ένταση. Με κοίταξε με αυτό το πληγωμένο βλέμμα του. "Θέλω να σου μιλήσω." είπα.


Πήρε μια βαθιά ανάσα. "Ωραία λοιπόν μίλα." είπε με με μια εκνευρισμένη και κουρασμένη φωνή. Κοίταξα για λίγο τους υπόλοιπους με νόημα. Ήθελα να μιλήσω ιδιαίτερος με τον Elijah. "Εμ....εμείς θα....πάμε μια βόλτα." είπε η Addison καταλαβαίνοντας το νόημα στο βλέμμα μου. Πήρε τον Emile και τον Edward και έφυγαν.

Κοίταξα τον Elijah. Είχε σταυρώσει εκνευρισμένος τα χέρια του όμως τα μάτια του είχαν αλλό συναίσθημα. Ήταν βαθιά πληγωμένος και είχε πολλά ερωτήματα στο μυαλό του. "Κοίτα....ξέρω πως σε πλήγωσα και αλήθεια λυπάμαι. Δεν ήθελα να-". "Άσε με να σε διακόψω για ένα λεπτό. Γιατί μου λες τα ίδια πράγματα που είπες προχθές; Ξέρω πως δεν ένιωθες τίποτα τότε, αλλά άκουσα αυτό που είχες να πεις ακόμα και αν δεν το εννοούσες. Οπότε δεν νομίζω πως υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να πούμε." είπε με ένα αυστηρό και άκαρδο βλέμμα.

Ένιωσα την καρδιά μου να σπάει σε χίλια κομμάτια που σκορπίστηκαν σε όλο μου το σώμα. Χαμήλωσα ελάχιστα το κεφάλι μου για λίγα δευτερόλεπτα ώστε να μην δει τα ραγισμένα μάτια μου. Ύστερα τον κοίταξα λίγο. "Εντάξει κατάλαβα." είπα σοβαρά και συγκρατημένα. "Ωραία." απάντησε κάπως απότομα και βγήκε από την εξώπορτα.

Ταυτόχρονα ο Klaus ήταν κοντά στην Caroline και την παρακολουθούσε καθώς κοιμόταν. Ήταν αρκετά υπερπροστατευτικός μαζί της μετά από ότι της έκανε ο Mikle. Την πλησίασε και χαΐδεψε γλυκά τις ξανθές μπούκλες τις. Τα γαλάζια της μάτια άνοιξαν και τον κοίταξαν. Του χαμογέλασε με ευχαρίστηση. "Είσαι υπέροχη ακόμα και όταν κοιμάσαι." είπε με μια σιγανή φωνή θαυμασμού. Γελασε ελάχιστα. "Πόση ώρα είσαι εδώ;" ρώτησε ήρεμα. Κάθισε δίπλα της. "Αρκετή ώστε να θαυμάσω ακόμη περισσότερο την ομορφιά σου αγάπη." είπε με έναν ήρεμο και γλυκό τόνο στην φωνή του. Η Caroline ανασηκώθηκε λίγο, τον πλησίασε και τον φίλησε. "Μου έλειψες." είπε σιγά και χαμογέλασε.

Έβγαλα από την τσάντα μου το μαύρο βιβλίο με το αστέρι πεντάλφα. Το άνοιξα και ξεφύλισα τις σελίδες. Ήθελα να δοκιμάσω τα ξόρκια που είχε και ήθελα να βρω έναν τρόπο να λύσω το ξόρκι που έκανα σε όλη την πόλη. Ύπήρχαν ξόρκια εντοπισμού, ξόρκια πονοκεφάλου, ξόρκια θανάτου, ξόρκι για δαχτυλίδι προστασίας από τον ήλιο, θεραπευτικά ξόρκια....αλλά δεν υπήρχε πουθενά το ξόρκι που έκανα εγώ. Δεν μπορούσα να σταματήσω να ψάχνω. Ολόκληρη η πόλη ήταν υπνωτισμένη εξαιτίας μου και αν δεν έβρισκα έναν τρόπο για να το λύσω, όλος ο κόσμος θα ήταν υποταγμένος σε εμένα. Από την μία πλευρά δεν με ενοχλούσε αλλά από την άλλη ένιωθα άσχημα που στερούσα την ελεύθερη βούληση σε όλους τους ανθρώπους. Η δόνηση του τηλεφώνου μου, διάσπασε τις σκέψεις μου.



Το πήρα από το τραπεζάκι που βρισκόταν μπροστά μου και πάτησα το κουμπί 'απάντηση'. "Ναι;" είπα. "Έγινε." ακούστηκε μια βραχνή αντρική φωνή από την άλλη πλευρά της γραμμής. "Για ποιό πράγμα μιλάς;" ρώτησα παραξενευμένη. "Η έπαυλη των Mikaelson στο Horrland, τυλίχθηκε στις φλόγες όπως ζήτησες." απάντησε. Ένιωσα πως έχανα την γη κάτω από τα πόδια μου. Κάθισα γρήγορα στον καναπέ. Είχα ξεχάσει αυτήν την διαταγή που τους είχα δώσει.



Σκέφτηκα μια πιθανή και γρήγορη λύση. "Εντάξει...λοιπόν! Τώρα θέλω να χτίσετε τέσσερα μεγάλα σπίτια. Δεν με νοιάζει πόσους θα χρειαστείς. Θέλω να είναι έτοιμα σε δύο εβδομάδες." είπα κρύβοντας τον φόβο στην φωνή μου. "Μα αυτό είναι σχεδόν αδύνατο!" παραπονέθηκε. "Σου είπα ότι δεν με νοιάζει. Κάνε ότι σου λέω χωρίς αντιρρήσεις!" τον διέταξα επιτακτικά. "Όπως θέλεις." απάντησε και έκλεισε το τηλέφωνο. Ξεφύσηξα ανακουφισμένη. Μπορεί να έκαψα την έπαυλη, αλλά βρήκα μια καλή λύση για όλους. Ξαφνκά ένιωσα το κεφάλι μου να βουίζει. Ένας εκκωφαντικός τσιριχτός ήχος χτυπούσε το κρανίο μου.



Έβαλα τα χέρια μου στο κεφάλι μου. Εμφανίστηκε η Amelia. Ο πόνος σταμάτησε. Με κοιτούσε με σοβαρότητα. "Γιατί το κάνεις αυτό;" ρώτησα ενοχλημένη. "Συγγνώμη. Ήθελα να σε εκδικηθώ αφού δεν θα με βοηθήσεις." απάντησε με μίσος. "Θα σε βοηθήσω εάν με βοηθήσεις και εσύ." είπα. "Ακούω. Τι θέλεις;" ρώτησε υπομονετικά. "Θέλω να μου πεις την θεραπεία για αυτό το ξόρκι που έκανα.". "Δεν υπάρχει θεραπεία." απάντησε απότομα. "Ωραία! Τότε ετοιμάσου να περάσεις ακόμη μια αιωνιότητα κλειδωμένη σε ένα κουτί στην μέση του ωκεανού επειδή δεν υπάρχει περίπτωση να σε βοηθήσω αν δεν μου πεις πως να λύσω το ξόρκι!" την απείλησα χάνοντας την υπομονή μου.




"Ακούγεσαι σαν τους Miakelson! Σε πήραν με το μέρος τους και σε αλλάζουν σιγά σιγά. Όμως δεν θα αργήσει η στιγμή που θα σε κλειδώσουν κάπου όταν τελειώσουν μαζί σου." είπε με μίσος και απέχθεια. "Δεν έχω ιδέα για ποιό πράγμα μιλάς." είπα κοροϊδευτικά. "Σε χρησιμοποιούν Alison! Ξέρουν τι είσαι! Ξέρουν πόσο μεγάλη δύναμη έχεις! Και ξέρουν πως μπορείς να μας νικήσεις όλες! Γι αυτό σε πήραν τόσο εύκολα με το μέρος τους! Δεν σε αγαπούν, δεν νοιάζονται για σένα! Το μόνο που θέλουν είναι η δύναμη σου!


"Και όταν αυτή στερέψει θα σε κλειδώσουν σε κάποιο κουτί και θα σε πετάξουν στην μέση του ωκεανού! Ή θα σε σκοτώσουν εκείνη την στιγμή!" φώναξε με μίσος και οργή. Αυτά που είπε ήταν τρελά! Ο Klaus και ο Elijah δεν θα το έκαναν ποτέ αυτό σε εμένα! Γέλασα. "Τα λες όλα αυτά επειδή θέλεις εκδίκηση από τον Elijah που σκότωσε την Liana. Θέλεις να στρέψεις εμένα εναντίον τους ώστε να τους σκοτώσω και μετά να σε ελευθερώσω! Μάντεψε! Δεν ενδιαφέρομαι!" είπα με ένα πονηρό και τσαντισμένο χαμόγελο.




Όμως τα δηλητηριώδη λόγια της είχαν εισχωρήσει στο μυαλό μου και τριβέλιζαν ξανά και ξανά. "Δεν το κάνω γι αυτό. Πήρα την εκδίκηση μου από τον Elijah πριν από δύο αιώνες. Αχ....το θυμάσαι σαν χθες! Φεβρουάριος του 1816." είπε καθώς αναπολούσε χαρούμενη την στιγμή. Την κοίταξα περίεργη θέλοντας να ακούσω την ιστορία.

"Ήμουν στην Ρώμη για μια επανένωση με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Θα πηγαίναμε όλες μαζί να παρακολουθήσουμε την πρεμιέρα του Κουρέα της Σεβίλλης στο θέατρο Αρτζεντίνα. Όλα ήταν τόσο όμορφα! Ανυπομονούσα για την στιγμή που θα τις έβλεπα! Μέχρι την στιγμή που είδα τον Klaus. Ήταν διαφορετικός από ότι τον θυμόμουν. Έκανε βόλτες στην πόλη μαζί με μια όμορφη κοπέλα με μαύρα σγουρά μαλλιά και γαλάζια μάτια.". "Η Carmen." είπα έκπληκτη.


"Ακριβώς. Στην αρχή δεν ήξερα ποιά ήταν αλλά μόλις είδα το το κολιέ με τα γράμματα 'D. L.' στον λαιμό της κατάλαβα πως ήταν μια από εμάς. Όμως για να ήταν μαζί με τον Klaus, δεν ήξερε την ιστορία μας. Το είπα στις υπόλοιπες και αποφασίσαμε να την προσελκύσουμε χωρίς να μας καταλάβει ο Klaus. Την ώρα της παράστασης κατάφερα να μπω στο μυαλό της και να της μιλήσω. Την έπεισα να με συναντήσει αργά το βράδυ έξω από ένα δάσος. Η παράσταση τελείωσε και εγώ με τα κορίτσια βγήκαμε προς το φουαγιέ. Όμως με περίμενε ακόμη μια δυσάρεστη έκπληξη. Ξαφνικά αντίκρισα πρόσωπο του Elijah. Τα μάτια του δεν με είχαν προσέξει. Στεκόταν μαζί με έναν άλλο ψηλό όμορφο άντρα με καφέ μαλλιά και χρυσοκόκκινα μάτια. Έψαχνε την Carmen και τον Klaus. Το βλέμμα μου γέμισε μίσος και η ανάγκη για εκδίκηση αναγεννήθηκε μέσα μου. Ήθελα να του επιτεθώ με τις δυνάμεις μου και να ξεριζώσω την καρδιά του.

"Έτσι οργάνωσα ένα σχέδιο. Το βράδυ, αφού μίλησα με την Carmen το ολοστρόγγυλο φεγγάρι ξεπρόβαλλε στον ουρανό. Τότε άρχισε ξανά αυτό το απαίσιο πράγμα. Κάθε κόκαλο του σώματος μου άρχισε να σπάσει. Τα μάτια πήραν ένα κίτρινο χρώμα και σε μετά από δύο επίπονες ώρες αντίστασης μεταμορφώθηκα σε λυκάνθρωπο. Έκανα βόλτες στο δάσος μέχρι που άκουσα τη φωνή του Elijah και του άλλου άντρα. Πλησίαζαν προς το μέρος μου. Κρύφτηκα και περίμενα την κατάλληλη στιγμή. Όταν έφτασαν στο μέρος που βρισκόμουν πήρα φόρα και επιτέθηκα στον Elijah δαγκώνοντας τον. Ο άλλος άντρας με έσπρωξε πάνω σε ένα δέντρο. Όμως πρόλαβα να τον δαγκώσω κι αυτόν." είπε.



Ήταν ξεκάθαρο πως ο άλλος άντρας ήταν ο Edward. "Περίμενε. Είπες πως τον δάγκωσες. Άρα είσαι λυκάνθρωπος και....μάγισσα..." είπα με ένα ερωτηματικό στην φωνή μου. Πήρε μια βαθιά ανάσα. "Ναι. Είναι άλλο ένα είδος των αιρετικών." απάντησε. "Και οι λυκάνθρωποι είναι αθάνατοι;" ρώτησα. "Όχι. Για να γίνει κάποιος λυκάνθρωπος αθάνατος πρέπει να περάσει μια πανσέληνο χωρίς να μεταμορφωθεί και πριν ανατείλει ο ήλιος πρέπει να πιει το αίμα μιας μάγισσας με σκοτεινή μαγεία ώστε να ολοκληρώσει το ξόρκι." είπε. "Οποτε αυτό σου έκανε η Liana;" υπέθεσα.



"Ναι. Και άξιζε τις επίπονες προσπάθειες να μην μεταμορφωθώ. Η Liana με έσωσε από την μιζέρια μου." απάντησε με ευχαρίστηση. "Μάλιστα. Και τι έγινε μετά;" ρώτησα με περιέργεια. "Την επόμενη μέρα είπα στις υπόλοιπες τι έκανα. Στην αρχή με επίπληξαν θεωρώντας πως θα μας σκότωνε ο Klaus. Αλλά όταν τους εξήγησα πως δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο αναθεώρησαν τις σκέψεις τους. Το μεσημέρι καθώς έκανα μια βόλτα στην πόλη η Carmen έκανε ένα ξόρκι φρικτού πονοκεφάλου που πιάνει μόνο σε λυκανθρώπους. Ήξερε πως εγώ επιτέθηκα στον Elijah. Με δυσκολία σταμάτησα το ξόρκι και την άρπαξα από το χέρι. Είχε πολλή δύναμη. Με απείλησε πως αν ξαναπειράξω τον Elijah ή τον Klaus θα με σκοτώσει. Της επισήμανα πως το έκανα για να πάρω εκδίκηση για τον θάνατο της Liana αλλά δεν έδειξε κάποια συγκίνηση ούτε καν κάποιο ενδιαφέρον!" είπε




"Αυτομάτος κατάλαβα πως ήταν πολύ αργά για να γίνει μια από εμάς. Οι Mikaelson την είχαν κάνει δικιά τους. Δεν μπορούσα να της εμπιστευτώ την ηγεσία της ομάδας. Ήταν πολύ επικίνδυνο. Κοινός, έπρεπε να την βγάλω από την μέση. Το βράδυ εγώ και τα κορίτσια μαζευτήκαμε στο σπίτι της Enola. Μια από εμάς που είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Ρώμη. Είπα στα κορίτσια για την Carmen και το πως εξελίχθηκε η σχέση μας. Στην αρχή αρνήθηκαν να την σκοτώσουμε όμως κατάφερα να τους αλλάξω γρήγορα την γνώμη. Κάναμε ένα ξόρκι εντοπισμού. Βρισκόταν στην Σιένα. Πήγαμε αποφασισμένες να την σκοτώσουμε. Χωριστήκαμε και την ψάξαμε."



"Καθώς προχωρούσα είδα τον Klaus να περνάει από δίπλα μου μαζί της. Με κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο. Βρήκα τις υπόλοιπες και ακολουθήσαμε την Carmen και τον Klaus. Έκαναν βόλτες κεντρικά μέχρι που έστριψαν σε ένα απομονωμένο και σκοτεινό σοκάκι. Η Kayla και η Adeline άλλα δύο μέλη της ομάδας μας, έκαναν ένα ισχυρό ξόρκι στον Klaus ώστε να τον αποδυναμώσουν για αρκετή ώρα. Εγώ και η Enola αναλάβαμε την Carmen. Παλέψαμε μαζί της ξεχωριστά αλλά ήταν πολύ δυνατή. Δεν είχα ξαναδεί τόση μεγάλη ποσότητα μαγείας συσωρευμένη σε ένα άτομο! Η μαγεία μας ήταν άχρηστη μπροστά της. Τότε ενωθήκαμε. Οι μαγεία μας έγινε ένα και αυτό μας δυνάμωσε αρκετά. Η Carmen δυσκολευόταν πια να μας αντισταθεί. Έβαλε όλη της την ενέργεια. Θυμάμαι τα μάτια της που είχαν πάρει αυτό το έντονο μπλε-μοβ χρώμα. Η μύτη της αιμοραγούσε πολύ. Πετύχαινε. Την σκοτώναμε! Τότε ένιωσα κάτι δυνατό να με χτυπάει στην πλάτη. Έχασα την ισορροπία μου και έπεσα κάτω το ίδιο και η Enola. Έλυσα το ξόρκι που μας είχε συνδέσει και σηκώθηκα με δυσκολία. Προς έκπληξη μου είδα τον Elijah να στέκεται από πίσω μου. Είχε θεραπευτεί από το δάγκωμα. Του επιτέθηκα με τις δυνάμεις μου. Ξαφνικά ο Klaus κατάφερε να σταματήσει την Adeline και την Kayla. Ήρθε με αστραπιαία ταχύτητα κοντά μου και με δάγκωσε στον λαιμό. Ο Elijah άρπαξε την Carmen από το χέρι και έφυγαν. Έχανα τις αισθήσεις μου. Δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω την μαγεία μου. Με πέταξε κάτω και εξαφανήστηκε.



"Την επόμενη μέρα ξύπνησα στο σπίτι της Enola. Ευτιχώς θεραπεύτηκα γρήγορα. Ήμουν εξοργισμένη. Ήθελα να σκοτώσω την Carmen, τον Elijah και τον Klaus. Έτσι μου ήρθε μια καταπληκτική ιδέα. Παρακολούθησα τον Elijah. Έφτασε σε ένα τεράστιο σπίτι. Μπήκε μέσα και πήγε σε ένα δωμάτιο. Εκεί ήταν ξαπλωμένος ο άλλος άντρας με τα χρυσοκκόκινα μάτια. Ήταν αδύναμος και ανίκανος να κουνηθεί. Το δάγκωμα μου είχε εξαπλωθεί σε όλο του το σώμα. Τότε κατάλαβα. Το δάγκωμα των λυκανθρώπων δεν βλάπτει τους αρχαίγωνους. Το πρόσωπο του Elijah ήταν ανήσυχο. Ήξερε πως ο φίλος του θα πέθαινε σύντομα και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι αυτό. Έκλεισα τα μάτια μου και κατάφερα να μπω για λίγο στο μυαλό του. Είδα τον μεγαλύτερο του φόβο. Έναν γυμνασμένο άντρα με πρόσωπο σε σχήμα διαμαντιού καστανά κοντά μαλλιά, γαλάζια μάτια και μούσι." είπε. "Ο Mikle!" αναφώνησα ξαφνιασμένη. "Ακριβώς. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος φόβος όχι μόνο του Elijah αλλά και του Klaus." είπε σοβαρά.


Ακούστηκε ο ήχος του κουδουνιού της εξώπορτας. Γύρισα απότομα το κεφάλι μου προς το μέρος της πόρτας. Πλησίασα και την άνοιξα. Είδα την Hanna να με κοιτάζει τρομαγμένη. Είχε αίμα στο πιγούνι της και το δέρμα της καιγόταν. "Alison. Βοήθησε με!" είπε τρομαγμένη. Έκρυψα το ξαφνιασμένο βλέμμα μου. "Έλα μέσα." την προσκάλεσα. Μπήκε τρέχοντας μέσα στο σπίτι. Έκλεισα την πόρτα και κοίταξα πίσω μου. Το πνεύμα της Amelia είχε εξαφανιστεί. Η Hanna κάθισε στον καναπέ. Πήρα μια πετσέτα και σκούπισα το αίμα που είχε στο πιγούνι της. Δάκρυα κύλισαν στα μάτια της.



"Σκότωσα κάποιον!" ομολόγησε δακρίζοντας. Κάθισα δίπλα της και της χάιδεψα απαλά το κεφάλι. "Ηρέμισε. Όλα θα πάνε καλά." απάντησα καθυσηχαστικά. "Δεν θέλω να ζω έτσι Alison! Είμαι ένα τέρας!" είπε έντονα. Την κοίταξα στα μάτια. "Όχι δεν είσαι! Υπάρχει τρόπος να το ελέγξεις. Απλώς θα χρειαστείς λίγη βοήθεια. Πρώτα πρέπει να σου φτιάξω ένα δαχτυλίδι για να μην καίγεσαι όταν βγαίνεις στον ήλιο." είπα ήρεμα.




Σταμάτησε να κλαίει. Πρόσεξα ένα όμορφο ασημένιο δαχτυλίδι με σμαραγδί πέτρα στον παράμεσο του αριστερού χεριού της. "Δώσε το δαχτυλίδι σου." είπα ήρεμα. Το έβγαλε από το χέρι της και το ακούμπησε στην δεξιά μου παλάμη. Άνοιξα το μαύρο βιβλίο με το αστέρι πεντάλφα και ξεφύλισα τις σελίδες. Βρήκα το σωστό ξόρκι. Ακούμπησα το δαχτυλίδι πάνω στο βιβλίο. Έκλεισα τα μάτια μου και συγκεντρώθηκα στο ξόρκι.


Ένιωσα την δύναμη μου να συσσωρεύεται στο δαχτυλίδι και να του δίνει μαγεία. "Είσαι σίγουρη πως θα δουλέψει;" ρώτησε περίεργη. Τα μάτια μου άνοιξαν απότομα. Το ξόρκι ήταν έτοιμο. Πήρα το δαχτυλίδι και το έδωσα στην Hanna. Το φόρεσε διστακτικά. "Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να το μάθουμε." είπα αποφασιστηκά. Πήγα προς το παράθυρο και άνοιξα την κουρτίνα. Ο ήλιος φώτισε το δωμάτιο.


Η Hanna αποτραβήχτηκε γρήγορα από το φωτισμένο σημείο όμως ο ήλιος δεν την έκαψε. "Πέτυχε." είπα και χαμογέλασα. Σηκώθηκε από τον καναπέ και περπάτησε στο δωμάτιο άφοβα. "Όντως! Ευχαριστώ!" είπε ενθουσιασμένη και με αγκάλιασε. Ένιωσα μια ζεστασιά και μια παράξενη γαλήνη εκείνη τη στιγμή. Έφυγα από την αγκαλιά της. Εκείνη την στιγμή μπήκε ο Stefan. Κοίταξε την Hanna ξαφνιασμένος. "Εσύ δεν είσαι.....;". "Η φίλη της Alison που ήταν νεκρή; Ναι εγώ είμαι. Με λένε Hanna." απάντησε και του χαμογέλασε.



"Είμαι ο Stefan." είπε και χαμογέλασε φιλικά. "Το ξέρω...θέλω να πω...η Alison μου έχει πει για σένα." απάντησε ανταποδίδοντας το φιλικό χαμόγελο. "Οπότε είσαι βαμπίρ τώρα." είπε με ένα ερωτηματικό στην φωνή του. "Ναι....και δεν έχω ιδέα πως θα το ελέγξω όλο....αυτό." απάντησε με αμηχανία. "Μπορώ να σε βοηθήσω αν θες." είπε φιλικά. "Ναι! Δηλαδή ευχαριστώ! Θέλω πολύ!"απάντησε ενθουσιασμένη. Ο Stefan γελασε ελάχιστα. "Οπότε....πως θα ξεκινήσουμε;" ρώτησε ενθουσιασμένη. "Θα δεις. Ακολούθησε με." είπε μυστηριώδης και έφυγαν από το σπίτι.


Η Aria μιλούσε στο τηλέφωνο με την γιαγιά της. "Ναι γιαγιά! Έκανα μάγια!" είπε αναστατωμένη. "Ηρέμισε παιδί μου. Δεν σε βοηθάει ο φόβος σε αυτό το ζήτημα." απάντησε καθισυχαστηκά η βραχνή απαλή φωνή της. "Και τι πρέπει να κάνω;" ρώτησε. "Θα έρθεις να μείνεις στο σπίτι μου για λίγο καιρό. Θα εξηγήσω εγώ στους γονείς σου. Θα σε διδάξω και μετά δεν θα χρειάζεται να φοβάσαι." απάντησε. "Και αν.....δεν θέλω να ασχοληθώ με όλο αυτό;" ρώτησε φοβισμένη. "Αυτό είναι μια απόφαση που πρέπει να την πάρεις εσύ. Οποία απόφαση και να πάρεις θα είναι η καλύτερη για σένα." είπε σοβαρά. Η Aria ξεφύσηξε.



"Εντάξει. Ευχαριστώ γιαγιά." είπε και χαμογέλασε. Έκλεισε το τηλέφωνο και συνέχιζε να προχωράει στον πεζοδρόμιο. Σταμάτησε κοντά σε μια διάβαση. Πληκτρολογούσε κάτι στο κινητό της. Έριξε μια κλεφτή ματιά στον δρόμο. Κανένα αμάξι δεν περνούσε. Ξεκίνησε να περπατάει αργά στον δρόμο προς το απέναντι πεζοδρόμιο. Καθώς διέσχιζε την διάβαση άκουσε ένα δυνατό κορνάρισμα. Συνέχιζε να πληκτρολογεί στο κινητό της. Ακούστηκε ξανά το κορνάρισμα. Αυτή τη φορά ήταν πιο δυνατό και πιο κοντινό. Γύρισε απότομα το κεφάλι της.




Ένα κόκκινο αμάξι ερχόταν προς το μέρος της με μεγάλη ταχύτητα. Το σώμα της πάγωσε και το πρόσωπο της απέκτησε μια ξαφνιασμένη και τρομαγμένη έκφραση καθώς κοιτούσε το αμάξι. Τότε τα μάτια της απέκτησαν μια πράσινη έντονη λάμψη. Το αμάξι που ερχόταν καταπάνω της, τυλίχθηκε στις φλόγες και έλιωσε. Η Aria συνέχιζε να το κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα και τα μάτια δεν είχαν αλλάξει χρώμα. Ξαφνικά ένιωσε κάτι απότομο να την τραβάει και μέχρι να καταλάβει τι ήταν αυτό είχε βρεθεί στην άλλη πλευρά του πεζοδρομίου. Η φωτιά σταμάτησε.



Η Aria κοίταξε ξαφνιασμένη τον Elijah που στεκόταν δίπλα της και μετά κοίταξε το αμάξι. Ο κόσμος δεν είχε καταλάβει τίποτα. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβαν να καταλάβουν ποιός τα προκάλεσε. Ο Elijah κοίταξε την Aria με ένα ανήσυχο βλέμμα. "Είσαι καλά;" ρώτησε. "Ναι." απάντησε έντρομη κοιτάζοντας το καμένο αμάξι. Έπιασε το χέρι της. "Καλύτερα να φύγουμε από εδώ πριν σε καταλάβουν." είπε και προχώρησαν. Διέσχισαν το πεζοδρόμιο μπαίνοντας σε κάποια στενά. Η Aria είχε ένα φρικαρισμένο βλέμμα στο πρόσωπο της και ο Elijah το είχε καταλάβει. "Δεν χρειάζεται να φρικάρεις. Θα μπορούσες να είχες σκοτωθεί αν δεν χρησιμοποιούσες την μαγεία σου." είπε μετά από λίγα δευτερόλεπτα.




"Ναι....αλλά....δεν έχω ιδέα πως το έκανα αυτό! Ένιωσα τον κύνδινο και τότε...ένιωσα κάτι εξωπραγματικό να ρέει στις φλέβες μου..και μετά η φωτιά κάλυψε το αμάξι...Αυτό είναι τρελό! Η φωτιά που δημιούργησα με μαγεία κάλυψε ένα αμάξι!...Είμαι φρικιό!" είπε με ένα τρομαγμένο βλέμμα. "Δεν είσαι φρικιό. Απλώς είσαι μια νέα μάγισσα που χρειάζεται εξάσκηση για να προχωρήσει. Και η μητέρα μου ήταν έτσι." είπε ήρεμα. "Η μητέρα σου;" ρώτησε με απορία. "Ναι. Ήταν μια πολύ ισχυρή μάγισσα. Αυτή δημιούργησε το ξόρκι που μας έκανε τους πρώτους βρικόλακες. Όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Θυμάμαι που μας έλεγε ιστορίες από το παρελθόν της. Έχανε συχνά τον έλεγχο και δυσκολεύτηκε αρκετά μέχρι να το ελέγξει αλλά τα κατάφερε." είπε με ένα σοβαρό βλέμμα αλλά και με έναν τρόπο νοσταλγίας.


"Και αν δεν το ελέγξω ποτέ; Αν τα καταστρέψω όλα;" είπε τρομαγμένη. Την κοίταξε στα μάτια. "Aria καταλαβαίνω τον φόβο και την ανησυχία σου αλλά δεν θα μάθεις ποτέ μαγεία αν φοβάσαι. Προσπάθησε και αν δεν θέλεις να συνεχίσεις ξέχνα ότι έμαθες." είπε σοβαρά και με έναν φιλικό τόνο. "Ναι....έχεις δίκιο...." είπε σκεπτική. "Τέλος πάντων! Πως γνώρισες την Alison;" ρώτησε. Ο Elijah κοίταξε τον δρόμο αναστενάζοντας. "Ήρθε στο σπίτι που μέναμε εγώ και η οικογένεια μου. Στην αρχή την υποπτευόμουν. Νόμιζα πως ήθελε να μας σκοτώσει γιατί αυτός ήταν ο σκοπός της παλιότερα. Όμως σιγά σιγά ένιωσα διαφορετικά για εκείνη..." είπε με έναν εύθυμο αλλά και νοσταλγικό τόνο στην φωνή του. "Δηλαδή την ερωτεύτηκες..." συμπλήρωσε.


"Ναι την ερωτεύτηκα και εκείνη είχε ερωτευτεί εμένα....αλλά δεν νομίζω πως έχει νόημα αυτή η συζήτηση." απάντησε κάπως απότομα και στενάχωρα. Προσπέρασε λίγο την Aria. Όμως εκείνη πήγε αμέσως κοντά του. "Συγγνώμη αν είπα κάτι που δεν έπρεπε." είπε μπερδεμένη. "Δεν φταις εσύ. Δεν έχεις ιδέα τι έγινε μεταξύ μας." απάντησε με τον ίδιο μελαγχολικό τόνο. Τον κοίταξε παραξενευμένη. "Δείχνεις...στεναχωρημένος....Συνέβη κάτι ανάμεσα σας;" είπε με ένα σκεπτικό βλέμμα.




"Δεν νομίζω πως πρέπει να σου πω." απάντησε απότομα. "Αν δεν θέλεις το καταλαβαίνω. Αλλά αν πιστεύεις πως θα σε κακολογίσω κάνεις λάθος." απάντησε σοβαρά. Πήρε μια βαθιά ανάσα. "Φίλησε τον κολλητό μου και μου το έκρυψε. Μου είναι λίγο δύσκολο να την συγχωρέσω." είπε με ένα πληγωμένο και θυμωμένο βλέμμα. "Όμως θέλεις να το κάνεις." είπε παρατηρώντας το βλέμμα του. "Φυσικά θέλω να το κάνω! Αλλά δεν μπορώ...." απάντησε μπερδεμένος και πληγωμένος.




"Θέλεις χρόνο. Είναι λογικό. Όμως μην αφήσεις τον χρόνο να περάσει. Αφού την αγαπάς διεκδίκησε την." είπε συμβουλευτικά. Την κοίταξε σκεπτικός. "Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν να κάνω." είπε διστακτικά. "Αυτό να κάνεις. Πάρε τον χρόνο που χρειάζεσαι ώστε να την συγχωρέσεις και όταν το κάνεις διεκδίκησε την.". Της χαμογέλασε και συνέχιζαν να προχωρούν μιλώντας και γελώντας με αστεία.


Στο μεταξύ ο Stefan και η Hanna βρίσκονταν από την άλλη πλευρά της πόλης. "Δηλαδή οι βρικόλακες δεν χρειάζεται να τρέφονται μόνο με αίμα;" ρώτησε παραξενευμένη. "Όχι. Το αίμα το πίνουμε επειδή δεν έχει αρκετό ο οργανισμός μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσε να τρεφόμαστε κανονικά.". "Εσύ πως τα έμαθες όλα αυτά;" ρώτησε απορημένη. "Είμαι βρικόλακας από το 1864. Έχω μάθει πολλά πράγματα." απάντησε εύθυμα. Το βλέμμα της είχε ακόμη τρόμο και φρίκη. "Και....τι είναι αυτός ο ψυχαναγκασμός που μου είπες;" ρώτησε. "Είναι μια ικανότητα των βρικολάκων. Ουσιαστικά μπορούμε να ελέγξουμε το μυαλό των ανθρώπων και να τους κάνουμε να πιστεύουν ότι θέλουμε εμείς. Για παράδειγμα.." είπε και είδα έναν άντρα που ερχόταν προς το μέρος τους. Δεν ήταν από την πόλη οπότε δεν τον έλεγχε το ξόρκι μου.




"Γειά. Δώσε μου το κινητό σου." τον ψυχανάγκασε. "Εντάξει." είπε. Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη του και του το έδωσε. Γύρισα προς το μέρος της Hanna. "Σειρά σου." είπε και της χαμογέλασε. Πλησίασε διστακτικά τον άντρα. "Τι να του πω;" ρώτησε. "Οτι θέλεις. Δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός σε αυτό." είπε. Παρατήρησε για λίγο τον άντρα. Κρατούσε ένα μαύρο τετράδιο στο αριστερό του χέρι. Τον πλησίασε ακόμη περισσότερο. "Πίστεψε σε αυτό που θα πεις." της υπενθύμισε.



"Ωραία....δώσε μου το τετράδιο σου." τον ψυχανάγκασε. Ο άντρας ακούμπησε το τετράδιο του στο χέρι της. Όταν το χέρι του ακούμπησε στο δικό της η Hanna μύρισε το αίμα που έρεε στις φλέβες του. Τον κοίταξε επίμονα και έσφιξε τους μυς της. "Μην κουνηθείς!" τον ψυχανάγκασε με μια σκοτεινή φωνή. Τα μάτια απέκτησαν το σκούρο κόκκινο χρώμα με της κόκκινες φλέβες από κάτω. Άνοιξε ελαφρά το στόμα της και φάνηκαν οι κινόδοντες της. Έτρεξε με αστραπιαία ταχύτητα προς τον άντρα αλλά την σταμάτησε αρπάζοντας την από το δεξί μπράτσο. Την έστρεψε προς το μέρος του. Γρύλισε.


"Συγκροτήσου...δεν πρέπει να πιεις το αίμα του όσο κι αν το θέλεις." είπε επιτακτικά. Έβλεπε πως δεν είχε καμία αίσθηση ελέγχου. Γύρισε προς το μέρος του άντρα. Του έδωσε το τετράδιο και το κινητό του. "Φύγε και ξέχνα ότι έγινε." τον ψυχανάγκασε. Γύρισε προς την αντίθετη κατεύθυνση αδιάφορος και προχώρησε. Τα μάτια της Hanna έγιναν γαλάζια ξανά. Οι κινόδοντες της εξαφανήστηκαν μέσα στα ούλα της.



"Ωχ θεέ μου! Θα τον σκότωνα! Και το χειρότερο ήταν πως δεν με ένοιαζε!" ψέλλισε με τρόπο. Την κοίταξε στα μάτια. "Θα το ελέγξεις και θα τα καταφέρεις." είπε καθυσηχαστικά. "Πως; Αν δεν ήσουν εσύ θα τον σκότωνα!" είπε δυναμόνοντας τον τόνο της φοβισμένης φωνής της. "Ηρέμισε Hanna. Ο φόβος δεν βοηθάει. Χαλάρωσε. Μόνο ήρεμη θα μπορέσεις να το ελέγξεις." απάντησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. "Εντάξει." είπε. Έκανε μια παύση και συνέχισε.



"Σε ποιον μπορώ να πω τι είμαι;" ρώτησε. Την κοίταξε αυστηρά. "Σε κανέναν! Οι άνθρωποι γίνονται λίγο....βάναυσοι όταν μαθαίνουν πως οι βρικόλακες υπάρχουν." απάντησε. "Γιατί;" ρώτησε "Επειδή θεωρούν πως είμαστε τέρατα που πίνουν ασύστολα αίμα χωρίς να ελέγχουν τον εαυτό τους. Και μας φοβούνται γι αυτό. Όμως ο φόβος τους μπορεί να τους δημιουργήσει σε πολύ βίαιες πράξεις. Όπως....να μας επιτεθούν με διάφορα όπλα που κάνουν κακό στους βρικόλακες." απάντησε σοβαρά.


"Μα...δεν είμαστε αθάνατοι; Πως μπορούν να μας βλάψουν;" ρώτησε παραξενευμένη. "Ναι σωστά αλλά δεν είμαστε άφθαρτοι Hanna. Υπάρχει ένα υγρό που ονομάζεται ερολύνη. Δεν μπορείς να το ξεχωρίσεις από το νερό γιατί έχει διάφανο χρώμα. Όταν έρθει σε επαφή με το σώμα των βρικολάκων το καίει όπως κάνει ο ήλιος και το αποδυναμώνει. Επίσης το σίδερο και ειδικότερα το πυρωμένο σίδερο μπορεί να μας βλάψει και να μας σκοτώσει. Όμως ένα από τα πλεονεκτήματα μας είναι η τεράστια δύναμη και η ταχύτητα που κατέχουμε. Έτσι μπορούμε να ξεφύγουμε οποιαδήποτε στιγμή." είπε.



"Για πόση δύναμη και ταχύτητα μιλάμε;" ρώτησε. "Ακολούθησε με." είπε μυστηριώδης.
Πήγανε σε ένα δάσος. Η βλάστηση ήταν πολύ πυκνή και δεν υπήρχε κύνδινος να τους δει κανένας άνθρωπος. "Τι κάνουμε εδώ;" ρώτησε παραξενευμένη. Ο Stefan άρπαξε γρήγορα ένα κομμάτι ξύλο θα το πέταξε προς το μέρος της. Το έπιασε απότομα πριν γρατσουνίσει το πρόσωπο της και το πέταξε στο χώμα.




"Τα αντανακλαστικά μου είναι πολύ καλά!" είπε ενθουσιασμένη. "Δεν έχεις δει το καλύτερο ακόμα." είπε και χαμογέλασε πονηρά. Έτρεξε με αστραπιαία για λίγα δευτερόλεπτα. "Που πήγες;" φώναξε περίεργη. Δεν εμφανίστηκε. Τότε έτρεξε με αστραπιαία ταχύτητα προς το μέρος του. Σταμάτησε δίπλα του. "Η ταχύτητα, η δύναμη! Νιώθω πως μπορώ να κάνω τα πάντα!" είπε έκπληκτη. Της χαμογέλασε. "Αυτά είναι τα καλά του βαμπιρισμού." απάντησε και έτρεξαν μαζί με αστραπιαία ταχύτητα στο δάσος.

Ο ήλιος άρχισε να δύει. Σιγά σιγά και ο ουρανός είχε πάρει αυτό το ροζ χρώμα με τις μοβ και γαλάζιες πινελιές. Ο Klaus ζωγράφιζε στο καβαλέτο του τον ουρανό και μια πόλη στο δωμάτιο του. Ήμουν καθισμένη στον καναπέ και διάβαζα το μαύρο βιβλίο με τα ξόρκια. Ήταν πολύ ενδιαφέρον και είχε ξόρκια που δεν ήξερα. Ξαφνικά ένιωσα έναν δυνατό πόνο πόνο κεφάλι μου. Έκλεισα τα μάτια μου και όταν τα άνοιξα εμφανίστηκε μπροστά μου η Raven. "Alison; Τι κάνεις εδώ;" ρώτησε παραξενευμένη. "Είσαι νεκρή...." ψέλλισα ταραγμένη. "Τι; Όχι!....Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να με βάζει μια κοκκινομάλλα σε ένα τεράστιο κουτί και να με πετάει στην θάλασσα. Προσπάθησα να ξεφύγω αλλά δεν μπορούσα. Και τότε...όλα σκοτείνιασαν." είπε μπερδεμένη.



Ξεφύσηξα ανακουφισμένη. Ήταν σε κύνδινο αλλά ευτιχώς δεν ήταν νεκρή. "Ποιό είναι το τελευταίο πράγμα που Θυμάσαι πριν μπεις μέσα στο κουτί;" ρώτησα. "Μια γυναίκα με μακριά μαλλιά μαλλιά και σκουρόχρωμα ρούχα να με κοιτάζει με κακία και μετά κάρφωσε στο μπράτσο μου μια υπνωτική ένεση....Θέλω να βγω από εδώ! Κάνε ένα ξόρκι εντοπισμού!" είπε τρομαγμένη. "Θα κάνω ότι μπορώ για να σε βρω. Ηρέμισε." είπα καθυσηχαστικά. Το πνεύμα της εξαφανήστηκε. Ανέβηκα τις σκάλες και πήγα προς το δωμάτιο του Klaus. Άνοιξα την πόρτα. Ήταν μόνος του στο δωμάτιο και ζωγράφιζε.



"Klaus χρειάζομαι την βοήθεια σου." είπα. Με κοίταξε παραξενευμένος. "Τι έπαθες;" ρώτησε. " Η Raven επικοινώνησε μαζί μου τηλεπαθητικά Πρέπει να την βρούμε. Έχεις κάποιο αντικείμενο της;" ρώτησα. Έβγαλε από την τσέπη της μαύρης ζακέτας του έναν ασημένιο κολιέ με το γράμμα 'M' χαραγμένο πάνω του.


"Ειναι δικό της." είπε κοιτώντας το κολιέ. "Ωραία." είπα. Μου το έδωσε. Κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες και πήγα προς το σαλόνι. Ο Klaus με ακολούθησε. Άνοιξα το μαύρο βιβλίο, βρήκα την σελίδα με το ξόρκι εντοπισμού και ακούμπησα το κολιέ πάνω του. "Ωραία...ας το κάνουμε." είπα και ξεφύσηξα αγχωμένα. Έκλεισα τα μάτια μου και συγκεντρώθηκα στην Raven. Ψυθήρισα το ξόρκι. Εμφανίστηκαν εικόνες στο μυαλό μου. Ενα δάσος, μια λίμνη και μια γυναικεία μορφή.



Ήθελα κι άλλες πληροφορίες. Είπα ξανά το ξόρκι και χρησιμοποίησα περισσότερη μαγεία. Είδα αυτή τη μορφή να τοποθετεί την Raven σε μια λίμνη στο δάσος του Ravenswood. Ήξερα που ήταν. Άνοιξα απότομα τα μάτια μου. "Την βρήκα." είπα. Ένα βλέμμα ανακούφισης και χαράς ήρθε στο πρόσωπό του Klaus. "Πάμε να την πάρουμε." είπε αποφασιστηκά και βγήκαμε από την εξώπορτα του σπιτιού.


Όταν φτάσαμε στο δάσος είχε σκοτεινιάσει. Το φεγγάρι δεν φαινόταν από τα πυκνά γκρι σύννεφα που είχαν σκεπάσει τον ουρανό. Ακούστηκε ο ήχος των κεραυνών. Σε λίγη ώρα θα έβρεχε. Φτάσαμε στην λίμνη. Οι πρώτες σταγόνες βροχής πότισαν το χώμα. "Εδώ είναι. Απλώς πρέπει να βουτήξουμε στο νερό και τα την φέρουμε στην επιφάνεια." είπα. "Μείνε εδώ. Θα την φέρω εγώ." είπε αυστηρά. "Όχι θέλω να σε βοηθήσω!" παραπονέθηκα. "Είπα μείνε εδώ!" με ψυχανάγκασε. Ένιωσα αυτό το περίεργο πράγμα να μου συμβαίνει ξανά.



Το μυαλό μου, μου έλεγε να μην κουνηθώ αλλά το σώμα μου ήθελε να βουτήξει. Έμεινα ακίνητη κοιτάζοντας τον. Βούτηξε στο νερό της λίμνης και εξαφανήστηκε. Η βροχή άρχισε να δυναμώνει σιγά σιγά το ίδιο και οι αστραπές. Άκουσα έναν ψύθηρο που φώναζε το όνομα μου. Κοίταξα το μέρος όπου ερχόταν αυτός ο ψύθηρος. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Τότε το κολιέ που κρατούσα στο αριστερό μου χέρι, τεντώθηκε προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.



Έμοιαζε σαν να ήθελε να μου δείξει κάτι. Προχώρησα προς αυτήν την κατεύθυνση. Άρχισε να φυσάει δυνατός αέρας και η βροχή δεν σταματούσε. Έφτασα σε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι. Παίζαμε με τα κορίτσια σε αυτό το σπίτι όταν ήμασταν μικρές. Το παράξενο ήταν πως υπήρχε φως μέσα στο σπίτι. Το πλησίασα και άνοιξα την πόρτα. Δεν υπήρχε κανείς μέσα. Μπήκα στο σπίτι και προχώρησα.



Το κολιέ σταμάτησε να τεντώνεται. Σαν κάποιος να ήθελε να με φέρει σε αυτό το μικρό σπιτάκι. Ακούστηκε ένας μελωδικός γλυκός ήχος πάνω σε ένα τραπέζι. Ήταν ένα μικρό κόκκινο μουσικό κουτί με χρυσές λεπτομέρειες που είχα αφήσει πριν φύγουμε από το σπίτι για τελευταία φορά. Το πήρα στα χέρια μου και το άνοιξα. Έμφαμηστηκε η μικρή μπαλαρίνα με τα μαύρα πιασμένα σε κότσο μαλλιά και το κόκκινο φόρεμα.



Πίσω της βρισκόταν ένας καθρέφτης. Η μελωδία σταμάτησε. Έστρειψα τον μικρό σιδερένιο μοχλό που βρισκόταν πίσω από το κουτί. Αυτός ο γλυκός ήχος γαλήνευσε τα αυτιά και το μυαλό μου. Ήρθαν αναμνήσεις στο μυαλό μου από τις μέρες που περνούσαμε με τις φίλες μου εδώ. Ήμασταν τόσο μικρές και αθώες. Ο ξαφνικός κρότος της αστραπής με επανέφερε γρήγορα στην πραγματικότητα.



Άφησα το κουτί στο ξύλινο τραπέζι. Έκανα μερικά βήματα προς την έξοδο του σπιτιού. Τότε το κουτί έπεσε στο πάτωμα. Γύρισα απότομα πίσω. Ο καθρέφτης είχε σπάσει σε μικρά κομματάκια όμως η μουσική συνεχιζόταν μαζί με τον κυκλικό χορό της μπαλαρίνας. Έπεσε ένας κεραυνός στο σπίτι και τα φώτα έσβησαν. Αγνόησα το κουτί και πήγα γρήγορα προς την έξοδο μέχρι που σταμάτησα παγωμένη. Μπροστά μου στεκόταν ένας κουκουλοφόρος με μαύρα ρούχα.


Σχεδόν έτρεμα από τον φόβο μου. 'Δεν μπορεί να είναι η 'Α'! Αφού δεν υπάρχει πια!' σκέφτηκα. "Βγάλε αυτήν την ηλίθια κουκούλα πριν σε σκοτώσω!" τον πρόσταξα. Κατέβασε την κουκούλα με τα γάντια. Το βλέμμα μου πάγωσε. Δεν περίμενα να δω αυτό το πρόσωπο μπροστά μου. Ήταν το μόνο πρόσωπο που δεν φανταζόμουν πως θα έβλεπα! Τα κόκκινα μακριά μαλλιά, τα σμαραγδί μάτια.....η κρυστάλλινη επιδερμίδα! Μόνο μια κοπέλα ήταν έτσι. "Liana..." είπα ξαφνιασμένη. "Επειτέλους συναντιόμαστε Alison. Ανυπομονούσα για αυτή τη στιγμή!" είπε με έναν πονηρό τόνο στην φωνή της και χαμογέλασε σκοτεινά.

Αυτό ήταν το κεφάλαιο.

Ελπίζω να σας άρεσε.😁

Γράψτε απόψεις και εντυπώσεις στα σχόλια!

Και μην ξεχάσετε να πατήστε το

Φιλάκιααααααα!!!❤❤

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro