Muggle Sos
❈❈❈
Τέντωσα τα χέρια μου και χασμουρήθηκα. Είχα μόλις ξυπνήσει. Χαιρόμουν που τα δωμάτια του Σλιθεριν ήταν δροσερά το καλοκαίρι... Όλο το Χογκουαρτς έβραζε έκτος από εδώ. Έπρεπε να παραδεχτώ ότι ήμουν αρκετά τυχερή.
Ένιωθα το βαρύ χέρι του Ματτέο πάνω στην κοιλιά μου. Γύρισα να τον κοιτάξω, κοιμόταν ακόμη. Τον σκουντηξα για να σηκωθεί, αλλά τίποτα. Είχε ξεραθεί στον ύπνο. Το στόμα του ήταν ελαφρώς ανοιχτό και μικρά ροχαλητά έβγαιναν ανάμεσα απτά χείλη του.
Του άφησα ένα σημείωμα πάνω στο κούτελο, πήρα το ραβδί μου, κι έφυγα .ε προορισμό το μπάνιο. Η ώρα ήταν επτά το πρωί. Ευτυχώς που ήταν Κυριακή και οι περισσότεροι κοιμουνταν, οπότε είχα το μπάνιο των επικεφαλής-αρχηγών όλο για τον εαυτό μου. Άνοιξα τις βρύσες κι άφησα το σαπούνι να τρέχει. Ο χώρος είχε γεμίσει με διαφόρων ειδών αρώματα. Έβγαλα τα ρούχα μου και τα άφησα κοντά στην πισίνα.
Η σαπουνάδα ήταν σαν ένα σύννεφο. Δε μπορούσα να δω μέσα στο νερό...! Έπιασα τα μαλλιά μου ψηλά και μπήκα μέσα. Αμέσως ένιωσα το σώμα μου να χαλαρώνει κι όλη την κούραση να με εγκαταλείπει. Έκλεισα τα μάτια μου κι απόλαυσα την ησυχία καθώς έπαιζα με τη σαπουνάδα, βάζοντας και βγάζοντας τα χέρια μου από το νερό.
Ξαφνικά άκουσα κάποιον να μπαίνει μέσα στην πισίνα. Άνοιξα τα μάτια μου κι αντίκρισα τον Ματτέο λίγο πιο δίπλα. Είχε κλειστά τα μάτια κι ακουμπούσε τους αγκώνες του προς τα πίσω, πάνω στο μαρμάρινο πλακάκι. "Νόμιζες πως θα σε άφηνα να γλιτώσεις έτσι απλά;" είπε. Είχε γύρει το κεφάλι του προς τα πίσω, κάνοντας τον λαιμό του να φαίνεται εξαιρετικά ελκυστικός... Συγκεντρωσου Ελεονόρα!!!
"Από τι να γλιτώσω;" το βλέμμα μου ταξίδευσε από τα μαλλιά του ως το στήθος του. Πάντα λάτρευα να χαζεύω τους κοιλιακούς του.
"Από εμένα", χαμογέλασε πονηρά. "Δε χρειάζεται να κρυφοκοιτάζεις, μπορείς να θαυμάσεις ελεύθερα από τη στιγμή που είμαστε σε σχέση".
~ΑΧ Η ΦΩΝΉ ΤΟΥ!
ΣΑΤ ΑΠ, ΔΙΚΌΣ ΜΟΥ ΕΊΝΑΙ!
Χαμογέλασα κι έκλεισα πάλι τα μάτια μου. Τότε ένιωσα ένα μικρό κύμα σαπουναδας να με πλησιάζει και την καυτή του ανάσα να πέφτει πάνω στο λαιμό μου. "Θες να θαυμάσεις και πιο βαθιά;" ψιθύρισε στο αυτί μου. Ένα κύμα ρίγης σκέπασε όλο μου το σώμα, από τα δάχτυλα των ποδιών μέχρι και τη μύτη. Τα μάγουλα μου πήραν ένα απαλό κόκκινο χρώμα, καθώς τα μάτια μου επεξεργαζοταν τα δικά του.
"Χμμ... ίσως αργότερα", του έκλεισα το μάτι και βούτηξα το κεφάλι του βαθιά μέσα στην πισίνα.
Κατευθείαν βγήκα έξω και μέχρι να φτάσει στην επιφάνεια του νερου είχα βάλει τα εσώρουχά μου.
"Μα ποτέ πρόλαβες- Δεν σκουπιστηκες καν- Αυτό είναι άδικο ξέρεις..."
"Φυσικό ταλέντο..." του χάρισα ένα πονηρό χαμόγελο κι είπα, "Εγώ θα πάω στο Γκρειτ Χολ κι ύστερα βόλτα στη λίμνη. Να συναντηθούμε εκεί το βράδυ; Γύρω στις έντεκα;"
Το βλέμμα του τα έλεγε όλα... ένιωθα πως με εγδυνε με τα μάτια του. "Εννοείται..."
Του έριξα ένα τελευταίο βλέμμα πριν να βγω κρυφά έξω από το μπάνιο. Έλυσα τα μαλλιά μου και πήρα μία βαθιά ανάσα καθώς έβγαζα ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του παντελονιού μου. Τοποθέτησα το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη μου, και λίγο πριν το ανάψω άκουσα κάποιον να με πλησιάζει από πίσω μου. Ήταν ο Θιοντορ... Θιοντορ Νοττ. Κατευθείαν έκρυψα το τσιγάρο μέσα στη γροθιά μου.
"Καλημέρα, τι κάνει η ηλιαχτίδα του Χογκουαρτς;" είπε καθώς άρχισε να περπατάει δίπλα μου με τον ίδιο ρυθμό που πήγαινα κι εγώ. Το χαμόγελο του έφτανε ως τα αυτιά.
"Καλημέρα... Καλά, πειναω πολύ όμως. Εσύ;"
"Κι εγώ. Χθες ανακάλυψα πως τα ξωτικά δε θα φέρουν δημητριακά πάλι κι έχω γίνει έξαλλος", ξεφυσηξε.
"Τι εννοεις; Τέρμα τα δημητριακά;"
"Ναι, εδώ και μία βδομάδα το τραπέζι του Σλιθεριν δεν έχει δημητριακά..."
"Εμείς πως έχουμε;"
"Έχετε;" Αναφώνησε έκπληκτος.
"Ε, ναι... μήπως να πας στις κουζίνες για να ρωτήσεις γιατί δε σας φέρνουν;"
"Αυτό ακριβώς θα κάνω... Μιας και είμαστε οι δύο μας τώρα, ήθελα να σου κάνω μία ερώτηση... Βλέπεις εγώ με την Αστορια ακόμα τα έχουμε, αλλά έχω καταλάβει πως έχει βαρεθεί, το ίδιο κι εγώ".
"Οκευ... τότε γιατί δε χωρίζετε;" είπα καθώς συνεχίσαμε να προχωράμε, ώσπου φτάσαμε στις κινούμενες σκάλες. Τώρα πλέον τον κοιτούσα με ένα μπερδεμένο βλέμμα καθώς σούφρωνα τα φρύδια μου.
"Γιατί αν την χωρίσω εγώ θα με χαστουκισει! Θέλω να πας να της μιλήσεις και να δεις αν θέλει όντως να χωρίσουμε... ώστε να δω τι θα κάνω".
Οι κινούμενες σκάλες δεν έλεγαν να σταματήσουν να μετακινουνται. Όταν επιτέλους μία σκάλα σταμάτησε μπροστά μας ανεβήκαμε. Κοιτούσα σκεπτικη τα σκαλοπάτια κι ύστερα ύψωσα το βλέμμα μου για να αντικρίσω τα μάτια του.
"Οπότε; Τι λες;"
"Δεν ξέρω Θιοντορ... Θα κάνω ό,τι μπορώ αλλά αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να το λύσετε οι δυο σας".
Ο Θιοντορ χαμογέλασε ξανά, "Ευχαριστώ ηλιαχτίδα..." Ανέβηκε σε μία άλλη σκάλα που γυρνούσε προς την αίθουσα των Αρχαίων Ρούνων.
Τον αποχαιρέτησα κι έφτασα επιτέλους στο Γκρειτ Χολ. Επεξεργάστηκα γρήγορα το χώρο κι όλους όσους βρίσκονταν μέσα. Πλησίασα την Ερμιόνη και κάθισα δίπλα της.
"Καλημέρα..." είπα με ένα σοβαρό τόνο καθώς κοιτούσα το φαγητό μέσα στις πιατελες και τα μικρά μπολ τα οποία ήταν γεμάτα με μαρμελάδες, μέλι και φυστικοβούτυρο.
Η Ερμιόνη σήκωσε το κεφάλι της από το βιβλίο που διάβαζε, "Καλημέρα Ελ- Μοσχομυρίζεις, ποτέ πρόλαβες να κάνεις μπάνιο;"
"Ξύπνησα νωρίς..."
"Α, κι εγώ. Πρέπει να τελειώσω αυτό το βιβλίο μέχρι αύριο το πολύ".
"Με τι έχει να κάνει;" είπα σκυβοντας το κεφάλι μου πάνω από το βιβλίο.
"Μαγικά πλάσματα, σου λέει για αυτά ό,τι μπορείς να φανταστείς! Μου το έδωσε ο Χαγκριντ εχθές για το καλοκαίρι αλλά δε μπορούσα να κρατηθώ..."
Γέλασα κι επέστρεψα το βλέμμα μου μπροστά. "Ωραίο φαίνεται..." γέμισα το μπολ μου με δημητριακά και τότε παρατήρησα πως ο Ρον κι ο Χάρι έλειπαν. "Ερμιόνη, που είναι ο Χάρι κι ο Ρον;"
"Α, αυτοί οι δύο; Κοιμούνται. Θα σηκωθούν όταν έρθει η ώρα για μεσημεριανό", είπε κάνοντας ένα eye roll στο τέλος. Ξαφνικά η Ερμιόνη έκλεισε απότομα το βιβλίο και γούρλωσε τα μάτια της. Είχε πάρει μία ενθουσιώδη έκφραση ενώ κοιτούσε μπροστά της. Τότε γύρισε απότομα του βλέμμα της πάνω μου και φοβήθηκα για λίγο.
"Ερμιόνη είσαι καλ-"
"Θες να πάμε για ψώνια και παγωτό στο Χογκσμιντ;!" Φώναξε ενθουσιασμενη.
Άφησα έναν ανακουφισμενο αναστεναγμό κι ύστερα χαμογέλασα. "Αυτό δεν είναι καν ερώτηση... Εννοείται πως θέλω! Απλά θα πρέπει να αλλάξω, έχω σκάσει μέσα σε αυτόν τον μανδύα".
"Ουφ, κι εγώ το ίδιο... φάε το πρωινό σου κι έλα στην κάμαρα μου! Θα σου βρω εγώ ρούχα!"
Πριν προλάβω να πω τίποτα είχε ήδη φύγει με το βιβλίο της αγκαλιά.
Άρχισα να τρώω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Τη στιγμή που είχα μπουκωθεί και το γάλα έτρεχε από το στόμα μου, ο Χάρι κάθισε απέναντι μου. Με κοιτούσε επεξεργαζοντας το γάλα που έσταζε, κι ύστερα μου έδωσε μία χαρτοπετσέτα λέγοντας "Καλημέρα".
Τέλεια, ιδού κι ο καζανοβας. Κυριολεκτικά τώρα βρήκε να στάξει το γάλα... Να πάρω την χαρτοπετσέτα; Πάω στοίχημα πως δείχνω με χαζή αγελάδα.
Κατάπια τόσο γρήγορα που παραλίγο να πνίγω. "Καλημέρα Χάρι..." πήρα διστακτικά την χαρτοπετσέτα από το χέρι του και σκούπισα το στόμα μου.
Γέμισε το ποτήρι του χυμό κι έκοψε στη μέση ένα σάντουιτς.
Μόλις τελείωσα το πρωινό μου σηκώθηκα όρθια για να φύγω, αλλά αλίμονο που θα με άφηνε ήσυχη.
"Ελ", είπε και σηκώθηκε όρθιος, "Θέλω να μιλήσουμε". Με κοιτούσε με ένα αγχωμένο βλέμμα. Ορκίζομαι πως είδα μία σταγόνα ιδρώτα να κυλάει στο κούτελο του...
Τότε αντίκρισα τον Ματτέο να μπαίνει μέσα στο Γκρειτ Χολ και να καρφώνει επίμονα με το βλέμμα του τον Χάρι. Είχε πάρει το βλέμμα του δολοφόνου. Στάθηκε σαν άγαλμα στην είσοδο της τραπεζαρίας και δεν έλεγε να κουνηθεί.
Κοιτούσε τον Χάρι με τόση επιμονή μου μέχρι κι εγώ είχα αρχίσει να ιδρωνω και να αγχώνομαι... για την ασφάλεια του Χάρι βέβαια.
"Χάρι, όχι τώρα... συγγνώμη. Με περιμένει η Ερμιόνη". Μη με κοιτάτε έτσι! Κυριολεκτικά προσπαθούσα να του σώσω τη ζωή εκείνη τη στιγμή!
Πέρασα γρήγορα δίπλα από τον Ματτέο με σκυμμένο κεφάλι, ενώ αυτός συνέχισε να καρφώνει τον Χάρι.
Όταν πλέον έφτασα στο εντευκτηριο του Γκριφιντορ ανέβηκα τις σκάλες προς τις κοριτσιστικες κρεβατοκαμαρες. Χτύπησα την πόρτα της Ερμιόνης δύο φορές και μου άνοιξε τραβώντας με απότομα μέσα στο δωμάτιο. "Ααα- Το χέρι μου–" η Ερμιόνη τοποθέτησε τον δείκτη της πάνω στα χείλη μου κάνοντας με να σωπασω.
"Λοιπόν! Σου βρηκα ένα ωραίο συνολακι για- Έι, τι έπαθες;"
"Τίποτα, καλά είμαι. Άρα τι θα βάλω;"
"Αυτό το τζιν μαζί με την άσπρη μπλούζα που έχω πάνω στο κρεβάτι. Θα σου πάει πολύ". (Lana moment... Blue jeans, white shirt😩)
【Harry's Pov 】
Ο Ρον ροχαλίζει τόσο δυνατά που έχει ξυπνήσει εμένα και τον Σίμους. Έτριψα τα μάτια μου πριν να βάλω τα γυαλιά μου και αντίκρισα τον Σίμους με μαύρους κύκλους να κοιτάει εξαντλημένος το κενό. Απευθείας ένιωσα μία δόση ταύτισης με την κατάσταση στην οποία βρισκόταν και αναστέναξα.
Αφού ντύθηκα πρόχειρα στάθηκα μπροστά από το μικρό καθρεφτάκι που κρεμόταν στον τοίχο δίπλα από το κρεβάτι μου και χτένισα τα μαλλιά μου με τα δάχτυλα μου. Χαμογέλασα αμήχανα στον εαυτό μου και πήρα μια βαθιά ανάσα. Σήμερα θα εξομολογηθώ τα συναισθήματα μου στην Ελεονόρα. Το έχω! Το έχεις Χάρι! Είσαι ένας Ποττερ... Το έχεις!
Όχι δεν το έχω... ξεφύσηξα.
Είχα καταστρώσει ολόκληρο σχέδιο μέσα στο κεφάλι μου. Πρώτα θα πάω να φάω πρωινό, και σε περίπτωση που βρίσκεται στην τραπεζαρία θα της ζητήσω να πάμε κάπου πιο... ήσυχα. Όπως κοντά στη λίμνη ή στον κουκουβαγιονα. Μάλλον όχι στον κουκουβαγιόνα...
Ύστερα, θα την κάνω να γελάσει με ένα από τα αστεία μου με ροζ κλόουνς και θα την κοιτάξω βαθιά μες στα μάτια.
Αφού γελάσει, θα της πιάσω απαλά το χέρι και θα τα ξεράσω όλα– εννοώ, θα της εξομολογηθώ το πως νιώθω για εκείνη όλον αυτόν τον καιρό.
Και τέλος, τα φτιάχνουμε.
Εύκολο.
Έριξα δύο ψεκασιες από την αγαπημένη μου κολόνια στο λαιμό μου και κοιταχτηκα για μία τελευταία φορά στον καθρέφτη. Πήρα το ραβδί μου και το έχωσα στην πίσω τσέπη του τζιν μου. Την ώρα που έφευγα από το εντευκτηριο πέτυχα την Ερμιόνη να περπατάει με το κεφάλι σκυφτό πάνω από ένα βιβλίο. Παραλίγο να έπεφτε πάνω στον πίνακα με τη Χοντρή Κυρία.
"Ερμιόνη... Ερμιόνηηη.... Ερμιόνη!" Κούνησα το χέρι μου μπροστά της.
"Α, γεια Χάρι", σήκωσε επιτέλους το κεφάλι της απτό βιβλίο.
"Καλημέρα... τι διαβάζεις πάλι;"
"Έχει να κάνει με μαγικά ζώα", είπε χαμογελαστή με μία ανάσα. "Τώρα συγχωρείς αλλά πρέπει να πάω να ετοιμαστώ".
"Θα πας κάπου;"
"Ναι, εγώ με την Ελ θα πάμε στο Χογκσμιντ για ψώνια και παγωτό. Θες να έρθεις κι εσύ; Μπορείς να πάρεις αυτή τη σοκολάτα που έλεγες ότι ήθελες να δοκιμάσεις".
"Εντάξει... πάω να φάω πρωινό όμως πρώτα. Να σας συναντήσω στη γέφυρα σε ένα τέταρτο;"
"Σε μισή ώρα καλύτερα... Η Ελεονόρα τρώει πολύ αργά", έσκυψε πάλι πάνω από το βιβλίο και μπήκε στο εντευκτηριο.
Τα σχέδια μου είχαν μόλις αλλάξει. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν... Θα το βολέψω κάπως, ούτως ή άλλως είμαι ένας Ποττερ! Σκέφτηκα κι έσφιξα με σιγουριά τις γροθιές μου.
Μόλις έφτασα στο Γκρειτ Χολ αντίκρισα την Ελεονόρα να μπουκωνεται γρήγορα με τα δημητριακά. Έκατσα απέναντι της λίγο σοκαρισμενος απτό πόσο είχε γεμίσει το στόμα της. "Καλημέρα", είπα και της έδωσα μια χαρτοπετσέτα. Είχα αρχίσει να ιδρώνω από το άγχος μου... Για όνομα Χάρι, σύνελθε!
"Καλημέρα Χάρι", είπε αφότου κατάπιε κι άρπαξε την χαρτοπετσέτα για να σκουπίσει το στόμα της.
Γέμισα το ποτήρι μου με χυμό πορτοκάλι και πήρα ένα σάντουιτς με ζαμπόν, τυρί, μαρούλι και μαγκλ σος, ή αλλιώς μαγιονέζα.
Δε μιλήσαμε για τα επόμενα είκοσι λεπτά. Όταν έκανε να φύγει σηκώθηκα απότομα όρθιος. Από το εκείνο το βράδυ στο εντευκτηριο βασανιζομουν. Αναρωτιόμουν αν είχα κάνει κάτι λάθος. Από την πρώτη μέρα μου άρεσε, αν κι από τότε άλλαξε πολύ. Κάθε συνήθεια της άλλαξε. Είναι πιο εξωστρεφής αλλά λιγότερο ευαίσθητη. Της αρέσει να βγαίνει βόλτες περισσότερο, όπως και να μελετά. Και τα μάτια της είχαν αλλάξει... βασικά τα μάτια της δεν είναι ποτέ τα ίδια. Μία είναι πράσινα, και την άλλη το ένα μωβ και το άλλο μαύρο. Συμφωνήσαμε να μην της πούμε τίποτα για να μην τη φέρουμε σε άβολη θέση, αλλά μας έτρωγε η περιέργεια. Τελικά στο τέλος ανακαλύψαμε πως πήρε αυτό το χαρακτηριστικό από τον πατέρα της, τον Γκρίντελβαλντ. Εκείνος έχει ένα άσπρο κι ένα μαύρο μάτι. Έτσι διάβασα τουλάχιστον στις εφημερίδες...
"Ελ, θέλω να μιλήσουμε", είπα αποφασιστικά.
Κοίταξε κάπου αόριστα κι ύστερα εμένα. "Χάρι, όχι τώρα... συγγνώμη. Με περιμένει η Ερμιόνη", έφυγε από το Γκρειτ Χολ κι έκατσα ξανά κάτω.
Μπράβο Χάρι, τα θαλάσσωσες, είπα στον εαυτό μου.
Συνέχισα να τρώω με σκυφτό το κεφάλι. Γιατί να μην ήθελε να μου μιλήσει;
Τελείωσα το σάντουιτς και στο πιάτο είχαν απομείνει μερικά ψίχουλα. Σηκώθηκα από τη θέση μου κι άρχισα να περπατάω αργά έξω από την τραπεζαρία. Μήπως μύριζε άσχημα η ανάσα μου; Μπορεί να έφταιγε και η κολόνια... Τώρα μισώ αυτή την κολόνια...
Λίγο αργότερα, αφού είχα απομακρυνθεί αρκετά από την τραπεζαρία, ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει με δύναμη μέσα σε μία αίθουσα. Τότε τα γυαλιά μου έπεσαν στο πάτωμα... Τέλεια.
"Αν ξαναπλησιασεις την Ελεονόρα βρωμοποττερ, θα σε σφάξω".
"Τι στο καλό ρε;!" Προσπάθησα να φύγω αλλά έφαγα μπουνιά στη μούρη. Άγγιξα τη μύτη μου. Ένιωσα το αίμα να στάζει και να φτάνει στο άνω χείλος μου.
"Το κατάλαβες πούστη; Να προσέχεις τα χέρια σου αλλιώς θα στα κόψω εγώ ο ίδιος".
"Και ποιος είσαι 'συ ρε;!" Φώναξα.
Τότε μου έδωσε γονατια στην κοιλιά. Διπλωθηκα απτόν πόνο. Μπορούσα να νιώσω το σάντουιτς να ανεβαίνει ως το λαιμό.
"Είμαι αυτός που θα σε σφάξει αν την πλησιάσεις ξανά".
"Μόνο φίλοι είμαστε!"
Προσπάθησα να δω πιο καθαρά το πρόσωπο του αλλά η όραση μου συνέχισε μόνο να θολώνει.
Τότε τον άκουσα να φεύγει. Έσκυψα στο πάτωμα για να βρω τα γυαλιά μου. Ύστερα από πέντε λεπτά τα βρήκα κάτω από ένα θρανίο. Το ένα γυαλί ήταν ραγισμένο. Ακόμα καλύτερα...
【...】
Κατευθύνθηκα προς την κάμαρα μου. Τότε συνάντησα την Ερμιόνη και την Ελεονόρα. Όταν με αντίκρισαν έμειναν σαν αγάλματα.
"Είμαι εντάξει", μουρμούρισα. Μπορούσα να δω την ανησυχία στα πρόσωπα τους.
"Χάρι τι έγινε; Ποιος σου το έκανε αυτό;" είπε η Ελεονόρα καθώς ερχόταν πιο κοντά. Άγγιξε με τα χέρια της το πρόσωπο μου, γυρνώντας το κεφάλι μου δεξιά κι αριστερά για να δει καλύτερα τις μελανιές.
"Θες να σε πάμε στη Μαντάμ Πομφρι;" Ρώτησε η Ερμιόνη.
Έσπρωξα τα χέρια της Ελεονόρας από πάνω μου θυμωμένος. "Για όνομα του Μέρλιν, πόσες φορές θα πω πως είμαι εντάξει;"
Η Ελεονόρα έκανε ένα βήμα πίσω ξαφνιασμένη.
"Εσύ είσαι το πρόβλημα, δε το βλέπεις; Δε σε ενδιαφέρουν τα συναισθήματα των άλλων, απλά τους πληγώνεις! Κάνεις σαν μωρό, όλη την ώρα! Το μόνο που σου ζήτησα ήταν να μιλήσουμε κι εσύ με απορρίπτεις κάθε φορά λες και είμαι σκουπίδι!" Της φώναξα.
Τότε με χτύπησε με δύναμη στο μάγουλο. Με χαστούκισε. Έμεινα σαν άγαλμα αγγίζοντας το μάγουλο μου καθώς εκείνη και η Ερμιόνη έφευγαν. Γιατί να το κάνει αυτό; Μήπως ήμουν απότομος...;
【Eleonora's Pov】
"Είναι δυνατόν;! Ποιος στο καλό νομίζει ότι είναι;!" έλεγα εκνευρισμενη κουνώντας το χωνάκι παγωτό μου πέρα δώθε.
"Ελεονόρα, το παγωτό-"
"Να με αποκαλέσει μωρό;! Σοβαρά τώρα;! Κι ο Ματτέο; Πόσο ηλιθιος μπορεί να είναι για να πλακώσει τον Χάρι στο ξύλο; Αφού είμαστε μόνο φίλοι!"
"Ελεονόρα εγώ άλλο έχω καταλάβει... ο Χάρι σε γουστάρει από την ώρα που σε είδε. Επίσης, είσαι σίγουρη ότι τον χτύπησε ο Ματτέο;"
"Εκατό τις εκατό!!!" Έγλυψα το παγωτό βανίλια και συνέχισα να κοιτάω μπροστά θυμωμένη. Μα είναι δυνατόν;!
"Ελεονόρα, πρέπει να χαλαρώσεις. Θες να πάμε να πάρουμε μερικά βιβλία;"
"Πφφ, καλά... Μετά όμως θα πάμε να πάρουμε γλύκα. Σύμφωνοι;"
"Σύμφωνοι", είπε πίσω η Ερμιόνη.
【Mattheo's Pov】
Μπήκα ξανά μέσα στο Γκρειτ Χολ. Κάθισα κάτω και σκούπισα το αίμα απτά χέρια μου.
"Που στον πουτσο πήγες ρε;" είπε ο Νοττ με μπουκωμένο στόμα.
"Έπρεπε να κανονίσω κάτι... Τώρα δώστε λίγη προσοχή", τους είπα (στους Θανασιμους). "Αύριο βράδυ είναι ο τελευταίος άθλος. Θέλω κάποιον να έρθει μαζί μου στο νεκροταφείο".
"Θα έρθω εγώ", είπε ο Θιοντορ.
Ο Ντρακο μας κοίταξε όλους έναν έναν, "Κι αν σας δει κάποιος να φεύγετε;" απόρησε.
Ξεφύσηξα. "Δε θα μας δει κανείς. Τα έχω όλα υπό έλεγχο. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να φροντίσουμε ο Ποττερ να πιάσει το κύπελλο. Θα εμποδισουμε τον Κραμ, τον Ντιγκορι και την Ντελακουρ να φτάσουν πρώτοι. Μπλειζ, εσύ με τον Θιοντορ θα τους εμποδισετε. Εγώ θα μεταφερθώ στο νεκροταφείο και θα βεβαιωθώ πως η ψεύτικη επιστροφή του Λόρδου θα κυλίσει με βάση το σχέδιο".
Ο Ντρακο έσκυψε μπροστά. "Κι εγώ τι θα κάνω;"
"Εσύ τίποτα, ούτως ή άλλως δεν είσαι ακόμη θανατοφάγος".
"Κι αν κάτι πάει στραβά; Πως θα εποικινωνησουμε;" είπε ο Λορενζο.
"Δε θα επικοινωνούμε, γιαυτό φροντίστε τα μη τα γαμησετε όλα".
【...】
Εγώ με τον Ντρακο φύγαμε από την τραπεζαρία. Με είχε ζαλίσει, ικέτευε να κάνει κάτι για να μας βοηθήσει.
"Ματτεο, ο πατέρας μου θεωρεί πως είμαι μία απογοήτευση. Σε εκλιπαρώ άσε με να βοηθήσω".
Μου είχε σπάσει τα νεύρα. "Καλά. Θα αποσπάσεις την προσοχή την Ελεονόρας και της Ερμιόνης. Το καλό που σου θέλω..."
"Και πως θα το κάνω αυτό;"
"Εσύ με ικετευσες Ντρακο, θα βρεις τον τρόπο", περπάτησα μακριά. Αν ο Χάρι πέθαινε η Ελεονόρα θα έπεφτε σε κατάθλιψη... Αλλά του αξίζει του πούστη... Κι αν άφηνα τον Ντιγκορι να περάσει κι αυτός από την πύλη; Μπα, όχι... θα τον σκοτώσουν. Καλύτερα ένας πάρα δύο.
【Eleonora's Pov】
Βγήκαμε επιτέλους από το μαγαζί με τα βιβλία ύστερα απο δύο ώρες ψαξίματος για το ιδανικό, τεράστιο βιβλίο, που εγώ και η Ερμιόνη θα διαβάζαμε το καλοκαίρι.
Ξαφνικά ένιωσα το κεφάλι μου να βαραίνει, κι όλα γύρω μου άρχισαν να σκοτεινιαζουν.
"Ελεονόρα...! Ελεονόρα!"
〔Όραμα〕
Βλέπω την Εσμεραλντα. Ένα πέπλο μαυρης μαγείας μας περικυκλώνει. Βλέπω το σημάδι των θανατοφάγων στο χέρι της.
Τεντώνω το χέρι μου μπροστά και μία μωβ λάμψη πετάγεται από μέσα. Με το ραβδί της απορροφά τη λάμψη. Κι όταν πάει να τη ρίξει πίσω, εγώ εξαφανιζομαι.
Βρίσκομαι σε μία μικρή πόλη. Έχει συννεφιά, κοντεύει να νυχτώσει. Βρίσκομαι στη μέση του δρόμου, μπροστά από ένα σπίτι. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, κι από μέσα ακουγόταν το κλάμα δύο μωρών.
Μπήκα μέσα στο σπίτι. Όλα ήταν σκοτεινά. Ανέβηκα στον πάνω όροφο κι άνοιξα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ένας άνδρας με λευκά μαλλιά είχε πέσει στα γόνατα. Ήταν σκυμμένος πάνω από το πτώμα μιας γυναίκας, ενώ δύο μωρά έκλαιγαν μέσα στις κούνιες τους. Στη μία κούνια το ξύλο ήταν σπασμένο. Το μωρό μπουσουλησε έξω. Είχε ένα μεγάλο κόψιμο στο χέρι του. Μπουσουλησε μέχρι τον σπασμένο καθρέφτη που βρισκόταν κάτω στο πάτωμα. Ο άνδρας με τα λευκά μαλλιά φώναξε στο μωρό, έτρεξε γρήγορα να το πιάσει. Το μωρό έπεσε μέσα στον μαγικό καθρέφτη. Ο άνδρας προσπάθησε να βάλει το χέρι του μέσα, αλλά δε μπορούσε. Τότε με κοίταξε κι έτρεξε προς το μέρος μου. "Εσύ φταις για όλα!"
- - -
"Ελεονόρα... Ελάτε ξύπνησε!"
Άνοιξα αργά τα μάτια μου κι αντίκρισα πέντε ζευγάρια μάτια να με κοιτάνε.
"Ελεονόρα είσαι καλά; Πως νιώθεις;" άκουγα την Ερμιόνη να λέει ανήσυχη.
"Που Βρίσκομαι;" είπα σηκώνοντας την πλάτη μου.
"Στο ιατρείο...", είπε ο Σεντρικ.
"Λυποθιμησες στη μέση του πουθενά Ελ! Στο τέλος άρχισες να λες διάφορα και δεν ξυπνουσες. Πάλι καλά που ήταν ο Φρεντ κι ο Τζορτζ εκεί για να με βοηθήσουν να σε φέρουμε εδώ".
"Γεια ξαδερφούλα..." είπαν ανησυχοι ταυτόχρονα ο Φρεντ κι ο Τζορτζ.
"Ναι Ελ, εγώ κόντεψα να κατουρηθώ πάνω μου", εξομολογήθηκε ο Ρον.
"Συγγνώμη. Απλά ζαλίστηκα λιγάκι... Τώρα είμαι εντάξει".
Ο Σεντρικ έσκυψε από πάνω μου, "Είσαι σίγουρη; Θες να φωνάξουμε πάλι την νοσοκόμα Πομφρι;"
"Όχι, είμαι εντάξει σας λέω. Απλά θέλω να ηρεμήσω..."
"Έχει δίκιο, ας την αφήσουμε να ξεκουραστεί" είπε ο Ρον κι όλοι έφυγαν σιγά σιγά. Μόνο η Ερμιόνη έκατσε.
"Ελ, τρόμαξα πολύ. Άρχισες να μιλάς μία αρχαία γλώσσα, δε μπορούσα να καταλάβω λέξη! Κουνούσες το κεφάλι σου συνέχεια πέρα δώθε. Ήταν σα να έβλεπες εφιάλτη".
"Ερμιόνη έρχεσαι;" ακούστηκε φωναχτά η φωνή του Ρον έξω από το ιατρείο.
"Ναι Ρον!" Απάντησε επιθετικά. "Καλό θα ήταν να πας να μιλήσεις στον Νταμπλντορ μόλις αναρρώσεις".
"Εντάξει, αυτό θα κάνω".
"Επίσης ο Ματτέο έχει πεθάνει αυτήν αγωνία. Κρύβεται σε μια γωνιά και περιμένει να φύγουμε για να έρθει. Θα πάω να τον φωνάξω".
"Ευχαριστώ Ερμιόνη", είπα και βγήκε έξω από το ιατρείο.
Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα είδα τον Ματτέο να πλησιάζει το κρεβάτι μου με ένα γοργό βήμα. Μπορούσα να δω τον φόβο και την ανησυχία στο πρόσωπό του.
"Είσαι καλά; Πως το έπαθες αυτό; Η Γκρειντζερ μού είπε πως μάλλον έβλεπες εφιάλτη. Τι είδες- "
"Ματτεο, σκάσε για λίγο..." πήρα μία βαθιά ανάσα. "Δε θυμάμαι τι είδα. Ήταν πολύ παράξενο".
"Εντάξει, ας μη μιλήσουμε γιαυτό τώρα..." μου έπιασε το χέρι κι άρχισε να το τρίβει με τον αντίχειρα του.
"Ματτεο..."
"Ναι πριγκίπισσα;"
"Εσύ χτύπησες τον Χάρι;"
"Έλα τώρα, είναι βλακας. Δε βλέπεις ότι σου την πέφτει;"
"Τον χτύπησες ναι ή όχι;"
"Ναι, αλλά έπρεπε-"
Τέντωσα το χέρι μου και τον χαστουκισα με όλη μου τη δύναμη. "Μην αγγίζεις τους φίλους μου. Το διαχειριζομουν εγώ μια χαρά αυτό το θέμα. Σήμερα κιόλας θα του έλεγα πως τον βλέπω μόνο φιλικά. Εάν δεν είχες μπλεχτεί όλα θα ήταν καλύτερα... Εσύ φταις για ολα".
Με έπιασε σφιχτά απτό λαιμό, "Μη τολμούσε και με χτυπήσεις ξανά".
"Αλλιώς τι; Θα με σπάσεις κι εμένα στο ξύλο; Ή θα με σκοτώσεις; Πάω στοίχημα πως το δεύτερο σου ακούγεται καλύτερο..." χαμογέλασα.
Τότε μου άφησε το χέρι και βγήκε έξω από το ιατρείο.
~Τι σε έπιασε εσένα;
Ότι κι αυτόν. Αν ο Χάρι χτυπούσε τον Ματτέο, θα πάθαινε το ίδιο.
~Καλά, ό,τι πεις...
【...】
Χτύπησα την πόρτα του γραφείου του Νταμπλντορ. Μολις άκουσα τη λέξη "Περάστε", μπήκα μέσα.
"Γεια σας κύριε, άκουσα πως θέλατε να με δείτε", στάθηκα όρθια μπροστά από το γραφείο του.
"Βασικά, όχι. Η δεσποινίς Γκρειντζερ μού είπε πως ήθελες να μου πεις κάτι που σου συνέβη", έβγαλε τα γυαλιά του και τα ακούμπησε μέσα στη θήκη τους. "Σε παρακαλώ κάτσε και πες μου τι έγινε..."
Έκανα ότι μου είπε. "Λυποθιμησα, κι είδα έναν εφιάλτη".
"Με τι είχε να κάνει αυτός ο εφιάλτης;"
"Με ένα κορίτσι... Αυτό που είναι μέσα στον καθρέφτη".
"Συνέχισε..." είπε γεμάτος περιέργεια.
"Τη λένε Εσμεραλντα. Την είδα μέσα στον εφιάλτη, και μετά βρέθηκα σε μία πολύ μικρή πόλη. Και τότε είδα ένα σπίτι... άκουγα κάτι. Το κλάμα ενός μωρού. Μάλλον δύο. Μόλις πήγα στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού είδα μια γυναίκα. Ήταν νεκρή, κι ένας άνδρας στεκόταν από πάνω της κι έκλαιγε".
"Χμμ... ενδιαφέρον. Πολύ ενδιαφέρον... Άρα μου λες πως έχεις δει ένα κορίτσι μέσα σε έναν καθρέφτη;"
"Ναι... στον καθρέφτη του πύργου όπου μενω".
"Και πως μοιάζει αυτό το κορίτσι;"
"Είμαστε ολοιδιες βασικα..." ένιωσα τα χέρια μου να ιδρώνουν.
"Ακόμα πιο ενδιαφέρον", μουρμούρισε ο Νταμπλντορ. "Εντάξει, σε ευχαριστώ που με ενημέρωσες καλή μου. Για απόψε πήγαινε να κοιμηθείς με τη δεσποινίς Γκρειντζερ. Έχουν ένα άδειο κρεβάτι στην κάμαρα τους".
"Ευχαριστώ κύριε...", πήρα μία καραμελίτσα κι έφυγα.
Είχα ακόμη έναν ισχυρό πονοκέφαλο, αλλά όχι τόσο δυνατό ώστε να μην μπορώ να περπατήσω.
Η Ερμιόνη με περίμενε έξω από το γραφείο. "Τι σου είπε;"
"Είπε να κοιμηθώ στην δικιά σου κάμαρα απόψε..."
"Εντάξει. Πάω να σου στρώσω, μην αργήσεις να έρθεις".
"Ευχαριστώ Ερμιόνη..." την αγκάλιασα κι απομακρυνθηκαμε η μία από την άλλη, παίρνοντας διαφορετικούς δρόμους.
Αποφάσισα να πάω να μιλήσω στον Ματτέο. Ήξερα πως δε θα βρισκόταν στο δωμάτιο του, ούτε κάπου μέσα στο κάστρο, αλλά στο απαγορευμένο δάσος. Στο μέρος όπου κρυβόταν...
Μπήκα μέσα στο απαγορευμένο δάσος και διεσχισα τη διαδρομή προς το κρυφό του σημείο. Και πράγματι, εκεί βρισκόταν... ξαπλωμένος με τα χέρια πίσω από το κεφάλι, κοιτούσε τον ουρανό. Με αργά βήματα τον πλησίασα και ξάπλωσα δίπλα του.
Δεν είπε τίποτα, έκανε σα να μην υπηρχα. Λογικό βέβαια... τον δικαιολογουσα άνετα διότι εγώ εφταιγα. Όλους αυτούς τους μήνες δεν είχα πει τίποτα στον Χάρι, αλλά τον είχα αφήσει να βγάλει το συμπέρασμα ότι άρεσε και σε εμένα. Ήταν φυσιολογικό να θυμώσουν, και αυτός και ο Χάρι.
"Ματτεο, συγγνώμη. Ξέρω πως έπρεπε να είχα πει κάτι στον Χάρι- Ξέρω πως θα έπρεπε να σε είχα ενημερώσει για το τι γινόταν-" τον κοίταξα. Επεξεργάστηκα την όψη του προσώπου του από το πλάι καθώς το φως του φεγγαριού το φωτιζε. Η γρατζουνιά στη μύτη του... Ο τρόπος με τον οποίο το πρόσωπο του παρέμενε ακίνητο σαν άγαλμα...
"Σκάσε επιτέλους", και τότε γύρισε το βλέμμα του πάνω μου. Μπορούσα να καταλάβω πως ήταν ακόμη θυμωμένος λόγω της έκφρασης του, αλλά αυτό δε με σταμάτησε απτό να τον κοιτάω.
Τότε έσκυψε ελαφρώς από πάνω μου κι άγγιξε απαλά το πιγούνι μου καθώς τα χείλη του έρχονταν σε μικρές συνεχόμενες συγκρούσεις με τα δικά μου.
☆☆☆☆☆☆☆
Είμαι απαράδεκτη, το ξέρω. Και δεν έχω καμία δικαιολογία αυτή τη φορά...
Παρόλα αυτά, υπόσχομαι πως το επόμενο κεφάλαιο θα ανεβεί σύντομα. Το υπόσχομαι!!!
Πως είστε βτγ; Πως πάει το καλοκαίρι μέχρι στιγμής;
Ελπίζω να απολαύσατε το κεφάλαιο :)
Σας αγαπωλατρεύω βουτυρομπυρακια μου, MWAH💋
Stay tuned...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro