Σιρόπι για πυρετό
"Ματτεο..."
"Πότε θα μου το έλεγες;" είπε κοιτώντας σοβαρός τα χαρτιά που ήταν απλωμένα στο πάτωμα.
"Ήθελα χρόνο να το επεξεργαστώ. Θα το μάθαινες ούτως ή άλλως κάποια στιγμή..." άρχισα να παίζω νευρικά με την άκρη της κουβέρτας καθώς περίμενα να πει κάτι. "Συγγνώμη", ψέλλισα.
"Πως χτύπησες;" είπε κοφτά.
"Δεν θα με πιστέψεις, αλλά σκόνταψα..." απάντησα όσο πιο πειστικά μπορούσα.
Παρέμεινε σιωπηλός.
"Ο Νταμπλντορ με φώναξε στο γραφείο του μες στην νύχτα. Είπε ότι ο Γκρίντελβαλντ- ο μπαμπάς, θέλει να πάω σπίτι μαζί του για μερικές μέρες".
"Για πόσες;"
"Δεν γνωρίζω... λογικά λίγο λιγότερο από μία εβδομάδα".
"Να πας. Μιας και τώρα βγαίνουν όλα στη φόρα... μου κρύβεις κάτι άλλο;" είπε ψύχραιμα.
"Όχι, αλλά εσύ μου κρύβεις".
"Τι εννοεις-"
"Ξέρω ότι μου κρύβεις κάτι. Έχω καταλάβει ότι είσαι θανατοφάγος, απλά αναρωτιόμουν αν κρύβεις κάτι ακόμα..."
"Όχι, αυτό μόνο".
Το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή για λίγο.
"Έχω φτερά", είπα.
"Το ξέρω..."
【Mattheo's Pov】
Άκουσα κάποιον να χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου στις τρεις το πρωί. Τέντωσα το χέρι μου για να ελέγξω αν η Ελ ήταν σκεπασμένη, μόνο που δεν ήταν εκεί.
Πετάχτηκα από το κρεβάτι, άνοιξα την πόρτα και την βρήκα όρθια με κλειστά μάτια. Υπνοβατουσε. Κρατούσε μία ροζ βαλίτσα στο δεξί της χέρι, καθώς το άλλο ήταν απλωμένο μπροστά και ψηλαφούσε το πρόσωπο μου.
Ξεφύσηξα και την έβαλα να ξαπλώσει.
Μετά από λίγα λεπτά άνοιξα τη βαλίτσα της. Ήταν γεμάτη ρούχα, βιβλία, φυλλάδια και γράμματα από τον Γκρίντελβαλντ.
【...】
Ξύπνησε και άρχισε να κοιτάει τριγύρω για να δει που ήμουν.
Μόλις είδε τα γράμματα και τα βιβλία στο πάτωμα πάγωσε.
"Ματτεο..." είπε σαστισμενη
"Πότε θα μου το έλεγες;"
"Ήθελα χρόνο να το επεξεργαστώ. Θα το μάθαινες ούτως ή άλλως κάποια στιγμή..." άρχισε να παίζει νευρικά με την άκρη της κουβέρτας. "Συγγνώμη", ψέλλισε.
"Πως χτύπησες;" είπα κοφτά.
"Δεν θα με πιστέψεις, αλλά σκόνταψα..."
Δεν την πίστεψα, οπότε παρέμεινα σιωπηλός μέχρι να μου πει την αλήθεια.
"Ο Νταμπλντορ με φώναξε στο γραφείο του μες στην νύχτα. Είπε ότι ο Γκρίντελβαλντ- ο μπαμπάς, θέλει να πάω σπίτι μαζί του για μερικές μέρες".
"Για πόσες;"
"Δεν γνωρίζω... λογικά λίγο λιγότερο από μία εβδομάδα".
"Να πας. Μιας και τώρα βγαίνουν όλα στη φόρα... μου κρύβεις κάτι άλλο;"
"Όχι, αλλά εσύ μου κρύβεις".
"Τι εννοεις-"
"Ξέρω ότι μου κρύβεις κάτι. Έχω καταλάβει ότι είσαι θανατοφάγος, απλά αναρωτιόμουν αν κρύβεις κάτι ακόμα..."
"Όχι, αυτό μόνο". Σιγά που θα της έλεγα ότι σκότωσα τη θεία της και έξι παιδιά από το Χογκουαρτς.
Το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή για λίγο.
"Έχω φτερά", είπε απότομα.
"Το ξέρω..."
Κοίταξα το ρολόι μου, η ώρα ήταν πέντε το πρωί. Χρειαζόμουν λίγο καθαρό αέρα. Βγήκα από το δωμάτιο κι άρχισα να περπατάω προς το γήπεδο του Κουίντιτς για να οργανώσω τις σκέψεις μου. Έβγαλα ένα τσιγάρο και το ακούμπησα μαλακά στα χείλη μου...
【Eleonora's Pov】
【...】
Η βαλίτσα μου ήταν έτοιμη. Στεκόμουν στον σιδηροδρομικό σταθμό. Ο πατέρας μού είχε στείλει μία κουκουβάγια κατά τις έξι στο δωμάτιο μου. Το γράμμα έλεγε ότι θα βρισκόμασταν στο μοναδικό κόκκινο παγκάκι του σταθμού.
Ταυτόχρονα, έγραφα ένα γράμμα στον Χάρι. Του εξηγούσα ότι θα έλειπα για μερικές μέρες...
Αγαπητέ Χάρι,
Θα λείψω για μερικές μέρες από το Χογκουαρτς. Δεν χρειάζεται να ανησυχήσεις.
Όταν θα γυρίσω θα πρέπει να σας πω κάτι πολύ σημαντικό που θα πρέπει να μείνει μεταξύ μας. Ούτε η Μυρτιά δεν θα πρέπει να το μάθει! Ούτε ο Φρεντ και ο Τζορτζ! Μόνο εσύ, η Ερμιόνη, και ο Ρον.
Κάντε υπομονή για λίγες μέρες... Και μη μου στείλεις πίσω.
Αγκαλιές,
Ελεονόρα
Υ.Γ: Να δώσεις το γράμμα και στον Ρον με την Ερμιόνη!
Δίπλωσα το γράμμα και το έβαλα μέσα στην βαλίτσα μου. Θα του το έστελνα όταν έφτανα σπίτι.
Κοίταξα το ρολόι μου, η ώρα είχε πάει έξι και μισή. Κοιτούσα δεξιά κι αριστερά αλλά δεν υπήρχε ψυχή.
Ύστερα από πέντε λεπτά, άρχισε να χιονίζει, κι ένας κύριος ντυμένος στα μαύρα ήρθε να καθίσει δίπλα μου. Δεν ήταν ο πατέρας, αυτός είχε μακριά μαύρα μαλλιά και μεγάλη μύτη. Κοιτούσε το έδαφος. Ξαφνικά τέντωσε το χέρι του και μου έδωσε ένα χαρτάκι.
Όλη περιέργεια το πήρα και το άνοιξα ενώ του έριχνα κρυφές ματιές.
Μπες μέσα στο τρένο, βαγόνι δύο κουπέ 12.
Κοίταξα καχύποπτα τον άνδρα, και μέσα σε δευτερόλεπτα το χαρτάκι ειχε γίνει στάχτη.
Σηκώθηκα αργά, πήρα τη βαλίτσα μου και μπήκα μέσα στο τρένο. Όλες οι κουρτίνες ήταν κλειστές, το ίδιο και τα φώτα, με αποτέλεσμα να μην βλέπω καλά.
Κοίταξα μέσα από το παράθυρο της συρόμενης πόρτας του κουπέ και δεν είδα κανέναν παρά μόνο ένα διπλωμένο χαρτί.
Προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα αλλά ήταν κλειδωμένη. Έκανα το ξόρκι Alohomora και μπήκα μέσα στο κουπέ.
Το χαρτάκι έγραφε...
Συνάντησε με στο τελευταίο βαγόνι του τρένου.
~Έλεος, κυνήγι θησαυρού θα παίξουμε!
Έκανα ότι έλεγε το χαρτάκι. Μου πήρε τέσσερα λεπτά για να φτάσω στο τελευταίο βαγόνι...
Στην άκρη του βαγονιού με περίμενε ο μπαμπάς. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο της πόρτας. Μόλις με άκουσε, γύρισε το κεφάλι του χαμογελαστός και με αγκάλιασε.
"Μου έλειψες, χρυσάφι μου", με εσφιγγε μέσα στην αγκαλιά του. Έκανε λίγο πίσω για να με θαυμάσει, κι ύστερα χαμογέλασε ξανά.
"Κι εμένα μου έλειψες..." είπα με ένα θερμό χαμόγελο.
"Θα πρέπει να πείνας!" Άνοιξε μία πόρτα ενός κουπέ το οποίο είχε ένα τραπέζι γεμάτο κρουασάν, μαρμελάδες, τσάι, καφέ, κεράσια, τηγανιτές με σαντιγί, και παγωτό με σιρόπι σοκολάτας.
"Πέρασε", είπε κι άνοιξε τις κουρτίνες.
Ένιωθα λίγο άβολα, αλλά ταυτόχρονα ανυπομονούσα να του πω τα πάντα.
Έκατσα κι άφησα τη βαλίτσα μου δίπλα μου.
"Λοιπόν... ποιο είναι το αγαπημένο σου μάθημα;"
"Η αστρονομία", απάντησα μπουκωμένη. "Και τα φίλτρα".
"Μπαμπά, θέλω τη βοήθεια σου..." είπα. "Μένω σε έναν πύργο, και μία κυρία ζει μέσα στον καθρέφτη... Γίνεται πολύ επιθετική μερικές φορές και μου ζητάει ένα δαχτυλίδι. Θέλω να τη σκοτώσω".
Πνίγηκε με τη μπουκιά του κι άρχισε να χτυπάει μανιωδώς το στήθος του.
"Χρυσάφι μου, ας μιλήσουμε για κάτι άλλο τώρα. Θα αναλύσουμε το θέμα με την Εσμεραλντα αργότερα".
Πάγωσα για λίγο.
"Πως ξέρεις το όνομα της;" είπα σοκαρισμένη.
"Μόλις μου το είπες!"
"Όχι, δεν ανέφερα το όνομα της..."
"Χρυσάφι μου, θα μιλήσουμε για την κυρία του καθρέφτη μία άλλη στιγμή, κάπου αλλού. Δοκίμασε το παγωτό σου".
Συνέχισα να τρώω...
"Και για πες μου, έχεις φίλους;"
"Ναι, πολλούς. Κάνω παρέα και με κάποιους Σλιθεριν, Γκριφιντορ, με μερικά κορίτσια από το Ραβενκλοου, και με έναν Χαφλπαφ".
"Με ποιους Σλιθεριν αν επιτρέπεται;"
"Εμ, με την Πανσυ! Κι, εμ... με την Αστορια. Πολύ καλές κοπέλες!"
"Τέλεια, χαίρομαι".
Ύστερα από πέντε λεπτά σιγής, αποφάσισε να συνεχίσει τις ερωτήσεις.
"Κάνεις ακόμα παρέα με τον Ματτέο;" είπε σοβαρός.
"Τι; Οχ-"
"Την αλήθεια θέλω να ξέρω..."
"Ναι... Έχουμε σχέση. Αλλά δεν πρέπει να το μάθει κανείς".
"Συμφωνώ απόλυτα. Τώρα συνέχισε το πρωινό σου".
【...】
Φτάσαμε σπίτι. Ήταν μεγάλο... αλλά όχι τόσο μεγάλο όσο η έπαυλη των Μαλφοι.
Ήταν πετρόχτιστο, με μία μεγάλη ξύλινη εξώπορτα και δύο ορόφους. Ο κήπος δεν ήταν τεράστιος, αλλά ούτε και μικρός. Είχε γύρω γύρω ψηλά δέντρα κι ένα πηγάδι στην άκρη του κήπου.
"Καλωσόρισες..", είπε ανοίγοντας την εξώπορτα.
Το σπίτι μύριζε χλωρίνη και σαπούνι. Είχε καθρέπτες παντού, ακόμα και η κουζίνα είχε ντουλάπια-καθρέπτες. Το ταβάνι ήταν πολύ ψηλά, και τα παράθυρα έφταναν από το ταβάνι μέχρι ένα μέτρο πάνω από το πάτωμα.
Οι κουρτίνες είχαν ένα σκούρο πράσινο χρώμα και ήταν βελούδινες. Καθώς πλησίαζα προς το τζάκι μπορούσα να μυρίσω κανέλα. Ένα μικρό κεράκι με άρωμα κανέλα βρισκόταν αναμμένο πάνω στο τζάκι.
"Σου αρέσει;" είπε.
"Ναι... είναι πολύ ωραίο"
"Πήγαινε πάνω να δεις το δωμάτιο σου..."
"Δωμάτιο;!" Αναφώνησα. Έτρεξα σαν κεραυνός στον πάνω όροφο.
"Πρώτη πόρτα αριστερά", είπε καθώς ανέβαινε τις σκάλες από πίσω μου.
Άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου κι από μέσα μου τσιριζα.
Το δωμάτιο μύριζε κανέλα, είχε τα αγαπημένα μου λουλούδια πάνω στα κομοδίνα, και η ντουλάπα ήταν γεμάτη με πουεντ, φούστες και κορμάκια μπαλέτου.
Μπήκα μέσα στο δωμάτιο κι κατευθείαν σκόνταψα πάνω σε ένα κουτί. Κοίταξα τον μπαμπά και μετά πάλι το κουτί. Κάθισα οκλαδόν πάνω στο χαλί. Το άνοιξα αργά κι από μέσα ξεπήδησε ένα Niffler, το οποίο άρχισε να τρέχει μέσα στο δωμάτιο μου ψάχνοντας για κοσμήματα.
Έβγαλα ένα κέρμα μέσα από την τσέπη μου και το άφησα μπροστά μου. Το Niffler ήρθε γρήγορα, το αρπαξε και το έβαλε μέσα στην κοιλιά του.
"Τον πήρα εχθές..." είπε ο μπαμπάς.
"Ευχαριστώ! Είναι πολύ γλυκούλης".
【...】
Η ώρα ήταν πέντε το απόγευμα. Είχαμε φάει μεσημεριανό πριν τρεισήμισι ώρες κι ο μπαμπάς διάβαζε την εφημερίδα του.
Κάθε τρεις με τέσσερις ώρες πήγαινε στο υπόγειο και καθόταν εκεί για 10 λεπτά περίπου. Όταν τρώγαμε μεσημεριανό μού είπε να μην πάω ποτέ στο υπόγειο διότι ήταν γεμάτο με σωλήνες νερού κι έπρεπε να τους ρυθμίζει κάθε δύο ώρες για να μην πλημμυρίσουμε.
Και φυσικά δεν τον πίστεψα.
Καθόμουν κι έπαιζα με το Niffler... Πετούσα στον αέρα κέρματα κι εκείνο τα έπαιρνε και φούσκωνε την κοιλιά του.
Ακόμα δεν του είχα βρει όνομα... Είχα κάνει μία λίστα με ονόματα όμως, όπως "Λιχούδη, Κεραυνούλη ή Κεραυνό, Τσιγκούνη..." και άλλα.
Ξαφνικά ένας δυνατός κρότος ακούστηκε από το ισόγειο. Άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου και φώναξα "Μπαμπά;" αλλά δεν πήρα απάντηση. Πήρα το Niffler στην αγκαλιά μου και κατεβήκαμε τις σκάλες. Πήγα στην κουζίνα κι αντίκρισα ένα σπιτικό ξωτικό. Του είχε πέσει μία τεράστια γυάλα.
Ο μπαμπάς ήρθε στην κουζίνα με γοργό βήμα κι άρχισε να φωνάζει στο ξωτικό. "Ούτε μία γυάλα δεν μπορείς να κρατήσεις στα χέρια σου, είσαι αξιολύπητος".
"Απολογούμαι κύριε. Σας υπόσχομαι ότι δεν θα επαναληφθεί", το ξωτικό είχε πέσει στα γόνατα.
Ο μπαμπάς έφυγε από την κουζίνα δίχως να πει τίποτα. Έκατσε πάλι πάνω στην πολυθρόνα του και συνέχισε να διαβάζει. Εγώ έκατσα στον απέναντι καναπέ κι άφησα το Niffler δίπλα μου. Καθώς επεξεργαζόμουν τον χώρο, άρχισα να μιλάω.
"Πρέπει να μου πεις πως γνωρίζεις την Εσμεράλντα", είπα.
"Όταν επικοινώνησα με τον Νταμπλντορ, ανέφερε ότι υπάρχει μία πιθανότητα ο καθρέπτης ο οποίος έχεις μέσα στο δωμάτιο σου να είναι μαγικός, κι ότι μία κυρία εν ονόματι Εσμεράλντα να ζει μέσα του".
"Ήξερες ότι αυτή η κυρία προσπαθεί να με σκοτώσει;"
"Όχι, τώρα το μαθαίνω..." άνοιξε πάλι την εφημερίδα του. "Έχω μία συνάντηση με τον Λόρδο απόψε, και θα λείψω το βράδυ. Μπορείς να φέρεις τις φίλες σου από το Σλίθεριν αν θες".
"Ευχαριστώ, αλλά, μπορώ να φέρω και φίλο ας πούμε;", είπα ναζιάρικα.
"Φίλο;! Ποιον;" σήκωσε τα μάτια του από την εφημερίδα.
"Δεν ξέρω... μπορεί να καλέσω και τα κορίτσια, δεν είμαι σίγουρη", σηκώθηκα κι έφυγα μαζί με το Niffler αφήνοντας την ερώτηση του αναπάντητη.
[...]
Η ώρα πέρασε γρήγορα καθώς διάβαζα. Είχα πάρει ένα βιβλίο μαζί μου για ξόρκια. Ταυτόχρονα το NIffler είχε αδειάσει το μισό σακουλάκι με τα σοκολατένια νομίσματα.
Βρήκα πως θα τον φωνάζω... κύριο Φαγάνα! Ο Ρον θα τον λατρέψει!
Είχα στείλει μία επιστολή στον Ματτέο είκοσι λεπτά πριν φύγει ο μπαμπάς. Ώρα δέκα ακριβώς είδα το αμάξι του να φεύγει. Είχε πει στο ξωτικό, τον Cooky, να μαγειρέψει κάτι ωραίο για βραδινό. Οπότε εγώ πήγα στο δωμάτιο μου, μετακίνησα με ένα ξόρκι την τηλεόραση γιατί ζύγιζε περίπου δέκα τόνους, και την ακούμπησα πάνω στο μπαούλο μπροστά από το κρεβάτι μου.
Όλα ήταν έτοιμα. Το μόνο που έλειπε ήταν εκείνος...
Μισή ώρα αργότερα ένα μαύρο αμάξι πάρκαρε έξω από το σπίτι. Η πόρτα του οδηγού άνοιξε κι από μέσα βγήκε ο Ματτεο. Έλυσε τη γραβάτα του και με γοργό βήμα έφτασε στην πόρτα.
Κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες κι άνοιξα την πόρτα, αντικρίζοντας τον με ανακατεμένα μαλλιά και κόκκινη μύτη.
"Γεια..." είπα χαμογελαστή.
Μπήκε μέσα και μου έδωσε ένα φιλί στα χείλη καθώς κρατούσε τα μάγουλα μου στα χέρια του.
"Συγγνώμη μου άργησα..."
"Υγεία", χαμογέλασα πάλι κρατώντας το μικρό του δαχτυλάκι. "Καλωσόρισες στο σπιτικό μου", είπα με αστεία φωνή κι έκλεισα την πόρτα πίσω του.
"Ωραίο... Αλλά έχω μία απορία. Γιατί τόσοι καθρέπτες;" γύρισε και με κοίταξε μπερδεμένος.
"Δεν έχω ιδέα..." σήκωσα τα χέρια μου και στάθηκα δίπλα του κοιτώντας για μία ακόμη φορά το εσωτερικό του σπιτιού. "Τέσπα!" Αναφώνησα. "Θες να πάμε στο δωμάτιο μου;" είπα πονηρά τραβώντας τον ξανά από το μικρό του δάχτυλο.
"Πως μπορώ ν'αντισταθώ;" χαμογέλασε και με ακολούθησε μέχρι το δωμάτιο μου.
"Ωχ! Ξέχασα να σου γνωρίσω τον κύριο Φαγάνα!!!" Φωναξα. Έτρεξα στο κρεβάτι και σήκωσα τον κύριο Φαγάνα στην αγκαλιά μου.
"Ώστε αυτός είναι ο κύριος που σου έκλεψε την καρδιά;"
"Δεν θυμάμαι να λέω κάτι τέτοιο..."
"Κι όμως! Σύμφωνα με το γράμμα που μου έστειλες, έκανες έναν νέο φίλο που ίσως να αγαπάς πιο πολύ κι από εμένα".
"Δεν ισχύει! Απλά είναι πολύ τζεντλεμαν και γλυκούλης", είπα. Άφησα τον κύριο Φαγάνα κάτω κι εκείνος έτρεξε πάνω στο κρεβατάκι του.
【...】
Τα φώτα κλειστά. Η τηλεόραση ανοιχτή, να παίζει την ταινία Funny Face, κι ο Ματτέο ξαπλωμένος δίπλα μου.
Είχε περάσει το αριστερό του χέρι από πίσω μου και με τον αντίχειρα του έτριβε τον ώμο μου. Ανατρίχιαζα σε κάθε άγγιγμα, ξέροντας ότι ακόμα κι εκείνη τη στιγμή θα σκεφτόταν το γεγονός ότι ο αληθινός μου πατέρας είναι ο Γκρίντελβαλντ.
Ξαφνικά δυνατά χτυπήματα άρχισαν να ακούγονται από τον κάτω όροφο. Πετάχτηκα από το κρεβάτι κι άνοιξα την πόρτα. "Cooky! Όλα καλά;" φώναξα. Αλλά δεν πήρα απάντηση. Είπα στον Ματτέο να περιμένει στο δωμάτιο μου και κατέβηκα σαν σφεντόνα στο ισόγειο.
Όλα ήταν σκοτεινά. Μόνο μία λωρίδα φωτός έπεφτε στο πάτωμα μέσα από το θολό τζάμι της εξώπορτας, από το φωτάκι που είχα αφήσει αναμμένο πάνω από το κουδούνι.
"Cooky!!"
Καμία απάντηση.
Τα χτυπήματα συνέχισαν να ακούγονται κι αυτή τη φορά ερχόντουσαν από την πόρτα του υπογείου. Έβγαλα το ραβδί μου από την πίσω τσέπη του τζιν κι έκανα το ξόρκι Lumos Maxima.
Ξεκλείδωσα την πόρτα του υπογείου και κατέβηκα τη σκάλα φωτίζοντας με το ραβδί μου τα σκαλοπάτια.
Το φως έπεφτε και πάνω στους καθρέπτες που είχε ο τοίχος στα δεξιά μου. Όταν έφτασα στο υπόγειο αντίκρισα ένα σορό σωλήνες, γεμάτους με νερό κουβάδες, κι έναν τεράστιο στρογγυλό καθρέπτη που κάλυπτε σχεδόν όλο τον τοίχο.
Το κεφάλι μου άρχισε να πονάει, σα να το κοπανούσα με δύναμη στον τοίχο. Η τάση για εμετό όμως αυξανόταν ανά δευτερόλεπτο.
Τα χτυπήματα είχαν πλέον σταματήσει, οπότε ανέβηκα τη σκάλα κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
"Όλα καλά;" είπε ο Ματτέο. Στεκόταν στην άκρη της σκάλας που οδηγούσε στον πρώτο όροφο.
"Ναι... ήταν οι σωλήνες. Είναι λίγο παλιοί".
【...】
Ένιωθα κάποιον να κινείται δίπλα μου. Ξύπνησα κι αντίκρισα τον Ματτέο λουσμένο με κρύο ιδρώτα, να τρέμει από πάνω μέχρι κάτω.
"Ματτεο! Τι έχεις;", είχα αρχίσει να πανικοβάλλομαι.
Εσφιγγε με δύναμη το σημάδι στο αριστερό του χέρι, καθώς είχε κλειστά τα μάτια. Τα μάγουλά του είχαν γίνει μούσκεμα από τα δάκρυα.
"Πονάω", ψέλλισε.
"Θα, θα φέρω νερό και- έρχομαι!" Έτρεξα με ταχύτητα φωτός στο μπάνιο. Πήρα όλο το κουτί με τα φάρμακα, νερό, ένα βρεγμένο πανάκι και θερμόμετρο. Τα έριξα όλα πάνω στο κρεβάτι. Σαν τρελή άρχισα να ψάχνω φάρμακα και σιρόπι για πυρετό.
"Ε-ελ, τα φαρμακα, δεν θα καν-νουν τίποτα".
'Τί εννοεις!; Όχι! Θα σου δώσω σιρόπι και θα γίνεις καλά!"
Λίγο πριν του βάλω το θερμόμετρο έπιασε σφιχτά το χέρι μου. "Ο πατ-ερας, το κάνει. Κάτσε δί-ιπλα, μου".
Πήρα μια βαθιά ανάσα και έκατσα δίπλα του. Ακούμπησα το κεφάλι του πάνω στο στήθος μου, και με το ένα χέρι τού χάιδευα τα μαλλιά, ενώ με το άλλο το χέρι του.
"Θα περάσει..." είπα ήρεμα.
Συνέχισε να τρέμει. Είχε γεμίσει το χέρι του με μελανιές από το σφίξιμο.
"Σφίξε το δικό μου χέρι", τέντωσα το χέρι με το οποίο χάιδευα το δικό του. Το έπιασε σφιχτά στον καρπό.
"Συγγνώμη-"
"Σσσς, μην απολογήσε για τίποτα", είπα.
【The Next Morning】
Τα πόδια μου κρύωναν.
Τέντωσα το χέρι μου στα αριστερά, μόνο και μόνο για να αντιληφθώ ότι ο Ματτέο έλειπε. Η ώρα ήταν μόλις επτά κι ο ήλιος ανέτελε.
Αναστέναξα. Τυλίχθηκα με τη ρόμπα μου και κατέβηκα ξυπόλητη στο ισόγειο.
Τον είδα να δένει τη γραβάτα του μπροστά από την εξώπορτα. Είχε κολλήσει μία σοβαρή έκφραση στο πρόσωπό του.
Τον πλησίασα με μισανοιχτα μάτια. Ίσα ίσα μπορούσα να τον δω καθαρά. "Γιατί φεύγεις τόσο γρήγορα;"
Γέλασε και χτένισε με τα δάχτυλα του τα μαλλιά μου. "Έχω αργήσει. Θα τα πούμε όταν επιστρέψεις στο Χογκουαρτς", μου φίλησε το κούτελο κι έφυγε.
Πήγα στην κουζίνα. Έκατσα σε μία καρέκλα κι άρχισα να κοιτάω το χιόνι που έλιωνε...
☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆
Hellooo!
Τι κάνετε βουτυρομπυρακια μου;
Πως πάνε οι εξετάσεις;
Ελπίζω να απολαύσατε το κεφάλαιο...:)
Μου πήρε λίγες παραπάνω μέρες να το τελειώσω διότι δεν ήξερα πως να βάλω μέσα σε ένα κεφάλαιο όλα αυτά που ήθελα😃
Ποιο ήταν το αγαπημένο σας σημειο;;
Επίσης, πως σας φαίνεται ο Γκρίντελβαλντ;
Σας υπεραγαπω<33
Μπαιι
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro