Δυο εκατοστά Μακριά
[ Πέντε Μέρες Αργότερα]
〔 Όνειρο〕
"Μη!! Άφησε τον!!!! Εμένα θέλεις, εγώ είμαι πιο ισχυρή!"
Ο άνδρας με τη μάσκα με αγνοούσε.
"ΆΚΟΥΣΕ ΜΕ!!" Φωναξα. "ΑΝ ΣΕ ΕΊΧΑ ΣΤΑ ΧΈΡΙΑ ΜΟΥ ΑΥΤΉ ΤΗ ΣΤΙΓΜΉ, ΘΑ ΉΣΟΥΝ ΝΕΚΡΟΣ!"
Ξαφνικά όλα έγιναν μαύρα. Δε μπορούσα να δω. Αλλά μπορούσα να νιώσω.
Ένιωθα ότι ξάπλωνα πάνω σε κάτι μαλακό. Ήταν κρύο.
Άνοιξα αργά τα μάτια μου. Βρισκόμουν κάπου μακριά, σε ένα δάσος, παντού χιόνι. Χιόνι παντού.
Δε μπορούσα να δω καθαρά. Σηκώθηκα κι άρχισα να περπατάω. Κάτι όμως με κρατούσε πίσω... Ήταν κάτι πολύ βαρύ, και σίγουρα μεγάλο. Είχα λευκά φτερά. Αλλά ήταν πολύ άσχημα. Σπασμένα και τραυματισμενα.
Συνέχισα να προχωρώ. Μπροστά μου βρήκα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Ήθελα να το μυρίσω αλλα τα αγκάθια του δε μου το επέτρεπαν.
Το μόνο που μυριζα ήταν μέλι...και καφές...
Μισό λεπτό, καφές?
"Ελεονόρα..."
"Μήπως να φύγουμε τώρα?"
"Όχι, θα περιμένουμε να ξυπνήσει!"
"Πού είναι ο Τζορτζ?"
"Εγώ είμαι ο Τζορτζ! Ο Φρεντ πήγε να φέρει μπισκότα".
"Ρον, εσύ έφερες τίποτα?"
"Θα έφερνα σοκολατακια άλλα....τα έφαγα.."
"Έλεος!!! Μόνο εσύ θα μπορούσες να κάνεις κάτι τέτοιο! Χάρι, εσύ?"
"Έφτιαξα αυτό μαζί με τον Σεντρικ".
"Ωραια".
"Ο τέτοιος, ο Γκριφιντορ....οο...πως το λένε....?"
"Όλιβερ".
"Ναι ναι, που είναι?"
"Έρχεται, Σεντρικ".
"Ήρθα! Ξύπνησε?"
"Όχι ακόμα....Μήπως να την ξυπνήσουμε να τελειώνουμε?"
"Όχι Ρον!"
"Καλά, εγώ,θα την ξυπνήσω..."
"Ρον!!!!"
Κάποιος με σκουντηξε με δύναμη στην πλάτη και πετάχτηκα όρθια.
"Τι στον..."
"Καλημερααα!" Φώναξαν.
Είχαν έρθει όλοι μέσα στο δωμάτιο μου, ο Ρον, ο Χάρι, η Ερμιόνη, οι δίδυμοι, ο Όλιβερ και ο Σεντρικ.
"Γεια".
"Σου φέραμε πρωινό", είπε η Ερμιόνη.
"Και, και εγώ θα σου έφερνα! Αλλά πειναγα και...ξέρεις τωρα", ο Ρον έξυσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Αυτό το κάνει κάθε φορά που νιώθει άβολα, εκτεθειμένος, ή όταν θεωρεί πως έκανε κάτι κακό.
"Γιατί το κάνετε αυτό?" Ρώτησα.
"Εμ, θέλαμε να ζητήσουμε συγγνώμη.... Μάθαμε τι σου συνέβη στο Μπομπατον...Ο,τι σου έκαναν..." είπε ο Χάρι.
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή ήταν να πηδηξω απτό μπαλκόνι. Πολύ αποτελεσματικό, αλλά θα είναι κάπως κλισέ.
Μετά θα μπορούσα να δηλητηριασω τον εαυτό μου....Αλλά μπορεί να μην έπιανε, μετά θα απογοητευομουν και θα ήταν ντροπιαστικο.
"Ότι μάθατε είναι ένα ψέμα", είπα με μία ανάσα.
"Μα-" Δεν άφησα την Ερμιόνη να ολοκληρώσει την πρόταση της.
"Ποιος σας το είπε?"
Ο Ρον πήρε μια βαθιά ανάσα."Κάνεις, η Φλερ Ντελακουρ μίλησε στην Ρίτα για περίεργα περιστατικά που συνέβησαν στο Μπομπατον, κι εσύ ήσουν το κυρίως πιάτο του άρθρου..."
"Όλοι έξω". Έκαναν ότι τους είπα. Εκτός από την Ερμιόνη.
Η Ερμιόνη κάθισε δίπλα μου στο κρεβάτι. Με κοίταξε. Ήμουν σίγουρη ότι ήθελε να μου πει κάτι πολύ σημαντικό, από το ύφος που είχε.
"Ελεονόρα, την πρώτη φορά που σε είδα, στο τρένο, κατάλαβα ότι είσαι έξυπνη, αθώα, και καλή. Καλή σε όλα. Καλή φίλη, μαγείρισσα, μάγισσα... Ήξερα όμως ότι δεν είσαι καλή στο να λες ψέματα".
"Άκου, εγω-"
"Ο Τομ σε χρησιμοποιεί! Ουφ, το είπα...Άκουσε με καλά Ελ, σου δίνει ερωτικό φίλτρο. Ξέρω τον Τομ, και ο,τι κι αν σχεδιάζει δεν είναι καλό".
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα στο δωμάτιο μου ο Τομ.
Μερλιν σώσε με.
"Γκρειντζερ. Ελεονόρα. Καλημέρα".
Η Ερμιόνη σηκώθηκε θυμωμένη, άρπαξε το ραβδί της κι έφυγε.
"Καλημέρα, Τομ".
"Τι έκανε η λασποαιματη εδω μαζι με όλα τα γυφτακια να στέκονται έξω από την κάμαρα σου?" Είπε ανοίγοντας τη ντουλάπα μου. Άρχισε να βγάζει ρούχα και να τα πετάει πάνω στο κρεβάτι μου.
"Μου έφεραν πρωινό. Εσύ τι κάνεις εδώ?"
"Θα πάμε να σου πάρουμε ένα φόρεμα. Κανε μπάνιο, ντύσου, φτιάξε τα μαλλιά σου....Πρεπει να πάμε και στο κομμωτήριο απ'οτι φαίνεται".
"Καλά. Μπορείς να γυρίσεις?"
"Όχι. Είμαστε ζευγάρ-"
"Ω μα τον Μερλιν, φοράω πιτζάμες! Έχεις μία ξανθιά τρίχα στην πλάτη σου...Και σίγουρα δεν είναι δικιά σου".
"Θα σε περιμένω στην κεντρική είσοδο. Να είσαι εκεί σε μισή ωρα".
[45 Λεπτά αργότερα]
"Άργησες", μουρμούρισε. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω παρατηρώντας πολύ προσεκτικά τα ρουχα που μου ειχε πει να βάλω. "Σου πάει το μαύρο".
"Αμφιβάλλω".
Μου έκανε νόημα να πιαστουμε αγκαζέ καθώς όλοι μας κοιτούσαν. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ήθελα απλά να γίνω αόρατη.
Έσκυψε στο πλάι και μου ψιθυρισε στο αυτι: "Τις βλέπεις αυτές εκεί?" Είπε δείχνοντας μια παρέα κοριτσιών του Σλιθεριν. "Θα σκότωναν για να μου κρατήσουν το χέρι έστω και για ένα δευτερόλεπτο".
~Ίδιος ο αδερφός του είναι.
Νομίζεις! Ο Ματτεο δε θα έλεγε ποτέ κάτι τέτοιο.
~Ατσα! Ειπες το ονοματάκι του αγαπημένου σου πρίγκιπα?
Μια λέξη. Πέντε γράμματα. Σ, κ, α, σ, ε.
Μετά από είκοσι λεπτά φτάσαμε στο Χογκσμιντ. Ο Τομ με είχε πάει στα πιο ακριβά μαγαζιά, ήθελε να πάρω το καλύτερο μαύρο φόρεμα που υπήρχε.
"Δοκίμασε αυτο", μου πέταξε στα χέρια ένα φόρεμα και κάθισε αγανακτησμενος πάνω σε μια πολυθρόνα έξω από τα δοκιμαστηρια.
Da Dress:
Άνοιξα την κουρτίνα και στάθηκα μπροστά του. Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό.
"Αυτό είναι αρκετά καλό?"
"Ναι, είναι τέλειο...Εννοώ, έχω άλλο ένα που θέλω να δοκιμάσεις".
Πήρα το άλλο φόρεμα από τα χέρια του και το δοκίμασα.
Ήταν τέλειο! Αγκάλιαζε απαλά το σώμα μου, μου ταίριαζε γάντι.
"Πως σου φαίνεται?" Είπα.
"Μία χαρά. Βγάλε το για να πληρωσω".
Η φωνή του έγινε απότομα ψυχρή, και το βλέμμα του σοβαρό. Μήπως όντως σχεδίαζε κάτι? Μήπως πρέπει να σταματήσω να σκέφτομαι το δαχτυλίδι και να φύγω?
"Είσαστε μαζί?" Ρώτησε η πωλήτρια.
Κοίταξα τον Τομ περιμένοντας να δω τι θα πει.
Δεν απάντησε. Την κοίταξε όπως κοιτάει εμένα. Σαν ένα σκουπίδι. Την έκανε να νιώσει άβολα και κατώτερη. Νομίζω πως τον μισώ... Νομίζω πως είναι κακός άνθρωπος.
Μόλις βγήκε από το κατάστημα μία χιονομπαλα προσγειώθηκε πάνω στο κασκόλ του. "Ποιο μαλακιστηρι το έκανε αυτό!?" Από τον τόνο της φωνής του μπορούσα να καταλάβω ότι ήταν αρκετά θυμωμένος.
Περαστικοί και παιδιά που έπαιζαν χιονοπολεμο τον κοίταξαν ξαφνιασμενοι.
Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του παλτου του για να βγάλει το ραβδί. Του έπιασα το χέρι χωρίς να τον κοιτάξω στα μάτια και ειπα: "Λέω να επιστρέψουμε στο Χογκουαρτς".
Τράβηξε το χέρι του και έκανε σήμα σε μία άμαξα που περνούσε εκείνη τη στιγμή.
"Πού να σας πετάξω?" Φώναξε ο οδηγός.
Ο Τομ του έριξε κάτι ψιλά στο χέρι."Στην Κόκκινη Κάπα".
Η άμαξα ξεκίνησε.
Τα χέρια μου ετσουζαν απτό κρύο. Ο Τομ έβγαλε ένα τσιγάρο αυτό την τσέπη του κοιτώντας με. "Θέλεις ένα?" Είπε.
"Όχι, δεν καπνίζω".
Άναψε το τσιγάρο και κοίταξε έξω από το παράθυρο, "Το φαντάστηκα", μουρμούρισε.
Όταν φτάσαμε στην Κόκκινη Κάπα, βρήκαμε ένα τραπέζι κοντά στο μεγάλο τζάκι. Όλα τα έπιπλα ήταν ξύλινα, το πάτωμα κρυβόταν κάτω από ένα κόκκινο χαλί, οι τοίχοι ήταν επίσης κόκκινοι, και ο χαμηλός φωτισμός έκανε τον χώρο αρκετά ρομαντικό.
"Σου αρέσει εδώ?" Ρώτησε.
Κοίταξα γύρω μου κι ύστερα το τραπέζι, "Καλά είναι..."
Ένας σερβιτόρος μας πλησίασε. Φαινόταν φοβισμένος. Ήταν λίγο πιο κοντός από τον Τομ, αδύνατος, με κόκκινα σγουρά μαλλιά και φακίδες. Μου θύμιζε τον Τσάρλι.
"Τι θα παραγγείλετε?"
Η φωνή του σερβιτόρου έτρεμε.
"Μία μπίρα, παγωμένη, και τη σπεσιαλιτέ της ημέρας".
"Μα-μαλιστα. Εσείς δεσποινίς?"
"Εμ...εγώ θα πάρω μία πατατοσαλάτα με καπελοπιτακια και μπλε ντοματινια δράκου, και θα πιω....."
"Θα πιει μια μπίρα", πετάχτηκε ο Τομ.
Ο σερβιτόρος κούνησε το κεφάλι του και ειπε: "Το δείπνο σας θα είναι έτοιμο σε είκοσι λεπτα".
Κοίταξα σχεδόν εκνευρισμενη τον Τομ. "Δεν πινω", είπα απότομα.
"Δε με νοιαζει".
Κοίταξα ξανά το τραπέζι. Κι ύστερα το τζάκι. Και μετά αυτόν.
Κοιτούσε έξω. Κι εγώ αναρωτιόμουν: Αν έχει συναισθήματα? Μήπως να του δώσω άλλη μία ευκαιρία? Κι αν κάνω λάθος?
~Θα κάνεις λάθος, αφού είσαι χαζό.
Εσύ είσαι χαζή.
~Τουλάχιστον εγώ έχω αυτοεκτιμηση!
Γκρρ, ποιος σου είπε ότι δεν έχω?
~ *Παίζει στο μυαλό της στιγμές τις οποίες δεν υπερασπιστηκε τον εαυτό της*
Δε μιλάμε για το παρελθόν! Αλλά για το τι γίνεται τώρα!
Ο σερβιτόρος πλησίασε το τραπέζι μας με τον δίσκο του. Μας σέρβιρε τις μπίρες και στάθηκε δίπλα από το τραπέζι, με ένα αμήχανο χαμόγελο να απεικονιζεται στο πρόσωπο του.
Ο Τομ τον τσέκαρε από πάνω μέχρι κάτω. "Θες κάτι και στέκεσαι εκεί σα μπαστακας?"
"Τομ", μουγκρισα.
"Ε-ε-εγ-ω, δε, δεν ηθελα- συγγν-νωμη...Εμ, θε-θελετε ν-να σας φερω κ-κάτι άλλο?"
"Όχι, είμαστε εντάξει", του χαμογέλασα και κοίταξα τον Τομ με ένα αυστηρό βλέμμα. Ο Τομ απτην άλλη είχε μείνει άναυδος από την συμπεριφορά μου. Δεν είχε θυμώσει, ακριβώς το αντίθετο μάλιστα...φαινόταν περήφανος.
Γιατί είναι περήφανος? Έχει πρόβλημα στον εγκέφαλο?
~Έχω την ίδια απορία... ΤΙ ΈΚΑΝΕΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜ?!
ΤΠΟΤΑΑΑ!!!
"Αντε, ξου!" Έκανε ο Ριντλ.
Ύστερα έριξε το βλέμμα του πάνω μου παίρνοντας αυτό το παράξενο ύφος που μόνο εκείνος ξέρει τι σημαίνει.
"Έχεις περίοδο?"
ΣΟΒΑΡΑ ΤΩΡΑ?!
~ΧΑΧΑ ΣΤΟ ΕΙΠΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΟΣ Ο ΜΑΤΤΕΟ ΔΕ ΣΤΟ ΕΙΠΑ!?
Ναι, το είπες...🙄
~ΕΧΩ ΔΙΚΙΟ, ΜΟΥΑΧΑΧΑΧΑΑΑ
"Όχι, δεν έχω περίοδο!"
[A Few Hours Later]
Η ώρα ήταν δέκα παρά τέταρτο. Όλοι οι κοιτωνες είχαν μπουκωσει από τη μυρωδιά κάθε αρώματος!
Εγώ είχα ήδη ντυθεί, είχα βάλει λίγη μάσκαρα και το αγαπημένο μου λιπ γκλος. Τα μαλλιά μου ήταν κυματιστα, έπεφταν πάνω στους ώμους μου, και λαμπίριζαν από αυτά τα μικρά πετραδάκια που μου είχε βάλει η κομμώτρια.
Περίμενα το ρολόι να χτυπήσει δέκα.
Ο Τομ ήθελε να αργήσουμε για να κάνουμε είσοδο.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν θέλω να πάω στο ρεβεγιόν στην έπαυλη του Μαφλοι.
Δεν τον συμπαθω πολύ...Αν και υποψιάζομαι ότι του αρέσει η Ερμιόνη.
~Ναι καλά! Αυτοί οι δύο? Μαζί?! Ποτέ.
【Hermione's Pov】
Μου είχε κλείσει το μάτια με τα χέρια του. "Πού με πας?" Ρώτησα.
Έσκυψε το κεφάλι του δίπλα από το αυτί που και ψιθύρισε: "Θα δεις".
Ήταν χαρούμενος. Το ένιωθα! Χαμογελούσε όλη μέρα...
Μου έλεγε συνέχεια κοπλιμέντα, με γαργαλουσε κάτω από τις μασχάλες, μου έδινε πεταχτά φιλιά στη μύτη και το καλύτερο από όλα, πηγαίναμε μαζί κρυφά στη βιβλιοθήκη και μοιραζομασταν τις σημειώσεις μας!
"Φτάσαμε..."
Άνοιξα τα μάτια μου ενθουσιασμενη. Μεσα στο παγωμένο ποταμάκι υπήρχε μια ξύλινη βαρκούλα, με λουλούδια κάθε είδους να κρέμονταιγυρω από τη βάρκα σαν στεφάνι.
"Ντακο, εσύ το έκανες αυτό?"
"Ναι! Βασικά, όχι ακριβώς...Με βοήθησε ο Κραμπ και ο Γκόιλ. Αλλά μην ανησυχείς! Τους είπα ότι θα έφερνα μια από το Σλιθεριν οπότε δε θα μας υποψιαστουν".
"Είναι υπέροχο...", δεν είχα λόγια. Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά μήπως δω καμιά κάμερα. Μπορεί να είμαι σε reality show! Υπάρχει μια πιθανότητα...
"Αλλά, αν αργήσουμε να γυρισουμε?- "
"Μην ανησυχείς, τα έχω κανονίσει όλα...", μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί και με βοήθησε να μπω μέσα στη βαρκούλα.
"Μα, Ντρακο, είσαι σίγουρος ότι δε θα μας δει κανείς? Είπα στον Βίκτωρ να με περιμένει έξω από το Γκρειτ Χολ..."
"Πω πωω...Σωπασε, είναι όλα υπό έλεγχο".
【Mattheo's Pov】
Η Τζουλιετ τσιρίζει μέσα στα αυτιά μου εδώ και είκοσι τέσσερα λεπτά και 53 δευτερόλεπτα.
"ΖΟΥΖΟΥΝΟΥΛΙ ΜΟΥ, ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΈΝΙΑ ΣΚΟΥΛΑΓΊΚΙΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΠΗΓΕΣ ΧΘΕΣ?"
Αγανακτησμενος της έδωσα τα σκουλαρίκια τα οποία ήταν ακριβώς μπροστά της. "Ορίστε".
Σκέφτομαι να την χωρίσω σύντομα...
~Εγώ δε θα τα έφτιαχνα ποτέ μαζί της.
Άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου "Τελειώνεις?" Φώναξα.
"ΝΑΙ ΑΓΚΟΥΔΟΥΛΙ, ΣΕ ΛΙΙΙΓΟΟΟ"
Θα κάνω φόνο.
~Rude.
Μίλα για τον εαυτό σου βλακα.
"Εντάξει, είμαι έτοιμη!" Με έπιασε αγκαζέ, ενώ ταυτόχρονα με το άλλο της χέρι έφτιαχνε το φουσκωτό φόρεμα της.
"Αλληλούια..."
Αλήθεια, γιατί τόση τουτου, και στρας και φουσκωτο-πραγματακια?
Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα όταν μπήκα στο Γκρειτ Χολ ήταν ο εγκέφαλος του Σερ Νικολα. Για να είμαι ειλικρινής, άρχισα να τον βρίζω δίχως αύριο, μέχρι που ο Νοττ και η Αστορια μας πλησίασαν.
Η Αστορια χαμογέλασε πλατιά και ειπε:"Καλώς τους!"
"Γεια σου, Αστογια έτσι?" Πεταχτηκε η Τζουλιετ.
"Ε, ναι?"
"Ωγαια, αλλά να ξεγεις πως ο Ματτεο είναι δικός μου so κγατα λίγη απόσταση!"
"Ορίστε?"
"Είσαι κωφη? Θες να το ξαναπώ? Μείνε μακγια από τον Ματτεο!"
Και τώρα θα τσακώνονται όλη νύχτα....
【Eleonora's Pov 】
[...]
〔At the Malfoy's Manor〕
Έτρεμα. Πολύ!
Πριν φύγουμε από το Χογκουαρτς ο Τομ με έβαλε να αλλάξω και να βάλω το δεύτερο φόρεμα που μου ειχε πάρει.
"Γκρέγκορ πόση ώρα φτάνουμε?" Φώναξε ο Τομ.
"Σε πέντε λεπτά θα είμαστε εκει κύριε", απάντησε ο οδηγός της άμαξας.
Και όντως, σε λιγότερο από πέντε λεπτά ήμασταν εκεί.
Ο Τομ με έπιασε αγκαζε και σταμάτησε στη μέση του κήπου. "Ελεονόρα, αν δεις έναν παράξενο καραφλό άντρα χωρίς μύτη, σε παρακαλώ μην τσιριξεις γιατί θα μας κάνεις ρεζίλι. Δε θα μιλήσεις σε κανέναν, θα απαντάς θετικά στις ερωτήσεις που θα σου κάνουν κι αν σε ρωτήσουν για τους γονείς σου πες ότι πρέπει να πας στο μπάνιο. Επίσης μη χαμογελάς συνέχεια, και φόρα αυτή τη μάσκα".
"Μάσκα? Γιατί να φορεσω-"
"Σκάσε και κάνε ότι σου λέω. Οι περισσότεροι στο ρεβεγιόν θα φοράνε μάσκες".
Also, οι μασκες της El και του Tom:
Νιώθω φουλ άβολα. ΦΟΥΛ ΆΒΟΛΑ!
Σίγουρα είμαι χάλια, πρώτον, και δεύτερον οι περισσότεροι εκεί μέσα θα είναι θανατοφαγοι!
"Μία χαρά είσαι..." Είπε. "Και μην ανησυχείς, δε θα σε πειράξουν. Οι περισσότεροι είναι πλούσιοι μαλάκες".
Pardon the fuck?
~Τι είπε τώρα ο άνθρωπος?
"Μπορείς να διαβάζεις...το μυα-μυαλο των άλλων?"
"Και φυσικά ναι", απάντησε με αυτοπεποίθηση.
Την κάτσαμε.
~Εντάξει, εγώ πάω να πηδήξω απτό αυτί σου...
DAFUQ? Πως-
~Σταμάτα να σκέφτεσαι!
Μόλις εισχωρησα στην έπαυλη με κυρίευσε δέος... Όλοι φορούσαν μαύρα κοστούμια και φορέματα, μάσκες, και είχαν ένα ποτό στο χέρι το οποίο δεν άγγιζαν καν με τα χείλι τους.
Κάποιοι χόρευαν και άλλοι κιυτσομπολευαν στις γωνίες των διαδρόμων.
Ο Τομ με έσφιξε στον καρπό καθώς κοιτούσε τριγύρω. "Ακολούθησε με".
Με οδήγησε σε μία άλλη αίθουσα, μακριά από εκεί που βρισκόμασταν πριν, με λιγότερα άτομα, γύρω στα 46 με 50.
Μαύρα πεύκα, διακοσμημένα με ασημένιες μπάλες και λαμπάκια, υπήρχαν σε όλες τις γωνίες της αίθουσας.
Κλασική μουσική έπαιζε δυνατά. Ο Τομ μιλούσε με όλους, κι εγώ καθόμουν δίπλα στον μπουφέ. Τι ωραία...
Παρατηρούσα και κοιτούσα δεξιά κι αριστερά ενώ βαριόμουν. Τότε, κάποιος μου τράβηξε την προσοχή.
Ένας αγόρι, νέος, με σκούρα κάστανα μάτια, σγουρά μαλλιά, ψηλός, σοβαρός κσι σίγουρα ενας τζεντλεμαν, με μπράτσα και μια πλατη όλα τα λεφτά...ΕΛΕΟΝΌΡΑ ΣΎΝΕΛΘΕ! Ήπια πολυυυ!!
Γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε, καθώς διάφοροι μάγοι στέκονταν ανάμεσα μας.
ΜΕ ΚΟΊΤΑΞΕ, ΤΙ ΝΑ ΚΆΝΩ?!?!
~Πού θες να ξέρω? Οι αναγνώστες να σου πουν.
ΠΟΙΟΙ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ ΒΡΕ, ΣΎΝΕΛΘΕ!
~ΕΣΎ ΝΑ ΣΥΝΈΛΘΕΙΣ! Και μη μου φωνάζεις!
Έσβησε το τσιγάρο του, πέρασε από δίπλα μου κάνοντας μου νόημα, κι έφυγε από την αίθουσα.
Well...Απ'ότι φαίνεται πρέπει να τον ακολουθήσω!
Άρπαξα ένα ακόμα καπκεικ και μόλις έκανα την κινήσει να φύγω, έπεσα απάνω σε έναν άνδρα χωρίς μάσκα, με άσπρα μαλλιά και περίεργα μάτια.
So do mine...! Αλλά τουλάχιστον εμένα έχουν και λίγο μωβ!
"Συγγνώμη", Αναφώνησα κι έφυγα σχεδόν τρέχοντας.
Το αγόρι στεκόταν ακριβώς έξω από την αίθουσα. Μου έπιασε το χέρι και μπήκαμε μέσα σε μία μικρή αποθήκη. Ήταν στενά. Τα πρόσωπα μας είχαν γύρω στα είκοσι εκατοστά απόσταση.
Έβγαλε αργά τη μάσκα του...Ήταν ο Ματτέο!
Έβαλε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι μου και μου έλυσε τη μάσκα.
"Τι κάνεις εδώ?" Ρώτησε ήρεμα. Όλως περιέργως δε φαινόταν αναστατωμενος που ήρθα.
"Ο Τομ μού ζήτησε να έρθω..."
"Πανάθεμα τον..." Μουρμούρισε. Έβαζε συνέχεια τα χέρια του στη γραβάτα. Την είχε σφίξει πολύ.
"Περίμενε", του άγγιξα τα μαγουλα και γύρισα το κεφάλι του προς το μέρος μου.
Την χαλάρωσα κι ίσιωσα με τα χέρια μου το σακάκι του. "Ορίστε....καλύτερα έτσι?"
"Ναι, ευχαριστώ, Κινγκ".
"Σταμάτα να με αποκαλείς έτσι, Ριντλ", είπα με έναν αστείο τόνο στη φωνή μου.
Φανταζομουν πως θα έμοιαζε αν ειχε μουστακι.
Η έκφραση του ήταν τόσο αστεία που με το ζόρι κρατιόμουν να μη γελάσω.
"Τι?"
"Συγγνώμη...!" Άρχισα να κλαίω απτά γελοία, με αποτέλεσμα να σκουπίσω τα δάκρυα μου προσεκτικά για να μην μουτζουρωθω με τη μάσκαρα.
"Είσαι πολύ όμορφη απόψε..." τα μάτια του ηταν καρφωμένα πάνω στα δικά μου.
"Κι εσύ...σου πάνε τα κουστούμια".
Ήμασταν πλέον δύο εκατοστά μακρια. Η ανάσα του ήταν βαριά, όπως και η κολόνια του. Έβαλε τα χέρια του στη μέση μου και με έφερε πιο κοντά. Λίγο ακόμα και θα φιλ-
Ξαφνικά η πόρτα της αποθήκης άνοιξε και πεταχτηκαμε.
"Λεστρειντζ", μουρμούρισε ο Ματτέο.
Η μάγισσα με τα σγουρά μαλλιά μας κοιτούσε και τους δύο με ένα πονηρό βλέμμα. "Μπορεί να είμαι τρελή", είπε, "αλλά όχι χαζή..."
"Απλά μιλουσαμε", πετάχτηκα.
"Εσύ ποια είσαι?"
"Ελεονόρα, Κινγκ".
"Χμ... Βγείτε έξω από την αποθήκη, ξεκινάει το δείπνο σε λίγο. Ματτεο εσύ θα κάτσεις δίπλα στον Άρχοντα, κι εσύ κοριτσάκι όπου θες".
Ενευσα και πήγα στην τραπεζαρία μαζί με τον Ματτέο. Κάθισα δίπλα στον Τομ, κι έβγαλα τη μάσκα μου όπως όλοι οι άλλοι.
Κοίταξα προσεκτικά τους πάντες στο τραπέζι...Όλοι ήταν θανατοφαγοι:
Lestrange
Pettigrew
Dolohov
Greyback
Macnair
Τα αδέρφια Carrow και άλλοι πολλοί.
Και από το πουθενά, εμφανίστηκε ο Ξέρετε-Ποιος! Τελικά είναι αλήθεια ότι δεν έχει μύτη...Νόμιζαν ότι ήταν απλά μια φήμη.
Μόλις ο Ξερετε-Ποιος κάθισε, ο κύριος με τα λευκά μαλλιά από πριν μπήκε μέσα στην τραπεζαρία με γοργό βήμα.
"Γκρίντελβαλντ...Νόμιζα ότι δε θα ερχόσουν."
Μισό, τι?!
ΤΙ?!
ΤΤΙΙΙΙΙΙ?!?!
~Τυρί και ψωμί να το φας την Κυριακή στου παππού σου τη γιορτή με ένα κόκκινο βρακί.
☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆☆
Oh no, the table, IS BROKEN!
Μη με ρωτήσετε που κολλάει αυτό...
!!!!ΑΛΟΧΑ!!!!!
Τι κάνετε?? Πως είστε?
Για μαντεψτε...Ποια άργησε να ανεβάσει πάλι κεφάλαιο? Εγώ φυσικά!☺️👑✨️
Πρέπει να παραδεχτώ ότι κάποια σημεία του κεφαλαίου ήταν φουλ cringe.
Sorry αλλά έπρεπε...
SOOOO
Πως σας φάνηκε το κεφάλαιο?
Βασικά θέλω να μου πείτε αν σας άρεσε το κομμάτι με το εστιατόριο και με τον Ματτέο και την Ελ.
Τι πιστεύετε ότι θα γίνει με τον Γκρίντελβαλντ?
Και πάτα το αστεράκι, αλλιώς...🤓🔪
Bye❤
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro