Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

27.

Πρωί πρωί ακούγονται χτύποι στην πόρτα του σπιτιού της Εύας. Πετάγεται από τον καναπέ που την είχε πάρει ο ύπνος και πάει να δει ποιος είναι. Πριν προλάβει να δει από το ματάκι ακούγεται η φωνή της Κάτιας:
« Εύα, εγώ είμαι. Άνοιξε».
Η Εύα ξεκλειδώνει την πόρτα και η Κάτια σαν χείμαρρος ορμάει πάνω της γεμάτη πάθος. Τη φιλάει γρήγορα σαν να ήθελε να την κατασπαράξει. Της είχε λείψει. καταπιεζόταν μακριά της. Το ένα της χέρι έσφιγγε το γοφό της Εύας και το άλλο χάιδευε το πρόσωπό της. Ξαφνικά το χέρι της Εύας γλιστράει ανάμεσα στο φυσικό κοινό που δημιουργούσαν τα κορμιά τους και προχωράει προς τα εκεί που χωρίζονται τα πόδια της Κάτιας η οποία φορούσε μια φούστα.
Η Εύα άρχισε να ασκεί μια μεγαλύτερη πίεση πάνω από τα εσώρουχά της Κάτιας και εκείνη ανασηκώνει από το πάτωμα την πλάτη της σαν τόξο.
« Δεν μπορώ ακόμα να πιστέψω πως είσαι εδώ. Πάνω που άρχιζα να συνηθίζω στην ιδέα ότι πρέπει να μείνω μακριά σου, έρχεσαι από το πουθενά, με γεμίζεις ελπίδες και με αναστατώνεις. Πες μου τουλάχιστον ότι αυτή τη φορά θα μείνεις, ότι δεν μετανιώνεις…»
« Εύα, ποτέ δεν μετάνιωσα για όσα νιώθω. Φοβάμαι, δεν στο κρύβω, αλλά η ανάγκη μου να ζήσω όπως θέλω είναι μεγαλύτερη από το φόβο. Θέλω να το πω στη μητέρα μου. Αν με αγαπάει και θέλει την ευτυχία μου, θα καταλάβει.»
« Κι εγώ πρέπει να διευθετήσω θέματα Κάτια. Υπάρχουν πράγματα που δεν ξέρεις για μένα… πριν βιαστείς να βγάλεις συμπέρασμα να σου πω μόνο πως δεν σου κρύβω κάτι γιατί δεν θέλω να μάθεις, αλλά γιατί έτσι είσαι ασφαλής. Δώσε μου και μένα λίγο χρόνο.»
« Εύα με τρομάζεις».
Αφού έφτιαξαν πρωινό, έκατσαν αγκαλιά στον καναπέ να το απολαύσουν. Ο ήλιος φώτιζε το δωμάτιο και η μυρωδιά από τις γλυκές κρέπες που μόλις είχαν ετοιμαστεί με γέμιση αλμυρής καραμέλας, σοκολάτας και φράουλες, έκαναν το τοπίο ειδυλλιακό. Ήταν επιτέλους η στιγμή τους. Απόλυτα συνειδητοποιημένες τώρα είχαν μπλέξει τα σώματά τους με τέτοιο τρόπο λες και δεν γινόταν με τίποτα να ξεκουμπώσουν η μία από την άλλη.
Δυστυχώς οι ώρες δεν ήταν τόσο ευγενικές μαζί τους και δεν τους έκαναν τη χάρη να περάσουν αργά. Η Κάτια έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι να μαγειρέψει στη μητέρα της και να πεταχτεί για ψώνια και εξωτερικές υποχρεώσεις. Είχε να πληρώσει τους λογαριασμούς του μήνα και να ψωνίσει στο σούπερ μάρκετ για την εβδομάδα. Είχε πάρει όμως την απόφαση ότι σήμερα θα μιλούσε στη μητέρα της για τα αισθήματα που έτρεφε για την Εύα.
Στο δρόμο σκεφτόταν πώς να της το πει αλλά κάθε φορά κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα:
« Αφού θέλω να το θεωρήσει κάτι φυσιολογικό- όπως και είναι- και αφού θέλω να το αντιμετωπίσει ως κάτι απλό, θα της το πω απλά, χωρίς υπερβολές, φαμφάρες, μελοδραματισμούς και φόβο. Όπως συζητάμε για το καθημερινό μας φαγητό και μας φαίνεται τόσο λογικό, αναμενόμενο γιατί είναι μια καθημερινή βιολογική ανάγκη, έτσι θα συζητήσουμε και αυτό. Όπως κάποιοι προτιμούν το κρέας ενώ κάποιοι άλλοι είναι χορτοφάγοι…»
Η Κάτια μπαίνοντας στο σπίτι είχε φροντίσει να έχει ολοκληρώσει με τις δουλειές ώστε να έχουν το χρόνο να συζητήσουν. Τη βρήκε καθισμένη στην αγαπημένη της μπλε πολυθρόνα να βλέπει στην τηλεόραση μια καθημερινή σειρά φορώντας τη ρόμπα της και χωρίς να χάσει χρόνο της είπε πως θέλει να μιλήσουν. και έτσι έγινε. Ύστερα από ένα διάλογο περίπου μιας ώρας η Κάτια ένιωθε πλήρως ανακουφισμένη. Η μητέρα της δύσκολα το επεξεργαζόταν και θα χρειαζόταν χρόνο όπως φάνηκε, αλλά θα ήταν δίπλα στην κόρη της. Ήταν το παιδί της. Δεν της άρεσε η ιδέα γιατί είχε άλλα όνειρα για την Κάτια, όμως η Κάτια ήταν πια ολοκληρωμένη γυναίκα με δική της προσωπικότητα. Η μητέρα της λόγω του ότι είχε φύγει καιρό από το χωριό στην Αλβανία ήταν λίγο πιο εξοικειωμένη με την πρόοδο του κόσμου σε αυτά τα θέματα. Βέβαια για τον άντρα της διατηρούσε επιφυλάξεις. Κάποια στιγμή επάνω στην κουβέντα της είπε:
« Θα προτιμούσα στον πατέρα σου να το πεις η ίδια».
Η Κάτια μετά τη φυλάκισή του δεν τον επισκεπτόταν ποτέ. Πάντα έβρισκε μια δικαιολογία και το απέφευγε. Ντρεπόταν. Δεν της άρεσε και δεν συμφώνησε ποτέ με τις δουλειές που είχε ‘ανοίξει’ ο πατέρας της.
« Εγώ δεν πρόκειται να πάω. Άλλωστε δεν τον αφορά η προσωπική μου ζωή. Θα είναι σαν να παίζουμε θέατρο. Θα είναι μέσα για πολλά χρόνια ακόμα.»
Προφανώς είχε απογοητευτεί από τον πατέρα της. Πίστευε πως είχε δώσει το δικαίωμα της επιβεβαίωσης για όλα όσα κατηγορούσαν τότε τους Αλβανούς. Η Κάτια ήθελε να αποτελούν εξαίρεση. Το άξιζε κι εκείνη και η μητέρα της. Δεν είναι όλοι οι Αλβανοί εγκληματίες, όπως δεν είναι και όλοι οι Έλληνες ‘άγιοι’.
« Καταλαβαίνω πως μιλάει ακόμα μέσα σου πόνος, το μίσος… αλλά είναι ο πατέρας σου. Με ρωτάει για σένα. Θέλω να του μιλάω για σένα. Αν εσύ δεν πας, εγώ, ξέρεις, ότι θα πάω μεθαύριο στο επισκεπτήριο. Ήδη νιώθω καλύτερα. Να γυρίσεις και εσύ στη δουλειά σου. Αρκετά με ντάντεψες.»
Μια παύση κι ένα δάκρυ ξέφυγαν από τη μητέρα της. Δεν συνήθιζε να κλαίει. Είχε περάσει πολλές δυσκολίες και η ζωή τη σκλήρυνε. Ύστερα από δευτερόλεπτα συνέχισε με τρεμάμενη φωνή, εμφανώς συγκινημένη:
« Τον αγαπάω… όπως αγαπάω και σένα… με ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτό».
« Μαμά κάνε ό, τι θες».
Η Κάτια δεν ήθελε να γίνει πάλι ο πατέρας της το πρώτο θέμα κι ο άξονας όλης της συζήτησης. Δεν κατέληγε ποτέ ευχάριστα. Μόλις είχε κάνει τη δική της κατάθεση ψυχής.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro