Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

3. Μια απειλή παραμένει απειλή ακόμα κι αν είναι αόρατη.

~Το πιο δύσκολο να δεις είναι αυτό που είναι μπροστά στα μάτια σου.~

•Βόλφγκανγκ Γκαίτε, 1749-1832, Γερμανός ποιητής & φιλόσοφος.

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

«Οπότε, ανακεφαλαιώνοντας: βάζει στο μάτι τυχαίες κοκκινομάλλες και τους επιτίθεται, χωρίς κανένας να τον παίρνει χαμπάρι;» αναρωτιέται ο Ντανιέλ και τα κορίτσια γνέφουν θετικά, προτού ανταλλάξουν ένα βλέμμα. Έχει βουίξει η Κρήτη από τα νέα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
«Γιατί;» αναρωτιέται χαζά. Δεν μπορεί να το καταλάβει. Τα κορίτσια αφήνουν ένα γελάκι σε αυτό.

«Προφανώς έχει θέμα με το κόκκινο. Κάποια γυναίκα στο παρελθόν του ίσως. Κάποιο τραύμα, κάτι που τον τρελαίνει και ξεσπάει με αυτόν τον τρόπο.» η Άρτεμις προσπαθεί να εξηγήσει στο μυαλό της τη συμπεριφορά του, χωρίς ωστόσο να τον δικαιολογεί ή οτιδήποτε τέτοιο. Είναι δολοφόνος. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Ο Στέφανος ξεφυσάει, λίγο πριν κοιτάξει την κοπέλα του αγχωμένος.

«Εσύ αύριο αλλάζεις χρώμα μαλλιών!» την ενημερώνει σοβαρός. Η Άννα πνίγεται με τον καφέ της, προτού ξεσπάσει σε γέλια που παρασέρνουν και τις υπόλοιπες. Η δε Φένια, σχεδόν χτυπιέται. Σταυρώνει τα χέρια του έξαλλος από την αντίδραση τους. Νομίζουν ότι κάνει πλάκα, μα ούτε καν.
«Δεν κάνω πλάκα.» της χαμογελάει με υφάκι. Τα γέλια παύουν απότομα. Η Φένια αναφωνεί. Δεν το πιστεύει αυτό που ακούει.

«Ε, δεν είμαστε καλά!» σχολιάζει έξαλλη, αφήνοντας το γυάλινο ποτήρι με τη σπιτική λεμονάδα με νεύρο πάνω στο τραπέζι.

Το καφέ «Coco» στην λεωφόρο 62 Μαρτύρων είναι το στέκι των κοριτσιών από το πρώτο κιόλας έτος του πανεπιστημίου. Σε αυτό το καφέ έχουν διαβάσει, έχουν γελάσει, έχουν κλάψει, έχουν ερωτευτεί. Σε αυτό το καφέ έχουν περάσει τις πιο ωραίες στιγμές ως παρέα. Σε αυτό το καφέ τους παραδέχτηκε η Άρτεμις ότι κοιμήθηκε με το Μιχάλη και σε αυτό ακριβώς το καφέ είδαν την Άννα να κλαίει πρώτη φορά για έναν άνδρα. Πρώτη...και τελευταία.

«Ρε Φένια, δεν μπορείς να το καταλάβεις; Δεν μπορώ να σκέφτομαι ότι κυκλοφορείς έξω στο δρόμο και μαζί με εσένα κυκλοφορεί και ένας δολοφόνος που σφάζει κοκκινομάλλες!» προσπαθεί να της το εξηγήσει όσο πιο ήρεμα μπορεί, μα εκείνη δείχνει αμετάκλητη. Και μόνο που της ζητάει κάτι τέτοιο τη θίγει ως γυναίκα!

«Είπα δεν τα αλλάζω! Ξέχνα το!» του το ξεκόβει έξαλλη. Αναστενάζει, κοιτώντας για βοήθεια τις φίλες της.

«Όχι, όχι. Μην κοιτάς εμένα.» η Άννα γελάει ξανά, κουνώντας το δείκτη της δεξιά κι αριστερά.
«Μη σου πω ότι θα τα βάψω κι εγώ κόκκινα!» ανακοινώνει, σταυρώνοντας τα χέρια κάτω από το στήθος της γελώντας ακόμα.

«Κι εγώ!» η Άρτεμις την αγκαλιάζει, συμφωνώντας μαζί της.

Για την παρέα...τα πάντα.

«Κι εγώ!» συμφωνεί και η Ελισάβετ από την αγκαλιά του Ντανιέλ. Τώρα οι τρεις κοπέλες γυρνούν να κοιτάξουν τη γλυκιά Σοφία που τόση ώρα απολαμβάνει τη συζήτηση τους. Όταν νιώσει τα μάτια τους πάνω της, γουρλώνει τα μάτια.

«Κι εγώ;» ανασηκώνεται φρικαρισμένη από τη θέση της. Ο Κωνσταντίνος σχεδόν πνίγεται όταν την ακούσει. Ούτε να το σκέφτεται δεν θέλει. Τα ξανθά και απαλά μαλλάκια της...κόκκινα; Όχι, όχι! Η Άρτεμις υψώνει το φρύδι σχεδόν εκβιαστικά. Η έρμη η Σοφία αναστενάζει.
«Κι εγώ!» συμφωνεί τελικά, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς αγνοώντας το γεμάτο φρίκη βλέμμα του συντρόφου της που σχεδόν παθαίνει συγκοπή. Οι γυναίκες του τραπεζιού χαμογελούν νικητήρια. Σχεδόν δηλαδή.

«Δεν πάτε καλά!» η Εβελίνα χαζογελάει.
«Εγώ δεν πρόκειται να πειράξω τα μαλλιά μου.» τους το ξεκόβει, πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ της. Οι κοπέλες στριφογυρίζουν τα μάτια. Ούτε εκείνες το έχουν σκοπό, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν περίμεναν τίποτα καλύτερο από την Εβελίνα. Μια ζωή βάζει τον εαυτό της μια θέση πιο μακριά από την παρέα.

«Καμία δεν θα βάψει τα μαλλιά της!» η Φένια μιλάει ξανά, δίνοντας στους άνδρες της παρέας ανάσα μετά από ώρα.
«Ούτε εγώ.» τονίζει, γυρνώντας το βλέμμα της στο Στέφανο που κατσουφιάζει επιτόπου. Αφήνει μια ανάσα, τραβώντας την στην ζεστή αγκαλιά του

«Τώρα που θα είμαστε είκοσι-τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο μαζί θα σου πω εγώ!» ψελλίζει, αφήνοντας ένα τρυφερό φιλάκι στα μαλλιά της. Η κοπέλα απλά χαμογελάει, γιατί στο μυαλό της αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή. Γυρίζει και του αφήνει ένα φιλί στο μάγουλο.

«Οπότε, είμαστε σίγουροι ότι είναι ο ίδιος δράστης, έτσι;» ο Χρήστος προσπαθεί να καταλάβει, έχοντας ακούσει τα λιγότερα μιας που το κινητό είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για εκείνον, και όλοι γνέφουν θετικά. Αφήνει το κινητό στο τραπέζι. Πιάνει τον καπνό του και στρίβει σιωπηλά ένα τσιγάρο.
«Και όλα αυτά τα μάθατε αποκλειστικά από το ίντερνετ και τις ειδήσεις;» υψώνει το φρύδι κουνώντας μόνο την κοπέλα του. Τα κορίτσια ανταλλάσσουν ένα βλέμμα. Ξέρουν πολύ καλά τι έχει στο μυαλό του.

«Εντελώς.»

«Δηλαδή, δεν είχατε καμία συζήτηση. Με κανέναν αστυνομικό.» ανάβει το τσιγάρο με άνεση, παίρνοντας μια γερή τζούρα. Το βλέμμα του είναι καρφωμένο πάνω της. Η καρδιά της αυξάνει απότομα χτύπους, παρόλο που συνεχίζει να τον κοιτάει ατάραχη. Η Φένια νιώθει κακιά στη σκέψη που κάνει, οπότε πιάνει ξανά τη λεμονάδα της για να στρέψει την προσοχή της αλλού. Αδικείται στη στέγη ανηλίκων. Ηθοποιός έπρεπε να γίνει.

«Καμία συζήτηση, με κανέναν αστυνομικό!» οριακά υψώνει το φρύδι της θιγμένη. Δεν είναι ότι δεν θέλει να του πει την αλήθεια, είναι απλά ότι θα αντιδράσει υπερβολικά και θα γίνουν θέαμα για πολλοστή φορά. Εκπνέει απότομα τον καπνό, σχεδόν στο πρόσωπο της.

«Μάλιστα.»

«Ω, όχι!» ψελλίζει χωρίς ανάσα η Σοφία, που τώρα ζαρώνει απότομα στη θέση της. Τα παιδιά γυρνούν να την κοιτάξουν μπερδεμένα, ακόμα και ο Κωνσταντίνος. Μα όταν ακολουθήσει το όμορφο βλέμμα της νιώθει την ίδια βαθιά απόγνωση με εκείνη.

«Τι;»

«Η μαμά σας.» ψιθυρίζει στην αδερφή του αγαπημένου της, ανεβάζοντας αγχωμένη τα πόδια της στην καρέκλα. Η παρουσία αυτής της γυναίκας μόνο άνετα δεν την κάνει να αισθάνεται. Ο Κωνσταντίνος της πιάνει το χέρι και το εγκλωβίζει σφιχτά μέσα στο δικό του. Όχι κάτω από το τραπέζι, αλλά πάνω από αυτό. Φανερά. Έχει μια ελπίδα πως η μητέρα του θα βάλει για μια φορά τα παιδιά της πάνω από τον εγωισμό της. Μάταιη.

Η γυναίκα τους πλησιάζει με άνεση. Φοράει μια λευκή κοντομάνικη μπλούζα κι ένα μπεζ κάργκο παντελόνι που με κάποιο τρόπο, μοιάζει σαν να φτιάχτηκε για εκείνη. Καθώς τους πλησιάζει σηκώνει τα γυαλιά ηλίου από το κόκαλο της μύτης της και τα στερεώνει στα μακριά ίσια καστανά μαλλιά της με χάρη. Τα πανέξυπνα πράσινα μάτια της στοχεύουν με ευκολία τα «ανυποψίαστα θύματα» όπως συνηθίζει να λέει η Άρτεμις. Τραβάει τα βλέμματα χωρίς καν να προσπαθεί.

«Βρε, βρε! Τα παιδιά!» χαριτολογεί χαμογελαστή, κοιτώντας τους γλυκά. Η κόρη της σχεδόν ανακατεύεται στον τρόπο που φέρεται μπροστά σε άλλους.
«Τι κάνετε παιδιά; Πώς είστε;» η Αντιγόνη Στεφάνου, μόλις στα πενήντα-πέντε της χρόνια, νιώθει πως βρίσκεται στην καλύτερη φάση της ζωής της! Είναι όμορφη, υγιής, μοιάζει μόλις σαράντα και έχει στη ζωή της έναν άνδρα τρελό για εκείνη. Και δύο παιδιά. Προφανώς.

«Εε, καλά!» στην εκκωφαντική σιωπή, η Φένια προσπαθεί να βγάλει την παρέα από την δύσκολη θέση. Πάντα, μα πάντα η παρουσία της έφερνε αμηχανία στην ατμόσφαιρα. Η Άρτεμις της είχε πει μια φορά πως, αν ήταν χαρακτήρας από παραμύθι θα ήταν μια μίξη της βασίλισσας του χιονιού και της μητριάς της Χιονάτης. Η κοπέλα είχε γελάσει, αλλά...
«Εσείς;»

«Μια χαρά!» τινάζει τα μαλλιά της με χάρη. Η Άρτεμις στριφογυρίζει τα μάτια.
«Να, πηγαίναμε με τον πατέρα σας μια βόλτα, σας είδα και είπα «δεν πάω να χαιρετήσω τα παιδιά;» και ήρθα!» γελάει απαλά όταν ολοκληρώσει και τα παιδιά την ακολουθούν κάπως αμήχανα. Απ' έξω, ο Παύλος τους χαιρετάει από μακριά κάνοντας παράλληλα νόημα στη γυναίκα του να βιαστεί, γιατί έχει διπλοπαρκάρει. Δεν φαίνεται να του δίνει ιδιαίτερη σημασία. Η παρέα ανταποδίδει το χαιρετισμό εγκάρδια.

«Αχ, κυρία Αντιγόνη! Πόσο σας χαίρομαι που είστε έτσι με τον κύριο Παύλο μετά από τόσα χρόνια!» η Ελισάβετ κλασσικά στον κόσμο της, σχολιάζει κάπως ονειροπαρμένα. Η Φένια νιώθει την ανάγκη να χτυπήσει με δύναμη το χέρι της στο πρόσωπο της με απόγνωση. Το ίδιο και οι υπόλοιπες. Έφερε τη συζήτηση στο μόνο θέμα που δεν έπρεπε!

«Κορίτσι μου, εύχομαι το ίδιο και σε εσάς. Αν και, εσείς κορίτσια, μάλλον είστε σε καλό δρόμο!» σχολιάζει, δείχνοντας με το δάχτυλο της τις δύο φίλες που κάθονται στην αγκαλιά του Ντανιέλ και του Στέφανου. Χαμογελούν και οι δύο. Είναι όμορφη σκέψη, άλλωστε. Και πάνω που η Σοφία νόμιζε ότι τη γλύτωσε, η ματιά της Αντιγόνης...πέφτει πάνω της.
«Άντε, και μια καλή τύχη στον Κωνσταντίνο μου τώρα και δεν θέλω τίποτα άλλο!» σχολιάζει με κακία, κοιτώντας απευθείας στα μάτια την άτυχη κοπέλα. Η Άρτεμις αφήνει ένα νευρικό γελάκι, προτού αρπάξει κι αυτή ένα τσιγάρο.

«Κι άργησε!» σχεδόν μονολογεί. Πάντα το κάνει αυτό. Πάντα. Στην εκάστοτε κοπέλα του Κωνσταντίνου, εκείνη φροντίζει να ρίχνει το φαρμάκι της. Όλες άντεξαν το πολύ ένα χρόνο, μα όχι η Σοφία. Εκείνη έσπασε κάθε ρεκόρ, φτάνοντας με δυσκολία πια τα πέντε χρόνια. Κάτι που έκανε τη μαμά των παίδων ακόμα πιο πικρόχολη.

«Έχω τη Σοφία. Δεν χρειάζομαι καμία άλλη στο πλευρό μου.» σφίγγει ακόμα περισσότερο το χέρι της. Η κοπέλα δεν μιλάει, μόνο αφήνει ένα αχνό χαμόγελο στα λόγια του. Κάθε μέρα που περνάει, αυτό το χαμόγελο είναι όλο και πιο μικρό. Την έχει σιχαθεί αυτή την κατάσταση. Όσο αγαπάει τον Κωνσταντίνο, άλλο τόσο δεν αντέχει άλλο τη μάνα του. Αυτή η γυναίκα είναι ο διάβολος προσωποποιημένος!

«Οι επιλογές ενός ανθρώπου δεν σταματούν ποτέ.» χαμογελάει πλατιά.
«Τέλος πάντων, φεύγω εγώ. Καλά να περάσετε.» τους χαιρετάει και, επιτέλους, φεύγει από το καφέ. Μόλις φύγουν εντελώς με το αυτοκίνητο, η Σοφία περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί της, παίρνοντας μια ανάσα.

«Με συγχωρείτε.» σηκώνεται από τη θέση της με σχεδόν σπασμένη φωνή και οριακά τρέχει μέχρι το μπάνιο. Ο Κωνσταντίνος ανοίγει το στόμα να μιλήσει, να τη σταματήσει...μα δεν ξέρει τι να της πει. Οπότε το ξανά κλείνει. Λυπάται που τη φέρνει σε αυτή την κατάσταση. Λυπάται πολύ... Η Άρτεμις τσατίζεται ακόμα περισσότερο στην θλιμμένη όψη της Σοφίας. Δεν το αντέχει ούτε αυτή.

«Σκρόφα!» γρυλίζει, πετώντας σχεδόν νευρικά τη στάχτη στο τασάκι.

«Εμένα γιατί δεν με σχολίασε;» αναρωτιέται ο Χρήστος, κάπως μουδιασμένος. Αυτή η γυναίκα τον κάνει να αισθάνεται δώδεκα χρονών. Και όχι με την καλή έννοια.

«Γιατί για μένα δεν νοιάζεται καν!» του δηλώνει το προφανές, παίρνοντας μια τζούρα από το τσιγάρο της. Στα λόγια της, οι φίλες της ανταλλάσσουν ένα βλέμμα. Η σχέση της με τη μαμά της, είναι ένα θέμα που πάντα την τσάκιζε. Γυρίζει να κοιτάξει το μεγάλο της αδερφό. Την ενοχλεί που ποτέ δεν την βάζει στη θέση της.
«Εγώ θα σε είχα χωρίσει.» του δηλώνει με απόλυτη ειλικρίνεια, πίνοντας μια γουλιά από το φρέντο εσπρέσσο της. Η Άννα συμφωνεί σιωπηλά. Η Σοφία έχει δείξει τεράστια υπομονή σε αυτό το θέμα. Ο Κωνσταντίνος δεν μιλάει, ξέρει ότι αυτό το κομμάτι είναι ένα τεράστιο λάθος. Για όλους.
«Ειλικρινά, απορώ τι της βρίσκει ο πατέρας μας και είναι ακόμα τόσο ερωτευμένος μαζί της!» η πικρία ακούγεται ξεκάθαρα στη φωνή της. Όσο κι αν τον λατρεύει τον μπαμπά της, όσο κι αν νιώθει πως αυτός είναι στην πραγματικότητα ο άνδρας της ζωής της, έχει πολλά παράπονα από εκείνον.

«Δεν ξέρω, Άρτεμις. Κάτι θα της βρίσκει.» σχολιάζει χωρίς όρεξη, σκεπτόμενος την κοπέλα του που αυτή τη στιγμή πιθανότατα προσπαθεί να κρατήσει τα δάκρυα της κρυφά.
«Πάω να βρω τη Σοφία.» μουρμουρίζει, καθώς σηκώνεται από τη θέση του με προορισμό τις γυναικείες τουαλέτες.

(...)

«Πόσο καιρό είπες ότι ήσασταν μαζί;» ο Μιχάλης, κοιτώντας τον ακριβώς στα μάτια, ρωτάει για ακόμα μια φορά τον Ανδρέα Αντωνίου, σύντροφο της Αναστασίας και προφανώς, πρώτο ύποπτο στην υπόθεση. Προτού μάθει για το κομμένο μέλος της κοπέλας, φυσικά. Ο άνδρας χαμογελάει πικρά, ανάβοντας ένα τσιγάρο.

«Σήμερα θα κλείναμε τα πέντε χρόνια.» φυσάει μακριά τον καπνό, τρίβοντας τα μάτια του. Ο επί τρία χρόνια συνεργάτης του στο τμήμα και σχεδόν οκτώ χρόνια κολλητός του Γιώργος, το σημειώνει σιωπηλά.

«Σωστά.» χαμογελάει κι αυτός κάπως ειρωνικά, θέλοντας ήδη να βγάλει από πάνω του το ηλίθιο μπλε του πουκάμισο. Σιχαίνεται τα πουκάμισα.
«Και μας είπες ότι είχατε μια πολύ υγιή σχέση, χωρίς εντάσεις. Θυμάμαι καλά;» δεν κοιτάει τα δικά του χαρτιά ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Ο άνδρας απέναντι του γνέφει θετικά. Δεν τον κοιτάει, αποφεύγει το βλέμμα του. Τον πονάει αυτή η συζήτηση.

«Απόλυτα.»

«Μάλιστα.» ψελλίζει.
«Τότε γιατί σας άκουσαν να τσακώνεστε άγρια το βράδυ που δολοφονήθηκε;» σμίγει τάχα μπερδεμένος τα φρύδια του, ρίχνοντας την πλάτη του σε αυτή της καρέκλας. Ο Ανδρέας αφήνει ένα γελάκι, υψώνοντας το βλέμμα του στον ουρανό. Θέλει να τον βρίσει κι έπειτα να τον δείρει, μα υποψιάζεται πως θα μπει φυλακή γι'αυτό.

«Είπα υγιή, αστυνόμε. Όχι χωρίς προβλήματα.» συνεχίζει να καπνίζει με άνεση. Ο Μιχάλης τον σκανάρει για λίγο με το βλέμμα του. Είναι ταλαιπωρημένος, τα μάτια του είναι κόκκινα και δείχνει να μην έχει πια καμία όρεξη για τη ζωή. Μέσα του, ξέρει πολύ καλά πως δεν είναι ο ένοχος. Μα από κάπου πρέπει να αρχίσει.

«Διαφώτισε με.»

«Εκείνο το βράδυ» κάνει μια παύση και παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«της ζήτησα να αρραβωνιαστούμε.» χαμογελάει στην ανάμνηση, ενώ τα μάτια του βουρκώνουν. Οι αστυνομικοί ανταλλάσσουν ένα βλέμμα.
«Την ήξερα από τα δεκαεπτά μου, την ερωτεύτηκα στα δεκαοχτώ, είχα σχέση μαζί της από τα δεκαεννιά και ήξερα, ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι μόνο εκείνη υπάρχει για μένα! Πίστευα ότι θα πει ναι, έστω και μελλοντικά...» παραδέχεται με ένα μικρό παράπονο. Σταυρώνει τα χέρια μπροστά από το στέρνο στα λόγια του.

«Αλλά εκείνη είπε όχι.» μαντεύει σωστά. Το κλειστό από παντού δωμάτιο ανακρίσεων είναι πολύ ζεστό και αποπνικτικό, παρά το κλιματιστικό που χαριστικά άνοιξαν τόσο νωρίς. Τους πνίγει. Ο Ανδρέας γνέφει θετικά, τρίβοντας τον αυχένα του. Φυσάει κι αυτός τον καπνό μακριά.
«Και τη σκότωσες.» συνεχίζει.

«Όχι!» σχεδόν γαβγίζει, χτυπώντας το χέρι του στο σιδερένιο τραπέζι και τινάζεται από τη θέση του έξαλλος. Τον προσβάλλει να του λένε κάτι τέτοιο. Το άγριο βλέμμα των δύο φίλων τον αναγκάζει να καθίσει και πάλι πίσω στη θέση του.
«Δεν θα της έκανα ποτέ κακό!» δεν λέει ψέματα, οπότε τον κοιτάει απευθείας στα μάτια.

«Γιατί είπε όχι;» αναρωτιέται ο Γιώργος, κάπως σκεπτικά.
«Αν όντως είχατε αυτό που περιγράφεις, γιατί αρνήθηκε; Υπήρχε κάποιος άλλος άνδρας στη ζωής της; Κάποιος στον οποίον μπορεί να στράφηκε εκείνο το βράδυ;» προσπαθεί να βγάλει μια άκρη. Η πίεση που τους ασκούν οι ανώτεροι για μια σύλληψη, είναι πρωτοφανής! Μα δεν πρόκειται να κλείσουν φυλακή έναν αθώο.

«Ναι, το θέατρο.» σβήνει το τσιγάρο και βγάζει στο καπάκι και δεύτερο από το λευκό και κίτρινο πακέτο του.
«Της είχε γίνει μια πρόταση από έναν μάνατζερ, σε αυτή και σε άλλους δύο από τον θίασο, να τους πάρει μαζί του στο Λονδίνο. Η Αναστασία ήταν στην ομάδα θεάτρου του Ηρακλείου και ανέβασαν πριν μισό μήνα μια παράσταση. Εκεί την είδε αυτός.» ανάβει το τσιγάρο, γλύφοντας τα αφυδατωμένα χείλη του. Οι αστυνομικοί ανταλλάσσουν και πάλι ένα βλέμμα. Δεν είχαν ιδέα γι'αυτή τη λεπτομέρεια.
«Όταν της έκανα την πρόταση, μου είπε για το Λονδίνο. Και τσακωθήκαμε.» ρουφάει μια τζούρα.

«Ήθελε να πάει;» τώρα μιλάει μόνο ο Γιώργος. Ο Μιχάλης απλά ακούει.

«Ποιος δεν θα ήθελε στη θέση της;» οριακά τους χλευάζει.
«Μου έλεγε ασταμάτητα ότι ήταν το όνειρο της, ότι ήταν το πρώτο από τα πολλά που επρόκειτο επιτέλους να πραγματοποιηθεί και μια σχέση δεν θα έπρεπε να της το στερεί αυτό! Ότι είχε ακόμα σε πολλές παραστάσεις να παίξει προτού παντρευτεί. Και το αστείο είναι ότι...δεν είχα σκοπό να της ζητήσω να μην πάει. Εγώ πρώτος θα της έβγαζα εισιτήριο! Αλλά ο τρόπος που μου τα έλεγε...σαν να μην είχα θέση στη ζωή της. Και έκανα το λάθος να τη ρωτήσω ξεκάθαρα αν εγώ ήμουν στα όνειρα της.» κάνει μια παύση για να φυσήξει τον καπνό μακριά.

«Κι εκείνη τι απάντησε;» σχεδόν κρέμονται από τα χείλη του.

«Όχι αν δεν πιστεύεις σε αυτά.» ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλο του. Και δεν ντρέπεται γι'αυτό. Ο Γιώργος το σημειώνει βιαστικά.
«Αυτό που με πληγώνει περισσότερο είναι ότι το τελευταίο που άκουσα από τα χείλη της είναι ένα «στο διάολο» πνιγμένο στους λυγμούς, μετά το δικό μου «άντε γαμήσου».» κάνει ακόμα μια παύση και τους κοιτάει.
«Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που της είπα.» σχεδόν γελάει, αφήνοντας μια ανάσα.

Οι δύο φίλοι κοιτιούνται. Κανένας από τους δύο δεν είναι άνδρας για σχέση και ούτε είχαν ποτέ κάτι τόσο δυνατό, όσο αυτά που περιγράφει ο άνδρας μπροστά τους. Κι όμως, ακούγοντας τον να μιλάει για εκείνη μπορούν με ευκολία να καταλάβουν ότι, αν υπάρχει κάτι που αυτός έβαζε πάνω από τον εγωισμό του, αυτό ήταν η άτυχη κοπέλα που για λάθος κάποιου άλλου, έπεσε στα χέρια ενός ψυχοπαθή, τακτικού δολοφόνου.

«Εντάξει, Ανδρέα. Μπορείς να πηγαίνεις.» κουνάει το χέρι για να τον διώξει κι εκείνος το πιάνει το μήνυμα. Σηκώνεται από τη θέση του και πλησιάζει την πόρτα. Κοντοστέκεται για λίγο. Παίρνει μια ανάσα.

«Αστυνόμε;» τους τραβάει την προσοχή.
«Βρείτε τον πριν από μένα. Γιατί διαφορετικά, θα σας τον φέρω σε κουτί. Κι αυτό είναι υπόσχεση.» δεν τους κοιτάει, αλλά με κάποιον τρόπο ξέρουν ότι το μάτι του γυαλίζει. Και το εννοεί. Δεν τους αφήνει περιθώριο να απαντήσουν, φεύγει από το αστυνομικό τμήμα με άνεση. Ο Γιώργος ξεφυσάει, πετώντας το στυλό του πάνω στο τραπέζι.

«Αν το κάνει, εγώ θα τον αφήσω ελεύθερο.» παραδέχεται στον κολλητό του τρίβοντας τα μάτια του, κι αυτός με τη σειρά του συμφωνεί μ' ένα ελαφρύ κούνημα του κεφαλιού.

«Πώς στο διάολο δεν έχουμε τίποτα από αυτόν; Μπορείς να μου εξηγήσεις; Και είναι και κωλόφαρδος γιατί η μια και μοναδική κάμερα που υπάρχει σε εκείνο το σημείο στο πάρκινγκ δεν λειτουργεί εδώ και περίπου ένα χρόνο! Και ούτε στα νεώρια είχαμε ίχνος του, γιατί η Κάτια δολοφονήθηκε στο μοναδικό σημείο που δεν πιάνει η γαμημένη κάμερα!» κοπανάει το χέρι του στο τραπέζι και το στυλό που ο κολλητός του άφησε προηγουμένως εκεί πάνω, τώρα πέφτει κάτω. Τον στραβοκοιτάει, λίγο πριν τεντωθεί και το μαζέψει.
«Ο τύπος είναι γαμημένα αόρατος! Δύο θύματα! Βίασε και έκαψε δύο γυναίκες και κανένας δεν είδε και δεν άκουσε τίποτα!» αρνείται να το πιστέψει. Ο Γιώργος αφήνει ένα γελάκι, καθώς σηκώνεται από την καρέκλα του. Τώρα πιάνει κι αυτός ένα τσιγάρο.
«Το ψυγείο μου να ανοίξω στις δύο το πρωί και θα το καταλάβει όλη η πολυκατοικία κι αυτός έκανε δύο φόνους και την έχει βγάλει καθαρή! Δηλαδή, γαμώ το σπίτι μου!» σχεδόν φωνάζει, κλωτσώντας την καρέκλα του φίλου του που μόλις έχει σηκωθεί όρθιος. Έχουν σπάσει τα νεύρα του, με κάθε σημασία αυτής της φράσης. Πρώτη φορά στα χρόνια που δουλεύει δεν έχει κανένα στοιχείο να ερευνήσει. Και είναι ακόμα στην αρχή.

«Όχι, φίλε.» κουνάει το κεφάλι αρνητικά.
«Δεν θα του δώσουμε τη χαρά να μας στριμώξει. Ούτε θα του κάνουμε τη χάρη να τον κάνουμε διάσημο στο ίντερνετ. Δεν θα του βγάλουμε παρατσούκλι. Δεν είναι αόρατος. Θα τον πιάσουμε και θα σαπίσει στη φυλακή.» το λέει με τέτοια ψυχραιμία, που σου δίνει την εντύπωση πως έχει όλα όσα χρειάζονται για να πραγματοποιήσει τα όσα λέει. Ο Μιχάλης ξεφυσάει.

«Δεν ξέρω.» περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του. Η πόρτα ανοίγει απότομα. Ένας συνάδελφος, όχι από τους καλούς, ανοίγει απότομα την πόρτα σταματώντας κάθε συζήτηση. Οι δυο τους, δεν γυρνούν καν να τον κοιτάξουν. Κατάλαβαν ποιος είναι από τον τρόπο που μπούκαρε μέσα λες και ο τόπος του ανήκει.

«Φωτίου, είναι μια κυρία που θέλει να μιλήσει σε κάποιον έξω.» τον ενημερώνει κάπως καχύποπτα.

«Και μένα τι με θες; Τη δουλειά σου την ξέρεις.» οριακά γρυλίζει, κουνώντας το κεφάλι του για να ξεπιαστεί. Ούτε που θυμάται την τελευταία φορά που κοιμήθηκε σαν άνθρωπος. Ή μάλλον, τη θυμάται. Ήταν πριν βρεθεί το πτώμα της Κάτιας στα νεώρια. Τότε ήταν η τελευταία φορά που κοιμήθηκε.

«Λέει πως είδε έναν τύπο να βγαίνει από το πάρκινγκ το βράδυ που σκότωσαν την Αναστασία Αθανασίου.» τους αναφέρει. Οι δύο άνδρες σχεδόν τινάζονται από τις θέσεις τους σαν τους χτύπησε ρεύμα.
«Ζητάει τον επικεφαλή της υπόθεσης.» ανασηκώνει τους ώμους, ρολλάροντας τα μάτια.

«Στο είπα ότι δεν είναι αόρατος!» χτυπάει το χέρι ρυθμικά στο τραπέζι, λίγο προτού ο Μιχάλης σηκωθεί και βγουν με φόρα από το μικρό δωμάτιο ανακρίσεων για να συναντήσουν ίσως τη μόνη τους ευκαιρία να βρουν κάτι από τον δολοφόνο.

Μα ξεχνούν.
Γιατί το να μην είσαι αόρατος, δεν σε κάνει μικρότερη απειλή.




























Γεια σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας!
Αύριο είναι η συναυλία της Μποφίλιου και δεν περνάνε οι ώρες!

Πάμε στο κεφάλαιο;

Επικρατεί γενικά ένα περίεργο κλίμα. Φαίνεται πως ο δολοφόνος έχει αναστατώσει τον τόπο (πολύ λογικό θα έλεγε κάποιος).

Η φάση είναι κοκκινομάλλες φυλαχτείτε!

Αυταααα.

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε!

Αντιιιιοοοοοοοςςςςς🥰🍟.

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro