Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Ένατο/ part 1

Ο ήλιος βρισκόταν στη δύση του για ακόμη μία φορά στις γειτονιές της Αθήνας. Ο Άγγελος στεκόταν στην πολυσύχναστη Πατησίων, έτοιμος να περάσει απέναντι, έχοντας ολοκληρώσει ακόμη ένα μάθημα. Ήταν στα σίγουρα ένας από τους καλύτερους φοιτητές του έτους του, πράγμα που ορισμένοι το θεωρούσαν περίεργο. Οι καλύτεροι φίλοι του από τη Σχολή, ήταν οι δίδυμοι Σωτήρης και Αριστοτέλης οι οποίοι εκτός από την ομοιότητα στην εμφάνιση, κατά πως φάνηκε, είχαν και την ίδια προτίμηση στις σπουδές. Για την ακρίβεια ήταν και οι μοναδικοί του φίλοι, σε ένα πολυποίκιλο περιβάλλον αντιθέσεων. Ορισμένοι τον είχαν προσεγγίσει εξαιτίας της πάντοτε περιποιημένης εμφάνισης του, για κομματικούς σκοπούς και άλλοι τον αντιπαθούσαν για τον ίδιο λόγο, θεωρώντας πως υπάρχει πιθανότητα να προσεγγίζει και να πληρώνει τους καθηγητές, προκειμένου να του γνωστοποιούνται τα θέματα. Παλαιότερα αμφότερες οι απόψεις, τον άφηναν παντελώς αδιάφορο, μέχρι που στην ζωή του μπήκε σαν αστραπή η Βίκυ. Ήταν η πρώτη κοπέλα που σχολίασε ανοιχτά τις ενδυματολογικές του προτιμήσεις και ίσως με μία κάποια πικρόχολη διάθεση. Γιατί εκείνος όμως αισθανόταν, πως βαθιά μέσα της ίσως και να τον συμπαθούσε; Από την άλλη ωστόσο, ποιος θα έμπλεκε με κάποιον που περιτριγυριζόταν από εγκληματίες; Ποιος θα ήθελε να γνωρίσει μία τέτοια οικογένεια;

«Καλή προσγείωση στη Γη» άκουσε τον Σωτήρη να μουρμουρίζει.

«Τι;» ο Άγγελος γύρισε ξαφνιασμένος.

«Στάσου! Πέρνα από τη διάβαση των πεζών γιατί τελευταία σε φοβάμαι» συνέχισε να τον πειράζει «Λοιπόν, εσύ είσαι ή ερωτευμένος ή πραγματικά έχουν πέσει όλα τα καράβια σου έξω. Τι από τα δύο ισχύει;» τον ρώτησε ωστόσο ο νεαρός δεν είχε ιδέα τι να του απαντήσει, ούτε καν στην ερώτηση για τον αν ήταν όντως ερωτευμένος ή όχι.

«Ας πούμε πως με απασχολούν πολλά πράγματα και κατ' ακρίβεια δυσάρεστα» του εξομολογήθηκε σκοτεινιάζοντας.

«Θα ήθελες να μας μιλήσεις; Είμαστε τάφοι και γνωριζόμαστε και δύο χρόνια, επομένως θαρρώ πως έχουμε κερδίσει την εμπιστοσύνη σου επάξια. Μέρες σε βλέπουμε να μην μας ακολουθείς ούτε καν στο κυλικείο για τυρόπιτα. Εσύ λάτρευες τις τυρόπιτες ακόμη και αν ήταν τίγκα στο προτηγανισμένο λάδι» πετάχτηκε ο Αριστοτέλης που πάντα πρόσεχε την εμφάνιση και την διατροφή του, φέρνοντας μαζί του μονάχα μπάρες δημητριακών.

«Εντάξει, αλλά θα μου υποσχεθείτε στην αντρική σας τιμή, πως δεν θα πείτε λέξη. Εδώ και καιρό μαζεύω μέσα μου άγχος και θλίψη. Οι...παλαιοί μου γνωστοί των Βορείων Προαστίων δεν είναι για τέτοιες συζητήσεις. Η οικογένειά μου είναι ξακουστή στους κύκλους των χρυσών παιδιών και δεν θα ρίσκαρα να βγουν παραέξω φήμες»

«Μας τρομοκρατείς» ψέλλισε ο Σωτήρης.

Σε ένα καφέ κοντά στο κτήριο της Νομικής, κάθισαν οι τρεις τους μακριά από άλλα τραπέζια. Όταν έφτασαν οι καφέδες και γέμισαν ΄΄καύσιμα΄΄ ήταν έτοιμοι να ακούσουν τα πάντα. Ο Άγγελος δεν τους μίλησε τόσο για την δουλειά του πατέρα του, μήτε για το γεγονός πως παντού τον ακολουθούσαν σωματοφύλακες για παν ενδεχόμενο. Αναφέρθηκε αποκλειστικά στην κατάσταση του αδερφού του, στην εικόνα που αντίκρισε στο διαμέρισμα και στο τηλεφώνημα εκείνο που ενέπλεκε και τον αστυνομικό που νοίκιαζε το διαμέρισμά τους στην Κηφισιά. Οι άλλοι δύο κατέβασαν με μία ρουφηξιά το φρέντο εσπρέσο, καθώς οι πληροφορίες αυτές από μόνες τους, τους άγχωσαν αρκετά.

«Έχεις μπλέξει» ξεκίνησε ο Αριστοτέλης για να φάει ένα σκούντημα από τον Σωτήρη.

«Ευχαριστώ, το ξέρω» κατσούφιασε ο Άγγελος.

«Γαμώτο, αν τον ηχογραφούσες εκείνη την ώρα, θα μπορούσα να σε βοηθήσω και εγώ. Ξέρω ορισμένα Γερμανικά, όχι τέλεια, αλλά την περίληψη θα την βγάζαμε» πρόφερε ο Αριστοτέλης.

«Το σκέφτηκα, ωστόσο βρισκόμουν κρυμμένος, στον χώρο επικρατούσε η απόλυτη σιωπή και το κινητό μου βρισκόταν καταπλακωμένο από την τσέπη του παντελονιού μου» έσκουξε.

«Μα, παντελόνια είναι αυτά βρε Χριστιανέ μου; Κολάν είναι με το συμπάθιο, τόσο στενά που τα φοράς» πρόφερε ο Σωτήρης και ο Αριστοτέλης που τα λάτρευε τον στραβοκοίταξε «Ναι, και οι δύο τα φοράτε βασικά, το ξέχασα»

«Το ίδιο μου σχολίασε και εκείνη» μούγκρισε μέσα από τα δόντια του ο Πάνος.

«Εκείνη; Έχουμε και γυναίκα στη συμμορία; Μήπως να αφήσουμε τους εκείνους και να πιάσουμε την εκείνη;» γέλασε ο Σωτήρης μα σύντομα σοβάρεψε «Ωραία, τι φοβάσαι ακριβώς;» τον ρώτησε μήπως με αυτόν τον τρόπο έβγαζε συμπέρασμα.

«Φοβάμαι πως ο αδερφός μου είναι βαθιά μπλεγμένος. Μετά την αντίδρασή του απέναντί μου, πλέον δεν είμαι σίγουρος για τίποτε και εκτός αυτού, μπλέκεται με κάποιον τρόπο και ο μπάτσος ο Γερμανός που νοίκιασε το διαμέρισμα. Το ζήτημα είναι πως δεν γνωρίζω τον τρόπο με τον οποίο είναι μπλεγμένος και φοβάμαι να ανοίξω τα χαρτιά μου σε έναν άνθρωπο του οποίου ο ρόλος στην ιστορία είναι θολός» τους είπε και για λίγο φάνηκαν να το σκέφτονται.

«Δεν ξέρω φιλαράκι, ωστόσο από τη στιγμή που εσύ προσωπικά δεν μπλέκεσαι πουθενά, γιατί να ασχοληθείς; Θέλω να πω, βάζεις τη ζωή σου σε κίνδυνο. Μετά υπάρχει και ένας εύκολος δρόμος και λίαν γνωστός. Η αστυνομία. Αλλά αν τους καταγγείλεις και μετά σε κυνηγάνε μέλη της παρεούλας του αδερφού σου; Δεν ξέρω, μου μοιάζει για αδιέξοδο. Πως μπορείς να μάθεις για τον μπάτσο; Μιλά με κάποιον;»

«Μιλά με μία παλιά μου γνωστή. Είναι η μόνη που μπορώ να ρωτήσω, αλλά φοβάμαι μην την μπλέξω και εκείνην. Αρκετές περιπέτειες είχε στη ζωή της»

«Είναι ο μόνος τρόπος όμως για να μάθεις. Μπορεί ο Γερμανός να είναι μελλοντικό θύμα ας πούμε, ή και όχι» πρόφερε ο Αριστοτέλης «Ωστόσο δεν μου μοιάζει για θύτης. Αν ήταν θα είχαν επικοινωνήσει ήδη μαζί του για να κανονίσουν τις βρομοδουλειές τους. Δεν θα το απέφευγαν»

«Αυτό σκέφτηκα και εγώ. Ο αδερφός μου μοιάζει να τον αντιπαθεί. Θα μιλήσω με την Καλλίστη. Έπειτα, θα σκεφτώ πολύ καλά την επόμενη κίνηση»

Όταν η κουβέντα αυτή η βαριά και άβολη έλαβε τέλος, οι φίλοι του έμοιαζαν πιο ανήσυχοι από ποτέ. Στην ουσία κανένας τους δεν γνώριζε μέχρι ποιο σημείο είχαν φτάσει τα πράγματα. Θα βάδιζε ένα βήμα την φορά. Μπροστά στο μετρό του Πανεπιστημίου χωρίστηκαν. Εκείνοι έμεναν Νέο Κόσμο και ακολούθησαν διαφορετική πορεία. Ο Άγγελος από την άλλη, περπάτησε μέχρι το Σύνταγμα. Η πρωτεύουσα εξακολουθούσε να έχει μία ζωντάνια με παρέες ανέμελες παιδιών στην ηλικία του να ψιθυρίζουν τα μυστικά και τα σχέδια της επόμενης στιγμής γελώντας. Γιατί αυτό σήμαιναν τα νιάτα. Να σχεδιάζεις για το επόμενο λεπτό και να απαντάς θετικά σε κάθε πρόσκληση και πρόκληση. Σαν ήχησε το κινητό του, το κοίταξε στα πεταχτά αδιάφορα. Είχε μία κλήση από τον Ωρίωνα και ένα μήνυμα από την Ξένια. Αδιαφόρησε. Άραγε πότε να ήταν η τελευταία φορά που τον αναζήτησαν οι δικοί του; Η Αθήνα αργούσε ακόμη να στολιστεί γιορτινά. Καλύτερα. Μισούσε τα Χριστούγεννα. Του επιβεβαίωναν το οικογενειακό κενό που ολοένα και μεγάλωνε. Το διαμέρισμα της μητέρας του ήταν η επόμενη στάση. Ευχόταν να την βρει καλά και όχι όπως την τελευταία φορά που αναγκάστηκε να ειδοποιήσει τον Ρούντολφ. Μία ώρα σχεδόν αργότερα, είχε φτάσει στις περιποιημένες του γειτονιές. Για καλή του τύχη, εκείνη παρακολουθούσε απλώς τηλεόραση.

«Όλα καλά;» τον ρώτησε ωστόσο οι αμυχές από το ξύλο με τον αδερφό του, δεν είχαν φύγει εντελώς «Τι έπαθε το πρόσωπό σου; Δεν πιστεύω να τσακώθηκες;»

Ο Άγγελος την κοίταξε κουρασμένος.

«Μπορεί και να τσακώθηκα» απάντησε στο τέλος και την είδε να ταράζεται.

«Γιατί βρε αγόρι μου;»

«Για να υπερασπιστώ ένα κορίτσι από μία ομάδα αλητών» έπλασε ευθύς την δικαιολογία και την είδε να τσιμπάει.

«Υπάρχει κάποια στη ζωή σου; Πολύ χαίρομαι. Εντάξει είσαι μικρός ακόμη δεν λέω, ωστόσο είχα αρχίσει να ανησυχώ πως ο τομέας αυτός σου περνούσε αδιάφορος» έκανε μία παύση και κατέβασε το βλέμμα της στη γη «Γνωρίζω πως πάντοτε σου παρείχαμε τα πάντα, όμως η οικογένειά μας απέχει κατά πολύ από τα πρότυπα μίας φυσιολογικής. Γνωρίζω πως ο αδερφός σου, τελευταία ειδικά, είναι εξαφανισμένος και πως οι παρέες του είναι περίεργες. Δεν θέλω να σκέφτομαι πως ο Στέφανος ευθύνεται για το οτιδήποτε. Γνωρίζω πως η δουλειά του περιλαμβάνει και παρανομίες και πως ο Ίωνας τον ακολουθεί κατά πόδας. Έχω προσπαθήσει να του μιλήσω, μα ούτε στο ελάχιστο δεν φαίνεται να με λαμβάνει υπόψη του. Είμαι η τρελή αλκοολική» τα μάτια της βούρκωσαν και ο γιος της την αγκάλιασε.

«Σταμάτα να σκέφτεσαι έτσι»

«Είσαι δύο μέτρα!» τον πείραξε συγκινημένη «Σαν χθες δεν έφτανες να ανοίξεις ούτε το πρώτο συρτάρι εδώ στον πάγκο της κουζίνας. Περνάνε τα χρόνια, φρόντισε εσύ τουλάχιστον να περνάνε όμορφα. Βρίσκεσαι στην καλύτερη ηλικία, στα είκοσι σου» τελείωσε εκείνη σφουγγίζοντας τα δάκρυα. Ο Άγγελος την φίλησε στο κεφάλι και αποσύρθηκε για το δωμάτιό του.

Ξαπλώνοντας στο κρεβάτι, κάθισε και σκέφτηκε για λίγο τα λόγια της μητέρας του. Ήταν νέος. Είχε ζήσει με ανέσεις αλλά τα τελευταία χρόνια του ήταν γεμάτα καβγάδες. Επίσης ήταν έτοιμος να μπλεχτεί σε μία ιδιαιτέρως επικίνδυνη υπόθεση. Τουλάχιστον ας απολάμβανε το μικρό διάστημα που του είχε απομείνει πριν να βουτήξει στο κενό, με αβέβαιο τέλος. Αφαιρώντας τα ρούχα του, άφησε το ζεστό νερό να χαλαρώσει τους μυς του κορμιού του. Το ανδρικό αφρόλουτρο πλημμύρισε τον χώρο. Βγαίνοντας σχημάτισε γραμμές αφηρημένα στο θολό κάτοπτρο μέχρι που αποφάσισε να ντυθεί. Στενό υφασμάτινο παντελόνι, ζιβάγκο στο χρώμα της ελιάς και μοντέρνο ανδρικό παλτό με μποτάκια. Χαμογέλασε. Χαιρετώντας τη μητέρα του, άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Το πανάκριβο ΒΜW, μπορούσε να μετατραπεί και σε κάμπριο. Ήταν ό,τι έπρεπε. Ο κρύος αέρας θα τον ξυπνούσε για τα καλά. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ακολουθώντας την εθνική έφτασε στον Πειραιά και πάλεψε να θυμηθεί την τοποθεσία του σπιτιού της. Μέσα του ευχόταν να την πετύχαινε.

Έπειτα από δύο λάθος στενά, κατόρθωσε και βρήκε το σωστό. Σταθμεύοντας μπροστά από την πολυκατοικία, παρατήρησε πως μέσα από τις γρίλιες, τα φώτα αχνόφεγγαν. Ευθύς ξεκίνησε να κορνάρει, μέχρι που μία Βίκυ πετάχτηκε έντρομη στο μπαλκόνι και έτοιμη μάλλον να στολίσει τον υπεύθυνο ταραξία.

«Εσύ! Μα τι στο καλό γυρεύεις εδώ; Μήπως ξέχασες κανέναν σχεδιαστή σπίτι μου την τελευταία φορά; Πάντως εγώ δεν βρήκα τίποτε» ψέλλισε ξαφνιασμένη.

«Πράγματι κάτι ξέχασα. Ξέχασα πόσο ωραία αισθάνομαι μαζί σου αυτές τις λίγες φορές που σε συνάντησα και πέρασα για να το θυμηθώ. Κοινώς ήθελα απλώς να σε δω. Όσο μαζοχιστικό και αν ακούγεται. Θα ήθελες να πάμε μία βόλτα;» της πρότεινε με όσο θάρρος κατόρθωσε να βρει μέσα του και την είδε να χαμογελά. Ευτυχώς ήταν βράδυ και δεν φαίνονταν οι χιλιάδες αποχρώσεις του ροδακινί που είχαν υιοθετήσει τα μάγουλά της.

«Ε-Εντάξει. Υποθέτω δηλαδή πως ναι, έτσι νομίζω... » ψέλλισε ξέπνοα. «Πάω να βάλω κάτι και κατεβαίνω»

Για όσα λεπτά την περίμενε, ένα άγχος είχε δέσει κόμπο το στομάχι του. Της είχε πει την αλήθεια, ωθούμενος από το συναίσθημα της απελπισίας. Δεν ήξερε αν είχε κάνει το σωστό, όμως ήταν αληθινός. Μπορεί να είχαν τρία χρόνια διαφορά και διόλου να μην της άρεσε το προχωρημένο του ντύσιμο, όμως εκείνος έβλεπε απλώς πως μαζί της περνούσε καλά, ξεχνώντας μέσα από τις χαριτωμένες τους διενέξεις τα δικά του σοβαρά προβλήματα. Άκουσε την πόρτα να ανοίγει και την είδε να κατεβαίνει ντυμένη όπως πάντα στα ολόμαυρα.

«Ζωή σε εσάς» την πείραξε για να εισπράξει ένα πλάγιο βλέμμα.

«Αυτό το μαραφέτι κλείνει; Όχι δηλαδή πως διαθέτω και την κόμη της Ραπουνζέλ που φτάνει τα επτά μέτρα, αλλά ξέρεις...» ο Άγγελος χαμογέλασε πλατιά.

«Για σήμερα, ταβάνι μας θα είναι ο ουρανός. Ξάπλωσε πίσω στο κάθισμα και χαλάρωσε. Αν κρυώνεις, έχω στα πίσω καθίσματα μία κουβέρτα για τις δύσκολες δικές μου ημέρες που θέλω και εγώ να χαζεύω τα αστέρια» της απάντησε βλέποντάς την να μειδιά.

«Έχεις και εσύ σκοτούρες;» ρώτησε.

«Οι μάρκες δεν διώχνουν όλες τις σκοτούρες μακριά ως δια μαγείας. Μπορεί τα λεφτά να σε διευκολύνουν στη ζωή, μα δεν εξαγοράζουν τα συναισθήματα, μήτε δημιουργούν δεσμούς φιλίας, ή οικογένειας»

Συνέχισε να οδηγεί, καθώς μετά τον κόλπο του Μικρολίμανου, κάτω από τον λόφο της Καστέλλας και πριν από το Πασαλιμάνι, απλωνόταν μία παραλία, τα Βοτσαλάκια ή αλλιώς ακτή Απόλλωνα. Ήταν ίσως η πιο γνωστή στον Πειραιά και φυσικά παρέμενε τα καλοκαίρια ελεύθερη για τον κοινό. Στην Ελλάδα υπήρχε ένα καλό. Μπορεί να ήταν πλέον Δεκέμβριος, μα αν ήσουν τυχερός θα έπεφτες επάνω σε αυτές τις ανοιξιάτικες βραδιές, που ίσως έκρυβαν και λίγη υγρασία, αλλά σε ωθούσαν παράλληλα να καθίσεις κάπου έξω. Η Ελλάδα είχε πολλά ωραία μέρη για να ηρεμήσει κάποιος που το επεδίωκε. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να σταθμεύσει, ένιωσε άβολα. Γύρισε το κεφάλι του ελαφρώς προς το μέρος της.

«Αν δεν αισθάνεσαι καλά, μπορούμε να φύγουμε, να πάμε ίσως σε κάποιο μαγαζί. Απλώς εγώ προτίμησα την ησυχία, μιας που η ψυχολογία μου δεν είναι και στα καλύτερά της»

«Κανένα πρόβλημα. Από μικρή έχω κάνει μαθήματα αυτοάμυνας. Αν χρειαστεί, θα τα θέσω σε εφαρμογή» τον πείραξε.

«Θα το έχω στο μυαλό μου» της απάντησε και κλειδώνοντας το αυτοκίνητο ξεκίνησαν να κατεβαίνουν.

Έστρωσαν την κουβέρτα στην άμμο και κάθισαν οκλαδόν με μόνη συντροφιά τον ήχο του κύματος και το ολόγιομο σχεδόν φεγγάρι.

«Φαίνεται πως έχεις ζήσει στον Πειραιά» άκουσε τη φωνή της Βίκυς.

«Σε πολλούς φαίνεται άσχημος και ίσως σκοτεινός και πολύβουος. Ωστόσο, αν ψάξεις λίγο περισσότερο θα βρεις όμορφες γωνιές σαν αυτήν. Η θάλασσα καθαρίζει το μυαλό και την προτιμώ πολύ περισσότερο από την Κηφισιά» για λίγο έμειναν αμήχανα σιωπηλοί. Υπήρχε αυτή η ανείπωτη, υποβόσκουσα ένταση που επιθυμούσε να εκδηλωθεί με κάποιον τρόπο άτσαλο.

«Γιατί εμένα;» ρώτησε η κοπέλα «Γιατί από όλους τους φίλους και γνωστούς που είμαι βέβαιη πως έχεις, επέλεξες κάποια σαν εμένα;»

Ο Άγγελος κάγχασε.

«Κάποια σαν εσένα; Το κάνεις να ακούγεται άσχημο. Κοίτα, σαφώς και δεν έχουμε το ίδιο στυλ μα αυτό δεν σημαίνει πως με απωθεί το διαφορετικό. Εδώ που έχω φτάσει, θα είμαι ειλικρινής. Μου αρέσεις. Από την πρώτη στιγμή μου άρεσες. Η ένταση που δημιουργήθηκε ανάμεσά μας, η διάθεση να μου πας κόντρα και η αμηχανία σου σαν ξύπνησες το πρωί και σε αντίκρισα....Μου άρεσαν. Επομένως, από το να συνεχίζω την ανούσια κόντρα μας, θεώρησα πως θα ήταν σωστό να σου το πω και ας έπαιρνα και ένα χαστούκι ως απάντηση»

Τη στιγμή που ολοκλήρωσε την σκέψη του, η Βίκυ για πρώτη φορά αισθάνθηκε πως είχε χάσει την ετοιμολογία της. Η αλήθεια είναι πως είχε καταλάβει τις προθέσεις του, δεν ήταν δα και νήπιο. Ολόκληρο δρόμο έκανε προκειμένου να έρθει απλώς για να την δει. Η στιγμή όμως της αλήθειας είχε φτάσει τόσο σύντομα που δυσκολεύτηκε να το διαχειριστεί.

«Δεν ξέρω τι να πω» της ξέφυγε μόνο και παρατήρησε πως εκείνος δεν την κοιτούσε στα μάτια.

«Ήθελα να σου το πω από την αρχή της βραδιάς μας, ώστε να γνωρίζεις και να πράξεις ανάλογα. Όποια όμως και αν είναι η απάντηση, θα επιθυμούσα να σε κρατήσω δίπλα μου έστω και σαν παρέα»

«Μα, τι το τόσο συναρπαστικό έχω;» ρώτησε απορώντας και η ίδια.

«Είσαι δυναμική και έξυπνη και ετοιμόλογη. Μου αρέσει αυτό. Αγαπώ τους εύστροφους ανθρώπους που διαθέτουν και ένα κάποιο σαρκαστικό χιούμορ. Είναι σαν να μου βάζουν μπροστά μου μία πρόκληση στην οποία πρέπει να ανταποκριθώ. Ωστόσο, μέσα σε όλο αυτό, λάτρεψα την ευαίσθητη πλευρά που αντίκρισα το πρωινό εκείνο στο μπάνιο. Την κοπέλα που κρυβόταν, γιατί λανθασμένα πίστεψε πως δεν θα την θεωρούσα ίσως όμορφη. Εκείνη την ώρα, ήθελα να σου αρπάξω την πετσέτα και να...να σε φιλήσω και να σου ψιθυρίσω έπειτα πως σε βρίσκω μοναδική»

«Το θέλεις ακόμη;» τον ρώτησε τότε πνιχτά.

«Μονάχα αν έχω την άδεια τη δική σου»

Κοιτάχτηκαν στα μάτια για λίγο και τον είδε να της χαμογελά. Του είχε δώσει σιωπηλά την απάντηση που ήθελε. Για εκείνον ωστόσο, που το αίμα του έβραζε, που είχε την ορμή της νιότης και της ηλικίας, το φιλί ήταν παθιασμένο. Με τα δύο του χέρια εγκλώβισε το πρόσωπό της βαθαίνοντας το σμίξιμο των χειλιών τους. Ούτε κατάλαβαν για πόση ώρα στέκονταν εκεί αγκαλιασμένοι. Όταν επιτέλους απομακρύνθηκαν ελαφρώς, το βλέμμα του Άγγελου είχε αλλάξει. Είχε βυθιστεί στο μεθύσι της στιγμής, σε μία άβυσσο πάθους, άγχους για το αύριο, έρωτα και πλήθους ακόμη συναισθημάτων. Στην ουσία ήθελε να το φτάσει μέχρι το τέλος και να κοιμούνταν απόψε αγκαλιά. Πάλεψε όμως να συνέλθει και άφησε ένα τελευταίο φιλί στα χείλη της προτού ξαπλώσουν και οι δύο για να σκεπαστούν ελαφρώς με την άκρη της κουβέρτας. Εκείνος είχε ανοίξει την αγκαλιά του για να την κλείσει μέσα. Η καρδιά του χτυπούσε σε ξέφρενους ρυθμούς.

«Μίλησέ μου για εσένα» της είπε ελαφρώς βραχνά.

«Λοιπόν δεν έχω και κάτι εξαιρετικό να αφηγηθώ. Η οικογένειά μου είναι στην Καρδίτσα, εγώ δουλεύω στην ανδροκρατούμενη κοινωνία που ευτυχώς απέκτησε γυναικείο κεφάλι, αγαπώ το πόστο μου και αγαπώ τους καφέδες του Μάρκου»

«Υπήρξε στιγμή στη ζωή σου που κάποιος κέρδισε την καρδιά σου; Αν επιθυμείς μου λες» πρόφερε εκείνος καθώς τα δάχτυλά του χάιδευαν το σημείο στον κρόταφό, κοντά στα μαλλιά της. Κάπου δίστασε, ωστόσο είχε τον δυναμισμό να αφηγηθεί έστω και περιληπτικά την περιπέτειά της με τον Λαέρτη. Την πονούσε. Ήταν ένας άνθρωπος με τον οποίο είχε περάσει όλη της τη ζωή. Όταν οι δρόμοι τους χώρισαν, ήταν σαν να έκλεισε ένα τεράστιο κεφάλαιο, σαν να έπρεπε να γράψει ένα λευκό βιβλίο από την αρχή «Ήταν άσχημο αυτό. Βλέπεις λοιπόν πόσο σημαντική είναι η ειλικρίνεια; Σώζει χρόνο και καρδιές. Τον σκέφτεσαι γενικά στη ζωή σου;» τη ρώτησε.

«Όχι με τον τρόπο που πιστεύεις. Απλώς υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέμαι αν είναι καλά και αν κατόρθωσε να ακολουθήσει τον δρόμο της δικής του αλήθειας. Εσύ; Δεν μου είπες λέξη για εσένα»

Την ερώτηση αυτή την περίμενε. Ήθελε να είναι ειλικρινής, μα δεν μπορούσε να μιλήσει για τα πάντα.

«Εγώ μεγάλωσα στον Πειραιά. Η οικογένειά μου απέχει κατά πολύ από το πρότυπο της γλυκιάς και αγαπημένης. Οι γονείς μου είναι χωρισμένοι, ο μεγαλύτερος αδερφός μου επέλεξε τον πατέρα μου και εγώ την μητέρα μου» πήρε μία βαθιά ανάσα «Καλύτερα να μην μιλήσουμε για αυτό, δεν σου κρύβω πως δεν νιώθω άνετα»

«Δεν υπάρχει θέμα. Μπορεί την οικογένεια να μην την επιλέγουμε, ωστόσο σίγουρα στην ζωή μας δίνεται το περιθώριο επιλογής των φίλων και του συντρόφου. Κάποτε θα κάνεις τη δική σου οικογένεια και θα αφήσεις πίσω την πατρική»

«Θα το ήθελα κάποια στιγμή. Είμαι πολύ θετικός στην απόκτηση ενός ζεστού, οικογενειακού περιβάλλοντος» την κοίταξε στα μάτια και τη φίλησε ξανά σκεπάζοντάς την με το σώμα του. Εκείνη ένιωσε την ετοιμότητά του, μολαταύτα ως πρώτη επίσημη συνάντηση, αρκέστηκαν στα χάδια, στις συζητήσεις και στα πειράγματα που δεν έλειψαν λεπτό ακόμη και μετά την ερωτική εξομολόγηση.

Η ώρα ωστόσο ήταν περασμένη και αποφάσισαν να τινάξουν την κουβέρτα και να ξεκινήσουν να επιστρέφουν. Αντάλλαξαν επιτέλους τηλέφωνα και έμειναν να φιλιούνται στο κατώφλι της πολυκατοικίας, όταν ένας ηχηρός, γεροντικός ξερόβηχας τους έκανε να τιναχτούν.

«Ο νυχτερινός φρουρός της ηθικής» γκρίνιαξε εκείνη για την γειτόνισσά της.

«Αν είναι να σε προσέχει» την πείραξε εκείνος.

«Δεν με εμπιστεύεσαι;»

«Εσένα ναι, τους άλλους όμως;»

«Καληνύχτα» γουργούρισε η Βίκυ και ένιωσε ένα απαλό φιλί στη μύτη της.

«Καλό βράδυ» ψιθύρισε ο νεαρός και απομακρύνθηκε αργά περιμένοντάς την να κλείσει την πόρτα πίσω της.

Αύριο ξημέρωνε μία άλλη μέρα. Θα κινητοποιούταν. Ίσως πήγαινε να συναντήσει τον πατέρα του. 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro