Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

13. Wake Up - Arcade Fire.

13. Wake Up – Arcade Fire.

Τελείωσε λυπηρά. Το είδος του τέλους στο οποίο στέκεστε μαζί, κρατώντας τα χέρια και κλαίγοντας, ενώ σε ένα άλλο δωμάτιο, η αγάπη πεθαίνει αργά.

-Abigail Thomas, Τι Έρχεται Μετά και Πώς Να σου Αρέσει.

Ο Αχιλλέας την είδε να κοιμάται. Την είδε να δακρύζει στον ύπνο της, να χαμογελάει, να θρηνεί. Την είδε να περνάει από όλα τα στάδια που περνάει κάποιος όταν επιτέλους παραδέχεται πως κάτι πάει λάθος. Όταν ακούει τον εαυτό του να απαριθμεί τις αποτυχίες της ζωής, τις λύπες, όλες εκείνες τις Κυριακές που η χαρά δεν βρισκόταν στο οικογενειακό τραπέζι.

Το ένα χέρι στήριζε το κεφάλι της πάνω στο τσιμέντο της ταράτσας. Το άλλο, αυτό με το δαχτυλίδι, πότε πότε το έβλεπε να κουνιέται, άλλες φορές σταματούσε, σαν να περνούσε από μέσα του ένα κύμα σοκ και στη συνέχεια ανακούφισης. Ίσως έπρεπε να τη ρωτήσει για αυτό το δαχτυλίδι. Κάτι του έλεγε πως αφορούσε όλες εκείνες τις σκιές που βγήκαν στο φως μερικές ώρες πριν. Ίσως και όχι. Η Νίνα τον είχε προειδοποιήσει. Την τελευταία φορά που έσπασε, η ηλιόφωτη έκανε να μιλήσει δύο χρόνια. Και δεν ήθελε τίποτα από τα δύο, ούτε να τη κάνει να σπάσει, ούτε να τη κάνει να σιωπήσει ξανά.

Ο Αχιλλέας είδε την Ήβη να πονά και αναρωτιόταν αν η γυναίκα που κοιμόταν δίπλα του ήταν η πιο δυνατή που είχε γνωρίσει ποτέ. Η πιο δυνατή από τους δύο.

Όταν ο ήλιος θυμήθηκε πως ήρθε η ώρα του να εμφανιστεί, το πρόσωπο της Ήβης φωτίστηκε από τις αχτίδες του. Με μιας, άνοιξε τα μάτια της,τον κοίταξε με εκείνο το γαλανό βλέμμα που μπορούσε να τον καταστρέψει και κατάλαβε πως η ίδια επέλεξε να καταστρέψει τον εαυτό της.

«Ξέχνα τα όλα εντάξει; Δεν αξίζουν.»

Ήθελε να τα συζητήσουν. Ήθελε να τα πιάσει όλα από την αρχή. Να του πει τι συμβαίνει μέσα της, να του ανοίξει επιτέλους εκείνη τη καροδυλα που κρύβεται βαθιά μέσα της. Εξάλλου, εκείνη το ζήτησε χθες. Εκείνη ζήτησε να της ανοιχτεί ο ίδιος. Και το έκανε, στο περίπου. Αλλά όταν την είδε ανέμελη και ελεύθερη, την άφησε να ανοιχτεί, όσο μπορεί. Και περίμενε, και θα περίμενε να έρθει εκείνη η μέρα που θα του πει. Και θα της πει και ο ίδιος για εκείνον τον μεγάλο έρωτα. Θα της πει για τις δικές του σκιές που δεν τολμούν να βγαίνουν στο φως.

«Εντάξει.» της είπε. «Αλλά έχω να σου πω κάτι άλλο. Δεν αφορά άμεσα εμάς. Αλλά ναι, είναι σημαντικό.»

Σήκωσε ένα ξανθό φρύδι κλείνοντας το ένα μάτι στο φως. «Τι έγινε;»

Ο Αχιλλέας χαμογέλασε παιχνιδιάρικα. «Καλημέρα είπαμε; Ας πούμε αυτό καλύτερα. Πεινάς; Εγώ λιμοκτονώ.»

Η Ήβη δεν είχε προλάβει να φάει όταν ξεκίνησε το μεγάλο τηλεφώνημα. Ο Αχιλλέας την κοιτούσε όσο εκείνη περπατούσε πάνω κάτω στη μικρή κουζίνα με τη Μίνα στο ένα αυτί, ένα κουνούπι να τη βασανίζει στο άλλο. Ο ίδιος έτρωγε τα εξαιρετικά αβγά που με τόση μαεστρία είχε καταφέρει να κάψει. Το τσουρέκι με Μερέντα από δίπλα είχε ήδη τελειώσει και άπλωνε σε μια φέτα ψωμί την υπόλοιπη Μερέντα, μπας και βγάλει τη μέρα. Για κάτι τέτοια ωραία πρωινά ο Αχιλλέας λάτρευε πλέον τη ζωή.

Της είχε πει τα κακά μαντάτα αλλά η Ήβη δεν τον πίστευε. Της φαινόταν απίθανο, αδύνατο να συμβεί. Και ακόμη και τώρα που συνομιλούσε με τη μαμά της, δεν καταλάβαινε πώς έφτασαν τα πράγματα εκεί.

«Δεν το πιστεύω.» η κούπα στο χέρι της Ήβη έτρεμε. «Μα, τον αγαπάει! Δεν μπορούν να χωρίσουν.»

Ο Αχιλλέας δεν άκουγε την απάντηση της Μίνας, αλλά ήξερε τι θα έλεγε στη κόρη της. Τα ίδια που είχε πει και στον ίδιο χθες το βράδυ.

Ύστερα από έναν μεγάλο καβγά μεταξύ της Μέδουσας και της νύφης σχετικά με το γεγονός ότι η νύφη είναι «από φτωχή οικογένεια, διαλυμένη οικογένεια, δεν βλέπεις που δεν σε αγαπάει Ιάσονα μου;», η Νίνα πήρε από το χέρι τη Μίνα και την Ευανθία και ο πατέρας του τις πήγε πίσω στη Θεσσαλονίκη μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Ο δε Ιάσονας…ο Αχιλλέας δεν ήξερε πού ήταν ο αδελφός του ή τι έκανε. Τον πήρε τηλέφωνο αρκετές φορές, αλλά δεν έπαιρνε ποτέ απάντηση. Και όταν μίλησε με τον πατέρα του, του είπε πως έφυγε όταν εκείνος δεν ήταν εκεί.

«Η Νίνα είχε πει πως είναι κάτι παντοτινό. Είχε πει ναι σε γάμο μαμά, η Νίνα μας, που δεν έχει πει ποτέ ναι σε δεύτερο ραντεβού.» μουρμούρισε η Ήβη. Μετά από λίγα λεπτά, γύρισε πάλι στο τσάι της για βοήθεια. «Μια χαρά ήρεμη είμαι. Μη φωνάζεις. Όχι δεν νευρίασα. Ξέρω πως θα τα ξαναβρούν. Είπε πως είναι για πάντα. Οπότε θα είναι για πάντα, το υποσχέθηκε.»

Ο Αχιλλέας άφησε αμέσως κάτω τη φέτα με τη Μερέντα όταν είδε το αφεντικό να μπαίνει μέσα. Ο κύριος Ανέστης, ή Ανδρέας; Δεν ήταν σίγουρος. Το αφεντικό χαμογέλασε ευγενικά στην Ήβη και της χτύπησε απαλά τον ώμο σαν καλημέρα. Μετά ήρθε προς το μέρος του Αχιλλέα και πήρε το φαγητό από μπροστά του. Έκατσε στην καρέκλα απέναντι και άρχισε να τρώει τη φέτα του. Τη φέτα που ο Αχιλλέας είχε ετοιμάσει με τόση αγάπη. Δεν ένιωθε την αγάπη του αφεντικού.

«Φυσικά και είναι για πάντα. Δεν κάναμε όλα αυτά για το τίποτα!» η Ήβη έκανε τον κύκλο και έκατσε στην καρέκλα δίπλα από τον Αχιλλέα μουτρωμένη. «Ναι, το ξέρω. Αυτό δεν το ξέρω. Και εγώ. Θα του δώσω. Αυτό δεν θα του δώσω. Γιατί είναι αηδία να φιλάς έναν φίλο σου μαμά. Η Ευανθία πολλά- εντάξει, γεια.»

Ο Αχιλλέας χαμογέλασε. «Λοιπόν, δεν έχει φιλί;»

Και η Ήβη τον αγνόησε γυρνώντας προς το αφεντικό. Μα τι χαρούμενη αχτίδα φωτός και ηλίου και ευτυχ-ω, καλύτερα ας το παρατήσει.

«Χώρισαν σαν να μη συνέβη τίποτα. » μουρμούρισε. Ύστερα έδωσε όντως σημασία στο αφεντικό. «Δεν θα σας απασχολήσουμε παραπάνω. Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία, μα ήρθε η ώρα να φύγουμε. Η περιπέτεια ακυρώνεται.»

Μετά από όλα αυτά που πέρασαν, από όλη την απαισιοδοξία της Ήβης και την αμφιβολία της για τα πάντα, απλώς συνέχισε να τρώει τα καμμένα αβγά του. Ο Αχιλλέας έπρεπε να είχε δείξει πως όντως νοιάζεται ή πώς ήταν έκπληκτος, αλλά αυτό θα ήταν ένα ψέμα. Μάλιστα χθες όταν άκουσε τα νέα, το περίμενε. Άλλος ένας λόγος που δεν της το είπε τότε. Γιατί θα τον είχε σύρει από τα μαλλιά μέχρι το αυτοκίνητο της Νίνας στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο και πίσω στη Θεσσαλονίκη.

Και ήταν τόσο κοντά. Οπότε όχι.

«Άντε βρε χαζομάρες.» άκουσε το αφεντικό να λέει. Στο μόνο στο οποίο συμφωνούσαν. «Εξάλλου, το βράδυ είναι το bar mitzvah του Αβραάμ, του ανηψιού μου. Είστε προφανώς καλεσμένοι.»

Ο Αχιλλέας συνέχισε να τρώει, τελικά είναι ωραία τα καμμένα αβγά, δεν τον πείραζε ιδιαίτερα εκείνη η στεγνή αίσθηση και πίκρα. Ψέματα, τον πείραζε απίστευτα. Αλλά έβλεπε με την άκρη του ματιού του τη φέτα με Μερέντα να μπαίνει στο στόμα του αφεντικού και το στομάχι του γουργούριζε. Δεν μπορούσε να ασχοληθεί με το σοκ της Ήβης ή τη μικρή τσιριδα που έβγαλε από μέσα της.

«Μα δεν έχουμε πάρει δώρο. Είναι σημαντική ημέρα για τον ανηψιού σας και εμείς είμαστε ξένοι. Δεν κάνει.»

«Θα βάλω τα ονόματα σας στο δώρο που του πήρα. Τη Βίβλο με χρυσή ένδυση. Σπάνιο είδος. Ειδική παραγγελία. Και μια χαρά κάνει, φίλοι μου είστε.»

Ο Αχιλλέας σήκωσε το κεφάλι του. «Και εγώ;»

Το αφεντικό φάνηκε να το ξανασκέφτεται. «Όχι.»

Σουβλάκι να πιάνεις, μπάμια να γίνεται. Αχ δεν μπορεί, τι κρίμα. «Και τι είναι αυτό το μπαρ; Είναι θεματικό ή όλοι μεθυσμένοι πάμε;»

Τα μάγουλα της ηλιοφωτης κοκκίνισαν και έμοιαζε με μια μεγάλη ντομάτα. Τι είπε πάλι; «Αχιλλέα, δείξε λίγο σεβασμό.»

Ένας χτύπος στο τραπέζι του τράβηξε την προσοχή. Το χέρι του ήταν απλωμένο πάνω στο τραπέζι. Ανάμεσα στο δεύτερο και τρίτο δάχτυλο, το αφεντικό κατάφερε να στερεώσει το μαχαίρι του ψωμιού έτσι ώστε να κάθεται όρθιο. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν το αφεντικό ήταν θυμωμένο ή απλά τρελό, αλλά ο Αχιλλέας σίγουρα θα πήγαινε για ψυχανάλυση με το τέλος αυτής της περιπέτειας.

«Το bar mitzvah για τα αγόρια, bat mitzvah για τα κορίτσια, είναι η ημέρα που ένα Εβραίο παιδί φτάνει τα δεκατρία έτη ζωής. Σε κάποιες συντηρητικές συναγωγές, είναι στα δώδεκα για τα κορίτσια.» εξήγησε η Ήβη. Ο Αχιλλέας έβλεπε το μαχαίρι ανάμεσα στα δάχτυλα του. Το μαχαίρι τον έβλεπε επίσης. «Με πολύ απλά λόγια για να καταλάβεις κιόλας, σε εκείνη την ηλικία οι γονείς απελευθερώνονται από τις ευθύνες που έχει ένα παιδί. Από εκείνη την στιγμή και μετά, τα παιδιά είναι υπεύθυνα για τις αμαρτίες τους. Πρακτικά είναι μια γιορτή για τους γονείς, επειδή πλέον δεν θα σηκώνουν το βάρος των αμαρτιών των παιδιών τους.»

Το αφεντικό συνέχισε. « Ύστερα από μια σειρά από τελετές, γίνεται μια γιορτή ένα δείπνο με φίλους και συγγενείς που το παιδί, το αγόρι συνήθως, λέει την πρώτη του προσευχή σαν άνδρας.»

« Ωραία γιορτή τολμώ να πω, έτυχε να παραβρεθώ σε μια όταν ήμουν εγώ η ίδια δεκατρία. Ήταν το πιο ήρεμο πάρτι στο οποίο πήγα.» σχολίασε η ηλιόφωτη. «Αλλα κύριε Ανδρέα, θα πρέπει να φύγουμε. Τα αδέλφια μας χώρισαν. Άρα θα πρέπει και εμείς να αποχωριστούμε ο ένας τον άλλον. Έτσι δεν πάει;»

Ο Αχιλλέας δεν άκουσε την ερώτηση καθώς κοιτούσε το μαχαίρι ανάμεσα στα δάχτυλα του. «Κουνιέται.»

«Τέλεια, θα μείνετε εδώ απόψε! Και αύριο βλέπετε.» το αφεντικό πήρε το μαχαίρι με μεγάλη ευκολία. «Χαίρομαι που συμφωνούμε.»

Ο Αχιλλέας γύρισε προς την Ήβη. «Εγώ πάντως τον φοβάμαι.»

«Μα είναι πολύ καλός και ευγενικός. Η Μίνα είπε επίσης να μη σχολιάζουμε τους άλλους όταν είναι παρόντες.» η Ήβη ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο από το τσάι της.
«Όπως και να έχει, έτσι όπως το πάμε όσο περισσότερο χρόνο περνάμε εδώ πέρα, οι πιθανότητες να γίνουμε εμείς απόντες από αυτόν τον κόσμο μεγαλώνουν.»

Η Ήβη τον κοίταξε με μερική απελπισία. «Πιθανότητα. Είναι η όγδοη φορά που σε διορθώνω, βαρέθηκα.»

«Τότε ας το κάνουμε μια ώρα νωρίτερα. Προσφέρεις τη ζωή σου ήρεμα και απλά;» τον ρώτησε το αφεντικό.

Ο Αχιλλέας κοίταξε τον άνδρα απέναντι του με μισό μάτι. «Βρε άντε γαργαλήσου.»

Η Ήβη έβαλε τα χέρια της κάτω από τα πόδια της χαμογελώντας. «Είναι ενοχλητικό, αλλά ωριαίο. Μπορώ να βοηθήσω στο γαργάλημα. Ο Ανδρέας, ο αδελφός μου μου έδειξε κάποτε τη σωστή κίνηση για μεγαλύτερη απόδοση.»

Σηκώθηκε. Έπρεπε να φύγει από εκεί μέσα. Μπορεί να ήταν τρελός αλλά δεν θα τον έστελναν σε ψυχιατρική κλινική αυτοί. «Πάω λίγο να πάρω καθαρό αέρα. Κάπου με άτομα του ίδιου IQ με εμένα κατά προτίμηση.»

Σε μια έκρηξη θάρρους μέσα στο στέρνο του, ο Αχιλλέας άρπαξε τη φέτα με τη Μερέντα που είχε μείνει στο πιάτο του αφεντικού. Τη μισή τέλος πάντων  Τρία δευτερόλεπτα αργότερα, το ίδιο θάρρος του είπε αντίο και άρχισε να τρέχει.

Κατέβηκε τις σκάλες του κτηρίου μέχρι να βρεθεί στο πίσω δωμάτιο του μαγαζιού από κάτω. Το μέρος ήταν άδειο και σκοτεινό και ο Αχιλλέας νόμιζε πως ο Δράκουλας τον παρακολουθούσε μέχρι να ανοίξει την πόρτα και να βγει, σώος. Ασφαλής, ε θα δείξει στην πορεία.

Με τις σαγιονάρες να τον ενοχλούν στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού, περπάτησε στο πεζοδρόμιο τρώγοντας το ψωμί. Τα δόντια του επεξεργάζονταν τη θεία αυτή μαγεία όταν μια κοπέλα με έντονο κραγιόν και φόρεμα σε μαύρο χρώμα πέρασε από δίπλα του. Η παρουσία της σε αυτόν τον κόσμο ήταν υπέροχη και εκπληκτική. Ο Αχιλλέας γύρισε προς το μέρος της καθώς περνούσε και τα δόντια του είχαν τελειώσει την επεξεργασία, χτυπώντας σαν άσπονδοι εχθροί το ένα το άλλο.

Και τότε άλλη μια πέρασε από δίπλα του. Εκείνη φορούσε ένα σιέλ φόρεμα, αέρινο και τελείως εκτός εποχής. Αλλά τον μάγεψε το ίδιο με την πρώτη και το ψωμί ξαφνικά δεν υπήρχε στο χέρι του, δαγκώνοντας τα δάχτυλα του. Ένιωθε λες και βρισκόταν πάλι πίσω, κάπου στα δύο χρόνια πριν όταν έβλεπε πράσινα και μωβ στη ζωή του και πάνω του, όχι μόνο στον λευκό καμβά. Η τρίτη κοπέλα με το κίτρινο παντελόνι και την ροζ μπλούζα τον οδήγησε εκεί που φοβόταν να πάει.

Wake Up ήταν κάποτε ένα γνωστό τραγούδι του συγκροτήματος Arcade Fire. Ο κεντρικός τραγουδιστής χρησιμοποιούσε την μελωδική φωνή του μέσα από τα ακουστικά του για να συνοδεύσει τον πρωταγωνιστή μας στο διάβασμα του μαθήματος «Μεσαιωνική Ιστορία του Αραβοϊσλαμικού κράτους.». Το βιβλίο ήταν κάπου στις πεντακόσιες σελίδες κάτω από τα λερωμένα ρούχα που θα έπρεπε να πλύνει ο Ιάσονας στον γυρισμό του από την απόδραση με τη νέα κοπέλα του, Νίνα. Όσο κρατήσει και αυτό.

Τώρα μπροστά του είχε ένα καφέ βιβλίο άγνωστης προέλευσης που μιλούσε για την τέχνη στην πρώιμη Αναγέννηση. Ένα από τα λίγα μαθήματα που η Μέδουσα δεν συμφωνούσε ο γιος της να παρακολουθήσει και ένα από τα λίγα μαθήματα που ο ίδιος χαιρόταν. Σκιάσεις και σκοτάδι στους πίνακες που μεγάλοι καλλιτέχνες της Φλωρεντίας και της Ρώμης δημιούργησαν για να αποτυπώσουν την ένταση των προσώπων κλειδωμένων μέσα στον καμβά. Η εξέλιξη του ιστορικού φαινομένου τέχνης και πώς έφτασε στη μεγαλειότητα που ήταν σήμερα.

Ο Αχιλλέας ήξερε από σκιάσεις και τις διαφορετικές μορφές του μαύρου. Τα τελευταία χρόνια ζωγράφιζε μόνο με αυτό. Αλλά τώρα έψαχνε για κάτι άλλο. Δεν του είχε δώσει όνομα, αλλά μέσα του κάτι τον έκαιγε, κάτι τον έκανε να ανοίξει το βιβλίο και να στηρίζεται στους αγκώνες μαγεμένος να το διαβάζει. Έψαχνε εκείνο το πράσινο που θέλησε κάποτε να χρησιμοποιήσει ο Ούρλιχ Απτ για το φόρεμα της γυναίκας στον πίνακα του «Ένας άνδρας και η σύζυγός του». Έψαχνε εκείνη την ανάμειξη από πορτοκάλι και κίτρινο που χρησιμοποίησε ο Σάντρο Μποττιτσέλλι για τα μαλλιά της θεάς Αφροδίτης στην «Η Αναγέννηση της Αφροδίτης».

Έψαχνε κάτι που είχε ξεχάσει πως υπήρχε από το δημοτικό. Περίμενε να το βρει στο βιβλίο με το απαίσιο εξώφυλλο, αλλά όχι. Δεν το είχε καταλάβει μέχρι λίγα λεπτά αργότερα, αλλά κάπου μεταξύ του πορτραίτου του Δάντη και της όμορφης Σιμονέττα, αυτό που έψαχνε είχε περάσει το κατώφλι της βιβλιοθήκης με έναν καφέ στο χέρι.

Την είδε να περιφέρεται μόνη της λίγα λεπτά πριν τις οχτώ το βράδυ μέσα στον διάδρομο που είχε όλα εκείνα τα βιβλία για τρελούς. Ψυχολογία γραμμένη από άτομα με ψυχολογικά. Σήκωσε λίγο παραπάνω το βιβλίο του, απλώθηκε καλύτερα στη καρέκλα και ήλπιζε να μη τον έβλεπε για τα επόμενα δέκα λεπτά, μέχρι να τους φωνάξει η βιβλιοθηκάριος για να φύγουν από εκεί μέσα. Χμ, τι ωραία που είσαι Σιμονέττα, όμορφη ακριβώς όπως έλεγε ο φίλος μας ο κύριος Σάντρο.

Αλλά όχι τόσο όμορφη όσο εκείνη.

Τα μαλλιά της έπεφταν πάνω στους ώμους, καλυμμένοι με ένα λεπτό κόκκινο ύφασμα. Αναρωτιόταν αν έτσι ήταν και μικρή, μαγνητίζει τους πάντες απλώς με την παρουσία της. Ίσως χρειαζόταν ένα από εκείνα τα βιβλία για τρελούς. Γιατί δεν μπορούσε να εξηγήσει αλλιώς την εμμονή του μαζί της.

Δεν την έψαξε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ούτε ανάμεσα στα γλυκούλικα δεκαοχτάχρονα του Tinder. Πότε ήρθε το Tinder στην Ελλάδα; Όταν το ρώτησε αυτό, ο Γιώργος του απάντησε δύο χρόνια μετά τον ιό. Ε πες πάνω κάτω όταν εμφανίστηκαν τα σπυράκια.

Και δεν είχε το θάρρος να ρωτήσει από εδώ και από εκεί στην πανεπιστημιούπολη. Η ίδια είχε πει ξεκάθαρα, ήταν της μιας φοράς ερωτοτροπίες εκείνο το βράδυ και τίποτε άλλο. Μετά την πράξη μάλιστα έφυγε, σαν να πέρασε, έφερε έναν άγριο ανεμοστρόβιλο και πήρε τον δρόμο της εξόδου πετώντας το μαύρο γκλίτερ της για θέαμα.

Και γεννάται η εξής απορία: Ποια νομίζεις ότι είσαι κοπελιά;

Ήταν εκείνη. Ο Αχιλλέας δεν το φιλοσόφησε πολύ. Μετά από εκείνο το βράδυ την άφησε να μπλεχτεί στις φαντασιώσεις του κατά τη διάρκεια του ντουζ, στα όνειρα του στις συναντήσεις για την πιθανή συμμετοχή του στις πανεπιστημιακές ανασκαφές στο επόμενο εξάμηνο, στο χέρι του όταν μέσα στη νύχτα ζωγράφιζε με μαύρο τα μάτια της.

Αλλά δεν ήταν έτσι. Δεν ήταν άλλη μια σκιά μέσα σε σκιές. Ήταν κόκκινο, ήταν πορτοκάλι, ήταν κίτρινο και το κυριότερο; Ήταν όλα όσα δεν ήταν αυτός.

Ήταν παντού στο μυαλό του και ο Αχιλλέας ήθελε να είναι ελεύθερος πάλι να σκεφτεί λογικά. Έπρεπε κάπου να βγάλει τον θυμό του για εκείνη, θυμό γιατί δεν τον άφηνε σε ησυχία. Έπρεπε κάπου να βγάλει την ένταση και το βάρος που κουβαλούσε στους ώμους του ξέροντας πως εκείνη δεν θα γυρνούσε να τον δει ποτέ ξανά. Έπρεπε να πράξει, να κάνει κάτι, το οτιδήποτε. Ήλπιζε ότι ψάχνοντας για έμπνευση για κάτι που δεν θύμιζε εκείνη θα βοηθούσε.

Αλλά να' τη. Να κοιτάει ανάμεσα σε παλαιότερες και νεότερες εκδόσεις της Ανάπτυξης του παιδιού κάποιων Cole & Cole που χρειάζονταν επειγόντως μια κόκα κόλα γιατί το επίθετο τους ήταν τραγικό.

Εντάξει λοιπόν, δεν πέρασε το αστείο. Πίσω στα σοβαρά.

Κοίταξε το κινητό του. Μέσα από την σπασμένη οθόνη κατάφερε να δει ότι η ώρα θα ήταν οχτώ σε παραπάνω από δέκα λεπτά. Τόσο λάθος ήταν πλέον στον υπολογισμό του χρόνου; Ζούμε σε απαίσια χρόνια.

Έκλεισε το βιβλίο με δύναμη προκαλώντας το απελπισμένο βλέμμα της βιβλιοθηκάριου και ένα μικρό νέφος σκόνης να αιωρηθεί. Μάζεψε τα πράγματά του και το άφησε απαλά πάνω στον πάγκο της κυρίας Ελισάβετ, να θυμηθεί να μη ξαναπατήσει στη βιβλιοθήκη ύστερα από αυτή την ανταλλαγή αμήχανων ματιών. Και ύστερα αποφάσισε πως η πόρτα ήταν πολύ κουλ, ας τη σπρώξει να φύγει από εκεί πέρα. Και το έκανε.

Όντως, ναι το έκανε. Έσπρωξε προς τα έξω, έκανε δεξιά και τσουπ η πόρτα έκλεισε αθόρυβα και αργά. Χαρούμενος με τον εαυτό του ξεκίνησε να κατεβαίνει τις σκά- ή και όχι. Μεταβολή; Εντάξει, αφού έτσι θέλει η μοίρα, ποιος είναι ο Αχιλλέας να πει όχι;

Άνοιξε την πόρτα με δύναμη, χτυπώντας τη στον τοίχο. Προσπέρασε τη βιβλιοθηκάριο και το σοκ στο πρόσωπο της και αποφάσισε πως το τμήμα ψυχολογίας ήταν πανέμορφο εκείνο το βράδυ. Την βρήκε μακριά από το ζεύγος με το τραγικό επίθετο, τώρα ήταν κάπου σε έναν από Α με Γερμανικό όνομα και περίεργη προφορά. Έφτασε δίπλα της και τη χαιρέτησε όσο πιο εύθυμα μπορούσε.

«Όλα καλά με τον μπαμπά σου;»

Δεν μπορούσε να βρει πιο χαρούμενο θέμα.

Εκείνη γύρισε το κεφάλι της αργά προς το μέρος του. Δεν ξαφνιάστηκε που τον είδε, αντίθετα ο Αχιλλέας ξαφνιάστηκε που εκείνη τον θυμόταν. Ή επειδή εκείνος θυμόταν πολλά; Δεν είχε σημασία. Είχε κάνει εντύπωση και αυτό μετράει.
«Καλά είναι.» άφησε το βιβλίο του Α στο ράφι και γύρισε όλο το σώμα της προς εκείνον. «Ο δικός σου;»

Δεν το είπε σαν να ενδιαφερόταν πραγματικά ή σαν να είχε κάποιου είδους ανησυχίας. Η ερώτηση βγήκε από τα χείλη της με σοβαρότητα και μια δόση θυμού, σαν να μην ήθελε να το συζητήσουν ή σαν να του έλεγε ευθέως το ποσό αδιάκριτος ήταν.

Κοίταξε μέσα στα μάτια της. Πράσινα. Ήταν το μόνο μέρος που μπορούσε να κοιτάξει. Δεν ήταν το πράσινο του κυρίου Ούρλιχ, ήταν κάτι άλλο. Ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να το περιγράψει. Δεν μπορούσε να την περιγράψει. Και αυτό τον θύμωνε όλο και περισσότερο.

«Καλά είναι.» της είπε. Έτρεμε το μάτι του; Μπορεί. Κατάλαβε πως ερχόταν η βιβλιοθηκάριος για να τους διώξει; Σίγουρα. «Πρέπει να μιλήσουμε.»

Εκείνη σήκωσε ένα μαύρο φρύδι. Ε ρε πώς ταίριαζαν έτσι ωραία οι δύο τους; «Για ποιο πράγμα;»

«Για αυτό που κάναμε.»

Τελικά αποφάσισε πως το βιβλίο του Α ήταν αρκετά διασκεδαστικό για εκείνη. Το πήρε από το ράφι και ξεκίνησε να περπατάει προς τη βιβλιοθηκάριο. «Πες μου ότι το συζήτησες με τις κολλητές σου όσο η μία σου μάθαινε πώς να κάνεις γαλλική πλεξούδα.»

Τον κοροϊδεύει; Τον Αχιλλέα; Που ήρθε να της μιλήσει από μόνος του όταν οι άλλες τον παρακαλάνε; «Δεν το φτάσαμε ακόμη σε εκείνο το σημείο.»

«Θα ήθελα να δανειστώ αυτό το βιβλίο.» είπε στη γυναίκα πίσω από τον πάγκο. Άφησε την κάρτα της και επικεντρώθηκε και πάλι σε εκείνον. «Νόμιζα πως ήμουν κατανοητή. Ξέρεις, δεν ενδιαφέρομαι. Ήταν μια φορά γιατί ήθελα κάποιον να με κάνει να ξεμπλοκάρω. Αυτό ήταν.»

«Εγώ όμως ενδιαφέρομαι. Και όσο πιεστικός και αν ακούγομαι, θέλω να ξέρεις πως κάτι μου έχεις κάνει. Δεν ξέρω τι, αλλά νιώθω πάλι λες και είμαι στη Τρίτη Δημοτικού και η Αθηνά με φίλησε στο μάγουλο για πρώτη φορά.»

Η κάρτα επιστράφηκε μαζί με το σφραγισμένο βιβλίο. «Δεκαπέντε μέρες. Μετά πηγαίνει πρόστιμο-»

Η κοπέλα πήρε το βιβλίο της πριν τελειώσει η βιβλιοθηκάριος. «Αχιλλέα, νομίζω πως υπερβάλεις. Δεν είμαστε πλέον παιδιά. Ήταν της μιας φοράς.»

Ο Αχιλλέας την ακολούθησε. «Και τότε γιατί με πήρες τηλέφωνο;»

Αυτό την έκανε να σταματήσει μερικά σκαλοπάτια πιο κάτω  Ώστε όντως αυτή ήταν. Όταν είδε τη κλήση από άγνωστο αριθμό σκέφτηκε ότι θα ήταν πάλι το νέο κινητό του πατέρα. Μετά άκουσε την Άννα να συζητάει με τον Γιώργο ότι μια «φίλη» της έχει ένα «θέμα με αγόρι» και ότι «τον πήρε τηλέφωνο αλλά ντράπηκε και το έκλεισε».

Γύρισε να τον κοιτάξει με το βιβλίο αγκαλιά. «Πώς ξέρεις ότι ήμουν εγώ;»

«Δεν το ήξερα μέχρι που σε είδα τώρα να τρομοκρατείται.»

Χαμογέλασε. Με κλειστά τα χείλη, αλλά του έφτανε για τώρα. «Ξέρεις τι Αχιλλέα; Θα σου πω ακριβώς γιατί σε πήρα τηλέφωνο και γιατί στο έκλεισα.»

«Θα το εκτιμούσα ιδιαιτέρως-»

«Σκάσε τώρα μιλάω εγώ.»

Θα μπορούσε να τον σκοτώσει και δεν θα τον ένοιαζε καν.

«Σε είχα ψυχολογήσει από την πρώτη φορά που σε είδα. Είσαι το τυπικό Wattpad Boyfriend, ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Κατάθλιψη, μέσα στο μαύρο αλλά μόλις εμφανιστεί μια και ανοίξει τα πόδια της τρέχετε σαν τα μυρμήγκια πάνω στα σουσάμια και κολλάτε χωρίς έλεος.» του είπε χαμηλόφωνα. Τη φοβόταν λίγο, άστραφτε το βλέμμα της. Ανέβηκε ένα σκαλοπάτι και ήταν ακόμη πιο κοντά του. «Και εγώ ήμουν από αυτές τις ηλίθιες, μέσα στη δική μου κατάθλιψη της μιας ώρας που εκμεταλλεύτηκα τη δική σου. Και μου άρεσε. Και θα ήθελα να το ξανακάνω. Αλλά δεν θέλω να είμαι αυτή η ηλίθια που θα κλαίει όταν εσύ θα κολλάς σε άλλο σουσάμι επειδή “νιώθεις πως πνίγεσαι”. Ποιος νομίζεις ότι είσαι δηλαδή ρε φίλε;»

Ο Αχιλλέας κατάπιε όλες τις βρισιές και τις προσβολές που μπορούσε το μισό του εγκεφαλικό κύτταρο να σκεφτεί. Και αυτό γιατί είχε δίκιο. Ο ίδιος δεν το είχε καταλάβει, ούτε τώρα που το άκουγε από έναν τρίτο, αλλά ένα μέρος του μυαλού του, μια σκοτεινή γωνιά του το φώναζε για χρόνια. Και τώρα όταν μπήκαν οι λέξεις μέσα από τα αυτιά του, η γωνία αυτή βρήκε το άλλο της μισό.

«Οπότε όχι, δεν ενδιαφέρομαι. Να βρεις άλλη να κολλήσεις για μια εβδομάδα. Αυτή μας τελείωσε.»

Ο Αχιλλέας έμεινε παγωμένος στη θέση του βλέποντας τη να παλεύει με τους δαίμονες της για να μη πάει να τον σκοτώσει. Δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, του είδε δώσει να καταλάβει. Ο Αχιλλέας τότε κατάλαβε πως αυτή η κοπέλα, αυτή η γυναίκα θα ήταν η κόλαση του. Ήξερε ακριβώς τι ήθελε. Και δεν φοβόταν να πει το όχι σε αυτά που δεν ήθελε. Έκανε σωστές επιλογές στη ζωή της. Και μια ακόμη σωστή επιλογή ήταν να τον αφήσει.

Αλλά…«Δεν με ξέρεις. Και δεν σε ξέρω ούτε εγώ. Ήρθα εδώ πέρα γιατί για μέρες έπραττα σαν σωστός ενοχλητικός θαυμαστής και το μυαλό μου ήθελε μόνο να σε ζωγραφίσω. Ήρθα ψάχνοντας έμπνευση μακριά σου. Και δεν τα κατάφερα.»

«Λυπάμαι πολύ, δεν ήξερα ότι έχω τέτοια μεγάλη πέραση.» κατέβηκε τρία σκαλιά.

Την άφησε να κατέβει αλλά δύο πριν ξεστομίσει τις επόμενες λέξεις. «Θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα. Να δω τι χρειάζομαι για να σε ζωγραφίσω και να μου φύγει αυτή η επιθυμία. Νομίζω πως θα τρελαθώ και δεν καταλαβαίνω το γιατί.»

Σταμάτησε λίγο πριν τη στροφή της σκάλας. Το βιβλίο ακόμη στην αγκαλιά της με μια σκέψη να τη κυνηγάει. «Σου έχει τύχει αυτό και σε άλλες κοπέλες;»

«Τολμώ να πω όχι. Μόνο στη μάνα μου. Μετά κατέστρεφαν κάθε ζωγραφιά, ωραίο συναίσθημα.»

Δεν γέλασε. Μάλλον δεν είχαν όλοι ψυχολογικά με τους γονείς τους. Κάπου σε μια άκρη του κόσμου υπήρχαν και οι φυσιολογικοί άνθρωποι.

Τώρα ένας τέτοιος βρισκόταν μερικά σκαλοπάτια πιο κάτω. «Δεν πρόκειται να γίνει τίποτα μεταξύ μας. Μια ζωγραφιά και τέλος. Μπορείς να τη καταστρέψεις κιόλας.»

Θα της βάλει φωτιά και θα καεί μαζί της.

«Εντάξει.» είπε. Δέχτηκε μια ήττα αλλά δεν δεχόταν να χάσει και τον πόλεμο. «Άρα αυτό είναι ραντεβού;»

Η κοπέλα κατέβηκε μερικά ακόμη σκαλοπάτια παίρνοντας τη στροφή και κρύβοντας τον εαυτό της από εκείνον. «Κάτι μου λέει πως αυτό δεν θα τελειώσει καλά.»

Τι περίεργο, την ίδια σκέψη είχε.

Πίσω στον κόσμο γύρω του, ο Αχιλλέας έψαχνε ακόμη τη γεύση της Μερέντας μέσα στο στόμα του. Ξεπερνώντας το μικρό ταξίδι στο παρελθόν με καμία χάρη, πήρε μια απόφαση που δεν ήθελε να πάρει καιρό τώρα. Ίσως είχε έρθει η ώρα.

Σύμφωνα με τους χάρτες της Google αυτό που έψαχνε ήταν στα πέντε λεπτά περπάτημα. Δύο καλά είχε μια τέτοια μικρή πόλη. Όλα ήταν το ένα κοντά στο άλλο. Και επίσης όλοι μάθαιναν ποιος είσαι στο λεπτό. Οπότε δεν χρειαζόταν συστάσεις και εξηγήσεις όταν μπήκε μέσα στο κουρείο.

«Δεν έχουμε δουλειά τώρα, οπότε οκ κάτσε.» του είπε ο ένας κουρέας. Νεαρός, με τατουάζ μανίκι στο δεξί του χέρι. Τέσσερις νεκροκεφαλές μέτρησε από μπροστά, αλλά αναρωτήθηκε πόσες υπήρχαν και δεν έβλεπε; «Τι θες να κάνουμε;»

Ο Αχιλλέας έδωσε στο εαυτό του ένα λεπτό να το ξανασκεφτεί. Όταν έβαψε τα μαλλιά του ροζ ήταν για εκείνη τη κοπέλα με τα πράσινα μάτια που τον είχε κάνει να πετάξει όλα τα μαύρα ρούχα του στη φωτιά. Και τώρα ετοιμαζόταν να τα κόψει. Αλλά δεν μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα στους δύο λόγους. Και ποιοι ήταν αυτοί; Δεν τους ήξερε ακριβώς, ήξερε πως υπήρχαν και πως εμφανίστηκαν ξαφνικά, όπως ο ήλιος την ημέρα.

Διάλεξε τον δεύτερο, χωρίς να γνωρίζει όμως τι πραγματικά σήμαινε. Ήταν σαν να υπήρχε μια κουρτίνα γύρω από αυτές τις δύο αιτιολογίες και μια λάμπα από πάνω τους. Η λάμπα φωτίστηκε στον αριθμό δύο και εκείνος το δέχτηκε. Θα έπαιρνε το ρίσκο.

«Κόψ' τα. Θα σου πω πού να σταματήσεις.»
Και είδε τούφες σε ανοιχτό καμμένο ξανθό με περίσσεια από ροζ να πέφτουν στο λερωμένο πλακάκι.

Άφησε τον εαυτό του να θυμηθεί. Να καταλάβει το γιατί. Έκλεισε τα μάτια του όσο οι τούφες έπεφταν. Χτυπούσε τα πόδια του στον ρυθμό του τραγουδιού που ακουγόταν όσο έβλεπε τον εαυτό του πίσω σε μια άλλη πραγματικότητα.

Το ίδιο βράδυ με τη συνάντησή τους στη βιβλιοθήκη, δηλαδή δύο ώρες αργότερα, η κοπέλα κατέβηκε από το λεωφορείο τριάντα ένα στη στάση Δημητρίου Μητρόπουλου και ακολούθησε τις οδηγίες που της είχε στείλει σε μήνυμα πριν μερικά λεπτά. Την περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας του. Ήταν πανέμορφη μέσα στην απλότητα της.

«Νόμιζα πως τελικά δεν θα ερχόσουν.» της εκμυστηρεύτηκε.

Αυτή τη φορά γέλασε. «Και εγώ αυτό νόμιζα.»

«Εδώ καλά είναι;» τον ρώτησε ο κουρέας.

Ο Αχιλλέας έγνεψε θετικά. «Ναι.»

Την άφησε να καθίσει στο παράθυρο για να καπνίσει. Η μπογιά έσταζε πράσινη σαν τα μάτια της πάνω στον λευκό καμβά. Του είχε πάρει αρκετή ώρα για να πετύχει αυτό το χρώμα. Σαν το κόκκινο των χειλιών της. Και εκείνο το αιώνιο μαύρο των μαλλιών της.

Προσπάθησε να αποτυπώσει τα λεπτά χέρια της και τις αόρατες κινήσεις όσο καλύτερα μπορούσε στον καμβά. «Μην κινείσαι.»

«Θα πάθω τίποτα αν κάτσω σαν άγαλμα τόση ώρα.» του απάντησε ρουφώντας τον καπνό που τόσο αγαπούσε.

Πάλι κουνήθηκε. Και εκείνος εκνευρίστηκε. Πέταξε το λεπτό πινέλο πάνω στις μπογιές με δύναμη και σηκώθηκε όρθιος. Έφτασε κοντά της στο παράθυρο και το άρωμα της τον χτύπησε αλύπητα. Έλα να με πάρεις, του έλεγε. Πιάσε με, αν μπορείς.

Μια ζωγραφιά, αυτό είχαν υποσχεθεί. Ας τελείωνε επιτέλους αυτό το μαρτύριο.
Έπιασε το τσιγάρο της και ρούφηξε το καταραμένο πράγμα. Το άφησε να καταστρέψει λόγο τους πνεύμονες του πριν το πετάξει από το παράθυρο. Εκείνη δυσανασχέτησε. «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό.»

«Μου σπας τα νεύρα, για αυτό το έκανα.»

«Ω αλήθεια;» του φώναξε. «Και εμένα! Φεύγω.»

Ο κουρέας σταμάτησε. «Σίγουρα δεν θες λίγο ακόμα; Θα ανανεωθεί η εικόνα σου βρε.»

«Τέλειωσες;» τον ρώτησε. Δεν ήθελε τέτοια μεγάλη ανανέωση της εικόνας του, ευχαριστούμε πολύ.

«Λίγα από πίσω έμειναν.»

Ο Αχιλλέας έκλεισε πάλι τα μάτια του. «Κόψ' τα να τελειώνουμε τότε.»

«Δεν τελειώσαμε!» της φώναξε. «Το υποσχέθηκες!»

Αλλά εκείνη ήταν ήδη στην πόρτα, ένα δεύτερο τσιγάρο έτοιμο στο χέρι. «Ήταν ένα λάθος.»

Έκλεισε το παράθυρο και προσπέρασε τον κουβά με τη μπογιά στη μέση του δωματίου με μεγάλη επιτυχία. «Τι από όλα ήταν λάθος; Εσύ ήρθες, μόνη σου.»

Το τσιγάρο δεν άναβε, το παλτό δεν έμπαινε, η φλέβα στο μέτωπο της φαινόταν το ίδιο νευριασμένη με εκείνη. «Αυτό ακριβώς ήταν λάθος. Δεν βγάζει καμία λογική όλο αυτό, οπότε ας το τελειώνουμε.»

Ο Αχιλλέας πήρε το τσιγάρο και το παλτό της από τα χέρια της πριν προλάβει να ανοίξει την πόρτα. Την έκανε να γυρίσει το πρόσωπο της να τον δει. Την έφερε κοντά του με μια κίνηση. «Τίποτα δεν βγάζει λογική με εμάς από ότι φαίνεται.»

«Δεν θα με ρίξεις με ρομαντισμό Αχιλλέα.»

Και όμως. Τύλιξε τα χέρια της γύρω του όταν εκείνος την τράβηξε απαλά προς το σώμα του.

«Δεν προσπάθησα.»

Με δύο βήματα προς τα αριστερά και μια πτώση χάρη στον κουβά με μπογιά που σαν κάρμα δούλεψε και τους έριξε στο πάτωμα, τα κολλημένα σώματα τους άγγιξαν παράδεισο όταν ο ένας δέχτηκε τη καρδιά του άλλου. Εκείνη να κοιτάζει μπροστά από το ταβάνι τα μάτια του Αχιλλέα, εκείνος να περιεργάζεται την ομορφιά των μαλλιών της στο πάτωμα, μέσα στις μπογιές. Δεν είχε καταλάβει ότι το χέρι του είχε αγγίξει εκείνη την πράσινη απόχρωση που με κόπο κατάφερε να δημιουργήσει όταν τα ακροδάχτυλά του χάιδεψαν το μάγουλο της. Και δεν φάνηκε να τη νοιάζει όταν τη λέρωσε με τα φιλιά του στα χείλη, πάνω από τη μπογιά στο μάγουλο της, στον λαιμό.

Τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του και τον βοήθησε να βγάλει τη μαύρη μπλούζα του. Φαινόταν ζαλισμένη και χαμένη, εκείνος τα ένιωθε όλα αυτά. «Δεν νομίζεις πως τώρα πάμε γρήγορα;»

Στην ερώτηση του γέλασε γαργαλώντας τον γυμνό λαιμό του. Τα βαμμένα δάχτυλα του σήκωσαν τη δική της μπλούζα και εκείνη σήκωσε τη μέση της, προκαλώντας ρίγη στο σώμα του. «Νόμιζα πως είχαμε ξεπεράσει αυτό το σημείο. Τώρα είναι από κοινού το λάθος.»

Πέταξε τη μπλούζα της στο πλάι, κάπου ανάμεσα στο μαύρο και στο κόκκινο της παλέτας που παρακαλούσαν να σηκωθούν από το πάτωμα. «Συνηθίζω να μη τα μετανιώνω. Τα λάθη μου.»

«Τότε μπορεί να καταφέρεις να μου αλλάξεις γνώμη.» έμπλεξε τα χέρια της στις μπούκλες του φιλώντας τον. Τα χέρια του χάιδεψαν τη γυμνή της μέση βάφοντας πράσινο κάθε χιλιοστό του δέρματος της. «Αρκεί να μη με καταστρέψεις στο τέλος.»

Διέταξε το σώμα του να κατέβει κάτω, το στόμα του να αιωρείται πάνω από το στήθος της. Το εσώρουχο να αποτελεί το τελευταίο τοίχος προστασίας μεταξύ του λάθος και της πράξης του. «Θα φροντίσω να καταστραφούμε μαζί.»

Και το λάθος έγινε πράξη. Και το σώμα της βάφτηκε πράσινο. Και το όνομα της βγήκε σαν ψίθυρος από τα χείλη του πάνω στο σώμα της και το δικό του αποτέλεσε μια κραυγή βοήθειας από τον Θεό από το στόμα της. Ήθελε να το ξεχάσει, το όνομα της. Μα θα τον κυνηγούσε σε σκοτεινά όνειρα για πάντα.

Κάπως έτσι ξεκίνησε η αρχή του τέλους τους. Ξεκίνησε απότομα, γρήγορα, δυνατά. Μα θα τελείωνε άδοξα και με τα δύο μέρη να στέκονται στη μέση του χορού και να λένε αντίο με την αγάπη να αφήνει πρώτα τον έναν, μετά τον άλλον.

Το τέλος ερχόταν. Ήταν μερικές μέρες μακριά. Είχε πιαστεί από τη τελευταία ελπίδα. Μια τελευταία κλωστή από την αγάπη της. Ήταν έτοιμη να σπάσει, είχε ήδη ξεφτύσει.

«Αυτό είναι ωραίο.» άκουσε τον κουρέα να λέει. «Η τελευταία τούφα. Τη θες σαν ενθύμιο;»

Ο Αχιλλέας άνοιξε τα μάτια του. Στα δάχτυλα του κουρέα βρισκόταν κλειδωμένη η τελευταία ροζ τούφα. Όχι καμμένη ξανθιά, ροζ, όπως ήταν τότε που τα έβαψε για πρώτη φορά. Είχε αντέξει τόσο πολύ.

Του απάντησε και σηκώθηκε να φύγει. Παλιός, καινούριος εαυτός. Τι σημασία είχε; Όλα ένα λάθος ήταν.

Το πώς θα το αξιοποιούσε είχε σημασία. Και ήξερε πως σήμερα το βράδυ είχε να πάει σε ένα bar mitzvah. Με μια όμορφη κοπέλα που θα φορούσε ένα όμορφο φόρεμα.

Και για μια μικρή στιγμή, κατάλαβε ποια αιτιολογία βρισκόταν πίσω από την κουρτίνα δύο. Αλλά θα τη κρατούσε εκεί κρυμμένη. Δεν ήταν έτοιμος να την αποδεχτεί.

Έβαλε το χέρι του στη τσέπη, εκεί που βρισκόταν ο παλιός του εαυτός και πήγε να βρει τον νέο.

Η κοπέλα είχε κουλουριαστεί στην αγκαλιά του, τα πόδια της πλεγμένα στα γυμνά δικά του, το στήθος της να πιέζει το δικό του. Στα χέρια του να στηρίζεται ένα τσιγάρο με τη στάχτη να πέφτει μέσα στη λίμνη από πράσινο στο πάτωμα. Δύο ψυχές που έγιναν μία.

Το κουβάρι είχε μαζευτεί. Και ο Αχιλλέας έβλεπε το σκοτάδι να φεύγει. Και να απομακρύνεται σαν τις σκιές του.

Σαν τα κομμάτια της καρδιάς του όταν τα πήρε εκείνη.

Άτιμη αγάπη, ένα τσιγάρο δρόμος προς τη καταστροφή.

________________________________

Α/Ν Καλησπέρα στην παρέα.

Για αρχή, δεν θέλω να πω πολλά, πέρα από το γεγονός ότι το Wattpad άρχισε να κολλάει και η μεταφορά του κεφαλαίου από το Word εδώ ήταν μαρτύριο.

Η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος του πρώτου μέρους έχει ξεκινήσει. Έμειναν κάπου στα τρία με τέσσερα κεφάλαια, οπότε πιστεύω πριν την αρχή του νέου ακαδημαϊκού έτους να έχει τελειώσει.

Από εκεί και μετά θα πάρω μερικές μέρες ρεπό από το γράψιμο και αν και απέχουμε έναν μήνα (δηλαδή αρκετό καιρό) θα ήθελα να το γνωρίζετε αυτό.

Για όσους αναγνώστες διαβάζω/διάβαζα τα βιβλία σας και τώρα βλέπετε πως τα έχω παρατήσει, ζητώ ταπεινά συγνώμη αλλά έχουν πέσει πολλά μαζεμένα στη ζωή μου αυτή τη στιγμή, που διαβάζω μόνο συγκεκριμένα δύο-τρία βιβλία. Θα επανέλθω σαν σωστή αναγνώστρια τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη.

Είχαμε μια μίνι εμφάνιση του μεγάλου έρωτα του Αχιλλέα. Δεν είδαμε πολλά από εκείνη, ούτε το όνομα της ξέρουμε (για έναν Χ λόγο) αλλά θα ήθελα να μάθω γνώμες για τον έρωτα τους, τώρα για την αρχή. Στα επόμενα κεφάλαια θα το δούμε πιο έντονα, ιδιαίτερα σε αυτά που θα έχουν σαν πρωταγωνιστή τον Αχιλλέα. Αλλά μέχρις στιγμής, πώς σας φαίνεται;

Ευχαριστώ πολύ και καλή σας συνέχεια!

DL

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro