Το κορμί του χειμώνα
Σαν ξύπνησα από θαλερούς εφιάλτες της σιωπής
μικρά τέρατα τσέπης που στοιχειώνουν το άπιαστο του νου.
Παρόν, μέλλον και ένα ξεθαμμένο παρελθόν,
όλα σαν μια φωτογραφία κάποιας μοχθηρής παλίρροιας απαυγασμάτων.
Και όλο βουβά κοιτάζεις με τα δυο χειμωνιάτικα σου μάτια.
Και όλο αναστενάζεις μέσα σε διαδρόμους άτεγκτης σιωπής.
Ποια είμαι εγώ;
Ποιος είσαι εσύ;
Και ποια η ποίηση που μπορεί να νιώσεις τις φλέβες του μπλε οξυγόνου σε έναν πλανήτη κόκκινο;
Πάντα με την ίδια άρνηση, με τα δυο σου φρυδάκια να πάλλονται μες στην αμφιβολία
να κάνουν κύκλους και το απόγευμα το θεό ήλιο ακολουθώντας να σκεπάζουν με το ανύπαρκτο φως της νύχτας το ματωμένο σκηνικό μου πλάι μου.
Δεν φοβήθηκα τα σκιάχτρα της φιλάσθενης αγάπης σου,
δυο χέρια με προεξοχές ανοιξιάτικες πλάσεις του Μάη.
Μια ψιμυθίωση ανάμεσα στο κέντρο του προσώπου σου
κι ακόμα απορείς αν κατάλαβα πως είσαι γέννημα θρέμμα του χειμώνα.
Φίλερις το βλέμμα σου αετέ μιας άλλης εποχής και πέτρες τα μικρά δοντάκια του νου σου
πυροβολούν και ακροβατούν σε πονεμένους στόμφους κάποιου λόγου της παροιμίας σου.
Κάθε μέρα η μίζερη εποχή σου υφαρπάζει τον μικρό σταλακτίτη δόξας και υπερβολής μου.
Ω μα είμαι ακόμα τόσο νέα για να με σκοτώσεις!
Μια τύρβη έχει θολώσει το μυαλό μου
και η λογική αυτοκτόνησε με πιστόλι έδρας του δολοπλόκου Δία.
Χαλκεύματα και μηχανορραφίες ράβει και όλο ξεκουμπώνει ένας τυφλός Τειρεσίας.
Σχοινοτενής ο λόγος μου μα συγχώρησε με,
είναι το κορμί σου που ταλανίζει ακόμα τα μέσα μου.
Το σώμα σου παρέλκει λέει το καλοκαίρι για τη ψυχή μου.
Δεν κάνει πια, δεν πρέπει να σε αγαπήσω.
Τον ιδρώτα της βρεγμένης πλάτης σου θέλω να πιώ
σαν ένα ποτήρι ούζο σε καράβι Νηρηίδας.
Δεν ορροδώ ω ρόδο μου πολυσήμαντο.
Τα υπέροχα καλοσχηματισμένα του νου σου γεννήματα
σαν ταύρος ολοζώντανος θα σχίσω.
Δυο πόδια θεϊκά θεατρικά παίζουν τον πόνο.
Πώς δεν τα αγάπησα όλο μοιρολογούν και τα χέρια τα αγκαλιάζουν σαν παιδιά, μελιστάλακτα δάκρυα του Αρχιλόχου.
Αμετροέπεια και πάλι στα λόγια μου
και ζητώ συγγνώμη για το θράσος μου.
Αυτοκτόνησε πλέον και η δικαιοσύνη του Σενέκα και μόνος του ο Αριστοτέλης πίνει λίγο από το περίσσιο κώνειο του Σωκράτη.
Αρχολίπαροι είναι όλοι τους.
Την πανάκεια δεν θα τη βρεις στου έρωτα τα στρώματα.
Πόθος, πάθος, αίμα που ανάβει τα όργανα της μηχανής του άμυαλου Διονύσου
πλέουν σε ένα παγόβουνο επάνω να συνθλίψουν της θλίψης της καταραμένης ομορφιάς σου.
Γεραρός είσαι θεός και για αυτό δεν θες το σώμα σου το καλοκαίρι να το δει.
Εγώ όμως δε γνωρίζω από εποχές.
Στου έρωτα σου τα πλοκάμια, καλοαναθρεμμένα θελήματα της Ήρας θα σε κλέψω.
Ποιος ιταμός θεός σε πρόσταξε έρωτα σε μένα να στάξεις με τα αγγίγματα σου στα βάθη του κορμιού μου;
Ο Καίσαρας περιμένει την κρεμάλα καθώς η Ρώμη καίγεται στα άδικα του διαβόλου τα καζάνια.
Μεμψιμοιρία πάλι έπιασε της καρδιάς μου τα έγκατα,
βρήκα τα μαλλάκια σου, μιαν απαλή ανάμνηση ανάμεσα στις παλάμες μου.
Όνειδος ματαιωμένος και κακοφτιαγμένος στης φιέστας τον μακρύδρομο
ψάχνω ακόμα την εικόνα του προσκυνητή να φιλήσω.
Ξενηλασία των σκέψεων μου μού ζητάς
καθώς τα χείλια σου, ω ρόδια της ευτυχίας, κατάκοπη σε ψάχνω, μα με φυσάς.
Καμιά μου λέξη δεν είναι προσφυής εμπρός στο κάλλος σου.
Κάποιο ρεμπέτικο της Καλυψώς ορθώνει ένα κύμα πανικού
παγερού παγετού
και πάλι ο χειμώνας σου με έπνιξε στα χιόνια που ξέβρασε η ραστώνη σου.
Είσαι τελικά ένα κορμί απαγορευμένο για τα δικά μου θνητά χέρια,
ένα κορμί θεϊκό.
Το κορμί του χειμώνα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro