Κεφάλαιο 26: Πανσέληνος
Λίγα βήματα απέναντί τους έστεκε η μορφή μιας γυναίκας. Ήταν παράλληλα επιβλητική και ήρεμη. Τα καστανά της μαλλιά με γκρίζες αποχρώσεις έπεφταν πλούσια στους ώμους της. Το βλέμμα στα μάτια της ήταν χαρακτηριστικά έντονο. Μια τεράστια σκουρόχρωμη μπέρτα έπεφτε ως κάτω στα πόδια της. Είχαν χάσει και οι δύο τη μιλιά τους. Ο Φάρελ είχε μπει μπροστά στον Άλαντ σαν προστασία με το μικρό σπαθί του στο χέρι. Εκείνη βημάτιζε αργά προς το μέρος τους. Ο Άλαντ την αναγνώρισε! Ήταν ακριβώς η ίδια μορφή που τον είχε έγκαιρα σώσει από τη μανία των χεριών του Ζάρεκ στο παλάτι. Η γυναικεία εκείνη μορφή που εκείνος είχε αποκαλέσει μέσα από τα δόντια του με το όνομά της! "Αρμάντια".
Κατάφερε να βγάλει έστω μια λέξη από το στόμα του:
"Εσύ;" είπε με τρεμάμενα χείλη. Εκείνη έτεινε ελαφρά το χέρι της προς το μέρος του.
"Μην φοβάσαι δάσκαλε. Από μένα δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα..." ακούστηκε μια παράξενη φωνή αλλοιωμένη, λες και έβγαινε από κάποια μυστήρια βάθη. Ο Άλαντ έκανε μια κίνηση και κατέβασε το χέρι του Φάρελ με το σπαθί. Εκείνος όμως παρέμενε δύσπιστος σε θέση άμυνας.
"Ποια είσαι;" τη ρώτησε ξεψυχισμένα ο σοφός δάσκαλος.
Τους είχε πλησιάσει πια αρκετά. Σταμάτησε απέναντί τους.
"Θα μάθεις για μένα Άλαντ από το ημερολόγιο που βρήκες στο σπίτι του Έλνταρ" του είπε.
"Πως... ξέρεις τα ονόματά μας... ποια είσαι;"
"Αρμάντια είναι το όνομά μου, κόρη του Ιγκόρ και της Ρέυντα, παραμάνα μου η Μπρέντα... κάτι σου λένε αυτά τα ονόματα έτσι δεν είναι; Μην απορείς που ξέρω για σας σοφέ δάσκαλε του Φόριεν. Είναι πολλά περισσότερα αυτά που γνωρίζω από όσο μπορείς να μαντέψεις..."
"Τι θέλεις, τι ζητάς;"
"Νομίζω ψάχνεις για μένα, έτσι δεν είναι;"
"Τι εννοείς;"
"Οι γραφές; Οι στροφές στις περγαμηνές; Η Μαύρη βασίλισσα;"
Ανατρίχιασαν και οι δύο, εκείνη συνέχισε:
"Είμαι η εκπλήρωση όσων έρχονται Άλαντ, όσων μέλλουν να γενούν στην αυλή του πορφυρού βασιλιά..."
"Πως ξέρεις για τις γραφές;"
"Δεν έχει σημασία... το μόνο που έχει σημασία είναι η αλήθεια Άλαντ..."
"Η αλήθεια για ποιο πράγμα"
"Μια αλήθεια που στέκει κρυμμένη στα δολερά σκοτάδια του βασιλιά σου εδώ και είκοσι πέντε χρόνια..."
"Τι σχέση έχεις με το βασιλιά;" τη ρώτησε.
"Ήρθε η ώρα όλες σου οι απαντήσεις να απαντηθούν. Ήρθε η ώρα να συνδέσεις τα γεγονότα και να μάθεις. Και εσύ και όλοι..."
"Πως θα γίνει αυτό;"
"Γύρνα πίσω στο Φόριεν δάσκαλε Άλαντ! Το ημερολόγιο που κρατάς θα λύσει κάθε σου απορία..."
"Ξέρεις τι γράφει;" του χαμογέλασε με ένα πικρό βασανισμένο χαμόγελο.
"Έχει λέξη προς λέξη κάθε πτυχή και στιγμή της ζωής μου. Συνεπώς μη ρωτάς..."
"Κυρά μου..." απηύθυνε την ερώτησή του με δέος, "τι θα γίνει από εδώ και πέρα, πες μου..."
"Θα το καταλάβεις μόνος σου δάσκαλε..."
"Τι είναι αυτό που σε δένει με τον Σάγκρος;" ήταν το επόμενο ερώτημά του. Την είδε που αναστατώθηκε, το βλέμμα της σκλήρυνε, οι γροθιές της σφίχτηκαν.
"Θα το μάθεις και αυτό... πηγαίνετε τώρα... ο ήλιος γέρνει κατά τη δύση. Πρέπει να προλάβετε το σκοτάδι. Έχεις πολλά να διαβάσεις και να αποφασίσεις..." του είπε.
Κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε κάτι άλλο να κερδίσουν εδώ. Την είδαν να κάνει βήματα προς τα πίσω, αργά και επιβλητικά όπως ακριβώς την είδαν να έρχεται. Εξαφανίστηκε και χάθηκε σε ένα φύσημα αγέρα και χλωμού φωτός μέσα στο δάσος. Έμειναν εκστασιασμένοι να κοιτάζουν. Ύστερα η φωνή του Φάρελ έκοψε τη σιωπή τους.
"Πάμε να φύγουμε δάσκαλε, ίσα που προλαβαίνουμε μην πέσει το σκοτάδι"
Πήραν το δρόμο της επιστροφής φορτωμένοι με γεγονότα και εξιστορήσεις. Το ημερολόγιο που κρατούσε στα χέρια του ένιωθε να καίει την καρδιά του και να αναστατώνει τη σκέψη του. Το τοποθέτησε στο σάκο στη σέλα του αλόγου του. Ήταν πια σίγουρος ότι κάτι μεγάλο ερχόταν να σαρώσει τα πάντα στο Φόριεν.
Το ολόγιομο φεγγάρι έλαμπε επιβλητικό πάνω στο Βουνό των σκιών. Ολοστρόγγυλο, λαμπερό και κραταιό. Η ασημένια του λάμψη απλώνονταν σε ολάκερο το βουνό και το αγκάλιαζε από άκρη σε άκρη. Η υγρασία που έβγαινε από το δάσος της λήθης συναντούσε την ασημένια φωτεινή καταιγίδα της σελήνης και ένα τελικό πρασινωπό φέγγος φωσφόριζε παράξενα σε ολάκερη την πλαγιά. Ο μικρός πύργος έστεκε στα μέσα της διαδρομής από το πέρασμα του γκρίζου λύκου ως την κορυφή του βουνού και τον ακρόπυργο της Κράγια. Ένα από τα καταλύματα της Αρμάντια στη ζωή της όλα τούτα τα χρόνια στο δάσος. Μια ζωή έξω από κανόνες, φυσικούς όρους και σταθερές που βρίσκουμε στην κανονική ροή των πραγμάτων. Στεκόταν στην άκρη ενός αίθριου. Έκλεινε σε κυκλική μορφή το άνοιγμά του με τέσσερα μεγάλα πέτρινα τόξα που ήταν στερεωμένα σε αντίστοιχους κίονες που κρατούσαν όλο το οικοδόμημα. Ολόγυρα είχε θέα της όλη την πλαγιά κάτω προς το δάσος και στην πόλη του Φόριεν ως πέρα εκεί που τελείωνε ο ορίζοντας. Το βλέμμα της ταξίδευε μαζί με την ψυχή της. Στο νου της έρχονταν μνήμες των νεανικών της χρόνων. Τότε που πετάριζε μέσα στην ζωογόνα φύση του δάσους. Μικρή σαν κυλιόταν στα λιβάδια του. Όταν το κορμί της στροβιλίζονταν κάτω στην ολοπράσινη γη και γυρνούσε σπίτι της φορτωμένη χρώματα και εικόνες. Τότε που οι γονείς της, την ταξίδευαν με την μικρή τους άμαξα μέσα στα στενά της πόλης αλλά και στα περάσματα του δάσους. Και εκείνες οι ιστορίες που της διηγούταν η καλή της παραμάνα, η Μπρέντα, μπροστά στη φωτιά. Μύθους με νεράιδες, μάγους και ξωτικά. Πλάσματα που όταν μεγάλωσε και ένιωσε την καρδιά της να χτυπά, δεν τα συνάντησε ποτέ. Την αγάπη τη βίωσε μονομερώς τελικά. Έδωσε τα πάντα και δεν πήρε τίποτα. Έτσι αποδείχτηκε περίτρανα. Όλα αυτά τα χρόνια πάταγε σε δύο βάρκες στο ταξίδι της σκοτεινής ζωής της. Η μία βάρκα είχε ολόλευκα πανιά και πορεία σε ήρεμα νερά. Είχε συνεπιβάτη το μωρό της, το παιδί της. Δική της επιλογή ναι να αποχωριστεί από κοντά του για να το σώσει. Η άλλη βάρκα ήταν ντυμένη στα μαύρα και έπλεε σε βρώμικα νερά βουτηγμένα στην ομίχλη και στο άγνωστο. Με προορισμό να ζητήσει δικαίωση για όλα εκείνα που της πήρε αυτός ο άνθρωπος με τέτοια ανόσια βία και δόλο.
Πολλές φορές αναζητούσε τη μικρή της κόρη. "Μην ανησυχείς, είναι σε καλά χέρια..." θυμήθηκε τη ρήση του Έλνταρ. Άραγε θα την έβλεπε ποτέ ξανά; Τι θα ήταν για εκείνη; Μια παντελώς άγνωστη αλλά και αποκρουστική μορφή που προκαλεί θάνατο και φόβο. Ήταν πολλές εκείνες οι φορές που ένιωθε να ταξιδεύει σε έναν προορισμό χωρίς τη θέλησή της. Μα το ήξερε αυτό! Ο σκοτεινός άρχοντας του Βουνού, ο Σάγκρος αυτό της είχε ζητήσει σαν αντάλλαγμα. Ένα μικρό δάκρυ σχηματίστηκε στην κόγχη του ματιού της. Πήρε τη μορφή ενός κρυστάλλινου διαμαντιού. Λαμπύρισε στο φως του φεγγαριού. Άστραψε σαν τα ξεχασμένα βάθη της ψυχής της. Μιας ψυχής που έμενε καλά κρυμμένη σε απύθμενα βάθη σκεπασμένη με πληγές, απόγνωση και οργή.
"Νιώθεις πως ζυγώνει η στιγμή;"
Ο ήχος της ερώτησης έκανε χίλια κομμάτια τις σκέψεις της και την επανέφερε, εντελώς τρομαγμένη, στην πραγματικότητα. Ακούστηκε ακριβώς από πίσω της. Το κορμί της, ενστικτωδώς, πήρε θέση άμυνας έχοντας στην πλάτη της τις πέτρινες καμάρες. Το χέρι της πήγε αμέσως στο μεγάλο σπαθί στο θηκάρι της. Ήταν έτοιμη να γυρίσει να υποδεχτεί τον απρόσκλητο εκείνο επισκέπτη, φορέα της φράσης που μόλις άκουσε.
Έμεινε εκστασιασμένη από αυτό που αντίκριζε! Στα σκαλιά που κάνει το πλάτωμα του μικρού πύργου, για να βγει κανείς στο αίθριο, στεκόταν μια γυναικεία μορφή. Η Αρμάντια έμεινε τυφλωμένη από την ομορφιά της. Ήταν τυλιγμένη μέσα σε μια φωσφορίζουσα κιντρινοπράσινη λάμψη. Είχε ένα πανέμορφο σχετικά νεανικό πρόσωπο με μια γλυκύτατη έκφραση από την οποία κανείς μπορούσε να ρουφήξει την καλοσύνη. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά και έπεφταν πανέμορφα και συμμετρικά στους γυμνούς της ώμους. Στο κεφάλι της φορούσε ένα μικρό στεφάνι από όμορφα μικρά λουλούδια. Το φόρεμά της ήταν βασιλικό, σε σκούρο γαλάζιο χρώμα. Σχημάτιζε ψηλά ένα μεγάλο άνοιγμα μπροστά στο στήθος της με το ύφασμα να σχηματίζει όμορφες γλώσσες. Μπροστά στο άνοιγμά του άστραφτε ένα υπέροχο πετράδι από πράσινο ζαφείρι, τυλιγμένο σε χρυσό. Τα πλούσια μανίκια τελείωναν στην άκρη των χεριών της σε όμορφα σχήματα. Το βλέμμα της ήταν ένα απαύγασμα γλυκύτητας και γαλήνης. Τα μάτια της εκφραστικά όσο τίποτα και τα χείλη της καλλίγραμμα και κόκκινα στόλιζαν το πρόσωπό της. Πρόσωπο και παρουσία άλλου κόσμου διαφορετικού.
Η Αρμάντια έπιανε τον εαυτό της, πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό, να παρασύρεται από τα όμορφα εκείνα ανθρώπινα συναισθήματα που μπορεί να προκαλέσει σε κάποιον μια τόσο λαμπερή και ζεστή παρουσία. Ένιωσε μέσα της να στραγγίζει κάθε αμυντική διάθεση απέναντι σε αυτό το ονειρικό πλάσμα που είχε πλέον σταθεί ευθύς απέναντι και κοντά της. Τότε αυτό που αντίκρισε ήταν που την κλόνισε. Στο στήθος της γυναίκας ήταν κάτι που δεν το έβλεπε για πρώτη φορά! Κάτι που ήταν χαραγμένο και στο δικό της σώμα της. Ένα περίτεχνο σημάδι! Ναι! Μα.... Δεν είχε άδικο! Το ίδιο σημάδι είχε και εκείνη στο δικό της στήθος! Αν είναι δυνατόν! Ασυναίσθητα έφερε το χέρι της προς το αριστερό μέρος της καρδιάς της. Εκεί που το ίδιο σημάδι την συνόδευε στα χρόνια της. Ένιωθε την καρδιά της να κοντεύει να σπάσει. Βίωνε αισθήματα που είχε χρόνια ολάκερα να νιώσει.
"Ποια είσαι; Από που έρχεσαι;" κατάφερε τελικά με δυσκολία να ψελλίσει. Η νεαρή γυναίκα την κοίταξε ασάλευτη ακριβώς μπροστά της. Η φωνή της ακούστηκε σαν ονειρικό τραγούδι μέσα στη νύχτα:
"Είσαι η Αρμάντια, η κόρη του Ιγκόρ και της Ρέυντα..."
"Πως ξέρεις για μένα;"
Ένα γλυκύτατο αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της. Η Αρμάντια είχε χρόνια ολάκερα να νιώσει τέτοια παρουσία κοντά της.
"Ξέρω τα πάντα για σένα... περιδιαβαίνουμε και οι δύο τα ίδια περάσματα στο χρόνο. Ισορροπούμε στις ίδιες πύλες. Ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Πότε στο φως και πότε στο σκοτάδι..."
"Ποια είσαι θα μου πεις;" τη ρώτησε λιγότερο τρομαγμένη.
"Όριελ είναι το όνομά μου... σε περίμενα καιρό πολύ. Έχουμε κάτι κοινό που σφραγίζει την πορεία μας, το βλέπεις;" τη ρώτησε.
"Το σημάδι!" απάντησε η Αρμάντια.
"Ακριβώς... Ξέρεις για αυτό;"
"Όχι! Μόνο το νιώθω... ανταμώνει με την ψυχή μου, με τους μύχιους πόθους μου, όσα κρύβω βαθιά μέσα μου..."
"Είσαι δεμένη με εκείνον! Σε χρησιμοποιεί..."
Η όψη της Αρμάντια σκοτείνιασε.
"Για ποιον λες;"
"Για το έκτρωμα που κυριαρχεί στο Βουνό, για αυτό το τέρας..."
"Τον Σάγκρος;"
"Ναι... τι ξέρεις για αυτόν; Είναι πράγματα και μοίρες που σε αφορούν και αγνοείς..."
"Το μόνο που ξέρω είναι οι δυνάμεις που μου έδωσε... για το σκοπό μου..."
"Σε χρησιμοποιεί... για να δέσει την κυριαρχία του στη γη. Αυτό το σημάδι σε ορίζει, όπως όρισε και μένα αμέτρητα χρόνια πριν..."
Η Αρμάντια πια ήξερε ότι είχε διαβεί σε πύλες άλλου κόσμου. Απλά την άκουγε σαν ομολογία γεγονότων και αφηγήσεων βγαλμένων από θρύλους και ιστορίες απίστευτες.
"Το σημάδι εκείνου κουβαλάμε και οι δυό, το σημάδι του Άζερον..."
"Και ορίζει τι αυτό;"
"Η άναρχη δύναμη του σκοταδιού που κυριαρχεί στα έγκατα της γης, διωγμένη και δικασμένη. Γυρεύει κάθε τόσο το πέρασμα που θα τον επαναφέρει εδώ, μέσα από κάποιον που κάθε φορά τον υπηρετεί. Και ο Σάγκρος είναι ένας από αυτούς. Μέσα από αυτόν διαιωνίζεται..."
"Αντάλλαξα τη ζωή μου για να μου δώσει τη δύναμη που θέλω..."
Η Όριελ χαμογέλασε πικρά. Στο όμορφο πρόσωπό της σχηματίστηκε μια βαθιά θλίψη.
"Δεν τον ξέρεις όπως εγώ. Δεν τον έζησες όπως εγώ. Δεν σου έκανε αυτά που έκανε σε μένα. Κοίτα με!"
Η παράξενη εκείνη γυναίκα έριξε ένα βλέμμα γεμάτο τρομερό φως στην Αρμάντια και αυτό συνάντησε τα δικά της μάτια ευθύς απέναντί της. Τότε μπροστά στα μάτια της, ολόγυρά της, άρχισαν να περνούν αμέτρητες εικόνες άλλων εποχών και χρόνων ξεχασμένων. Ολάκερες ζωές ανθρώπων και πόλεων προβλήθηκαν μπροστά της. Και είδε! Τα πάντα! Και έμαθε! Τα πάντα! Τον άντρα της, το βασιλιά Ράνουλφ, το μικρό γιο της. Είδε το γιο του βασιλιά, τον Σάγκρος. Στο παραμορφωμένο από τρόμο πρόσωπό της, γνώρισε τον ίδιο τερατώδη εκείνο άντρα που άλλαζε μορφές στον ακρόπυργο της Κράγια, εκείνη τη νύχτα της αρπαγής της. Μόρφασε από φρίκη σαν είδε τα ανόσια εγκλήματά του και πισωπάτησε από τρόμο σαν είδε τη γυναίκα που της μιλούσε εδώ μπροστά της χλωμή, παγωμένη, νεκρή στα πόδια του.
"Τώρα ξέρεις και για μένα...." της είπε εκείνη.
"Γιατί; Γιατί όλα αυτά; Ποια δύναμη οδηγεί τη σκέψη και τη βούληση των ανθρώπων ως εκεί;"
"Το κακό είναι μέρος της ίδιας της ζωής, υπάρχει μέσα της, συγκρούεται μαζί της αέναα στο πέρασμα των απείρων..."
"Δεν είναι άδικο αθώοι να το πληρώνουν; Ποια σκοπιμότητα το υπηρετεί όλο αυτό;"
"Ίσως όλα να έχουν μια αιτία..."
"Σαν ποια;"
"Για να φτάσεις στο φως πρέπει να περάσεις μέσα απ το σκοτάδι. Για να ζήσεις πρέπει να πονέσεις;"
"Μπορούν όλα αυτά να τελειώσουν;" την ρώτησε.
"Κάτι θα ζητήσει από σένα Αρμάντια!" της είπε και τα λόγια της ήχησαν σαν καμπάνα κινδύνου.
"Τι θες να πεις;"
"Κρατάς στα χέρια σου την τύχη όλων, των πάντων. Για να συνεχίσει τον κύκλο του ο Σάγκρος και μέσω αυτού ο Άζερον, κάτι άλλο θέλει να πάρει από σένα!"
"Σαν τι; Τι έχω εγώ να πάρει; Δεν έχω τίποτα πια... Όλα χάθηκαν... Μόνο το μίσος μου μένει ζωντανό για να αποδώσω δικαιοσύνη"
Η Όριελ έκανε μερικά βήματα μπροστά. Στάθηκε μπροστά στις καμάρες και το βλέμμα της σηκώθηκε προς το φεγγάρι. Πόσο όμορφη φαινόταν λουσμένη στο φως του. Συνέχισε προσεκτικά:
"Πανσέληνος... σε δεκαπέντε μέρες το φεγγάρι θα χαθεί... η ασέληνη νύχτα... τότε θα είναι η κρίσιμη στιγμή... η πύλη ανοίγει... οι κόσμοι επικοινωνούν... εκείνη τη νύχτα θα δώσεις τη δική σου μάχη Αρμάντια..."
"Τι εννοείς;"
"Πιστεύεις ότι αυτό που σε δένει μαζί του πια, είναι η διάθεσή σου να αναμετρηθείς με τον Ζάρεκ, να πάρεις τη ζωή σου πίσω, τα προδομένα σου όνειρα, τους δολοφονημένους γονείς σου. Όμως δεν είναι αυτό! Θα αναμετρηθείς μαζί του. Αν το θέλεις. Αν το αντέξεις να σταθείς απέναντί του. Δεν το κατάφερε κανείς. Ίσως βρεις σε κάτι τη δύναμη που θα σταθεί απέναντι στην ύστατη κακία και τον χθόνο... Όχι όμως για αυτό που νομίζεις! Αν νικήσεις τότε θα γίνουν στάχτη στη φωτιά της γης και η πύλη θα κλείσει για πάντα. Το σημάδι θα καταστραφεί και ο κύκλος θα κλείσει..."
Η Αρμάντια ανατρίχιασε. Ένιωσε ένα τεράστιο βάρος πάνω της.
"Ξέρεις την αλήθεια Όριελ; Γνωρίζεις λοιπόν το τέλος;"
Στέκονταν και οι δύο στο πλάι με το βλέμμα τους ίσια στο φεγγάρι. Γύρισε τα μάτια της προς τα δικά της και της απάντησε:
"Ναι, γνωρίζω! Αλλά μέχρι ενός σημείου... από εκεί και πέρα όλα θα κριθούν από σένα"
"Και τι βλέπεις πες μου..."
Η Όριελ την κοίταξε τόσο μα τόσο γλυκά. Σαν να ήθελε να της προσφέρει έναν ολάκερο ουρανό καλοσύνης και δύναμης. Όμως στα μάτια της διέκρινε φανερά θλίψη. Μια απέραντη θλίψη που έκλεινε σε μια ύστατη ελπίδα...
"Είσαι η ελπίδα μας για να συναντήσουμε το φως ξανά Αρμάντια..." της είπε και άρχισε να ξεμακραίνει. Προσπάθησε μάταια να την κρατήσει. Λες και μια διαφάνεια έμενε στα χέρια της. Εκείνη όλο και ξεμάκραινε. Της φώναζε δυνατά τυλιγμένη σε αγωνία. Προσπαθούσε να την ακολουθήσει αλλά μια δύναμη την εμπόδιζε από το να την φτάσει.
"Σε παρακαλώ πες μου! Μη φεύγεις! Τι είναι αυτό που ξέρεις και βλέπεις... Μίλα μου!" φώναξε σπαρακτικά προς το μέρος της. Για ύστατη φορά η φωνή της Όριελ, καθώς χάνονταν μέσα στο κιτρινοπράσινο φως, ήχησε για τελευταία φορά στα αυτιά της:
"Aυτό είναι κάτι που μόνη σου θα το δεις και θα το αντιμετωπίσεις..."
Χάθηκε όπως ήρθε, τυλιγμένη μέσα στο φως και στην ομίχλη, αφήνοντας την Αρμάντια μόνη εκεί ψηλά στον πέτρινο πύργο με τα νυχτοπούλια ολόγυρα να στήνουν χορό στα ψηλά δέντρα του βουνού, βγάζοντας παράξενους και ανατριχιαστικούς ήχους. Μέσα της, όλα φώναζαν ότι οι μεγάλες ώρες ζύγωναν και τα καθορισμένα έπαιρναν τη θέση τους, για να στοιχίσουν τους πρωταγωνιστές για να παρακολουθήσουν την αναμέτρηση.
https://youtu.be/9YkBuEiFB78
Συνεχίζεται...
Δια ...χειρός λοιπόν Αρμάντια το ημερολόγιο του Έλνταρ στα χέρια του Άλαντ. Η εκπλήρωση όσων έρχονται και ζυγώνουν με ταχύτητα στο βασίλειο του Φόριεν. Οι αλήθειες που καρτερούν στα σκοτάδια για να βγουν στο φως. Να τινάξουν από πάνω τους το δόλο και το θάνατο.
Και η Όριελ... η συνάντηση των δύο κόσμων. Η μεγάλη αποκάλυψη για το χθόνιο κακό που καραδοκεί στα έγκατα της γης να βρει τους κομιστές της δικής του διαιώνισης. Και η αλήθεια που γνωρίζει η παλιά εκείνη τραγική βασίλισσα της Κράγια, βουτηγμένη στο αίμα. Άραγε γνωρίζει; Τι; Ως που;
Η Αρμάντια καλείται να σηκώσει το δικό της βάρος μαρτυρίου. Μέχρι τώρα σκοπός της ήταν η εκδίκηση, η απόδοση τιμωρίας. Όμως τι άλλο είναι αυτό που δεν γνωρίζει και θα της ζητηθεί;
Πείτε τη γνώμη σας ελεύθερα. Εκφραστείτε, κριτικάρετε. Συνεχίζουμε, σας ευχαριστώ πολύ όλες και όλους που είστε εδώ, στο ταξίδι στο "Δάσος της λήθης"
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro