Ο Καταραμένος Πρίγκιπας/part 2
Στο εσωτερικό του μαγαζιού, η παρέα διασκέδαζε, με την Μόνικα να πλησιάζει προς το μέρος τους και να αρπάζει την Γκάμπι από το χέρι.
«Μήπως είδες τον Λέοναρντ;» την ρώτησε ελαφρώς ταραγμένη με την κοπέλα να κοιτάζει ολόγυρα αναζητώντας τον αδερφό της.
«Η αλήθεια είναι πως έχει πολύ ώρα να φανεί. Γιατί; Συνέβη κάτι;» τη ρώτησε παρατηρώντας την αμηχανία της.
«Λοιπόν, με φίλησε και μετά από αυτό εγώ έφυγα και κλειδώθηκα στις τουαλέτες για να συνέλθω. Από εκείνη την ώρα δεν τον έχω ξαναδεί. Συγγνώμη Γκαμπ, μα..»
«Μη ζητάς συγγνώμη. Εντάξει ο αδερφός μου σε έφερε σε δύσκολη θέση. Γνωρίζω πως του αρέσεις εδώ και χρόνια και υποθέτω πως το αλκοόλ του επέτρεψε να εξωτερικεύσει όλα τα καταπιεσμένα εσωτερικά του συναισθήματα. Ήταν λάθος όμως» της απάντησε, όταν είδαν τον Άρθουρ να πλησιάζει.
«Πότε λέτε να φύγουμε; Πού είναι ο Λέοναρντ;» τις ρώτησε και εκείνες αλληλοκοιτάχτηκαν.
«Τον αναζητούσαμε και εμείς»απάντησε η Μόνικα ξεφυσώντας.
«Γαμώτο!Πού εξαφανίστηκε αυτό το παιδί; Θα έχει στριμώξει καμιά στην γωνία καθώς φαίνεται» πρόφερε ο νεαρός με νόημα και η Γκάμπι απηυδισμένη, ξεκίνησε να μετακινείται προς τα έξω.
Η υγρασία της επιτέθηκε στα κόκαλα και η κοπέλα αγκάλιασε τον εαυτό της σφιχτά, στην προσπάθειά της να ζεσταθεί. Έντρομη συνέχιζε να φωνάζει το όνομα του αδερφού της δίχως καμία επιτυχία. Μαζί με τους υπόλοιπους, προχώρησαν βαδίζοντας με προσοχή στο εσωτερικό του δάσους που άπλωνε τα άσαρκα κλαδιά του ολόγυρα. Η Μόνικα είχε ξεκινήσει να αισθάνεται τύψεις και το στομάχι της ανακατευόταν. Ήταν στην ουσία το τελευταίο άτομο που είχε δει τον αδερφό της καλύτερής της φίλης. Μία ώρα αργότερα και δίχως αποτέλεσμα, η Γκάμπι δήλωνε στην αστυνομία την εξαφάνιση του αδερφού της, ανάμεσα σε αναφιλητά. Ο αστυνομικός τους κοίταξε όλους πολύ προσεκτικά, παρουσιάζοντας μία λίστα των εξαφανισμένων ατόμων.
«Περιττό να ρωτήσω το ενδεχόμενο ύπαρξης κάποιας πιθανής κόντρας με κάποιον» απευθύνθηκε ο άνδρας στην Γκάμπι.
«Όχι κύριε. Δεν αντιμετωπίζαμε κανένα απολύτως πρόβλημα. Είχαμε βγει απλώς για να διασκεδάσουμε. Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω» τραύλισε εκείνη παλεύοντας να κρύψει τα δάκρυά της, με τους γονείς της να εισέρχονται τρέχοντας και ουρλιάζοντας.
Ο άνδρας ξεφυσώντας με απόγνωση, της εξήγησε πως το φαινόμενο των ξαφνικών και απρόοπτων εξαφανίσεων δεν είναι κάτι καινούργιο. Χρόνια ατελείωτα η αστυνομία αναζητά έστω και έναν ύποπτο, έστω και μία μικρή άκρη του νήματος που θα μπορούσε να τους οδηγήσει στον ένοχο. Ωστόσο, όσο και αν έχουν προσπαθήσει, κανένας δεν έχει αφήσει πίσω του το παραμικρό ίχνος. Σαν να ανοίγει η γη και να τους καταπίνει. Το χειρότερο από όλα όμως, ήταν πως τα θύματα δεν υπήρξαν ποτέ συγκεκριμένα, μήτε συνδέονταν μεταξύ τους. Αν υπήρχε κάτι που είχαν καταλάβει τόσο καιρό, ήταν πως οι πιθανοί δράστες, απλώς εντόπιζαν όσους τύχαινε τη δεδομένη στιγμή να βρίσκονται μόνοι τους, ώστε πιθανότατα να μην υπάρχουν μάρτυρες, αλλά ταυτόχρονα να αποτελούν και εύκολο στόχο. Η αναμονή ήταν περίπου σαράντα οκτώ ώρες ώστε να θεωρείται και επίσημα αγνοούμενος.
Εκείνο το βράδυ επέστρεψε στο σπίτι της κενή. Όταν χάνεις τον αδερφό σου και ειδικά τον δίδυμο αδερφό σου, το κενό και η απουσία είναι αναντικατάστατα. Η Μόνικα της ζήτησε αν επιθυμούσε να μείνει μαζί της, ωστόσο εκείνη αρνήθηκε. Αυτή η στιγμή θα ήταν άκρως ιδιωτική τόσο για την ίδια όσο και για την οικογένειά της. Οι τρεις τους εισήλθαν στο σπίτι, με την μητέρα της να έχει πλέον ένα πρόσωπο πρησμένο από το κλάμα και τον πατέρα της να της προσφέρει μουδιασμένος ακόμη ένα ποτήρι νερό. Θα έμεναν πάνω από το τηλέφωνο, μήπως και τους τηλεφωνούσε η αστυνομία ή θα έβγαιναν και οι ίδιοι να αναζητήσουν το αγόρι τους.
«Γιατί σε μας...;» ψιθύριζε η μητέρα της εμμονικά και η Γκάμπι έτρεξε και την αγκάλιασε σφιχτά.
«Δεν φταίμε εμείς. Δεν φταίμε αν υπάρχει κάποιος δολοφόνος εκεί έξω, μανιακός, ψυχασθενής που αρπάζει και εξαφανίζει κόσμο. Ωστόσο μαμά να ξέρεις, πως ο Λέοναρντ είναι ζωντανός. Το νιώθω. Σαν να υπάρχει ένας αόρατος δεσμός, ένα νήμα μεταξύ μας που μου το επιβεβαιώνει» προσπάθησε να την παρηγορήσει, ωστόσο εκείνη έστρεψε επάνω της τα βουρκωμένα της μάτια.
«Αύριο θα ήθελα να συζητήσουμε για τη Σχολή σου. Δεν θέλω να πας. Αυτό το μέρος είναι καταραμένο! Τουλάχιστον, αν είναι να σπουδάσεις, πήγαινε αλλού!»
«Μα, μαμά, η Ντούτραμ ήταν το όνειρό μου»
«Είναι ένας εφιάλτης!» τινάχτηκε και ο πατέρας της «Καλύτερα να μείνεις στο πλάι μας, να μάθεις άλλες δουλειές, ή να πας σε άλλον τόπο. Δεν σηκώνω κουβέντα!»
Τίποτε άλλο δεν τους είπε. Το κλίμα ήταν βαρύ έτσι και αλλιώς, οι γονείς της έμοιαζαν μισό βήμα πριν τους καταλάβει μία κρίση. Η Γκάμπι από την άλλη, έμεινε ξάγρυπνη να κοιτάζει το χλωμό και αρρωστημένο χρώμα του φεγγαριού, του στολιδιού της νύχτας που της είχε στερήσει την παρουσία του αδερφού της. Μέσα της επιθυμούσε διακαώς να εντοπίσει εκείνον τον αποδιοπομπαίο τράγο. Να κατηγορήσει ένα πρόσωπο, ένα αντικείμενο, ή μία συνθήκη. Δάκρυα βουβά κύλησαν από τα μάτια της, ενώ το πρόσωπό της στράφηκε στην βαλίτσα της και στα ρούχα που είχε σκορπίσει ανόρεχτα. Θα έφευγε και θα ζητούσε την παραμονή της στο εσωτερικό της Σχολής, καθώς ο έξω κόσμος φάνταζε ύπουλος, μπουχτισμένος από σαπίλα. Το πένθος την είχε καταβάλει, όταν αποφάσισε να τοποθετήσει στη βαλίτσα της και μία μπλούζα του αδερφού της, προκειμένου να τον νιώθει με αυτόν τον τρόπο κοντά της. Τη στιγμή ωστόσο που άγγιζε το ύφασμα, ένας δυνατός πόνος έκανε το κρανίο της να κουδουνίσει, ρίχνοντάς την στο πάτωμα. Σκοτάδι. Σκοτάδι και κάπου βαθιά μέσα στο ερεβώδες και χαοτικό τούνελ του μυαλού της, δύο μάτια σκοτεινά, θεότρελα χαμογελούσαν με αυταρέσκεια.
Το πρωινό που διαδέχτηκε εκείνη την νύχτα, καλυμμένη με τα σάβανα της θλίψης και της εξαφάνισης του Λέοναρντ, βρήκε την Γκάμπι πεσμένη στο πάτωμα. Η μπλούζα του Λέοναρντ ήταν πεταμένη παράμερα, σαν να κουβαλούσε επάνω της κάποια κατάρα και εδώ που τα λέγαμε, δεν θα ήταν και απίθανο αν σκεφτόταν πως μόλις την είχε αγγίξει, ευθύς της είχε εμφανιστεί κάτι εφιαλτικό. Κάτι ανεξήγητο και σκοτεινό. Ήταν σαν να είχε ξεπηδήσει μία παράδοξη εικόνα, βγαλμένη από τα σπλάχνα ενός εφιάλτη. Καθώς σηκωνόταν, άκουσε τον ήχο της πόρτας του δωματίου της και είδε την μητέρα της να εισέρχεται φορώντας ακόμη τα χθεσινά ρούχα. Τα μάτια της έμοιαζαν κουρασμένα και άυπνα, μα ήταν λογικό. Το αγόρι της αγνοούταν, έχοντας προστεθεί σε μία λίστα με χιλιάδες ακόμη ανά τα χρόνια αγνοούμενους.
«Ούτε εσύ κατάφερες να κοιμηθείς; Γιατί η μπλούζα του αδερφού σου είναι πεταμένη σαν κουβάρι στην άκρη; Και τι κάνει η βαλίτσα;» την ρώτησε σε έναν τόνο ήρεμο, δείχνοντας πως ακόμη ήταν χαμένη στον λαβύρινθο της απελπισίας της.
Η Γκάμπι κοίταξε το ρούχο πλαγίως, ωστόσο δεν έκανε τον κόπο να το σηκώσει εξαιτίας του φόβου.
«Μην ανησυχείς μαμά, θα το μαζέψω. Ήθελα απλώς να πάρω μαζί μου ένα αναμνηστικό από εκείνον για να τον νιώθω κοντά μου. Θα πάω στη Σχολή, μα όχι απόψε. Θα μείνω μαζί σας μερικές ακόμη μέρες, μήπως έχουμε νεότερα. Ήδη μου λείπει και ο πόνος είναι αβάσταχτος. Εκτός από αδερφός, ήταν και ο καλύτερός μου φίλος και συμβουλάτορας και προστάτης. Ωστόσο πιστεύω πως ζει. Δεν ξέρω πώς, μα είμαι σχεδόν σίγουρη» της είπε και η γυναίκα έτρεξε και την αγκάλιασε σφιχτά.
«Νομίζω πως το συζητήσαμε το θέμα της Σχολής. Αν καταλάβω πως το σκέφτεσαι έπειτα από μία εβδομάδα, θα αναγκαστώ να σε κλειδώσω»
«Μαμά...»
«Είναι για το καλό σου!» της ούρλιαξε.
Τη στιγμή που αποχωρούσε, εκείνη κοίταξε την μπλούζα πληγωμένη. Με δισταγμό την σήκωσε για να την διπλώσει, όταν ένιωσε ξανά εκείνη την απροσδιόριστη ζαλάδα, συνοδευόμενη από ένα εφιαλτικό όραμα. Είδε μέσα στο μυαλό της, έναν ερεβώδη, πετρόχτιστο διάδρομο, με δαυλούς δεξιά και αριστερά. Άκουσε μία φωνή παράξενη και είδε τη σκιά ενός άνδρα να προχωρά μπροστά της, πάντοτε σκοτεινός, δίχως να φαίνονται τα χαρακτηριστικά του. Τα νύχια του ξεχώριζαν από τα δάχτυλά του και εκείνος τα έσερνε επάνω στον τοίχο. Τότε, μπόρεσε να διακρίνει μέσα σε δευτερόλεπτα, ένα δαχτυλίδι που φορούσε στο χέρι του. Το όραμα διακόπηκε και εκείνη επέστρεψε στο εδώ και τώρα.
Λαχανιασμένη ακούμπησε τον κορμό της πίσω στο κρεβάτι. Ήταν αδιανόητο αυτό που της συνέβαινε, καθώς δυσκολευόταν να εξηγήσει ακόμη και την προέλευση των εικόνων. Σίγουρα δεν ήταν βγαλμένες από τα άδυτα της φαντασίας της, ή από έργα τρόμου καθώς τα μισούσε, της χαλούσαν την ψυχολογία και δεν τα προτιμούσε ποτέ. Ωστόσο, χρονικά ανήκαν στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον; Και ποιος ήταν τελοσπάντων αυτός ο παράξενος και σκοτεινός άντρας; Πού βρισκόταν;
Η σκέψη της κάλπαζε, μα καθώς το ίδιο έκανε και ο χρόνος που διέθετε, έφτιαξε τα υπόλοιπα πράγματά της, πιάνοντας με γάντια την μπλούζα για να μπλοκάρει τυχόν εικόνες και τοποθετώντας την στη βαλίτσα της. Θα το έλυνε το μυστήριο ο κόσμος να χαλούσε. Κατόπιν, κατέβηκε τα σκαλιά με φόρα, για να βρει τον πατέρα της στα ίδια ακριβώς χάλια με την μητέρα της. Απαλά του χάιδεψε τα μαλλιά, φιλώντας τον στο κεφάλι.
«Μην ανησυχείς πατερούλη. Θα τον βρούμε τον Λέοναρντ» του ψιθύρισε και εκείνος χαμογέλασε αχνά.
Ο άνδρας ίσα που μπορούσε να την κοιτάξει.
«Μη μας κάνεις τη ζωή μας πιο δύσκολη» ψέλλισε και η κοπέλα επέστρεψε στο δωμάτιό της.
Από την ημέρα εκείνη, μαζί με τη Μόνικα και την υπόλοιπη παρέα, αναζητούσαν κάθε βράδυ τον Λέοναρντ δίχως αποτέλεσμα. Ο χρόνος πίεζε και η αστυνομία δεν είχε κανένα νεότερο, πράγμα που σήμαινε πως ο αδερφός της θα παρέμενε ακόμη ως ένα όνομα σε μία νεκρή λίστα. Ακόμη και η Μόνικα φαινόταν ψυχικά διαλυμένη. Στη θέα της Γκάμπι, το πρόσωπό της φωτιζόταν ελάχιστα, στην έμμεση προσπάθειά της να την εμψυχώσει έστω και λίγο. Όταν έφτασε η μέρα να πάει στη Σχολή, καρτερούσε τη στιγμή που άπαντες θα έλειπαν από το σπίτι, αφήνοντας ένα σημείωμα και ελπίζοντας να καταλάβουν. Αυτό φυσικά δεν θα σήμαινε πως θα έπαυε να αναζητά τον αδερφό της. Είχε πάρει μαζί της και το τελάρο με την ζωγραφιά του κάστρου Μπραν. Τώρα που θα βρισκόταν σε πιο κοντινή απόσταση, με ένα μονάχα μονοπάτι να την χωρίζει από εκείνον τον σκοτεινό μύθο, θα μπορούσε να πηγαίνει συχνότερα, παλεύοντας να ολοκληρώσει τον πίνακα. Γρήγορα, έκλεισε την πόρτα πίσω της με την Μόνικα να την κοιτάζει κατσουφιασμένη. Ίσως και η ίδια να μην ήταν βέβαιη για τη φοίτησή τους στη Σχολή.
«Πώς είσαι;» η χαρακτηριστική ερώτηση που ακολουθούσε συνήθως ένα δυσάρεστο γεγονός για πολλές μέρες, ήχησε στ' αυτιά της παράξενα.
«Χάλια. Δεν έχω κοιμηθεί καθόλου και εκτός από αυτό, η πρώτη νύχτα της εξαφάνισης είχε για εμένα έναν αέρα σκοτεινό, μία αύρα παράξενη» μουρμούρισε σχεδόν σαν να μιλούσε στον εαυτό της.
«Είναι λογικό Γκαμπ. Τον αδερφό σου έχασες, όχι τον γάτο που δεν έχεις κιόλας» πρόφερε η φίλη της τη στιγμή που κατέβαινε για να την βοηθήσει με τα πράγματα.
«Δεν εννοώ αυτό Μόνικα. Εννοώ πως μου συνέβη κάτι παράξενο. Τη στιγμή που άγγιξα την μπλούζα του αδερφού μου, καθώς ήθελα να την πάρω μαζί μου σαν συντροφιά από εκείνον, είδα κάτι. Ένιωσα σαν να άνοιξε μία πύλη και είδα κάποιον φρικτό. Δεν ξέρω τι είδους άνθρωπος ήταν στ' αλήθεια ή πού βρισκόταν, μα πρόσεξα τα μάτια του. Ήταν ανατριχιαστικά, σκοτεινά και σε τραβούσαν στην άβυσσο. Από τότε φοβάμαι να αγγίζω το ρούχο, δεν είμαι βέβαιη πως θα ήθελα να ξαναδώ αυτή την εικόνα» τελείωσε και η Μόνικα είχε μείνει να την κοιτάζει εμβρόντητη.
«Μήπως κοιμόσουν και είδες εφιάλτη; Ήσουν ταραγμένη και θα το δικαιολογούσα απόλυτα» η φωνή της ήχησε παράξενα σαν να πνιγόταν και να πάλευε με όλη της τη δύναμη να μιλήσει.
«Λυπάμαι, μα ήμουν ξύπνια. Για την ακρίβεια το όραμα, ή ό,τι άλλο ήταν, μου δημιούργησε τρομερό πονοκέφαλο και με έριξε σχεδόν κατά γης. Τελοσπάντων, ας το ξεχάσουμε για την ώρα. Είναι η πρώτη μας μέρα στη Σχολή και ανυπομονώ για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Αρχικά για να δω το εσωτερικό της, που αν και με λιλά χρώματα, θα είναι υπέρλαμπρο, αφού μιλάμε για μεσαιωνικό κάστρο. Εντάξει, αφήνω στην άκρη το γεγονός πως θα έχουμε θέα το Μπραν που ζωγραφίζω εδώ και ένα μήνα, ωστόσο ειλικρινά δεν βλέπω την ώρα» τελείωσε η Γκαμπι και η Μόνικα χαμογέλασε.
Έξω, είχε μία ελαφριά δροσιά της εξοχής και της φύσης. Έχοντας φορτώσει όλα της τα υπάρχοντα και βάζοντας λίγη μουσική, ανηφόρισαν στον λόφο, με την επιβλητικότητα του Μπραν να τις επισκιάζει. Στην κορυφή, από την μία πλευρά του λόφου δέσποζε το κάστρο ενώ από την άλλη, βρισκόταν ένα μονοπάτι απότομο και καθοδικό, που οδηγούσε στη Ντούτραμ, τη Σχολή που κυριολεκτικά κρεμόταν γαντζωμένη στον βράχο. Βλέποντάς την, η ανάσα σου κοβόταν μονομιάς. Φυσικά το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να πάει ως εκεί και έτσι είχε δημιουργηθεί ένας ειδικός χώρος στάθμευσης για τους φοιτητές. Από εκεί και πέρα συνέχιζε κάποιος με τα πόδια. Δυστυχώς για τις κοπέλες, η κατάβαση ήταν δύσκολη. Από την μία το κακοτράχαλο και βραχώδες μονοπάτι, από την άλλη οι βαριές βαλίτσες, τελικά η μόνη τους σωτηρία ήταν τα αθλητικά παπούτσια που φορούσαν. Παρά το γεγονός πως είχε δροσιά και ήταν ακόμη νωρίς το πρωί, ο ιδρώτας τους γυάλιζε στο μέτωπό τους εξαιτίας της υπερπροσπάθειας που είχαν καταβάλει για να κατεβάσουν τις βαλίτσες.
«Με συγχωρείτε δεσποινίδες, μα μήπως θέλετε βοήθεια;» η φωνή ενός νεαρού ήχησε στ' αυτιά τους και γύρισαν να τον κοιτάξουν ταυτόχρονα, εμφανώς ξαφνιασμένες.
Ήταν ψηλός, σχετικά μελαχρινός, με μαλλί καστανό που επέτρεπε στις μπούκλες του να κυματίζουν εξαιτίας του ανέμου.
«Ευχαριστούμε, αλλά να μην σε βάζουμε σε κόπο» μουρμούρισε η Γκάμπι και εκείνος πλησίασε.
«Κανέναν απολύτως. Είστε καινούργιες στη Ντούτραμ; Δεν σας έχω ξαναδεί» τις ρώτησε.
«Ναι. Είμαστε πρωτοετείς, ωστόσο μένουμε εδώ στο χωριό» απάντησε η Μόνικα ντροπαλά.
«Μικρή η κοινωνία. Πώς και δεν σας έχω δει τότε;Μάλλον σκούριασα και δεν βγαίνω όσο θα έπρεπε. Με λένε Μαξιμίλιαν» συστήθηκεκαι οι κοπέλες κοιτάχτηκαν «Καθόλου εύηχο όνομα, αλλά τι να γίνει. Λοιπόν, ναβοηθήσω;» ρώτησε ξανά και τελικά χαμογελώντας πήρε στα δυνατά του χέρια και τιςδύο αποσκευές, με τις κοπέλες να ακολουθούν τρεκλίζοντας.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro