Η πάλη της λογικής με το συναίσθημα/ part 3
Η Γκάμπι φώναζε το όνομα του Βλαντ ανάμεσα στις πεδιάδες μαζί με τον Μίρτσεα. Η εκπληκτική του όραση, τον βοήθησε να διακρίνει το αίμα που νότιζε τα φύλλα τα πεσμένα του εδάφους. Ο ίδιος είχε σχεδόν γονατίσει κατά γης, ψηλαφίζοντας, με την κοπέλα να τον ακολουθεί από κοντά, ελπίζοντας να μην έχει συμβεί κάτι τραγικό. Η καρδιά της παλλόταν στο στήθος της έντονα και ταυτόχρονα ράγιζε στη σκέψη πως το κορμί του θα ήταν για ακόμη μία φορά χτυπημένο. Πλέον είχε φτάσει σε σημείο και αυτό την τρόμαζε, να μην αντέχει καν στην ιδέα του ίδιου να πονά. Πώς μπόρεσε να του μιλήσει έτσι; Πώς μπόρεσε να αφήσει να αιωρείται η σκέψη του τέρατος; Ο Μεχμέτ είχε πετύχει τον σκοπό του. Τον είχε αποσυντονίσει και τελικά κουράσει. Ο Βλαντ μπορεί να ένιωθε σίγουρος για τις δυνάμεις του, ή τουλάχιστον έτσι να προσποιούνταν για να μην φανούν οι αδυναμίες του, ωστόσο χρειαζόταν βοήθεια.
«Στο Ποενάρι!» της φώναξε ο Μίρτσεα, μα τη στιγμή που ανέβαιναν σκαλί-σκαλί, με τον άνεμο τον παγωμένο να λυσσομανά ουρλιάζοντας και τον ουρανό να μαυρίζει καταπίνοντας το κυανό του ορίζοντα, τα βήματα του Βλαντ άλλαξαν. Η κούραση δεν του επέτρεπε να φτάσει ως την κορυφή και από όσο μαρτυρούσαν τα σημάδια, τελικά είχε κατευθυνθεί προς το γνώριμο Μπραν, προκειμένου να του παρασχεθεί η κατάλληλη φροντίδα από τον Μπογκτάν.
Η Γκάμπι κοίταξε για κλάσματα τον Μίρτσεα και αποφάσισε να τον ακολουθήσει ως το κάστρο. Το κινητό της χτυπούσε, καθώς η ώρα είχε περάσει και κατά πώς φάνηκε το κόλπο του Λέοναρντ, δεν κατόρθωσε να κρατήσει μακριά τους γονείς. Αύριο είχαν τα γενέθλιά τους και η παράδοση της οικογένειας ήταν να ετοιμάζουν όλοι μαζί μία μεγάλη τούρτα και για τους δύο. Αποφασίζοντας να μην απαντήσει, συνέχισε να βρίσκεται στα χνάρια του Μίρτσεα, και αρπάζοντάς τον από τον λαιμό όπως την διέταξε, πέρασαν με ταχύτητα στη διάσταση εκείνη του Μπραν που έμοιαζε διαφορετικό. Στο εσωτερικό του επικρατούσε ησυχία και βασίλευε το ημίφως. Το περιβάλλον ούρλιαζε τη λέξη μιζέρια και πόνο και πολλά ακόμη αρνητικά και αδιευκρίνιστα συναισθήματα.
«Μπορώ να τον δω;» ρώτησε τον Μίρτσεα κα εκείνος κούνησε το κεφάλι του σε ένδειξη πως δεν ήταν βέβαιος, μα πως μολαταύτα η απόφαση βάραινε την ίδια.
Με πόδια που έτρεμαν, ανέβηκε μέχρι το δωμάτιό του, σχεδόν κρατώντας την ανάσα της.
Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και το κεφάλι της ίσα που ξεπρόβαλε από την σχισμή. Ο Βλαντ στεκόταν όρθιος, ατενίζοντας τη σκοτεινιά του ουρανού, με την κατακρεουργημένη του πλάτη γυρισμένη σε εκείνη.
«Γαβριέλα; Γιατί στέκεσαι εκεί;» τη ρώτησε και η κοπέλα αναπήδησε.
Όταν γύρισε το πρόσωπό του να την αντικρίσει, εκείνη σχεδόν τρόμαξε. Το ύφος του είχε την λάμψη του γυαλιού και την ψύχρα του πάγου. Την κοιτούσε με τον ίδιο τρόπο, όπως και την ημέρα που βρέθηκε στο κελί μαζί της για την πρώτη άτυπη συνάντηση. Δεν τον ήθελε αυτόν τον Βλαντ, μα απερίσκεπτα τον είχε προσκαλέσει. Ο Βλαντ διάβαζε τις σκέψεις της καθώς εκείνη είχε αφεθεί εξολοκλήρου σχεδόν, μα το πρόσωπό του ούτε στιγμιαία δεν συσπάστηκε.
«Ήθελα να δω αν είσαι καλά» του είπε ξέπνοα.
«Είμαι και θα είμαι ως το τέλος. Ο πύργος μου δεν πέφτει εύκολα, δεν λυγίζει. Δεν δέχομαι τίποτε άλλο σαν αποτέλεσμα, όπως κάποτε, δεν δέχτηκα καμία άλλη θέση εκτός από τον θρόνο της Βλαχίας. Πήγαινε τώρα, καθώς θα ήθελα να ηρεμήσω λίγο. Ο Μίρτσεα θα σε οδηγήσει στο σπίτι σου. Μονάχα μία χάρη σου ζητώ για το καλό όλων μας, να κλείνεις το μυαλό σου και να είσαι προσεκτική με τα αντικείμενα που αγγίζεις. Αν πέσεις στο λάθος, μπορεί να αποβεί μοιραίο» τελείωσε και τον είδε με έναν παράξενο τρόπο, να αφαιρεί το φως από τα κεριά στο δωμάτιο, βυθίζοντάς το στη χλωμή και αδύναμη λάμψη του συννεφιασμένου ουρανού. Καμία κουβέντα επιπλέον δεν ειπώθηκε.
Μισή ώρα αργότερα, βρισκόταν στο κατώφλι του σπιτιού της, με τον Μίρτσεα σιωπηλό.
«Αν δεν σε δω, χρόνια πολλά σε εσένα και τον αδερφό σου. Έμαθα πως αύριο γιορτάζετε. Από την Άλμπα βασικά που έχει τα στοιχεία εγγραφής σου» της χαμογέλασε δίχως να σχολιάζει την τεταμένη της σχέση με τον Βλαντ, πράγμα που η Γκάμπι εκτίμησε. Τον αποχαιρέτησε στοργικά, για να έρθει αντιμέτωπη με την μητέρα της καθώς άνοιγε την πόρτα.
«Έβαλες και τον αδερφό σου στο κόλπο;» την ρώτησε απευθείας και εκείνη στριφογύρισε τα μάτια με απόγνωση.
«Καλησπέρα λέει ο κόσμος» της είπε.
«Καληνύχτα θα πει σε λίγο. Γνωρίζεις πως έχουμε παράδοση μία μέρα πριν τα γενέθλιά σας, να ετοιμάζουμε κάτι όλοι μαζί. Είχα αγοράσει τα υλικά και σε καρτερούσα με χαρά, όταν κατάλαβα έπειτα από ώρες πως το έσκασες. Δεν μου έφτασε ο εφιάλτης του αδερφού σου, έχω και εσένα. Πού γυρνούσες; Με αυτούς τους παράξενους, ή με τον Παλουκωτή;» ρώτησε εξαγριωμένη «Στην τηλεόραση μιλάνε για επίθεση βρικολάκων σε ανθρώπους» συνέχισε.
«Δεν είναι αλήθεια μαμά» πάλεψε να την πείσει η Γκάμπι όταν εμφανίστηκε ο Λέοναρντ σαν από μηχανής Θεός.
«Γιατί μαλώνουν οι γυναίκες της ζωής μου; Λοιπόν, αφήστε τα αυτά. Αύριο είναι μέρα χαράς και θα την περάσουμε όλοι μαζί, χαρούμενοι και υγιείς. Ας ξεκινήσουμε με το γλυκό» πρότεινε και όταν φάνηκε και ο πατέρας τους, ο καθένας ανέλαβε και από έναν ρόλο με την Γκάμπι πάντοτε να δοκιμάζει τα υλικά. Ήταν μία συνήθεια που λάτρευε από μικρή.
Φυσικά η τηλεόραση παρέμεινε κλειστή και αποφάσισαν αυτή τη φορά, να φυσήξουν τα κεράκια όταν θα άλλαζε η ώρα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν περάσει τον χρόνο συζητώντας για μαθήματα και το μέλλον γενικότερα, για τις δύο φίλες της Γκάμπι και ιδιαίτερα την Μόνικα, ενώ ελάχιστη νύξη έγινε στο υπερφυσικό. Ο Λέοναρντ υποσχέθηκε να μιλήσει στην αδερφή του για τη δική του περιπέτεια, αφού όλοι έπεφταν για ύπνο. Μόλις ο δείκτης του ρολογιού χτύπησε δώδεκα, οι γονείς με χαμόγελο φίλησαν δακρυσμένοι και τα δύο τους παιδιά, με ευχές για να έχουν υγεία και ευτυχία. Η Γκάμπι κοίταξε τη φλόγα του κεριού που τρεμόπαιζε ελαφρώς και κάνοντας μία ευχή, έσβησε το δικό της κερί, με μία ανεπαίσθητη θλίψη. Ο Λέοναρντ την αγκάλιασε σφιχτά.
«Ξέρω τι ευχήθηκες» της ψιθύρισε και ένα αμυδρό χαμόγελο αυλάκωσε το πρόσωπό της.
Έξω η καταιγίδα μαινόταν και η Ντενίζα έκλεισε τα δύο τζάμια της κουζίνας. Η Γκάμπι ανέβηκε για λίγο στη σοφίτα και κοίταξε μελαγχολικά τον σκοτεινό και οργισμένο ουρανό. Τα νερά εμπόδιζαν την ορατότητα και η ανάσα της θόλωνε το τζάμι εξαιτίας της υγρασίας. Τα μάτια της πλανήθηκαν για λίγο έξω, όταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου είδε μία φιγούρα να στέκεται. Αρχικά φοβήθηκε, μα η αστραπή φώτισε για δευτερόλεπτα και εκείνα τα μακριά, μαλλιά που ανέμιζαν στην ψυχρή νύχτα, φάνηκαν να πλαισιώνουν τον άνδρα.
΄΄Βλαντ...΄΄ ψιθύρισε και δίχως να ακουστεί, κατέβηκε στις μύτες των ποδιών και ανοίγοντας τη μπροστινή πόρτα, τινάχτηκε έξω. Η φιγούρα ωστόσο είχε γίνει καπνός.
΄΄Είμαι τρελή. Το ονειρεύτηκα. Ονειρεύτηκα πως τον είδα΄΄ παραμιλούσε, όταν γυρνώντας το σώμα της συγκρούστηκε με το δικό του.
«Βλαντ!» φώναξε και εκείνος ακούμπησε το δάχτυλό του στα χείλη της.
«Σώπασε και θα μας ακούσουν» της είπε ενώ είχαν και οι δύο μουσκέψει κυριολεκτικά από τα παγωμένα νερά.
«Γιατί ήρθες; Θέλω να πω, πώς; Πότε;»
«Νομίζω άκουσα την ευχή σου και είπα να την πραγματοποιήσω» της χαμογέλασε αχνά.
«Μου έλειψες» πρόφερε με συγκίνηση εκείνη και ένα χέρι απλώθηκε για να αφαιρέσει τα μαλλιά της τα βρεγμένα από το μέτωπό της.
«Και εμένα πριγκίπισσα. Χρόνια σου πολλά» της είπε και τα υγρά του χείλη αναζήτησαν τα δικά της με ορμή και ένα πάθος ασυγκράτητο που καιρό τώρα καταπιεζόταν μέσα του από την ίδια του τη λογική.
Τα σώματά τους για λίγο χωρίστηκαν και ο Βλαντ ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της. Η βροχή είχε δυναμώσει για τα καλά, τα ρούχα τους είχαν μουσκέψει και όμως κανένας τους δεν φαινόταν να κάνει πίσω. Τα χέρια της χάιδεψαν το πρόσωπό του τρυφερά.
«Νόμιζα πως δεν θα ήμασταν ποτέ όπως πριν. Αυτά που ξεστόμισα ήταν...» πήγε να πει, για να την διακόψει ο Βλαντ.
«Εν μέρει λογικά. Άκουσέ με, απόψε έχεις γενέθλια και μπορεί ειλικρινά να μην έχω ιδέα τι δώρο επιθυμεί μία γυναίκα την σημερινή εποχή, όμως τουλάχιστον, μπορώ να σου κάνω μία έκπληξη. Έχεις παγώσει ολόκληρη και θα αρρωστήσεις. Θα σε πάρω από εδώ, μονάχα κλείσε τα μάτια σου και θα σου πω εγώ πότε να τα ανοίξεις ξανά» πρόφερε και εκείνη υπάκουσε δίχως ενδοιασμούς.
Τον ένιωσε να τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον μυώδη του λαιμό και να την διατάζει να κρατηθεί γερά. Οι κεραυνοί έσκιζαν τους ουρανούς εκείνο το βράδυ και το σώμα του Βλαντ κινούνταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα ανάμεσα από τα ερεβώδη δάση. Η δυνατή βροχή μαστίγωνε το πρόσωπό του και εκείνος ξεκίνησε να ανηφορίζει την απόκρημνη πλαγιά, που θα τον οδηγούσε κατευθείαν στο Ποενάρι. Το Ποενάρι της δικής του εποχής. Τα πόδια του κινούνταν με ταχύτητα και επιδεξιότητα, αφήνοντας βαθιά στην αγκαλιά του τα φαράγγια και τις ομίχλες. Φτάνοντας στο τέλος σχεδόν, ένιωσε τον πόνο των τραυμάτων και συνειδητοποίησε πως η κούραση και τα συνεχή τραύματα, τον είχαν καταβάλει. Μη θέλοντας να το δεχτεί, συνέχισε περήφανα την πορεία του, λίγο πιο αργά αυτή τη φορά, μέχρι που τον υποδέχτηκε η πόρτα του κάστρου του.
Αφήνοντας κάτω την Γκάμπι, πήρε το χέρι της στο δικό του και εισήλθαν στο ζεστό και στεγνό εσωτερικό του χώρο. Την άφησε για λίγο να περιμένει, ώσπου της παρέδωσε ένα φόρεμα, προκειμένου να αλλάξει. Της ζήτησε να ανοίξει τα μάτια της και τότε, όλη η λάμψη και η αρχοντιά του Ποενάρι, τινάχτηκε μπροστά της. Κοίταξε το φόρεμα με θαυμασμό και έπειτα τον Βλαντ.
«Μα, είναι υπέροχο. Πού το βρήκες;» τον ρώτησε.
«Όπως σου είπα, δεν γνωρίζω από δώρα, μα ζήτησα από τον Μπογκτάν να κατέβει στην πόλη και να αγοράσει ένα σύγχρονο φόρεμα. Μου αρέσει επάνω σε μία γυναίκα και είμαι σίγουρος πως θα σου πηγαίνει εκπληκτικά. Θα ήθελα να το φορέσεις και να με περιμένεις στην τραπεζαρία. Βρίσκεται όλο ευθεία μπροστά σου» της είπε και εκείνη κάνοντας μία υπόκλιση, κοκκινίζοντας ολόκληρη, πήρε το φόρεμα προκειμένου να στολιστεί κατάλληλα.
Ο Βλαντ από την άλλη, κατευθύνθηκε στη δική του κρεβατοκάμαρα και σχεδόν ανατρίχιασε από τις αναμνήσεις που ξεπηδούσαν ύπουλα. Κοίταξε το είδωλό του και συνειδητοποίησε, πως ο χρόνος του ήδη κυλούσε αντίστροφα. Τα υπέροχα κυπαρισσί του μάτια, έκρυβαν μέσα τους τις πίκρες και την κούραση αιώνων, μα απόψε, θα έδινε στον εαυτό του την πολυπόθητη ευκαιρία να ζήσει σαν ένας άλλος άνδρας, ενός άλλου αιώνα. Στο κρεβάτι του, τον περίμενε ένα μαύρο κοστούμι και ένα λευκό πουκάμισο. Τα κοίταξε για ώρα και ξεκίνησε να τα φορά, αβέβαιος για το αποτέλεσμα. Η εικόνα στον καθρέπτη, απέπνεε έναν αέρα αλλιώτικο, ανανεωμένο. Περιποιήθηκε λίγο τα μαλλιά του και φορώντας μοντέρνα υποδήματα, βάδισε προς την μεριά της τραπεζαρίας πιο αμήχανος από ποτέ. Δεν τον πείραζε η προσωρινή αλλαγή, για εκείνον άξιζε ο κόπος.
Μπαίνοντας, τη βρήκε καθισμένη στο γεμάτο με υπέροχα εδέσματα τραπέζι. Ο Μπογκτάν και ακόμη δύο υπηρέτες του, πιστοί και αιώνιοι, στέκονταν δίπλα της σερβίροντας κρασί. Στη θέα του, η Γκάμπι γούρλωσε τα μάτια της και ευθύς σηκώθηκε. Εκείνος, της χαμογέλασε και κοιτάζοντάς την με θαυμασμό, βάδισε αργά, μέχρι που οι καρδιές τους συγχρονίστηκαν σαν στέκονταν ο ένας μία ανάσα από τον άλλο.
«Πρώτη μου φορά βλέπω το βλέμμα σου να δραπετεύει. Συνήθως κοιτάζεις τον άλλο μέσα στα μάτια» τον πείραξε.
«Είναι γιατί νιώθω πιο περίεργα από ποτέ και ταυτόχρονα πεθαίνω για ένα σχόλιό σου επιδοκιμασίας» της απάντησε χαμογελώντας.
«Είσαι υπέροχος, σχεδόν αγνώριστος, μα αν κάποιος σε κοιτάξει μέσα στα μάτια σου, θα δει το τολμηρό σκίρτημα, που μονάχα ο πρίγκιπας Ντράκουλα της Βλαχίας διαθέτει» του είπε και εκείνος πιάνοντας το χέρι της, το φίλησε τρυφερά.
«Είσαι η πιο όμορφη γυναίκα στα δικά μου μάτια και το φόρεμα αγκαλιάζει τέλεια το κορμί σου. Θα ήθελα πολύ να σου πω, πως αν τολμούσε άλλος να σε αγγίξει, θα το μετάνιωνε επί τόπου, ωστόσο δεν έχω αυτό το δικαίωμα και το ξέρω» ψιθύρισε αλλάζοντας ευθύς κουβέντα. «Τα ετοίμασα για εσένα, ελπίζω να σου άρεσε η έκπληξή μου» χαμογέλασε και πάλι και κάθισαν ταυτόχρονα.
«Είναι όλα υπέροχα αν και η μεγαλύτερη έκπληξη, ήταν που σε είδα έξω από το σπίτι μου. Νόμιζα δεν θα με συγχωρούσες» του είπε καθώς έβαζε στο στόμα της την πρώτη μπουκιά.
«Δεν σου κρύβω πως πληγώθηκε ο εγωισμός και η καρδιά μου, κυρίως γιατί πίσω από τις αμφιβολίες, κρυβόταν το πιο μισητό σε εμένα πρόσωπο. Κατάλαβα πως σε είχε βρει και σου είχε μιλήσει, τη στιγμή που εγώ πληγωμένος ακόμη από τα ζωντανά οράματα και τη μάχη, προσπαθούσα να φτάσω πρώτος σε εσένα. Όταν σε άκουσα να αμφιβάλεις θύμωσα, καθώς ποτέ μου δεν σου έκρυψα αυτό που ήμουν. Ήξερες πως έχω δύο όψεις, τον Παλουκωτή και τον άνδρα εκείνο που θα έδινε τη ζωή του για υπερασπιστεί ό,τι αγαπά πιο πολύ. Για εσένα, θα άφηνα να μου κόψουν το κεφάλι αν ήξερα πως θα ζήσεις μία ζωή ελεύθερη και ασφαλής. Σου εξήγησα από την πρώτη στιγμή τους σκοπούς μου και εσύ επέλεξες να με αγαπήσεις, ή τελοσπάντων, ό,τι είναι αυτό που νιώθεις για εμένα, αν δεν ονομάζεται αγάπη. Κάπου εκεί, ένιωσα για λίγο πως το βάρος της ιστορίας μου είναι πιο υποφερτό και πως όσο και αν με τρελαίνει το να φύγω, τουλάχιστον, θα έχω εσένα στο πλάι μου ως το τέλος. Όταν λοιπόν σε είδα μπερδεμένη, ένιωσα πως για χιλιοστή φορά μου γυρνούσαν την πλάτη. Βέβαια, άκουσα τις σκέψεις σου στο Μπραν και ταυτόχρονα έριξα τον εγωισμό μου για πρώτη φορά, γιατί μπήκα στη θέση σου. Είσαι μόνο ένα παιδί ακόμη, που το έμπλεξα άσχημα σε κάτι δυσβάσταχτο...» έκανε παύση και είδε το χέρι της να κινείται σιγανά και τρυφερά να πιάνει το δικό του.
«Δεν μπορείς να μείνεις; Ξέρω πως ζητώ πολλά. Ίσως αν πέθαινα εγώ; Αν γινόμουν αθάνατη;» τον ρώτησε και άξαφνα τινάχτηκε πίσω έντρομος.
«Αυτό, δεν θέλω να το σκεφτείς ούτε στιγμή. Γαβριέλα, άκουσέ με. Οι δύο μας δεν έχουμε μέλλον, μα έχουμε παρόν που και αυτό ακόμη είναι πολύτιμο. Δεν είναι τυχαίο που δεν δημιουργούνται πλέον βρικόλακες. Τουλάχιστον, όχι τόσο συχνά. Η αιωνιότητα είναι κατάρα. Η ζωή η φυσιολογική είναι ένας κύκλος όμορφος, που περιλαμβάνει την συμπόρευση με αυτούς που αγαπάς, την απόκτηση οικογένειας, την γεύση των στιγμών και έπειτα, στα βαθιά γεράματα, τη δύση. Αυτός είναι ο κύκλος του ανθρώπου και αυτόν οφείλει να ακολουθήσει μία ευλογημένη ψυχή. Οτιδήποτε άλλο, εμπεριέχει σκότος και την ψυχή δεν είναι σωστό να την ταράζεις, μήτε να την φέρνεις πίσω από τον δικό της αιώνιο κόσμο. Σε παρακαλώ. Μην το σκεφτείς ποτέ σου. Ποτέ ξανά» της είπε και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της, βουβά και πικρά σαν δηλητήριο.
«Σ' αγαπώ» ψέλλισε τρέμοντας και τον είδε να καταπίνει με κόπο. Τα μάτια του νοτίστηκαν για πρώτη φορά με δάκρυα που ετοιμάστηκαν να κυλήσουν.
«Και εγώ σ' αγαπώ πριγκίπισσα. Και σε θέλω μόνο δική μου. Να ήξερες μονάχα πόσο πολύ θα ποθούσα μία ζωή φυσιολογική στο πλάι σου. Να σου χαρίσω την οικογένεια που ονειρεύεσαι και να παλέψω μέχρι το τέλος, να θάψω τη φύση του Παλουκωτή. Θα ερχόμουν να σε ζητήσω από τους δικούς σου και ας έτρωγα μάλλον τουφεκιά από τον πατέρα σου» γέλασε για λίγο. «Όμως, μην το σκέφτεσαι. Άσε τον χρόνο να παγώσει για λίγο σε εμάς. Εδώ και τώρα. Στην υπέροχη στιγμή μας, στο κρασί που μας ευφραίνει, στα γενέθλιά σου, στη χαρά. Ξέχνα όλα τα άλλα, δεν υπάρχουν» της ψιθύρισε.
«Δεν υπάρχουν...»επανέλαβε και εκείνη μαγεμένη και δοκίμασε σχεδόν από όλα τα παραδοσιακά φαγητά που συνηθίζονταν στη Βλαχία του Μεσαίωνα.
Δύο ώρες αργότερα, οι δυο τους βάδιζαν στους διαδρόμους του κάστρου, με το φεγγαρόφωτο να γλιστρά από τα παράθυρα. Η καταιγίδα είχα κοπάσει και ο απαστράπτον, αστροκέντητος, νυχτερινός ουρανός, γιόρταζε την ελευθερία του. Το μέρος ήταν βγαλμένο από παραμύθι, από τα πορτραίτα ιστορικών μορφών, μέχρι τα χαλιά που ήταν στρωμένα στους διαδρόμους. Προχωρούσαν κουβεντιάζοντας μέχρι που έφτασαν μπροστά από μία μισάνοιχτη πόρτα. Ήταν η κρεβατοκάμαρά του. Η Γκάμπι κατευθύνθηκε προς τα εκεί, μα ο Βλαντ έμεινε για λίγο πίσω της, να παρακολουθεί. Η κοπέλα έσπρωξε την πόρτα που έτριξε ελαφρώς και κατόπιν στράφηκε προς το μέρος του, τεντώνοντας το χέρι της για να το κρατήσει εκείνος. Τον οδήγησε αργά προς το εσωτερικό, κλείνοντας την πόρτα και τον κοίταξε στα μάτια. Το φως της σελήνης έκανε τα μακριά του μαλλιά να λάμπουν, ενώ τα σκιερά του δάση, την κοίταζαν σαν να ψαχούλευαν βαθιά μέσα στην ψυχή της.
«Κάνε μου έρωτα» του είπε και τον είδε να προβληματίζεται.
«Γαβριέλα...δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα...» ψέλλισε.
«Σε παρακαλώ. Θα είναι η πρώτη μου φορά και θέλω να τη χαρίσω σε εσένα. Αν είναι να έχω μόνο το παρόν, θέλω να το ζήσω μέχρι το τέλος» του είπε αποφασιστικά και τα μάτια του την κοίταξαν με πόθο και λατρεία.
Δεν είπε τίποτε απολύτως. Απλώς πλησίασε το πρόσωπό της και ένωσε τα χείλη του με τα δικά της. Αργά, διακόπτοντας το φιλί, την γύρισε πλάτη και ξεκίνησε να φιλά τον λαιμό της, ενώ σταδιακά τραβούσε το φόρεμά της, μέχρι που αυτό έπεσε στη γη. Απέναντί του δεν την απασχολούσε η γύμνια της. Ένιωθε ασφάλεια και αγάπη και ήθελε να τον νιώσει όσο ποτέ άλλοτε. Τον πλησίασε και εκείνος αφαίρεσε το σακάκι του, ενώ η Γκάμπι ξεκούμπωνε αργά τα κουμπιά, αφήνοντας στη θέα της το γυμνό του στέρνο, γεμάτο ουλές, σαν χάρτης βασανιστηρίων. Τα χείλη της κινήθηκαν αισθησιακά, χαράζοντας υγρά μονοπάτια σε όλα εκείνα τα σημεία που ο Βλαντ είχε δεχτεί χτυπήματα. Ο άνδρας έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε στα χέρια της για λίγο, ώσπου πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά της και φιλώντας την στο μέτωπο, την σήκωσε αγκαλιά, εναποθέτοντάς την στο κρεβάτι του, με τον ίδιο να παίρνει το πάνω χέρι. Ήθελε να ετοιμάσει το σώμα της, να φιλήσει το νεανικό της στήθος, να χαϊδέψει όλα τα σημεία του κορμιού της, κάνοντάς την να επιθυμεί την επαφή τους, σαν την έρημο το νερό για να δροσιστεί, για να καταλαγιάσει το πάθος που τους έκαιγε και τους δύο.
Εκείνη, πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της και αγκάλιασε με τα πόδια της τον κορμό του.
«Ίσως σε πονέσω λίγο» ψέλλισε σχεδόν ανάμεσα στα φιλιά τους.
«Είμαι δυνατή, το ξέρεις πλέον. Σε αγαπώ και δεν με νοιάζει τίποτε» του απάντησε και τον ένιωσε να χαμογελά και ταυτόχρονα να εισέρχεται αργά στο κορμί της και να χάνεται. Ζούσε μία στιγμή που σχεδόν τον έκανε να δακρύσει από συγκίνηση. Σε κάθε ώθηση, τα μάτια του αναζητούσαν τα δικά της, προκειμένου να βεβαιωθεί πως ήταν καλά. Εκείνη τον βαστούσε αγκαλιά σφιχτά, μέχρι που και οι δύο έφτασαν στο σημείο εκείνο της κορύφωσης, για να καταρρεύσουν έπειτα αγκαλιασμένοι, ο ένας δίπλα στον άλλο.
Τα χέρια του Βλαντ παραμέρισαν μερικές τούφες από το ιδρωμένο της μέτωπο, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά στο στήθος του.
«Είσαι καλά;» την ρώτησε.
«Είμαι ευτυχισμένη» του απάντησε και εκείνος χαμογελώντας, πήρε το πάπλωμα το πουπουλένιο και την σκέπασε.
«Θα μείνεις μαζί μου απόψε πριγκίπισσα; Ή μήπως θα έπρεπε να σε αποκαλώ, βασίλισσα;» της είπε.
«Φυσικά βοεβόδα μου» τον πείραξε κάνοντάς τον να γελάσει. Με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στήθος του που ακόμη ανεβοκατέβαινε έντονα, έκλεισε τα μάτια της ευχόμενη να σταματούσε ο χρόνος.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro