Η δύση μίας εποχής και η ανατολή μίας νέας/ part 2
Βγαίνοντας στον παγωμένο αέρα, άφησε τα μαλλιά του να τα παρασύρει ο καιρός. Η μορφή του ταίριαζε απόλυτα, καθώς έτρεχε με άνεση και με ταχύτητα στις ομίχλες. Σαν αίλουρος κινούταν, γεμάτος σιγουριά. Τα τραύματά του αργά θεραπεύονταν και η ψυχή του ένιωθε πιο ανάλαφρη. Ο κόσμος δεν τον είχε ξεχάσει. Πίστευε πως η ιστορία και η κακή του φήμη, θα κατάπιναν τα ίχνη του, όμως η χώρα του τον στήριζε και τώρα ένιωθε πιο ισχυρός από ποτέ. Στο δρόμο, μία ακόμη χειμωνιάτικη βροχή ξεκίνησε, όταν βρέθηκε από την πίσω πλευρά του σπιτιού της Γκάμπι. Δίνοντας ώθηση στα μυώδη του πόδια, σκαρφάλωσε στο παράθυρο του δωματίου της που ήταν μισάνοιχτο. Η Ντούτραμ είχε κλείσει και άπαντες είχαν επιστρέψει πίσω. Την είδε καθισμένη στο γραφείο της να ζωγραφίζει αφηρημένη, όταν ξαφνικά τον πρόσεξε μέσα από τον καθρέπτη. Το χαμόγελό της έλαμψε, φτάνοντας μέχρι την καρδιά της. Τον πλησίασε γονατίζοντας μπροστά του. Τα μαλλιά του ήταν μούσκεμα, μα η βροχή είχε ξεπλύνει το αίμα. Η Γκάμπι τον κοίταξε μέσα στα μάτια, ωστόσο εκείνος εξακολουθούσε να κρέμεται από το παράθυρο.
«Πέρασε μέσα» του είπε.
«Είμαι μούσκεμα. Ήθελα να σε δω μονάχα, μου έλειψες» της εξομολογήθηκε και δεν υπήρχε ίχνος ψέματος σε αυτήν τη δήλωση «Με άλλαξες. Με έκανες λίγο πιο ανθρώπινο. Δεν ήταν εύκολο για εμένα. Κυβερνούσα πάντα με τον φόβο, μα τελικά είναι όμορφο να νιώθεις πως ο κόσμος σε στηρίζει με τη θέλησή του. Χρόνια πάλεψα για να διατηρήσω ένα πρόσωπο σκληρό. Ήθελα όλοι να με φοβούνται, μέχρι που εμφανίστηκες εσύ και θέλησα να με αγαπήσουν» το χέρι του κινήθηκε αργά και το πρόσωπό του την πλησίασε. Σταγόνες νερού έσταξαν στο μέτωπό της. Τρυφερά, παραμέρισε τα μαλλιά του και τον φίλησε. Οι χτύποι της καρδιάς της χάθηκαν, παραδομένοι στον δικό τους χορό. «Αγάπη μου» άκουσε για πρώτη φορά να την προσφωνεί.
Με μία κίνηση, τον κάλεσε μέσα και έκλεισε το παράθυρο με τρόπο. Της φαινόταν απίστευτο. Όσες φορές και αν τον είχε δει, η ιδέα της ιστορίας του της δημιουργούσε ένα δέος. Τα μάτια του Βλαντ στένεψαν καθώς την κοιτούσε.
«Ω, έλα τώρα. Πάψε να το σκέφτεσαι συνέχεια. Είμαι ένας άνθρωπος απλώς, που είχε την τεράστια ατυχία να γεννηθεί τον Μεσαίωνα. Δεν είμαι Θεός. Κάθε φορά που με κοιτάζεις, σκέφτεσαι πως απέναντί σου έχεις έναν Πρίγκιπα, που ως δια μαγείας εξολόθρευε την τεράστια στρατιά του Μεχμέτ. Να σου θυμίσω πως σε εκείνη τη μάχη έχασα. Αυτό είναι από μόνο του καθαρή απόδειξη, πως μόνο Θεός δεν ήμουν. Το θάρρος, μα πάνω από όλα η απέχθεία μου για τους Οθωμανούς, ήταν εκείνα που με παρακίνησαν να ριχτώ στις μάχες. Από εκεί και πέρα, τα έκανα όλα λάθος. Είχα πάντοτε μία απολυτότητα και εφάρμοζα έναν συγκεντρωτισμό στο πρόσωπό μου. Ήμουν σκληρός και δεν θα με αποκαλούσες και τέρας διαλόγου. Οι βογιάροι λοιπόν, η ανώτερη φεουδαρχική τάξη, είχαν να διαλέξουν κάποια στιγμή, ανάμεσα σε εμένα και τον Ραντού. Το μειονέκτημα του Ραντού, ήταν ο Μεχμέτ, μα τους υποσχόταν ειρήνη μαζί του και πλούτο. Εγώ τους είχα γραμμένους και είχα σκοτώσει και αρκετούς. Φυσικά στο τέλος, διάλεξαν τον αδερφό μου. Ένας ηγέτης εξάλλου, δεν μπορεί να κρατηθεί στην εξουσία δίχως την στήριξη του λαού του. Τελοσπάντων, αυτό που θέλω να σου πω, είναι πως είμαι ένα άτομο γεμάτο ελαττώματα. Τελικά, αντί εγώ να σε διδάξω, δίδαξες εσύ εμένα» έκανε παύση καθώς την φιλούσε.
Τα σγουρά μαλλιά του έσταζαν στο πάτωμα. Το πράσινο βλέμμα του την κοίταξε, με τη φωτιά να σιγοκαίει στο εσωτερικό του. Η Γκάμπι έμοιαζε να χάνει τη μάχη με τη θλίψη. Τα μάτια της αγκάλιασαν την εικόνα του και επέτρεψαν στα δάκρυα να κυλήσουν. Ο άνδρας σκοτείνιασε. Οι τύψεις ξεκίνησαν να ροκανίζουν την καρδιά του. Εκείνος έφταιγε για όλα. Έπρεπε να σταματήσει όσο ήταν νωρίς, όμως εκείνη του ξύπνησε συναισθήματα αν όχι πρωτόγνωρα, σίγουρα ξεχασμένα. Από τη στιγμή εκείνη στο ποτάμι, τότε που για πρώτη φορά, συνειδητοποίησε τη γύμνια του μπροστά της και ένιωσε αμήχανα. Ποιος; Εκείνος που η λέξη αμηχανία δεν υπήρχε καν στο λεξιλόγιό του. Η κοπέλα όμως, αν και είχε τα μισά του χρόνια, τον έκανε να ντρέπεται. Ίσως γιατί ακόμη και με την Εκατερίνα στον Μεσαίωνα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Είχε τις μάχες να τον απασχολούν και τον κίνδυνο. Δεν είχε χρόνο για πολλές ευαισθησίες. Σαφώς και την αγαπούσε, μα δεν ήταν το ίδιο. Τώρα, αυτή τη στιγμή βρίσκονταν οι δυο τους. Ο Βλαντ ξεφορτώθηκε αργά τα βρεγμένα του ρούχα και πλησίασε προς την μεριά της Γκάμπι. Το ύφος του είχε αλλάξει σχεδόν τελείως, αποβάλλοντας κάθε σκληρότητα. Τρυφερά, έτριψε τη μύτη του στη δική της, ενώ την είδε να τον κρατά από το χέρι και να τον οδηγεί στο κρεβάτι.
Ο έρωτας τους τώρα, είχε μία γεύση πιο τρυφερή. Ήθελαν να διαρκέσει. Ο φόβος του τέλους τους κρατούσε δέσμιους εξάλλου. Αγκαλιασμένοι πια, βρίσκονταν ξαπλωμένοι, ο καθένας παραδομένος στη σκέψη του. Η Γκάμπι ένιωσε το χέρι του να της χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Πες το» τον άκουσε.
«Ποιο;» ταράχτηκε εκείνη.
«Αυτό που σκέφτεσαι. Ρώτα με» την ώθησε ευγενικά και εκείνη φάνηκε να διστάζει.
«Από πού διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας σου; Γνωρίζω πως οι άνθρωποι επηρεάζονται από το περιβάλλον τους. Τι ήταν αυτό που σε έκανε τον Παλουκωτή;» τον ρώτησε και τον ένιωσε να σφίγγεται.
«Η αλήθεια είναι πως δεν θέλησα να διαβάσω την ερώτησή σου. Δεν ξέρω τι να σου πω...Έρχομαι σε περίεργη θέση. Θέλω να πω, είμαι μαζί σου και θαρρώ θα κληθώ να εκθέσω άσχημα τον εαυτό μου» δίστασε.
«Η γνώμη μου δεν θα άλλαζε. Σε έχω δει εν δράση, μην το ξεχνάς. Αν όμως δεν θέλεις, δεν υπάρχει θέμα»
«Όχι» σταμάτησε κοιτώντας τη Γη. «Ο χρόνος μου τελειώνει και στην τελική δικαιούσαι να ξέρεις ποιος ήταν ο Βλαντ Ντράκουλα. Έχουμε κάνει έρωτα μαζί, σε ξεχώρισα. Αν ήμουν φυσιολογικός, γιατί δεν είμαι, θα σου ζητούσα πολλά περισσότερα. Σε θέλω μόνο δική μου, αλλά δεν μπορώ και δεν πρέπει να σε έχω. Είναι εγωιστικό μετά το τέλος που έρχεται. Σαν παιδί, ως ένα σημείο μεγάλωσα σύμφωνα με την εποχή μου. Ήταν ταραγμένη, το δίχως άλλο, οι συμμαχίες άλλαζαν συχνά, πόλεμοι γίνονταν, οι Οθωμανοί θέριευαν. Από παιδί ήμουν μέλος του Τάγματος του Δράκου. Όταν όμως ο πατέρας μου μας παράτησε, εμένα και τον μικρό μου αδερφό, κάτι μέσα μου άλλαξε. Ο πατέρας μου στα μάτια μου καταπάτησε τις αξίες του Τάγματος και εμείς ήμασταν απλώς ο φόρος. Αρχικά, παρά τις γνώσεις των τούρκικων και γενικά τη μόρφωσή μου, δεν απέβαλλα ποτέ την αίσθηση του αιχμαλώτου. Του αιχμαλώτου και της πατρικής πίκρας. Έκανα πολλά, αντιδρούσα, μάλωνα. Έβλεπα τον Μεχμέτ να προσεγγίζει τον αδερφό μου και τρελαινόμουν, ώσπου με έκλεισαν φυλακή όταν μία φορά πήγα να δραπετεύσω. Έβλεπα να παλουκώνουν αιχμαλώτους και να φέρονται αισχρά. Ήμουν μικρός Γαβριέλα και τα μάτια μου γέμιζαν τέτοιες σκηνές. Αυτό και...» πήγε να πει, μα κάτι εμφανώς τον σταματούσε.
«Και;» τον ρώτησε.
«Καλύτερα να το αφήσουμε ως εδώ»
Παρά το γεγονός πως δεν επιθυμούσε να τον πιέσει, για πρώτη φορά η περιέργεια την οδήγησε να ανοίξει τους διαδρόμους του μυαλού της. Αγγίζοντάς τον, μεταφέρθηκε σε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, όπου ο Βλαντ ήταν ένα νεαρό αγόρι με πύρινο βλέμμα. Πεταμένος μέσα σε ένα ανήλιαγο κελί, φαινόταν οργισμένος. Μπροστά στα πόδια του ήταν πεταμένο ένα ξεροκόμματο για φαγητό. Άξαφνα, είδε την πόρτα να ανοίγει και δύο στρατιώτες να του δίνουν διαταγές στα τούρκικα. Εκείνος αρχικά δεν ανταποκρίθηκε και ο ένας τον άρπαξε από το χέρι.
΄΄Δεν είναι χαριτωμένος σαν τον αδερφό του, αλλά μας κάνει για να περάσουμε καλά΄΄ πρόφερε ο άλλος και παρά το γεγονός πως η Γκάμπι δεν καταλάβαινε, από το βλέμμα τους συνειδητοποίησε τι ετοιμαζόταν να συμβεί.
΄΄Όχι΄΄ ψέλλισε και για πρώτη φορά είδε στο βλέμμα του έφηβου Βλαντ φόβο.
Από την μία ύψωναν το μαστίγιο και από την άλλη ετοιμάζονταν να ασελγήσουν επάνω του. Δεν το άντεξε. Άνοιξε την πόρτα του κελιού τρέχοντας, όταν από μέσα ο ήχος του μαστίγιου και οι κραυγές ενός νεαρού που ούρλιαζε, της έσκισαν την καρδιά. Η επιστροφή της στην πραγματικότητα όμως, διόλου ευχάριστη δεν ήταν. Ο Βλαντ του σήμερα της είχε αρπάξει το χέρι, τρέμοντας από οργή. Για πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό, η Γκάμπι τον φοβήθηκε. Το σκουροπράσινο βλέμμα του κατάπιε ο έβενος, τυλίγοντάς τον με εκείνη τη σκοτεινή ομίχλη που αγκάλιαζε συνήθως την προσωπικότητά του.
«Σου είπα να σταματήσεις. Δεν είχες το δικαίωμα. Δεν είχες κανένα δικαίωμα! Αυτή η σκηνή για εμένα, ήταν ατιμωτική! Ήμουν άντρας, έφηβος και δέχτηκα μία ζωώδη κακοποίηση! Κάθε ώθηση δική τους, συνοδευόταν με μαστίγωμα! Γι' αυτό τους μισώ και γι' αυτό θα πεθάνει ο Μεχμέτ μπροστά μου αυτή τη φορά. Εσύ όμως δεν είχες κανένα δικαίωμα να εισέλθεις στο μυαλό μου! Αν δεν σε αγαπούσα, αυτή τη στιγμή θα έχανα άσχημα τον έλεγχο» πρόφερε με πίκρα και η Γκάμπι κατάλαβε το λάθος της.
«Συγγνώμη. Σου ζητώ συγγνώμη. Ήθελα να σε καταλάβω, είχα περιέργεια να δω τι σου συνέβη και έφτασες στο σήμερα. Έχεις κάθε δίκιο ωστόσο να με μισείς. Ήταν ασέβεια εκ μέρους μου...» πρόφερε, μα ο Βλαντ είχε ντυθεί και ήδη στεκόταν στο παράθυρό της με την πλάτη γυρισμένη.
«Δεν σε μισώ, μα απογοητεύτηκα. Πίστεψα πως θα σταματούσες, μιας που σου τόνισα πως δεν επιθυμούσα να αναφερθώ σε αυτό το γεγονός. Γνωρίζεις τι σημαίνει σεξουαλική ασέλγεια από άντρες, σε έναν έφηβο; Γνωρίζεις τι τραύματα αφήνει στην ψυχή; Σε τι τέρας σε μετατρέπει; Σε αυτό μάλλον που στέκεται μπροστά σου» ήταν και οι τελευταίες του λέξεις, προτού πηδήξει και χαθεί μέσα στην χειμωνιάτικη υγρασία.
Ξεκίνησε να τρέχει με ταχύτητα, μέχρι που κοντοστάθηκε στη μέση του δάσους, έχοντας καθίσει σε έναν χαμηλό βράχο. Τελικά ήταν κομμάτι αυτής της φύσης, του ανήκε. Στο μυαλό του στριφογυρνούσαν εκτός από τις νοσηρές εικόνες, χιλιάδες άλλες στιγμές, ή συμβουλές. Θυμόταν τον Ραντού που ήταν μαζί του και τον εαυτό του να παλεύει να είναι κοντά στον μικρό. Μα εκείνος έλειπε για ώρες κάνοντας κολλητή παρέα με τον Μεχμέτ. Τον έπαιρναν μακριά του, τον προσηλύτιζαν, τον άλλαζαν. Οι εικόνες διαρκώς γυρνούσαν στο κεφάλι του. Θυμόταν τον εαυτό του να φεύγει, ελεύθερος πια και με μοναδικό του σχέδιο, να διαλύσει τους Οθωμανούς. Μα ο χαρακτήρας του, καθώς είχε αποκτηνωθεί, δεν άρεσε στους ευγενείς και πήγαν με το μέρος του Ραντού. Ναι, οι νίκες του ήταν θαυμαστές, το θάρρος του απαράμιλλο, μα ο απολυταρχικός του χαρακτήρας απωθούσε τον κόσμο.
«Πέταξε τη μάσκα και δείξε ποιος είσαι»
Τα λόγια του Χάινς ηχούσαν ξανά και ξανά στο μυαλό του.
΄΄Έχω κάνει βήματα. Δεν θα γίνω ποτέ ένας φυσιολογικός άνθρωπος, μα έχω δαμάσει το θεριό μέσα μου πολλές φορές. Έπνιξα την οργή μου μπροστά στο θράσος αυτής της κοπέλας και ήρθα λίγο πιο κοντά με τον κόσμο του Μπραν. Ώρες ώρες δεν γνωρίζω τι είναι σωστό και τι όχι, μα προσπαθώ. Ο πόλεμος έφτασε και εγώ πρέπει να είμαι έτοιμος΄΄ σκέφτηκε όταν γνώριζε πως η μόνη ψυχική του διέξοδος, ήταν για τελευταία φορά η Μονή Σναγκόβ. Εκεί, μέσα στα χαλάσματα και τα ερείπια που μύριζαν παρελθόν, ο Βλαντ έβρισκε γαλήνη. Εξάλλου, δεν θα ήταν μόνος. Εκείνη η πράα γυναίκα, πάντοτε φυλούσε το μέρος.
Έτσι συνέβη και το ίδιο εκείνο βράδυ. Ο Βλαντ πέρασε στο νησάκι και μόλις πάτησε το πόδι του, η φωνή της και το μικρό της φαναράκι, φάνηκαν στον ορίζοντα.
«Ήρθες Άρχοντα» του είπε και τον είδε να χαμογελά αχνά. Δεν την κοιτούσε ωστόσο.
«Ήρθα γιατί έχω ανάγκη την ψυχική γαλήνη, έστω και για λίγο» της απάντησε και εκείνη η μυστηριώδης γυναίκα, τον κοίταξε προσεκτικά.
«Έχεις αλλάξει. Το βλέπω στο πρόσωπό σου, στο χαμόγελο που ελλοχεύει εκεί που κάποτε καραδοκούσε ο θυμός. Η καρδιά σου μοιάζει πιο ελαφριά, μα πονεμένη βαθιά και ο πόνος της καρδιάς, είναι οξύς» πρόφερε εκείνη.
«Θα είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα με δει. Από εδώ θα περάσω για να παραδώσω την ψυχή μου. Να ξέρες μονάχα, πόσο θα ήθελα να μείνω, μα να έχω μια φυσιολογική ζωή με εκείνη που αγαπώ. Να μπορώ να είμαι συνοδοιπόρος της, να μπορώ να της χαρίσω οικογένεια, να έχω ένα σπίτι μαζί της όπου θα απολαμβάνω θαλπωρή και αγάπη. Δεν είμαι όμως εγωιστής. Καθώς εσύ είσαι άνθρωπος άγιος, μία ευχή θα σου αφήσω. Να της χαρίσει ο Θεός μία ζωή όμορφη και στο διάβα της να βρει κάποιον που θα την αγαπήσει γι' αυτό που είναι. Μπορεί το πείσμα της ώρες-ώρες να με τρελαίνει, μα την αγαπώ και θέλω να αγαπηθεί, αφού εγώ παρών δεν θα μπορώ να είμαι»
Η ευχή του έφυγε και ταξίδευε ήδη. Η γυναίκα χαμογέλασε στοργικά.
«Χαίρομαι που μας επέτρεψες να σε δούμε επιτέλους. Εκτός από αιμοσταγής δικτάτορας, όπως συχνά σε χαρακτηρίζουν, είσαι και πολλά περισσότερα. Έχεις καλή καρδιά, φτάνει να δουλέψεις τον χαρακτήρα σου. Η ευχή σου ήταν όμορφη, άδολη, αγνή. Να είσαι σίγουρος πως θα ακουστεί» του υποσχέθηκε «Το κεφάλι ψηλά, όπως το είχες πάντοτε» τελείωσε και την είδε να πιάνει με τρόπο το φαναράκι.
Η νύχτα την αγκάλιασε, μα ο Βλαντ ήθελε να μείνει ακόμη λίγο.
Αγαπημένοι μου είμαστε στο τελευταίο κεφάλαιο...λίγα παρτς έμειναν....
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro