Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Εκτός αν είναι ο ίδιος ο γιος του Διαβόλου/ part 1

΄΄Σε ελάχιστα λεπτά μια συνοδεία πέντε τεράστιων γενίτσαρων μετέφερε στη σκηνή τού Μεχμέτ του Πορθητή έναν νέο άνδρα που δεν ξεπερνούσε τα είκοσι πέντε χρόνια. Το πρόσωπό του δεν διακρινόταν. Ήταν μια άμορφη μελανιασμένη μάζα κρέατος και κοκάλων. Τα μέλη του ήταν σπασμένα σε κάθε κλείδωση, ενώ από το ημίγυμνο κορμί του έρεαν ποταμοί αίματος. Οι γενίτσαροι τον υποβάσταζαν. Ο Μεχμέτ πρόσταξε να του δώσουν νερό να πιει.

«Ώστε ανήκεις στο Τάγμα των Ιπποτών του Δράκου», είπε ο σουλτάνος. «Μίλησέ μου για τον άρχοντά σου, τον Βλαντ. Για την οικογένειά του. Πού βρίσκεται; Πόσοι τον ακολουθούν;».

Το χαμόγελο του αιχμάλωτου πάγωσε τον σουλτάνο. Τα τραβηγμένα χείλη του αποκάλυψαν το στόμα του. Μια μάζα από ματωμένα ούλα. Ο Ιππότης του Τάγματος του Δράκου ψέλλισε με δυσκολία:

«...Προτιμώ ό,τι μου κάνεις εδώ, παρά να μαρτυρήσω τον άρχοντά μου και να το μάθει. Αυτά που τα σκυλιά σου κάνουν, είναι παιχνιδάκια μπροστά σε αυτά που κάνει ο άρχοντας Βλαντ στους προδότες. Όσο πιο ψηλό το παλούκι, τόσο πιο μεγάλη θέση στην κοινωνία έχει αυτός που παλουκώνεται. Και εσύ θα έχεις το υψηλότερο παλούκι και θα πεθάνεις μετά από μέρες μόνος και αβοήθητος...».

Τα λόγια πάγωσαν στον αέρα. Ένας γενίτσαρος με κουρεμένο κεφάλι, από την προσωπική φρουρά του σουλτάνου, με δυο δρασκελιές βρέθηκε κοντά στον αιχμάλωτο ιππότη, ξεγύμνωσε το τεράστιο σπαθί του και με ασύλληπτη ταχύτητα το κατέβασε στον ματωμένο λαιμό του ανθρώπου.

«Η ασέβεια, πατισάχ μου, έχει και τα όριά της», είπε και γονάτισε.

Το πρόσωπό του άγγιξε το παχύ χαλί της σκηνής και με το χέρι του ξεγύμνωσε τον λαιμό του. Ήταν και εκείνος ασεβής την ώρα που μιλούσε ο σουλτάνος του και θα το πλήρωνε. Ο Μεχμέτ δεν είχε κουράγιο να διατάξει να σκοτώσουν και τον «αυθάδη» φρουρό, που υπερασπίστηκε την τιμή του. Εξάλλου, ο αιχμάλωτος δεν επρόκειτο να μιλήσει και να προδώσει τον άρχοντά του. Η παράνοια και ο τρόμος στο βλέμμα του, έκανε τον Πορθητή να νιώσει άβολα. Οι βεζίρηδες αλλά και οι άλλοι αξιωματικοί, στη μεγάλη σκηνή του, κοιτούσαν αποσβολωμένοι τα όσα διαδραματίστηκαν. Ο βεζίρης Ισάκ έσπασε την παγερή σιωπή. Έπεσε στο έδαφος, γονάτισε και με χαμηλωμένο βλέμμα ξεκίνησε να μιλάει:

«Ο αφέντης δεν έχει να φοβάται τίποτε. Ο Ντράκουλα δεν θα επιτεθεί ποτέ κατά του στρατού μας. Δεν μπορεί να το κάνει. Σε μια μάχη δεν θα είχε την παραμικρή ελπίδα. Είμαστε τα παιδιά του Μεγάλου Οσμάν. Κανένας στρατός δεν μπορεί να μας κερδίσει. Εξάλλου...», συμπλήρωσε και κοίταξε γύρω του στη μεγάλη σκηνή, «η σκηνή του πατισάχ μας είναι ακριβώς στη μέση του στρατοπέδου και για να φτάσει κάποιος μέχρι εδώ, θα πρέπει να μας σκοτώσει όλους και να περάσει από τα πτώματά μας».

Ο Πορθητής χαμογέλασε ειρωνικά και την επόμενη στιγμή συμπλήρωσε:

«Μπορεί κάποιος να φτάσει μέχρι τη σκηνή μου Ισάκ, και με άλλο τρόπο... Να είναι ο ίδιος ο γιος του Διαβόλου...»

Η Γκάμπι άκουγε με προσοχή τα λόγια του Ραντού. Ένιωθε σοκαρισμένη από την αποκάλυψη μίας τέτοιας αλήθειας, μα ο νεαρός Σκοτεινός δίπλα της, φαινόταν ψυχραιμότατος. Αν εξαιρούσες το γεγονός της επικινδυνότητας, σαν παρουσία ήταν ιδιαιτέρως ευχάριστη. Τα χαρακτηριστικά του και οι τρόποι του ήταν ανάλαφρα, τίποτε δεν πρόδιδε την παραμικρή ένταση. Σε αντίθεση με εκείνον, ο Βλαντ διακρινόταν αποκλειστικά από ένταση. Ο Ραντού σηκώθηκε. Δεν φάνηκε να έχει πρόθεση να την αντιμετωπίσει, τουλάχιστον όχι εκείνο το βράδυ. Ξεκίνησε να βαδίζει κατά μήκος του κήπου, με την Γκάμπι να τον ακολουθεί μένοντας πιο πίσω, όταν άνεμος σηκώθηκε και ο Ραντού κοντοστάθηκε. Η κοπέλα ένιωσε να ανατριχιάζει ολόκληρη. Ακόμη και το ουράνιο στερέωμα έμοιαζε να ματώνει και το ερεβώδες του πέπλο, να βάφεται άλικο.

«Γεια σου αδερφέ» η ψύχραιμη φωνή του Ραντού, καλωσόρισε ένα Βλαντ που στεκόταν εξαγριωμένος στην άκρη του γκρεμού.

Φορούσε ένα λινό πουκάμισο σε χρώμα σκούρο, σχεδόν ανοιχτό μέχρι τη μέση και τα ατίθασα μαλλιά του ανέμιζαν προς τα πίσω. Τα διεισδυτικά του μάτια, που μέσα τους κρυβόταν όλη η τρέλα και το βάρος μίας ατέλειωτης ιστορίας, ενός θρύλου σχεδόν, διαπέρασαν το σκοτάδι και επικεντρώθηκαν μονάχα στον Ραντού. Οι ρυτίδες του προσώπου του βάθυναν στα ξαφνικά, σημάδι του ανείπωτου θυμού του.

«Αυτή τη φορά δεν θα κάνω πίσω. Κάποτε έκανα, γιατί πίστεψα πως δεν θα τολμούσες να τραβήξεις την ιστορία στα άκρα, αλλά εσύ δεν δίστασες να φτάσεις μέχρι το Ποενάρι, στο πλάι των γενίτσαρων, στο πλάι του Μεχμέτ. Ήμασταν αδέρφια, μα καρφάκι δεν σου κάηκε! Γιατί Ραντού; Για τον θρόνο της Βλαχίας;» τον ρώτησε και ο Ραντού δεν φάνηκε να δίνει την παραμικρή σημασία στην εικόνα τη φοβερή του αδερφού του.

Η Γκάμπι πρόσεξε πως στο στήθος του Βλαντ, υπήρχε ακόμη η πληγή του ασημιού που έκλεινε αργά. Ο πόνος ωστόσο, δεν φαινόταν να τον αγγίζει και αν το έκανε δεν τον ένοιαζε.

«Εγώ και εσύ είχαμε διαφορετικές απόψεις για τον θρόνο, μα και για την Βλαχία. Εσύ θεωρούσες πως αν ξεκλήριζες τους ευγενείς και αν διέλυες μία ολόκληρη αυτοκρατορία, η χώρα σου θα ήταν ασφαλής. Πόσα λίγα γνώριζες όμως. Πόσο φαντασμένος ήσουν για να πιστεύεις πως μπορείς να τα βάλεις με τον Μεχμέτ; Δεν είσαι παντοδύναμος Βλαντ» πρόφερε και ο άνδρας απέναντί του τον πλησίασε.

«Εγώ πολέμησα για την πατρίδα μου γιατί κανενός το παιχνιδάκι δεν θα γινόμουν, σε αντίθεση με εσένα που ήσουν δήθεν ο εκλεκτός... Τυφλή υπακοή έδειχνες στον σουλτάνο. Τι στο ανάθεμα Ραντού;» οργίστηκε περισσότερο.

«Αυτή ήταν και η αδυναμία μου. Η ίδια που υπάρχει και σε εσένα και που δεν θέλεις, ή μάλλον, δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου να δεχτεί. Ο Μεχμέτ για εμένα δεν ήταν μονάχα φίλος μου. Ήταν το ιδανικό μου. Μπορεί να με σόκαρε η αρχική του κίνηση να με πλησιάσει, μπορεί να έκανα χρόνια να δεχτώ τα συναισθήματά μου, όμως αυτά υπήρχαν και με έκαναν να σταθώ στο πλάι του και όχι στο πλάι ενός αιμοσταγούς αδερφού που σκότωνε. Αλήθεια, η κοπέλα γνωρίζει ποιος είσαι και τι έχεις σκοπό να κάνεις; Διαβάζω συναισθήματα και τα τούνελ του μυαλού σου άψογα, γιατί εδώ και ώρα είσαι αφηρημένος. Η αδυναμία που λέγαμε. Είσαι αφηρημένος γιατί ο λογισμός σου τρέχει στη Γαβριέλα. Σταμάτα να προσπαθείς να με μπλοκάρεις τώρα. Είναι αργά» τελείωσε και ο Βλαντ με μία κίνηση όρμησε επάνω του και έσφιξε με δύναμη τον λαιμό του.

«Σκάσε! Δεν έχεις δικαίωμα να μιλήσεις! Θα μιλήσω εγώ!» του φώναξε και με δύναμη τον πέταξε στο χώμα, με αποτέλεσμα να συρθεί στο έδαφος. Σύντομα όμως ανέκτησε τις δυνάμεις του και τότε, με χέρια σφιγμένα, ανάγκασε την Γκάμπι να αιωρηθεί.

«Αγαπάς κάποιον που έχει αποφασίσει να πεθάνει, όποιο και αν είναι το τελικό αποτέλεσμα. Ξέρεις τι ονειρεύεται ο Βλαντ; Τον τάφο του στη Μονή Σναγκόβ και την ανάπαυση της ψυχής του. Δεν νοιάζεται για τίποτε άλλο! Μπορεί να είσαι η αδυναμία του, μα ακόμη και έτσι, το τέλος του είναι προαποφασισμένο από τον ίδιο!» της ούρλιαξε και την πέταξε στο έδαφος, με μία κραυγή να βγαίνει ταυτόχρονα από το στόμα του Βλαντ. Φλόγες ξεπήδησαν από τα χέρια του καθώς η οργή τον πλημμύριζε.

Ο ουρανός μάτωνε, η καρδιά της Γκάμπι επίσης, ενώ τίποτε δεν φαινόταν ικανό να συγκρατήσει τον Ντράκουλα που είχε θολώσει. Η σελήνη κρεμόταν τώρα άψυχα, σαν μπάλα που είχε ξεφουσκώσει, πάνω από τα κεφάλια των δύο μονομάχων. Η φωτιά σιγόκαιγε στις παλάμες του Βλαντ και η πληγή φαινόταν να ανοίγει ξανά και να ματώνει. Ένιωθε στο ιδρωμένο του στέρνο, την αίσθηση του υγρού αίματος, που λίγο λίγο ξεπηδούσε ξανά, ωστόσο ήταν αποφασισμένος να μην κάνει πίσω. Ο θόρυβος από την μάχη, όπως ήταν φυσικό, αναστάτωσε όλη τη Σχολή. Η διευθύντρια, ενεργοποίησε ευθύς αμέσως την μαγεία του δισκοπότηρου, ώστε να κρύψει από τα μάτια των θνητών εντελώς το θέαμα. Αποτέλεσμα αυτού, οι θόρυβοι και οι κραυγές να ακούγονταν, μα η αληθινή καταστροφή και μάχη να λάμβανε χώρα υπό το πέπλο της κάλυψης.

Σύντομα, ο Στεφάν, ο Μίρτσεα και η Αλεξάνδρα, έσπευσαν ευθύς αμέσως στο μεγάλο κεντρικό μπαλκόνι των δύο μεσαίων πυργίσκων, όπου αντίκρισαν την μονομαχία σώμα με σώμα, ενώ η Γκάμπι βρισκόταν πεσμένη στο έδαφος. Τα μάτια του Μίρτσεα άστραψαν στην ξαφνική θέα των σκοτεινών σκιών που παραμόνευαν. Τα χέρια του υψώθηκαν στον ορίζοντα τον ματωμένο και το σήμα του σταυρού, με έναν δράκο να κρέμεται από κάτω του, σαν να υποτάσσεται, σχηματίστηκε στον ουρανό καλώντας το Τάγμα. Οι βρικόλακες έσπευσαν αμέσως, τρέχοντας μέσα στα σκοτεινά δέντρα. Το σώμα τους ελισσόταν με απίστευτη ταχύτητα και η άγρια φύση της Ρουμανίας και των Καρπάθιων βουνοκορφών, βοηθούσαν ιδιαίτερα μιας που αρκετοί από τους μάγους, ήταν νέοι σε ηλικία και δεν γνώριζαν τα εδάφη τόσο καλά, όσοι οι μεσαιωνικοί ήρωες.

Τα μέλη του Τάγματος ορμούσαν κατευθείαν στον λαιμό, στραγγαλίζοντάς τους. Κραυγές αντιλαλούσαν μέσα από τις συστάδες των δέντρων και τα σκιερά δάση των παλουκωμένων.

Ο Ραντού με τον Βλαντ χτυπιούνταν δίχως έλεος, με τον Παλουκωτή να βαστά ένα τεράστιο και βαρύ ξύλινο κοντάρι, το οποίο φλεγόταν και περιστρεφόταν στα χέρια του με μανία χτυπώντας τον Ραντού, ο οποίος αμυνόταν με ένα ξίφος ποτισμένο με ασήμι. Καθόλη τη διάρκεια της μάχης, πάλευε μανιασμένα να μπει μέσα στο μυαλό του και να το ελέγξει. Τα τείχη ωστόσο που είχε κατορθώσει να υψώσει ο Βλαντ ήταν σχεδόν απροσπέλαστα, με αποτέλεσμα ο Ραντού να πέσει στο απόλυτο, αβυσσαλέο κενό. Η μανία του ήταν απίστευτη και ο Βλαντ τον είχε φτάσει σχεδόν, όταν ένα βέλος ποτισμένο με δηλητήριο έσκισε τον αέρα και τον χτύπησε στον ώμο. Εκείνος πισωπάτησε ταραγμένος για δευτερόλεπτα, όταν άκουσε τις κραυγές της Γκάμπι, που έτρεχε να τον βοηθήσει. Ένα δεύτερο βέλος ωστόσο, τινάχτηκε μέσα από την ερεβώδη αγκαλιά των δασών και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ο Βλαντ που το είχε εντοπίσει, πήδηξε για να το πιάσει στον αέρα, με αποτέλεσμα εκείνο να τον τρυπήσει στο δεξί του χέρι, κοντά στον καρπό. Η μύτη του όπλου ωστόσο, περιείχε ασήμι, το οποίο ξεκίνησε να εισχωρεί στις φλέβες του και να καίει τα σωθικά του. Παραπάτησε ζαλισμένος, μα η τρέλα του δεν θα τον εγκατέλειπε. Άρπαξε με βία το βέλος από τον καρπό του κοντά και το τράβηξε έξω, ενώ με το άλλο του χέρι, ψαχούλεψε στον ώμο του, ώστε να εντοπίσει το πρώτο. Όταν πια απελευθερώθηκε από αυτά, συγκέντρωσε στο μυαλό του τις παραισθήσεις, μονάχα που τώρα θα τις έκανε πράξη. Κανένας δεν θα βεβήλωνε τον τόπο του. Γύρω του, η μάχη μαινόταν.

Έβλεπε τον αδερφό του και τον ξάδερφό του να πολεμούν με μανία τους σκοτεινούς μάγους, καθώς και φοιτητές της Σχολής, Αλχημιστές και βρικόλακες. Πήρε μία βαθιά ανάσα. Τα χρώματα στροβιλίζονταν με ταχύτητα και φοβήθηκε πως το δηλητήριο, μαζί με το ασήμι, θα τον αποτελείωναν. Το παρελθόν του χτύπησε την πόρτα, καθώς και οι δεκάδες μάχες που είχε δώσει, τα ουρλιαχτά του που είχαν εμψυχώσει τον στρατό του τον φτωχικό. Τα δάση θα ήταν η σωτηρία του. Με όση δύναμη του απέμενε, πισωπάτησε παρατώντας τον Ραντού με ένα δαχτυλίδι φωτιάς να τον καθυστερεί για δευτερόλεπτα. Ο Βλαντ τρέχοντας χώθηκε στις σκιές και από κει ξεκίνησε να αρπάζει τους πεσμένους πασσάλους και με όλη του τη δύναμη να τους χώνει στο έδαφος. Τα μέλη του Τάγματος κατάλαβαν ευθύς αμέσως το σχέδιο και άρπαζαν τα πτώματα των μάγων. Όλοι τους, κατέληγαν παλουκωμένοι πάνω στα άγρια και θανατηφόρα ξύλα.

Μπροστά στο θέαμα, οι Σκοτεινοί που είχαν απομείνει ζωντανοί, αιφνιδιάστηκαν. Η Γκάμπι ύψωσε το βλέμμα της, με τα χέρια της ματωμένα ακόμη από την πτώση, όταν μέσα στην αναταραχή, είδε τον Βλαντ στην κορυφή του λόφου, να στέκει αγέρωχος και να βαστά ένα ξύλο μυτερό, όπου πάνω του είχε καρφώσει έναν μάγο που σπαρταρούσε.

«Εγώ, δεν θα λυγίσω Ραντού! Κανείς δεν θα με αναγκάσει να τον προσκυνήσω δίχως τη θέλησή μου! Εσύ το επέλεξες λοιπόν και ιδού η απάντησή μου» ακούστηκε η στεντόρεια φωνή του, όταν με μία κραυγή κάρφωσε το ξύλο στη γη «Γιο του Διαβόλου με φωνάζουν, μα ακόμη χειρότερα, είμαι ο Βλαντ ο Παλουκωτής» άστραψε και άπαντες ξεκίνησαν να οπισθοχωρούν όταν έπεφταν επάνω στα κρεμασμένα σώματα. Ο θρύλος ο καταραμένος είχε ζωντανέψει μπροστά τους και σκόρπισε μέσα τους ο πανικός.

Ο Ραντού στεκόταν εμβρόντητος να κοιτάζει το θέαμα, μέχρι που αποφάσισε να κάνει πίσω και εκείνος, βλέποντας τους συμμάχους του, άλλους νεκρούς και μερικούς να σπαρταράνε ματωμένοι, με τα υγρά του σώματός τους να χύνονται αργά επάνω στα ξύλα του θανάτου. Όταν το σώμα του χάθηκε, ο Βλαντ κατέρρευσε στη γη. Τα γόνατά του λύγισαν, μα μέσα στη θολούρα του σκέφτηκε εκείνη. Τι είχε κάνει; Είχε αφήσει ελεύθερο όλο αυτό το κτήνος που αιώνες καταπίεζε, κάνοντας άλλους να παγώσουν και άλλους, τυλιγμένους στα σάβανα του φόβου τους, κρυφά να τον θαυμάσουν. Η Γκάμπι βρισκόταν στο ίδιο σημείο και εκείνος με κόπο την έφτασε. Το ένα του χέρι είχε μαυρίσει, εξαιτίας του δηλητηρίου, ωστόσο όταν στάθηκε μπροστά της, κανένας μορφασμός πόνου δεν διαφαινόταν στα μάτια του.

«Γαβριέλα;» τη φώναξε ενώ το μέτωπό του ήταν ιδρωμένο.

«Είσαι καλά;» ρώτησε εκείνη τρέμοντας από το θέαμα το αποτρόπαιο που απλωνόταν γύρω της.

Πίσω της ακριβώς φάνηκε ο Μίρτσεα και ο Στεφάν, που βοήθησαν τον Βλαντ να σηκωθεί, ενώ άπαντες στη Σχολή, εκτός από τους απλούς ανθρώπους, είχαν βγει στα μπαλκόνια και στον κήπο, είτε για να πολεμήσουν, είτε για να δουν με τα μάτια τους τον φοβερό Πρίγκιπα να ξεδιπλώνει το πιο σκοτεινό χαλί της ιστορίας.

«Τσακιστείτε μέσα! Δεν είμαι θέαμα για να κοιτάτε έτσι!» τους ούρλιαξε ο Βλαντ και οι μαθητές εξαφανίστηκαν, με την Άλμπα να μένει πίσω. Ο άνδρας ίσα που μπορούσε να αναπνεύσει, μα την κοιτούσε ίσια στα μάτια, δίχως να χαμηλώνει το βλέμμα του στο ελάχιστο.

«Βλαντ Ντράκουλα» ψιθύρισε εκείνη.

«Άλμπα. Δεν έχω χρόνο για κουβέντες. Ασφάλισε τη Σχολή και στρέψε αλλού το βλέμμα σου» της είπε βλοσυρά και εκείνη τον κοίταξε με θαυμασμό.

«Πόσο θάρρος θέλει αλήθεια, για να πονάς τόσο φρικτά όσο εσύ αυτή τη στιγμή, με το ασήμι να καίει στην κυριολεξία όλα σου τα όργανα και τις φλέβες, και παράλληλα να μπορείς να στέκεσαι ακλόνητος μπροστά μου; Δεν άλλαξες καθόλου Βλαντ, μα ο θρύλος τελικά αξίζει τον κόπο. Ο Πρίγκιπας με τα χίλια πρόσωπα, ο βοεβόδας της Βλαχίας που την πλημμύρισε στο αίμα και βγήκε πολλές φορές νικητής αιφνιδιάζοντας τον σουλτάνο. Ο άνθρωπος που πολλοί μίσησαν και λίγοι θαύμασαν, ο αδερφός που προδόθηκε από αδερφό. Στέκεται αυτή τη στιγμή μπροστά μου. Θέλεις βοήθεια, αλλιώς το ξημέρωμα μπορεί να μη σε βρει» του είπε και τα οργισμένα, πράσινα δάση του, με την κούραση και τον πόνο να ελλοχεύουν στην κόρη τους, καρφώθηκαν επάνω της με αποφασιστικότητα.

«Θα είμαι εντάξει. Η ψυχή μου δεν θα φύγει, αν αυτός ο κύκλος δεν κλείσει» απάντησε και ξεκίνησε να αποχωρεί, με τα καστανά μαλλιά του πλημμυρισμένα στο αίμα.

Όταν στάθηκε μπροστά στην Γκάμπι για λίγο, οι λέξεις ξανά δεν έβγαιναν από μέσα του. Πάλι εκείνη η αμηχανία είχε καταλάβει την ψυχή του. Τα μάτια του κατρακύλησαν στη γη και μέσα του ευχήθηκε να μπορέσει εκείνη να ξεχάσει την αποτρόπαια εικόνα που απλωνόταν στα βουνά.

«Είσαι καλά;» την ρώτησε κοφτά και εκείνη κούνησε το κεφάλι της.

Ο Βλαντ ωστόσο, κοίταξε τα ματωμένα της χέρια. Τότε, το βλέμμα του ανασηκώθηκε και έψαξε το δικό της, σαν να καρτερούσε μία σιωπηλή άδεια. Η κοπέλα έμεινε να τον κοιτάζει, μέχρι που τα τρεμάμενα χέρια του, κράτησαν τα δικά της. Την τελευταία του σταγόνα ενέργειας, την έδωσε για να γιατρέψει τις πληγές της. Οι βρικόλακες μπορούσαν να το κάνουν, ειδικά αν ήταν αρκετά ισχυροί εκ φύσεως.

Τίποτε άλλο δεν της είπε, μονάχα αποχώρησεκουτσαίνοντας ελαφρώς, όταν είχε απομακρυνθεί αρκετά και νόμιζε πως δεν θα τονέβλεπε κανείς.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro