Βοήθεια από το έρεβος/ part 2
Κυκλοφορώντας το βράδυ ανάμεσα στους ανθρώπους, ήταν κάτι παράξενα ευχάριστο. Ο Στεφάν και ο Μίρτσεα ήταν ντυμένοι σαν δύο σύγχρονοι άνδρες του σήμερα και στόχευαν κατευθείαν στην νυχτερινή διασκέδαση. Η Τάιμς ήταν νυχτερινό κέντρο με μουσική, νεολαία και αλκοόλ. Μπαίνοντας και παρά τον χαμηλό φωτισμό, οι δυο τους όντας απέθαντοι έβλεπαν τέλεια. Παρά το γεγονός πως ένιωθαν σαν να κολυμπούσαν στα βαθιά και μάλιστα σε νερά άγνωστα, με ένα βλέμμα που αντάλλαξαν συνεννοήθηκαν στα κρυφά να αφήσουν τους εαυτούς τους ελεύθερους.
«Αν θυμάμαι καλά, παραγγέλνεις εκεί μπροστά. Έχεις νομίσματα του σήμερα;» ρώτησε ο Μίρτσεα και ο Στεφάν γέλασε.
«Φυσικά. Γνωρίζω πολύ καλά πώς νιώθεις. Όλη η ιστορία μας είναι χαραγμένη στα σοκάκια αυτού του χωριού και οι άνθρωποι δεν έχουν καμία σχέση. Δεν γνωρίζω αν είναι καλύτεροι ή χειρότεροι, ίσως πάλι να είναι και ίδιοι και ο λόγος που δεν εκδηλώνονται όπως εμείς κάποτε, να είναι οι νόμοι που τους κρατούν» τελείωσε και κατευθύνθηκαν στο μπαρ, με έναν μυώδη άνδρα, γεμάτο τατουάζ και κεφάλι ελαφρώς ξυρισμένο, να πίνει το ένα σφηνάκι μετά το άλλο. Τους κοίταξε ελαφρώς περίεργα, καθώς παρά τις αλλαγές που είχαν κάνει, κάτι επάνω τους φώναζε ΄΄παλαιότητα΄΄.
«Τι να σας φέρω κύριοι;» τους ρώτησε και με μία συντονισμένη κίνηση, έστρεψαν το βλέμμα τους δεξιά.
«Ό,τι πίνει και η διπλανή μας» απάντησε ο Μίρτσεα και ο άνδρας έγνεψε καταφατικά. Η ξανθιά κοπέλα που στεκόταν μονάχη της παράμερα, κοίταξε τον Μίρτσεα ελαφρώς αδιάκριτα και του χαμογέλασε.
«Νομίζω πως η συγκεκριμένη δεν έχει αφήσει τίποτε στην φαντασία μου» σχολίασε ο άνδρας βλέποντας το ντύσιμό της, ενώ παράλληλα εκείνη σαν αίλουρος, γλίστρησε προς τη μεριά του. Φαινόταν να διακατέχεται από μία σιγουριά και μαζί με το ποτό της, τσούγκρισε επιδεικτικά το ποτήρι μαζί του.
«Είσαι ιδιαίτερα εντυπωσιακός άνδρας. Θα μπορούσες να μου πεις το όνομά σου;» τον ρώτησε.
«Μαξ δεσποσύνη, μα πείτε μου, δεν κρυώνετε με τέτοια υγρασία και τον κλιματισμό εδώ μέσα;» ρώτησε όσο πιο διακριτικά γινόταν, με τον Στεφάν να παρακολουθεί τη σχετική αμηχανία του με μία ανάλαφρη διάθεση.
«Σε σκανδαλίζουν μήπως τα ρούχα μου αγόρι;» τον ρώτησε και εκείνος ξεροκατάπιε.
«Ξέρετε είμαι συνηθισμένος να κάνω εγώ την πρώτη κίνηση σε μία κοπέλα. Βέβαια, ποτέ δεν είναι αργά» της είπε και πιάνοντας απαλά το χέρι της, το φίλησε ως ένδειξη σεβασμού και με την γυναίκα να είναι έτοιμη να πεθάνει στο γέλιο.
«Άσε καλύτερα. Θα βρω κάποιον πιο νορμάλ εδώ μέσα, καθώς κυκλοφορούν και χτυπημένοι» ψέλλισε ενοχλημένη και αποχώρησε, αφήνοντάς τους μόνους.
«Είμαι χαμένη υπόθεση και το νιώθω πιο έντονα από ποτέ. Ωστόσο, ας αφήσουμε στην άκρη τις απανταχού κορασίδες. Στην υγειά μας» ύψωσε το ποτήρι του στον φίλο του, μέχρι που δύο ώρες αργότερα, βρέθηκαν να περπατούν στην ήσυχη, μεσαιωνική πόλη.
«Κάποια πράγματα θα μου λείψουν, μα ίσως είναι καλύτερα έτσι. Όλον αυτόν τον καιρό μέναμε, εξαιτίας του Ραντού, καθώς ειδικά τον Μεχμέτ, πιστεύαμε πως τον είχαμε αποτελειώσει αιώνες τώρα. Όταν όλα θα τελειώσουν, η ιστορία θα δώσει τη θέση της στο σήμερα όπως πρέπει και υποθέτω πως η Ντούτραμ θα περάσει στα χέρια των αλχημιστών, ανθρώπων, ή νεότερων βρικολάκων. Το πρόβλημα είναι, πως δεν έχω ιδέα πού θάφτηκα ζωντανός. Για να μπορέσω να φύγω, θα πρέπει να βρω το ακριβές σημείο ταφής μου, πράγμα δύσκολο» του είπε και ο Στεφάν αναστέναξε.
«Όλη μας η οικογένεια θα φύγει. Από εμένα, τον Βλαντ, εσένα και την Αλεξάνδρα. Λυπάμαι που ο μικρός κατέληξε απέναντί μας, μα ορισμένες φορές η αγάπη και ο θαυμασμός μας τυφλώνουν άλλοτε για καλό και άλλοτε για κακό σκοπό. Ακόμη και ο Βλαντ άλλαξε, ο άνθρωπος μύθος που εναντιωνόταν στην οποιανδήποτε επαφή με τους ανθρώπους και το σήμερα» πρόφερε ο Στεφάν, όταν ένας παράξενος ήχος έφτασε στα αφτιά τους και τους έκανε να ανατριχιάσουν.
«Είναι αυτό που νομίζω;» ρώτησε ο Μίρτσεα με τον Στεφάν να έχει σταθεί ακίνητος στο πλάι του.
«Μα, πώς γίνεται; Η Μαύρη Εκκλησία είναι λουθηρανική και δεν λειτουργεί κανονικά. Ποιος χτυπά την καμπάνα της;» έθεσε την ερώτηση ο Στεφάν και κόσμος ξεκίνησε να μαζεύεται, όταν ειδικοί άνοιξαν τις πόρτες της και το επιβλητικό σκοτάδι της τους κατάπιε.
Ο ναός ήταν άδειος, μα οι καμπάνες ακούγονταν. Οι μορφές του Μεσαίωνα λες και σηκώνονταν από τον τάφο τους και τότε όλοι είδαν ιερωμένους να φτάνουν έπειτα από λίγο, μιλώντας όμως για σκοτεινό θαύμα. Για δυνάμεις ύπουλες και απροσδιόριστες που στόχο είχαν τους πιστούς. Για δυνάμεις του Διαβόλου. Ανάμεσα στο πλήθος, οι δύο φίλοι είδαν τον Γκάρβευ να εμφανίζεται με ένα χαμόγελο απόκοσμο να κοσμεί το πρόσωπό του. Πλησίασε ευθύς τους ιερωμένους, των οποίων το βλέμμα θαρρείς και δεν έβλεπε πια καθαρά και τους ψιθύρισε κάτι. Οι ιερωμένοι στράφηκαν έντρομοι στους δύο άνδρες που κοιτούσαν μπερδεμένοι και πρόταξαν τους σταυρούς που φορούσαν.
«Είστε γιοί του Σατανά!» ούρλιαξαν και το πλήθος κράτησε την ανάσα του.
Προτού προλάβουν να αντιδράσουν, κάποιοι άρπαξαν το χέρι του Στεφάν και το έκοψαν με ένα στιλέτο μικρό, κοντά στον αγκώνα. Ο Στεφάν οργισμένος έστρεψε το βλέμμα του στον Σκοτεινό που τον τραυμάτισε, όταν οι ιερωμένοι έδειξαν μπροστά σε όλους, την πληγή του που επουλωνόταν.
«Κυκλοφορούν και δεν είναι μύθος, πρέπει να τους κάψετε! Να τους ξεριζώσετε την καρδιά! Ξέρω, θυμίζει Μεσαίωνα κάτι τέτοιο, μα δεν έχετε επιλογή. Συνάνθρωποί μας εξαφανίζονται κάθε μέρα και όλα αυτά εξαιτίας τους. Απέθαντοι, παιδιά της νύχτας, βρικόλακες... Είναι αληθινοί» ξεκίνησε τη διασπορά του τρόμου ο Γκάρβευ και το εξαγριωμένο πλήθος στράφηκε προς τους δύο άνδρες.
«Θα σου έλεγα την λέξη ΄΄τρέχα΄΄. Δεν μπορούμε να σκοτώσουμε θνητούς και δυστυχώς δεν είμαι και βέβαιος για τους σκοτεινούς» πρόσταξε ο Μίρτσεα και ξεκίνησαν να τρέχουν με εκπληκτική ταχύτητα ανάμεσα στα σοκάκια.
Με εξίσου εκπληκτική ευκολία, βρέθηκαν να σκαρφαλώνουν επάνω στις στέγες, όταν ο Γκάρβευ έφτασε στην κορυφή, χτυπώντας τον Στεφάν στο πρόσωπο και κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του. Τα πόδια του γλίστρησαν από την ξαφνική ζαλάδα και τον πόνο και έπεσε στο πλακόστρωτο με έναν πάταγο, τη στιγμή που ο Μίρτσεα πάλευε με άλλους δύο. Ο μάγος πήδηξε πίσω του και αρπάζοντας μία ασημένια αλυσίδα, τύλιξε τον Στεφάν, δένοντάς τον σφιχτά. Ο πόνος παρέλυσε το κορμί του και οι κραυγές του εξαγριωμένου πλήθους, ηχούσαν σαν βέλη ηχηρά που έσκιζαν τον αιθέρα. Μέσα σε λίγα λεπτά, η κοσμοπλημμύρα είχε βρει τον στόχο της και άπαντες τον χτυπούσαν με βία, ξεσπώντας επάνω του τις εξαφανίσεις όλων αυτών των αθώων θυμάτων.
«Αφήστε τον σε εμένα. Εργάζομαι χρόνια στην αντιμετώπιση τέτοιων πλασμάτων. Αύριο, τα μεσάνυχτα θα καεί στην πλατεία του Μπρασόβ. Τέτοια βδελύγματα είναι αμαρτία να υπάρχουν στον κόσμο» ακούστηκε σαν συριγμός η φωνή του Γκάρβευ και τρεις ακόμη σκοτεινοί περικύκλωσαν το πεσμένο σώμα του βρικόλακα, το οποίο σπαρταρούσε βυθισμένο σε μία παραζάλη εξαιτίας του ασημιού.
Το πλήθος ηρέμησε, καθώς ο Γκάρβευ του έταξε εκδίκηση και θάνατο. Οι ιερείς έδιναν τις ευλογίες τους, απόλυτα ελεγχόμενοι από τον Ραντού και πλέον τον Μεχμέτ που αγαπούσε όσο τίποτε να παίζει με τη χριστιανική συνείδηση. Στην ουσία, όλοι άχρηστοι του ήταν καθώς στο πλάι του επιθυμούσε να έχει τον οθωμανικό του στρατό, ή Οθωμανούς του σήμερα που έχουν ακολουθήσει τη σκοτεινή μαγεία. Αγαπούσε το γεγονός πως η σημερινή πίστη δεν ήταν τόσο ισχυρή για να κρατήσει τους λαβύρινθους του μυαλού των ιερέων κλειστούς. Η διαφθορά τους ήταν εύκολη και η απόκοσμη εκκλησία σήμανε τον ερχομό του σκότους. Από ψηλά, ο Μίρτσεα βούτηξε τον σβέρκο ενός σκοτεινού, παρασύροντάς τον κάτω και με ένα μαχαίρι σημάδεψε την καρδιά του, σκοτώνοντάς τον επί τόπου και αφήνοντας πίσω του να πλανηθεί μία μαύρη σκιά. Φώναζε το όνομα του Στεφάν, μα σαν μοναδική απάντηση πήρε ένα γέλιο μέσα στο μυαλό του. Το γέλιο του σουλτάνου.
***
Πίσω στο Μπραν, το χωριό που τώρα τύλιγε η ομίχλη, με τη σκιά του κάστρου ανελέητη να κοιτάζει από την κορυφή των άγριων βράχων, η Γκάμπι ζούσε μία στιγμή σπάνια. Ήταν μόνη της, στη σοφίτα που τόσο αγαπούσε από παιδί και απέναντί της βρισκόταν ένας άνδρας, συνώνυμο του μύθου, του οποίου το όνομα είχε ταξιδέψει από άκρη σε άκρη σε όλον τον κόσμο. Δεν ήξερε τι θα έπρεπε να προσμένει από μία τέτοια επαφή. Ίσως ωμή λαχτάρα και ένστικτα ζωώδη μίας άλλης εποχής. Αντί αυτού όμως, ο Βλαντ είχε τοποθετήσει ανάμεσα στα χέρια του το πρόσωπό της, είχε κλείσει τα μάτια του και απολάμβανε αυτό το αργό φιλί, παλεύοντας ταυτόχρονα να μπλοκάρει τη λογική που ούρλιαζε πως έπρεπε να σταματήσει εδώ και τώρα για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Μέσα στην απόλυτη ησυχία, καθώς η υπόλοιπη οικογένεια πάλευε να συνειδητοποιήσει τι είχε ακούσει μόλις πριν λίγο, ο μόνος ήχος που ακουγόταν, ήταν εκείνος του φιλιού τους.
Τα χέρια της κινήθηκαν στη μέση του και εκείνος ευθύς την τράβηξε πιο κοντά του, επιτρέποντας στα πόδια της να κυκλώσουν τελικά τη δική του μέση, δίχως να εγκαταλείπει την επαφή τους, ούτε για πέντε λεπτά. Όταν όμως χρειάστηκαν και οι δύο οξυγόνο, η Γκάμπι έφερε τα μάτια του στην ίδια ευθεία με τα δικά της. Πάλεψε να τα διαβάσει, μα όπως ακριβώς συνέβη και την πρώτη μέρα που τον γνώρισε, κάτι τέτοιο στάθηκε αδύνατον. Ο Βλαντ την κοίταξε αποφασισμένος, παρατηρώντας στο ημίφως της νυχτιάς τις ταιριαστές τους σιλουέτες, να έχουν γίνει ένα. Ήθελε να της πει πολλά, μα βαριές κουβέντες δεν θα ξεστόμιζε ποτέ. Τρυφερά, την έκλεισε στην αγκαλιά του βαστώντας την σφιχτά και τρίβοντας ελαφρώς την πλάτη της.
«Το μετάνιωσες;» τον ρώτησε βραχνά ενώ βρισκόταν ακόμη εγκλωβισμένη σε ένα μέρος από το οποίο δε επιθυμούσε ποτέ της να δραπετεύσει.
«Όχι. Για τίποτε δεν έχω μετανιώσει στη ζωή μου. Για τίποτε απολύτως. Γνωρίζω πως δεν έπραξα σωστά και άγια πάντοτε, μα δέχομαι τις επιλογές μου με τα σωστά και με τα λάθη μου» έκανε παύση καθώς έφερε το πρόσωπό της απέναντι από το δικό του. Με το χέρι του, απομάκρυνε μία τούφα από τα μαλλιά της. «Είσαι πολύ όμορφη» της είπε και της χαμογέλασε για πρώτη φορά, με έναν τρόπο που καταλάβαινε πως πήγαζε από την καρδιά του.
Τη φίλησε στο μέτωπο, τον λαιμό και το τελευταίο του φιλί το άφησε για τα ζεστά της χείλη που αποζητούσαν όσο τίποτε, την επαφή μαζί του.
«Κάποτε μου είπες πως δεν ήσουν ο πρίγκιπας με το άσπρο άλογο, μα ο δράκος. Εγώ ωστόσο, δεν βλέπω κανέναν δράκο εδώ γύρω» του είπε με ένα ελαφρύ παράπονο.
«Ο δράκος είναι μια φιγούρα που κρύβεται παντού. Πράγματι, δεν είμαι αυτό που νομίζεις και ας νιώθω πολλά για εσένα. Πάντοτε, μαζί με την τρυφερή μου εικόνα, θα βλέπεις παράλληλα και τον Παλουκωτή. Αυτό δεν θα αλλάξει, δεν μπορεί. Στη ζωή σου δεν θα σκορπίσω ροδοπέταλα. Ξέρω πώς την ονειρεύεσαι. Να σπουδάσεις, να έχεις μία γλυκιά σχέση που μαζί θα ταξιδεύετε στον κόσμο, να σε λατρεύει και να τον λατρεύουν και οι δικοί σου και κάποια στιγμή ίσως να ενώσετε τις ζωές σας και να αποκτήσετε οικογένεια. Εγώ Γαβριέλα, τίποτε σχεδόν από όλα αυτά δεν μπορώ να σου χαρίσω. Δεν μπορώ να γίνω ο συνοδοιπόρος σου στη ζωή, δεν μπορώ να σου χαρίσω οικογένεια γιατί έχω στην ουσία πεθάνει, οι δικοί σου θα με μισούν για πάντα και όχι άδικα και όσο για τα ταξίδια, θα είναι δύσκολο» έκανε μία παύση και ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της. «Ένα μόνο μπορώ να πραγματοποιήσω από τα όνειρά σου. Το να σε λατρεύω»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro