Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Βοήθεια από το Έρεβος/ part 1

Στη φωτό ο Βλαντ

΄΄Πολλές φορές λέγεται, πως οι βρικόλακες φεύγουν από τον τόπο όπου βρίσκονται θαμμένοι και πηγαίνουν σε άλλα μέρη μακρινά, υιοθετώντας τη μορφή των ζωντανών ανθρώπων. Ζουν ανάμεσά τους, κάνουν φίλους και συμμετέχουν στα γλέντια τους. Κάνουν διάφορες δουλειές σαν να ζούσαν μία κανονική ζωή. Άλλες φορές λέγεται, πως κάθε πτώμα θαμμένο σε κάποιο νεκροταφείο, που σηκώνεται τις νύχτες για να πιεί το αίμα αθώων θυμάτων, μπορεί απλά να είναι η μορφή με την οποία ντύνεται ο ίδιος ο Διάβολος. Η σκοτεινή ύπαρξη εξάλλου, έχει πολλές ονομασίες και μπορεί να πάρει οποιαδήποτε μορφή΄΄

                                                                                        Απόσπασμα από το βιβλίο, Βρικόλακες

Ο Γουάιλαν διάβαζε εκείνο το βράδυ, παραμένοντας στο πλάι του Χάρι. Μπορεί να μην ήταν κολλητοί ποτέ, μα είχαν ορισμένα κοινά μαθήματα. Αν ο Χάρι ήταν ο ντροπαλός της υπόθεσης που φοβόταν να ανοιχτεί, κυρίως εξαιτίας της κακής φήμης του πρώτου του ξαδέρφου, ο Γουάιλαν απέφευγε να δεθεί με παρέες που δεν ανήκαν στο είδος του για τον προφανή λόγο.

«Ωστόσο Κάρτερ, με εσένα έκανα την εξαίρεση» αποφάνθηκε και ο Χάρι με κόπο ανασηκώθηκε από το κρεβάτι που καθόταν. «Ξέρεις, τελευταία ο κόσμος έχει αρχίσει και διαφθείρεται. Λένε πως ο Ραντού είναι ικανός να μπει και να ελέγξει την σκέψη των ανθρώπων και ομολογώ πως έχει κάνει καλή δουλειά. Το νεκροταφείο της εκκλησίας βανδαλίστηκε και τώρα κατηγορούν εμάς» γκρίνιαξε και ο Χάρι τον κοίταξε πλαγίως.

«Μην ανησυχείς καθόλου και έχω βρει και εγώ τον μπελά μου. Γνωρίζουν πλέον πολύ ανοιχτά, ποιον στηρίζω. Ο Γκάρβευ θα τα πρόλαβε όλα. Ξέρουν πως είμαι ένας καλός Αλχημιστής, ωστόσο εγώ πάντοτε ασχολούμουν με τα βότανα και όχι μόνο. Έχεις διαβάσει το όνειρο των Αλχημιστών που αφορούσε τη φιλοσοφική λίθο;» τον ρώτησε και στένεψε τα μάτια του.

«Ας πούμε πως την έχω ακουστά»

«Λοιπόν ονομάζεται αλλιώς και λίθος των σοφών και ήταν πάντοτε το όνειρο των Αλχημιστών να την ανακαλύψουν και να τη δημιουργήσουν. Κάποτε έφτασα κοντά της. Ήταν δώρο της γιαγιάς μου γιατί ήμουν το πρώτο παιδί. Αυτές οι παραδόσεις ανήκουν στο είδος το δικό μας. Οι περισσότεροι νομίζουν πως μία τέτοια πέτρα, απλώς θα σου δώσει αθανασία, όμως αυτό είναι μύθος. Η συγκεκριμένη λίθος συμβολίζει την απόλυτη αγνότητα. Μπορεί να σου δώσει τα πάντα και δεν αναφέρομαι στην αθανασία, μπορεί όμως να χαρίσει καλή ζωή και υγεία και πνευματική διαύγεια και δύναμη, μα μονάχα αν αυτός που την κρατά είναι καλός. Τον κακό, αν τη χρησιμοποιήσει, θα τον σκοτώσει, προσπαθώντας να αφαιρέσει από μέσα του το σκοτάδι. Οι μάγοι όμως οι σκοτεινοί δεν το γνωρίζουν. Όταν κάποτε μου επιτέθηκαν κατηγορώντας με πως δουλεύω για τον Ντράκουλα, εγώ κουβαλούσα πάνω μου, σχεδόν το απόλυτο όπλο ενάντια στο σκοτάδι. Για να μην κινδυνέψω περισσότερο, το έδωσα πίσω στη γιαγιά μου για να το κρύψει. Πέθανε όμως και έκτοτε δεν έχω ιδέα που βρίσκεται. Σκεφτόμουν να τους δελεάσω αν την έβρισκα, έτσι ώστε να την χρησιμοποιήσουν, δίχως να γνωρίζουν τι πραγματικά προκαλεί. Σαν εμφάνιση, είναι μία κοινή κόκκινη πέτρα, όπως πολλές άλλες και άντε βρες την. Είναι όμως το μόνο μας όπλο εναντίον του Σατανά που έχει χαρίσει την αθανασία στον Ραντού και εκείνος με τη σειρά του στον Πορθητή. Ο Βλαντ από μόνος του δεν θα καταφέρει να τους κερδίσει. Είναι δύο και ο στρατός πίσω τους μεγάλος, όπως κάποτε που είχαν την αυτοκρατορία. Πρέπει να βρούμε την πέτρα» τελείωσε και ο Γουάιλαν είχε μείνει να τον κοιτάζει.

«Δεν σου το είχα Κάρτερ. Σπουδαία η οικογένειά σου. Όμως η συγχωρεμένη πού έμενε;»

«Στην πηγή του κακού. Σε ένα μεσαιωνικό χωριό που ονομάζεται Λούντσα. Κατοικούσαν κάποτε άνθρωποι, μα το εγκατέλειψαν και τη θέση τους πήραν οι μάγοι οι σκοτεινοί. Πλέον, σχεδόν κανείς δεν πατά εκεί. Το μισό είναι γεμάτο ψυχές. Ψυχές που ζητούν εκδίκηση. Παλαιά, όταν έμενε η γιαγιά μου, ήταν όλα μία χαρά. Αρεσκόταν να ζει ανάμεσα στους ανθρώπους. Δεν αποκάλυπτε φυσικά την ταυτότητά της. Θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Ίσως θα ήταν καλύτερα να πάμε ως άνθρωποι με την ευχή να εντοπίσουμε το σπίτι της που εγκαταλείφθηκε μετά τον θάνατό της. Ίσως βρούμε κάποιο στοιχείο σχετικό με την πέτρα» τελείωσε όταν άγγιξε το κεφάλι του μορφάζοντας. «Θεέ μου ο ξάδερφός μου είχε δυνατό χέρι» διαμαρτυρήθηκε, όταν είδαν τη Μόνικα να πλησιάζει.

«Ήρθα να σε δω» του είπε και ο Χάρι χαμογέλασε δίχως να την κοιτάζει στα μάτια.

«Έκανες καλά» της απάντησε.

«Εγώ να πηγαίνω. Χάρι, μόλις γίνεις καλύτερα, θα βάλουμε μπροστά αυτό που είπαμε» πρόφερε ο βρικόλακας και σηκώθηκε ευθύς να φύγει με την καρδιά του ελαφρώς βαριά.

Ίσως τελικά ο Χάρι να είχε δίκιο μέσα στη τρέλα του. Όσο πιο κοντά ερχόσουν με ανθρώπους, με θνητούς, τόσο πιο δύσκολο ήταν. Σκέφτηκε για λίγο τη ζωή του. Κάποτε, είχε κάνει σχέση με μία κοπέλα, με την οποία ήταν ερωτευμένος όσο τίποτε. Ωστόσο, οι βρικόλακες δεν μπορούν να γονιμοποιήσουν κάποια γυναίκα, επομένως, το όνειρο να κάνουν οικογένεια είχε πετάξει προτού καν το σκεφτεί. Εκείνος πέθανε στα είκοσι ένα περίπου, πριν γίνει βρικόλακας. Νέος. Εκείνη όταν αργότερα τη γνώρισε, ήταν περίπου στην ίδια ηλικία, μα τα χρόνια περνούσαν και η διαφορά τους ξεκίνησε να φαίνεται τρομερά. Η κοπέλα ήταν θνητή φυσικά, μαθήτρια τότε της Σχολής και ο Γουάιλαν απέφευγε να της πει την αλήθεια, μέχρι που ένα βράδυ, χρόνια μετά, της το εξομολογήθηκε. Η κοπέλα κόντευε τα τριάντα. Το σοκ ήταν τόσο μεγάλο, που δεν το σκέφτηκε ούτε δεύτερη στιγμή προτού να τον εγκαταλείψει. Ο ίδιος το έπαιζε σκληρός και ανεξάρτητος, μα η καρδιά του έμεινε βαθιά ραγισμένη. Τόσο πολύ, που ουσιαστικά προτιμούσε να παραμένει ανεξάρτητος, με ελάχιστους και ελεγχόμενους φίλους. Είχε σκεφτεί πολλές φορές τη λύση του θανάτου του, μονάχα που δεν είχε ιδέα πού στο καλό βρισκόταν θαμμένο το σώμα του, ή ό,τι είχε απομείνει πια από τον παγκόσμιο πόλεμο.

Ο Χάρι κοιτούσε την Μόνικα, με τα μάγουλά του να έχουν πάρει φωτιά. Εκείνη του έφερε κάτι να φάει και με τρόπο το άφησε δίπλα του.

«Τρόμαξα να ξέρεις» του ομολόγησε.

« Ένα φρικιό λιγότερο» την πείραξε και τον σκούντησε απαλά.

«Ξέρεις πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει» του είπε και εκείνος βολεύτηκε καλύτερα στο μαξιλάρι του.

«Αλήθεια, πως νιώθεις τώρα που γνωρίζεις πως υπάρχουμε;» την ρώτησε.

«Περίεργα. Ξέρεις, το πρόβλημα είναι πως φοβάμαι εύκολα. Όχι εσένα, μα κυρίως τον Παλουκωτή, τον οποίο όποτε τον βλέπω ανατριχιάζω. Ανησυχώ για την φίλη μου. Η Γκάμπι δεν είχε κάποια σοβαρή σχέση ως τώρα εκτός από τις εφηβικές. Δεν ξέρω αν αυτός ο αιμοσταγής άνθρωπος είναι πράγματι κατάλληλος. Δεν έχουν μέλλον και δεν θέλω να της το τονίζω και να τη στεναχωρώ. Εξάλλου, το βλέπει και η ίδια» του είπε αυτό που την βασάνιζε και ο Χάρι κράτησε το χέρι της.

«Είσαι καλός άνθρωπος. Αναγνωρίζω την αληθινή σου ανησυχία, αλλιώς δεν θα ήμουν Αλχημιστής. Βλέπεις η τέχνη μας πιο πολύ βασίζεται στο πνεύμα και έπειτα στα στοιχεία τα υπόλοιπα. Ο Βλαντ είναι μία μεγάλη ιστορία. Ως γνήσιος Ρουμάνος φυσικά, την ξέρω από παιδί. Οι γονείς μας καθώς ανήκουν στον μαγικό κόσμο, συχνά μας την αναφέρουν. Ο Βλαντ έζησε μία άλλη εποχή. Είχε πολλούς εχθρούς και ταυτόχρονα ελάχιστους συμμάχους. Γενικότερα οι βογιάροι, οι ευγενείς τότε της χώρας του, ήταν ένας εσωτερικός κίνδυνος καθώς στην ουσία δεν ενέκριναν το γεγονός πως ο Βλαντ άνοιγε μέτωπο με τους Οθωμανούς. Εντάξει, υπήρξε και ένα επεισόδιο όπου παλούκωσε έναν μοναχό γιατί τον αποκάλεσε στα μούτρα του ειδεχθή και απάνθρωπο. Ο Βλαντ μισεί να τον αμφισβητούν. Όμως έχει κάνει προόδους από τότε και με την φίλη σου ακόμη περισσότερο. Ο λόγος που συμφωνώ μαζί σου είναι η διαφορά του είδους τους κυρίως. Αλλιώς ο Βλαντ όταν αγαπά το κάνει δίχως όρια. Σπάνια βέβαια, αλλά συμβαίνει» τελείωσε με την Μόνικα να νιώθει προσωρινή ανακούφιση.

«Ήσουν όμως και εσύ γενναίος, αν και ριψοκίνδυνος» του είπε και κατάλαβε πως και πάλι τον έκανε να νιώσει αμήχανα.

«Ήμουν μόνος και δεν με πείραζε. Ίσως αν είχα και εσένα μαζί, τότε να φοβόμουν» πρόφερε με φωνή που έτρεμε.

Η Μόνικα πλησίασε και άγγιξε το μαύρο του καπέλο που βρισκόταν πάντοτε δίπλα του.

«Είναι περίεργα όμορφο» του είπε και πήγε με τρόπο να φύγει για να τον αφήσει να ξεκουραστεί. Το χέρι του τότε την σταμάτησε και δίχως να της μιλά, τον είδε να κινείται στο πλάι για να της κάνει χώρο.

«Θα μείνεις μαζί μου απόψε; Και εγώ θα σου πω παραμύθια της φυλής μου ως αντάλλαγμα»

Το χαμόγελό του γλυκό όπως πάντα.

«Σύμφωνοι» του είπε και προσγειώθηκε στο πλάι του. Το κορμί του ήταν ζεστό από τα σκεπάσματα και εκείνα τα απίθανα λακκάκια κάθε φορά που χαμογελούσε, έκαναν την καρδιά της να χτυπά. Ήταν ίσως ο πιο πράος, ντροπαλός και ευγενικός χαρακτήρας που είχε δει. Τα μακριά και σχετικά αδύνατα δάχτυλά του κινήθηκαν μέσα από τα μαλλιά της, χαράζοντας δρόμους εικονικούς στο πρόσωπό της. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στα δικά της, για να κατηφορίσουν χαμηλότερα εκεί που ήθελε να βρεθούν τα χείλη του.

«Φίλησέ με» του ψιθύρισε και τον είδε να χαμογελά. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση της και με αέρινες κινήσεις, έφερε αρχικά το σώμα του λίγο πιο κοντά στο δικό της.

«Νόμιζα πως ποτέ δεν θα μου το ζητούσες» την πείραξε και ξεκίνησε να παίρνει μία γεύση από εκείνη, αργά και απολαυστικά. «Θεέ μου...» μονολόγησε, όταν την είδε να ανταποκρίνεται.

                                                                                          ***

Οι φωνές από το σπίτι της Γκάμπι, είχαν ξεσηκώσει τη γειτονιά. Εκείνη είχε ορμήξει στον Λέοναρντ και η μητέρα της έτρεχε ανάμεσα στο σαλόνι και στην κουζίνα, ώστε να είναι τα πάντα τέλεια. Ο Γκόρντι ο πατέρας της, έκλαιγε σιγανά που έβλεπε την οικογένειά του ενωμένη και όλοι αργά-αργά κάθισαν στο τραπέζι. Αρχικά, το θέμα που άνοιξαν ήταν η περιπέτεια του Λέοναρντ. Φυσικά όποτε γινόταν αναφορά στο υπερφυσικό, ο πατέρας της σκοτείνιαζε και η μητέρα της ανατρίχιαζε.

«Είσαι εντάξει εκεί επάνω κόρη μου;» η ανήσυχη φωνή του πατέρα της ήχησε πάνω από τον θόρυβο των πιάτων.

«Ναι μπαμπά. Μην ανησυχείς» πάλεψε να τον καθησυχάσει.

«Πως να μην ανησυχώ; Ο γιός μου πιάστηκε αιχμάλωτος και η κόρη μου βρίσκεται δίπλα στο κάστρο αυτής της μορφής. Ενός για όνομα του Ύψιστου, Ρουμάνου ηγεμόνα του Μεσαίωνα, με φήμη στην σκληρότητα και στο παλούκωμα. Δεν λέω, τότε μπορεί να έκανε και καλά ο άνθρωπος, μα αντιλαμβάνεσαι τι θέλω να πω. Στο σήμερα δεν ξέρω τι συμβαίνει. Και ο αδερφός του πήρε το αγόρι μου. Μήπως θα ήταν φρόνιμο να μην ξαναπάς; Σε βάζω εγώ σε άλλη σχολή, σε άλλη χώρα μην σου πω» σκλήρυνε και η Γκάμπι καταλάβαινε πως σαν γονιός, είχε δίκιο.

«Μπαμπά, ξέρω πως ακούγεται τρομακτικό, μα θα είμαι εντάξει» πάλεψε ξανά.

«Πώς θα είσαι εντάξει; Είσαι μόνη σου εκεί πάνω, εκτεθειμένη σε κίνδυνο!» φώναξε η μητέρα της τώρα.

«Ε, έχω παρέα. Έχω φίλους!» της αντιμίλησε η κοπέλα.

«Ποιους μωρέ; Την Μόνικα που είναι πιο λεπτή και από την μικρή σου την ξαδέρφη; Έτσι και κάποιος σας κυνηγήσει, την έχετε βάψει!» συνέχισε ακάθεκτη η Ντενίζα.

«Έχω και άντρες φίλους»

«Α, τώρα μάλιστα. Ποιους;» ρώτησε ειρωνικά η μητέρα της. «Αλλά άσε, θα μου πεις πως δεν τους ξέρω. Και τι είναι αυτοί; Νορμάλ; Ή από τους άλλους; Ξέρεις τους παλουκωτές, τους μάγους και όλα αυτά τα πλάσματα που ξαφνικά μας καταδιώκουν!» της φώναξε και εκείνη πετάχτηκε επάνω.

«Ε αμάν! Δεν ξέρει μόνο να παλουκώνει πια! Είναι και άνθρωπος!» της ξέφυγε και άξαφνα άπαντες σώπασαν σοκαρισμένοι.

«Γκάμπι θέλεις κάτι να μας πεις;» τη ρώτησε ο πατέρας της χλομός και εκείνη έψαξε μέσα της να βρει τα σωστά λόγια. Κατόπιν σκέφτηκε πως το ψέμα είναι δειλία και τους κοίταξε όλους έναν-έναν.

«Ναι. Θέλω να σας πω, πως γνωρίζω τον Βλαντ. Προσωπικά και με προσέχει. Εντάξει, είναι δυνατός, αυστηρός και γενναίος, όμως όχι άδικος. Είναι κρίμα να έχετε αυτήν την άποψη. Δεν είναι ο κακός της υπόθεσης. Δεν επέλεξε να ζει» τελείωσε και ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν «Με συγχωρείτε» τους είπε και ανέβηκε στο δωμάτιό της τρέχοντας.

Βρήκε την πόρτα της σοφίτας κλειστή. Εκεί μέσα ήταν ο δικός της κόσμος και είχε θέα το Μπραν. Το κάστρο που κάποτε τη μάγευε με την αίγλη του και τώρα, είχε αποκτήσει πια άλλη σημασία για εκείνη. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και άνοιξε το παράθυρο, αφήνοντας τα δάκρυά της ελεύθερα. Ακούμπησε και με τα δύο της χέρια στο περβάζι και έκλεισε τα μάτια της. Τα μάγουλά της είχαν μουσκέψει, όταν ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα από κάποιον που τα σκούπιζε. Άνοιξε με κόπο τα μάτια της ξανά, για να συγκρουστεί με τα δάση εκείνα τα σκούρα, που διάβαζαν βαθιά τη ψυχή της.

«Βλαντ» ψιθύρισε και της χαμογέλασε. «Έμεινες εδώ;» τον ρώτησε.

«Ένιωσα πως κάπου εδώ γύρω, το κακό έρπεται. Είναι βράδυ και έχω πολύ ενέργεια. Έτσι αποφάσισα απλώς να φυλάω το σπίτι» της είπε και εκείνη σκοτείνιασε.

«Τα άκουσες όλα τότε...» ντράπηκε και εκείνος ξεφύσησε.

«Δεν είμαι αυτός που ήμουν. Κάποτε παλούκωνα όποιον με αμφισβητούσε, μα εδώ υπάρχει μία εξαίρεση. Είναι οι γονείς σου και είσαι η κόρη τους. Δεν θα ήθελαν κάποιον σαν εμένα γύρω σου και είναι λογικό. Είναι τραγικά λογικό. Δεν τους κατηγορώ. Συμμερίζομαι την ανησυχία» της απάντησε και εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω.

«Έλα μέσα. Μην κάθεσαι στη στέγη» τον πείραξε και εκείνος διστακτικά γλίστρησε κοιτάζοντας τις ζωγραφιές της στο ημίφως. «Από εδώ έβλεπα το Μπραν και το ζωγράφιζα»

«Έχεις ταλέντο και ευχαριστώ για το δώρο σου. Τη ζωγραφιά που άφησες στο κάστρο» της είπε κάπως κοφτά.

«Έλα να σου δείξω. Εσύ μπορεί να έμαθες πολεμικές τέχνες, αλλά η αληθινή τέχνη είναι εδώ» τον προκάλεσε και τον είδε να μειδιά.

«Καλώς. Μία γνώση παραπάνω» της είπε και κάθισαν σε ένα τελάρο μπροστά.

«Πάρε τα χρώματα και φτιάξε ότι νιώθεις» του είπε και τον είδε να πιάνει τις μπογιές σιωπηλός. Δίχως να κοιτάζει το έργο του, καρτερούσε το αποτέλεσμα. Τον είδε κάποτε να σταματά και να κοιτάζει και εκείνος το τελάρο αμήχανα και με το πρόσωπο γεμάτο μπογιές, καθώς συχνά το άγγιζε με τα χέρια του.

«Είναι απαίσιο» αποφάνθηκε μα της Γκάμπι της κομμάτιασε την καρδιά.

Δεν ήταν σκίτσο. Πιο πολύ ένα συνονθύλευμα από μαύρο και κόκκινο. Ίσως το αίμα και οι μάχες.

«Σωστά μάντεψες» άκουσε τη σκέψη της και εκείνη πήρε ένα βρεγμένο πανί για να τον καθαρίσει. «Άστο, θα το κάνω εγώ» της είπε αυστηρά και ξεκίνησε να τρίβει το πρόσωπό του. Η κοπέλα τον κοιτούσε και εκείνο το φρικτό φτερούγισμα επέστρεψε. Για λίγο δεν την ένοιαζε ποιος ήταν, μα πώς ένιωθε και τι λάμβανε από εκείνον. Σύρθηκε εκατοστά, με τα χέρια της να έχουν παγώσει και τη στιγμή που εκείνος κατέβαζε το πανί άφησε ένα φιλί στο μάγουλό του.

Ο Βλαντ αρχικά σοκαρίστηκε. Όχι επειδή ήταν αρχάριος, μα επειδή οι φόβοι του για εκείνη πήγαν να τον πνίξουν. Η Γκάμπι όμως τον κοιτούσε σταθερά, δείχνοντάς του πως δεν μετάνιωσε λεπτό. Το επόμενο φιλί τον βρήκε πιο προετοιμασμένο, ένα βήμα πριν τα χείλη του. Ο πόνος στα μάτια του θέριευε, μα η καρδιά τον πρόδιδε.

«Όχι Γαβριέλα...» της είπε μα εκείνη άφοβα βρέθηκε πια εκατοστά μακριά από τη γεύση του, μονάχα που την απόσταση, την έκλεισε εκείνος με απόγνωση, χαμογελώντας ταυτόχρονα πάνω στο φιλί τους. 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro