Όταν το παρελθόν, συναντά το παρόν/ part 1
΄΄Ο μεγαλύτερος εχθρός του Μεχμέτ, ο Ούγγρος ιππότης Ιωάννης Ουνιάδης, ήταν και αυτός νεκρός. Τότε ποιος έχει κάνει τους μπέηδές του στην περιοχή να τρέμουν και να μην ξεμυτίζουν τα βράδια; Ποιος ευθυνόταν που σταμάτησαν να έρχονται στα θησαυροφυλάκιά του οι φόροι από τη Βλαχία και τη Μολδαβία; Ήθελε πάρα πολύ να πιστέψει τις φήμες.Ο Βλαντ Ντρακούλ, ο νεαρός που μεγάλωσαν μαζί σχεδόν σαν αδέρφια, στην αυλή του πατέρα του, του σουλτάνου αλλά ποτέ δεν συμπάθησε, κρυβόταν πίσω από όλα αυτά. Θα του έδινε ένα καλό μάθημα΄΄
Ο Ραντού βρισκόταν καθισμένος στις κατακόμβες, κάτω ακριβώς από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, εκεί που ανθρώπου πόδι δεν πατούσε και οι άναρθρες κραυγές των φυλακισμένων δεν έφταναν ποτέ στα αφτιά κανενός. Μέσω της μαύρης μαγείας, στράγγιζε το αίμα το ανθρώπινο, το μαγικό ή το απέθαντο των βρικολάκων, θέλοντας επιτέλους να αποκτήσει την ισχύ που χρειαζόταν, ώστε να κατεδαφίσει την Ασημένια Πύλη που τον κρατούσε εσώκλειστο και του επέτρεπε να παίρνει μονάχα τη μορφή του πατέρα Γκρέγκορι. Ευτυχώς ήταν αρκετά ισχυρός για να μπορεί να αλλάζει μορφές, μα όχι να φτάνει σε σημείο να ελέγχει απόλυτα τις συνειδήσεις, με στόχο τη διαφθορά των ανθρώπων του Μπραν και της υπόλοιπης Ρουμανίας. Ο τελευταίος που είχαν αρπάξει οι δικοί του, ήταν ένας νεαρός που τυχαία βρέθηκε έξω από ένα κέντρο διασκέδασης στους πρόποδες του βράχου που στήριζαν το Μπραν. Για την ακρίβεια, είχε βάλει δικούς του, καθώς εκείνος και ο Μεχμέτ, οι δύο παλαιοί φίλοι και ορκισμένοι εχθροί του Βλαντ, είχαν χάσει μέρος των μαγικών τους δυνάμεων και έμενε να τις ανακτήσουν εκ νέου.
Κάποτε, ήταν όμορφος πολύ. Δεν είχε καμία εμφανισιακή σχέση με τον Βλαντ και τον Μίρτσεα. Τον αποκαλούσαν, Ραντού ο όμορφος. Μονάχα ο Βλαντ έβλεπε βεβαίως την ασχήμια της ψυχής του, αλλά ακόμη και εκείνος, παρά τον άτεγκτο χαρακτήρα του και τη σκληρότητά του, δεν είχε πιστέψει ούτε για μία στιγμή πως ο αδερφός του θα διέσχιζε τα μονοπάτια της προδοσίας. Ναι, ακόμη και ο σκοτεινός Βλαντ, έδωσε κάποτε στον αδερφό του την ευκαιρία να εξαφανιστεί από μπροστά του, αντί να τον γδάρει ή παλουκώσει, χρησιμοποιώντας μεθόδους που τόσο καλά γνώριζε.
Στο σήμερα, ο Ραντού αποζητούσε μανιωδώς εκδίκηση. Πίστευε πως ανασταίνοντας τον αδερφό του με την δολερή μορφή του βρικόλακα, θα κατόρθωνε να τον ελέγξει μιας που είχε πουλήσει την ψυχή του στους δαίμονες για δύναμη και εξουσία. Πίστευε πως το αίμα του δημιουργού, εκείνου δηλαδή, θα έπλεκε έναν δεσμό άρρηκτο και θα έβλεπε τον Βλαντ να μετατρέπεται σε ένα όργανο πειθήνιο, σε ένα θηρίο άγριο του τσίρκου, που θα υπάκουγε πιστά στις διαταγές του. Και ποιος δεν θα ήθελε να δει αυτήν την τρομερή φυσιογνωμία να λυγίζει και να μετατρέπεται σε μαριονέτα; Εκείνος και ο Μεχμέτ σίγουρα. Όντας αμφότεροι σκοτεινοί μάγοι και όχι φυσικά Αλχημιστές, είχαν βάλει σαν στόχο όχι μόνο να γονατίσουν τον μεσαιωνικό πρίγκιπα της τότε Βλαχίας, μα και να καταστρέψουν όλους όσους λοξοδρόμησαν, βρικόλακες και Αλχημιστές, καθώς επίσης και τους ανθρώπους, πράγμα εύκολο. Ήδη οι εξαφανίσεις είχαν ξεκινήσει και ήδη είχαν αλλάξει με βάση τη σκοτεινή τελετουργία, κάποιους θνητούς απλούς, σε μάγους σκοτεινούς.
Κάτω, στα ανήλιαγα μπουντρούμια, κρατούσαν αιχμάλωτο τον Μίχαελ, σύμμαχο του Βλαντ παλεύοντας να αποσπάσουν πληροφορίες και βασανίζοντάς τον. Ο βρικόλακας ωστόσο, ήταν αρκετά ισχυρός για να φτάσει στο σημείο να σφραγίσει το μυαλό του τόσο γερά, ώστε κανένας να μην έχει τη δυνατότητα να διαπεράσει εκείνο το τείχος το αόρατο που μέσα του περιέκλειε όλες τις σκέψεις και αναμνήσεις του. Εκείνο το σούρουπο, ή ανατολή δεν ήταν σίγουροι, αποδείχτηκε δύσκολη για τον Λέοναρντ και τον Μίχαελ. Το φαγητό ήταν λιγοστό και δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες τους. Ο Μίχαελ ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και είχε φτάσει πλέον στο σημείο να νιώθει παραισθήσεις από την αδυναμία. Δίπλα του, ο Λέοναρντ αισθανόταν εξίσου αδύναμος, όταν μπροστά από το κελί τους φάνηκε μία σιλουέτα ψηλόλιγνη και σκιερή. Φορούσε μία κάπα μαύρη που κάλυπτε τόσο το σώμα, όσο και τα χαρακτηριστικά του.
«Σήκω και ακολούθησέ με» ξεκίνησε με μία προσταγή, μα ο Λέοναρντ δεν είχε το κουράγιο ούτε στα πόδια του να σταθεί.
Τότε, ανοίγοντας το κελί, ο Ραντού τον άρπαξε με το ζόρι σέρνοντάς τον στο κρύο και κακοτράχαλο έδαφος. Στο βάθος του ερεβώδους διαδρόμου, αχνοφαινόταν η τοξωτή Ασημένια Πύλη, η οποία στην ουσία έμοιαζε με θόλο από ασήμι, μπηγμένο στον τοίχο και κατασκευασμένο από τους συμμάχους του Βλαντ, ώστε να κρατούν μακριά τα πλάσματα του σκότους και να μην τους επιτρέπουν να δραπετεύσουν. Εκεί είχαν πετάξει τον Ραντού έπειτα από την ήττα του και αποδυνάμωσή του από τον Βλαντ, λίγα χρόνια μετά την ανάστασή του και την αποτυχία του να μετατραπεί σε πιόνι. Η Ασημένια Πύλη αναγνώριζε το διαβολικό, δαιμονικό στοιχείο και το αποδυνάμωνε. Ο Ραντού πλέον πάσχιζε να γίνει αρκετά ισχυρός, σκοτώνοντας και στρατολογώντας, ώστε μία μέρα να μπορέσει να σπάσει τα δεσμά που τον κρατούσαν. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, είναι να παίρνει μορφές και στην προκείμενη περίπτωση, εκείνη του Γκρέγκορι, ώστε να λειτουργεί στον ναό κινούμενος αποκλειστικά εντός των ορίων του. Μόλις όμως αποκτούσε δύναμη, τίποτε δεν θα στεκόταν εμπόδιο. Θα κατέστρεφε τόσο τον αδερφό του, όσο και όλους τους συμμάχους του. Θα έστρεφε τον κόσμο ενάντια σε βρικόλακες και μάγους, όσους είχαν απομείνει να υπάρχουν και να ζουν στα κρυφά, υπό την προστασία του δισκοπότηρου.
Το σώμα του Λέοναρντ σερνόταν στο πάτωμα ανελέητα, γεμίζοντας επιπλέον αμυχές. Ένιωθε το δέρμα του να παίρνει φωτιά καθώς τριβόταν στη τραχιά επιφάνεια και από μέσα του παρακαλούσε να έβαζε κάποιος τέλος σε όλο το μαρτύριο. Με βάση την ιστορία του Μίχαελ, είχε καταλάβει πως κυριολεκτικά είχε μπλέξει άσχημα. Οι δυό τους, έφτασαν σε ένα δωμάτιο στρογγυλό και άδειο, με ένα πέτρινο μονάχα τραπέζι στο μέσον του. Η δολερή μορφή τον τοποθέτησε ξαπλωμένο επάνω εκεί και δίχως προειδοποίηση άγγιξε τους κροτάφους του. Το έκανε σε όλους τους κρατούμενους προκειμένου να μαθαίνει την ιστορία και το παρελθόν του καθενός, ή και το παρόν του. Το μέλλον, δεν μπορούσε να το προβλέψει κανείς. Ως μάγος είχε αυτήν την περίεργη δυνατότητα. Να μπορεί αγγίζοντας αντικείμενα ή ανθρώπους, να μαθαίνει την ιστορία τους. Δεν ήταν κάτι όμως που μπορούσε να κάνει ο οποιοσδήποτε. Ο Ραντού ήταν ισχυρός και εξασκημένος.
Η περιήγηση στο μυαλό του νεαρού ωστόσο, του άνοιξε μία πόρτα την οποία δεν περίμενε να συναντήσει. Καθώς ο Λέοναρντ συνδεόταν ψυχικά με την αδερφή του τη δίδυμη, ο Ραντού μέσω του μυαλού του, έφτασε στη Γκάμπι και μέσω αυτής, στη φιγούρα του Βλαντ.
Την ίδια ώρα, η Γκάμπι βρισκόταν στην αγκαλιά του Μίρτσεα που έτρεχε με υπερφυσική ταχύτητα, με προορισμό τη Σχολή. Όλα πήγαιναν καλά, όταν ένας ξαφνικός πονοκέφαλος, έκανε το σώμα της να τρανταχτεί βίαια.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο άνδρας κοιτάζοντάς την, μα εκείνη σχεδόν αδυνατούσε να μιλήσει όσο ο Ραντού πάλευε να τρυπήσει το μυαλό της. Το μόνο που κατόρθωσε να ψελλίσει, ήταν ένα ΄΄βοήθεια΄΄.
Ο Μίρτσεα ευθύς σταμάτησε και προσπάθησε να καταλάβει τι συνέβαινε, όταν την είδε να πέφτει σε κώμα. Μία δαιμονική οντότητα προσπαθούσε να την καταλάβει και ο άνδρας συνειδητοποίησε τι συνέβαινε, μα ήταν αργά για να της δώσει οδηγίες. Η Σχολή απείχε μερικά λεπτά από εκεί που βρίσκονταν και εκείνος έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα σκαρφαλώνοντας στα βράχια, προσπερνώντας το Μπραν και εισερχόμενος στη σκοτεινή Ακαδημία. Ευτυχώς ήταν αργά και μαθητές δεν κυκλοφορούσαν, ενώ εκείνος έτρεχε στις σκάλες και με μία κίνηση, κατόρθωσε να ξεκλειδώσει την πόρτα του δωματίου της για να βρει τη Μόνικα να κοιμάται και ταυτόχρονα να τινάζεται στη θέα του.
«Μαξ τι συμβαίνει; Τι έπαθε η Γκάμπι, τι της κάνατε;» ξεκίνησε να φωνάζει, μα ο Μίρτσεα ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, ενώ η κοπέλα στην αγκαλιά του ήταν αναίσθητη.
«Μείνε μαζί της, εγώ πρέπει να καλέσω βοήθεια» της είπε βιαστικά και τη στιγμή που έκλεινε η πόρτα, δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της φίλης της βλέποντας το χλωμό και αρρωστημένο χρώμα του προσώπου της Γκάμπι.
Να πάρει! Όλα γύρω τους ήταν ύποπτα. Είχαν δίκιο οι φήμες για την Ντούτραμ. Η Τρανσυλβανία ήταν ποτισμένη με μίσος και κατάρα. Τα χώματά της ούρλιαζαν για δικαιοσύνη και εκδίκηση. Το Μπραν έστεκε σαν φάντασμα απέναντί τους και η φίλη της ήταν ένα ακόμη θύμα. Οι λυγμοί ήταν έτοιμοι να ξεσπάσουν, όταν στο παράθυρο, ανάμεσα από τις σκιερές κουρτίνες, ξεπρόβαλε μία μορφή που έκανε τη Μόνικα να ουρλιάξει έτσι ακίνητη και φθονερή που στεκόταν. Το χειρότερο σενάριο είχε δρομολογηθεί, όταν συνειδητοποίησε πως είχε ξεχάσει το παράθυρο ανοιχτό και έτσι είδε το χέρι της φιγούρας να το σπρώχνει και να εισέρχεται ταχύτατα. Στη θέα της, τα μάτια της Μόνικα γούρλωσαν. Ο άνδρας μπροστά της, φορούσε ένα πουκάμισο και ένα μαύρο, απλό παντελόνι. Τα πλούσια, καστανά του μαλλιά έπεφταν λίγο πιο κάτω από τους ώμους του και τα μάτια του έκρυβαν μέσα τους την πράσινη σκιά των Καρπάθιων δασών. Κάπου τον είχε ξαναδεί. Σε φωτογραφία, βιβλίο, πίνακα ίσως. Εκείνος αγνοώντας την πλήρως, σαν να μην υπήρχε, έσκυψε πάνω από το σώμα της Γκάμπι και ξεκίνησε να ψιθυρίζει τη στιγμή που ο Στεφάν και ο Μίρτσεα, έμπαιναν από την πόρτα.
Η Μόνικα ένιωσε την ανάγκη να τους υπενθυμίσει πως ο χώρος ήταν ιδιωτικός, μα αυτή η υπόθεση την είχε σοκάρει σε σημείο να μην μπορεί να κουνηθεί. Το θέαμα που διαδραματιζόταν μπροστά της, ήταν αρρωστημένο. Τη στιγμή που ο παράξενος γνωστός-άγνωστος άνδρας τραβούσε τα χέρια του από κεφάλι της Γκάμπι, εκείνη άνοιγε τα μάτια της πλημμυρισμένη από τρόμο.
«Τον είδα! Είδα τον αδερφό μου και έναν άλλο. Εκείνον τον σκοτεινό που είχα δει και την πρώτη φορά, στο πρώτο μου όραμα! Τον αναγνώρισα από το χαρακτηριστικό δαχτυλίδι του χεριού του!» του φώναξε και ο Βλαντ ταράχτηκε.
«Ο Ραντού. Σε βρήκε μέσα από τον αδερφό σου!Να πάρει! Πρέπει να τελειώνει όλο αυτό..» μουρμούρισε σκεφτικά.
«Με το να με σκοτώσεις...» του είπε αποφασισμένη πια για κάθε του αντίδραση, μονάχα που τα μάτια του Βλαντ όργωσαν τις επικριτικές εκφράσεις του Στεφάν και του Μίρτσεα.
Μία βαθιά ανάσα απόγνωσης του ξέφυγε.
«Όχι, με το να σου μάθω πώς να χειρίζεσαι σωστά το μυαλό σου και να το κλειδώνεις. Θα το μετανιώσω αυτό και το ξέρω ήδη»
Η Μόνικα είχε παραμείνει ασάλευτη στη θέση της, με τα χέρια της να μουδιάζουν σταδιακά, σφίγγοντας ασυναίσθητα τα σκεπάσματα του κρεβατιού της. Η ματιά της ταξίδευε ανάμεσα στην Γκάμπι, τον Μαξιμίλιαν και τον Στεφάν. Ποιος ήταν όμως ο άνδρας που είχε σκαρφαλώσει κυριολεκτικά στο παράθυρο σαν πάνθηρας και είχε αυτήν την όψη τη σκοτεινή και ταυτόχρονα γοητευτική και μυστηριώδη; Ποιος ήταν ο Ραντού; Γιατί η Γκάμπι φαινόταν να γνωρίζει τις απαντήσεις στην ερώτηση αυτή; Τι συνέβαινε πια;
«Γκάμπι; Τι συμβαίνει; Ποιοι είναι αυτοί;» ψιθύρισε έπειτα από λίγο και όλα τα πρόσωπα, πλην αυτό του Βλαντ, στράφηκαν επάνω της.
«Μόνικα, νομίζω πως ξέρω τι συνέβη στον Λέοναρντ, μα αν σου πω την αλήθεια, θα με περάσεις για τρελή και αυτοί....» έκανε την αρχή η φίλη της.
«Δοκίμασε έστω γιατί θα τρελαθώ! Θα τρελαθώ τελείως!»
«Τους βλέπεις αυτούς;» τη ρώτησε και εκείνη ένευσε θετικά, καθώς ένιωσε σαν να δοκιμαζόταν η λογική της «Γνωρίζεις ποιοι είναι στ'αλήθεια; Γνωρίζεις την ιστορία της χώρας μας;»
«Φυσικά Γκαμπ!» αναφώνησε ενοχλημένη «Πες μου λοιπόν, ποιοι στο ανάθεμα είναι αυτοί; Και τι σχέση έχει η ιστορία μας;» φώναξε, μα τότε το κεφάλι του Βλαντ στράφηκε μονομιάς προς το μέρος της.
Ο χώρος σκοτείνιασε, οι πολυέλαιοι με τα ρουμπινένια κρύσταλλα ταράχτηκαν και η θερμοκρασία του δωματίου κατρακύλησε. Τα μάτια του, τα κατάπιε μονομιάς το έρεβος και σπίθες χόρεψαν στην παλάμη του χεριού του. Άπαντες πάγωσαν στο θέαμα αυτό και η Γκάμπι πίστεψε πως δεν θα έβλεπε τη φίλη της ποτέ ξανά. Ο σκοτεινός πρίγκιπας οργισμένος την πλησίαζε αργά και σταθερά, όταν εκείνη πετάχτηκε από το κρεβάτι, μα η ταχύτητά του την πρόλαβε και την εγκλώβισε στον τοίχο.
«Όταν θα αναφέρεσαι στο δικό μου πρόσωπο, δεν θα αναθεματίζεις. Δεν σε γνωρίζω, μήτε εσύ εμένα, μα να ξέρεις, την ασέβεια την τιμωρώ σκληρά. Μήπως θα ήθελες να βρεθείς αγκαλιά με ένα παλούκι, να παριστάνεις τη σημαία στο κάστρο μου; Λέγε!» της φώναξε και τότε, δίχως να αντιλαμβάνεται το γιατί, ακόμη και αν φάνταζε τρομακτικά απόκοσμη σαν σκέψη και πέραν πάσης λογικής, η Μόνικα κοίταξε τη φιγούρα καλύτερα. Μία φιγούρα παρόμοια, είχε προσέξει στους πίνακες εποχής, να δεσπόζει σε κάστρα σκιερά.
«Δεν μπορεί...» μονολόγησε και είδε την Γκάμπι να πλησιάζει τρομοκρατημένη και να του αρπάζει το χέρι.
«Σε ικετεύω, άφησέ την να φύγει. Δεν ήξερε, έχει φοβηθεί. Πάρε εμένα! Εμένα χρειάζεσαι γιατί εγώ είμαι το πρόβλημα» πάλεψε βουρκωμένη μα το σκούρο, βαθύ του βλέμμα, όταν αντάμωσε το δικό της, ήταν γεμάτο οργή.
«Τι συμβαίνει με τη νέα γενιά πλέον; Είστε όλοι έτοιμοι να βάλετε τα κλάματα με την πρώτη ευκαιρία. Το θάρρος σας έχει εξαφανιστεί τη στιγμή που εκεί έξω, καραδοκεί ο ζωντανός εφιάλτης. Είναι θλιβερό και δεν αξίζει» πρόφερε αφήνοντας ελεύθερη τη Μόνικα.
«Είσαι ο...Βλαντ Τσέπες»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro