Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφ. 2.13 Η προετοιμασία της εκστρατείας

https://youtu.be/IVx5p806f2I

Μουσική επιμέλεια: Γλαύκη, από το blog της "Στης Γλαύκης το καφέ" https://stisglafkistocafe.blogspot.com/

Σκέψεις και μνήμες

Η σκέψη της Αντιγόνης τριγυρνούσε πίσω στα χρόνια του πατέρα της. Εκείνα τα χρόνια του πάλαι ποτέ ένδοξου βασιλιά της Θήβας. Έφερνε στο νου της στιγμές από την ιστορία και τη ζωή του. Η ανάμνησή του ήταν τόσο έντονη αυτές τις μέρες εκεί στο σπίτι του. Τον αναζητούσε παντού. Εκεί που τον έβλεπε μικρή και τον καμάρωνε δυνατό, ακμαίο και ανίκητο. Ύστερα το βλέμμα της σκοτείνιασε. Θυμήθηκε τα πάθη του. Όπως τούς τα είχε διηγηθεί, όπως τα είχε ζήσει και εκείνη κοντά του.

Ο εφιάλτης στο τρίστρατο καραδοκούσε μια ακόμα φορά κρυφοπαίζοντας με την αντοχή του. Εκεί που το άρμα του πατέρα της συναντήθηκε μ' αυτό εκείνου του άγνωστου. Και που η συνάντηση αυτή άφησε τον θάνατο σφραγίδα στη γη με το σώμα του Λάιου. Ναι! Του παππού της. Ανατρίχιασε!

"Αχ Μοίρες! Ανίκητες κόρες της νύχτας, γιατί ο πατέρας μου να πληρώσει μια κατάρα έξω απ τη δική του θέληση. Των άλλων τα κρίματα πλήρωσε Ήρα θεά μου! Όχι δικά του" μονολογούσε δυνατά σαν να ήθελε να αναμετρηθεί με το παρελθόν.

Ύστερα θυμήθηκε τη διήγηση του πατέρα της για εκείνη! Εκεί στο βουνό, στο Φίκιο, κοντά στο ναό του Ιπποδέτη Ηρακλή στην πεδιάδα του Τένερου. Τότε που ο Οιδίποδας ανατρίχιασε σύγκορμος σαν άκουσε το τραγούδι της αλλά συνάμα είδε και την αποκρουστική παράταιρη μορφή της. Τότε που μπροστά του ορθώθηκε αγέρωχη εκείνη η Σφίγγα, γέννημα τερατώδες της Έχιδνας. Με τη μορφή γυναίκας και σώμα θηρίου. Σταλμένη απ την Ήρα για να εκδικηθεί το θάνατο του Χρύσιππου. Να 'ταν σαν τώρα που έλυσε το αίνιγμα του τέρατος και το οδήγησε στον αφανισμό του.

Ένα πικρό χαμόγελο έσκασε στο πρόσωπο της Αντιγόνης σαν θυμήθηκε την υποδοχή, που του έκαναν οι Θηβαίοι για τη λύτρωσή τους από το φόρο αίματος που προσέφεραν στη μάστιγα αυτή. Την υποδοχή; Τις τιμές; Τον ίδιο το βασιλιά της πόλης, τον Κρέοντα που τού έδωσε το θρόνο αλλά και την αδελφή του, αλίμονο όμως και τη μητέρα του την Ιοκάστη για γυναίκα του. Πόσο κράτησαν οι όμορφες μέρες; Αρκετές ίσως για να μεγαλώσουν τα τέσσερα παιδιά του. Οι δύο του γιοί και οι θυγατέρες του. Και τότε ήταν που ήρθε το σκοτάδι. Απλώθηκε παντού απ' άκρη σε άκρη σε όλη τη πόλη του Κάδμου. Ο μεγάλος εκείνος λιμός που άρχισε να ρημάζει πάλι την πόλη. Τα νερά άρχισαν να στερεύουν. Τα πηγάδια ανέδυαν εκείνη την απαίσια μυρωδιά του σάπιου πτώματος. Τα μικρά ποτάμια και τα ρυάκια έγιναν βάλτοι γεμάτοι ζοφερές αναθυμιάσεις. Οι γη έπαψε να δίνει πια καρπούς. Όλα σιγά-σιγά μαράθηκαν, τα χωράφια, τα σπαρτά. Τα γεννήματα αρρώστησαν και ξεράθηκαν. Ο ουρανός έπαψε να είναι γαλανός και ένα γκρίζο πούσι τύλιξε στη δολερή αγκαλιά του ολάκερη τη Θήβα. Η πείνα άρχισε να θερίζει τους ανθρώπους και εκείνος, ο πατέρας της, τρομαγμένος, τυλιγμένος στην έγνοια και την αγωνία, πάσχιζε να βρει την απάντηση στο τι έτρεξε και άλλαξαν όλα. Τον έβλεπε να τριγυρνάει άγρυπνη φιγούρα ανάμεσα στην υγρή γκρίζα ομίχλη και να παραστέκεται στο λαό του. Να βλέπει τον κόσμο ολόγυρα να πεθαίνει και εκείνος ανήμπορος να κάνει το παραμικρό. Μέχρι να μάθει την τραγική αλήθεια για τη μιαρή ζωή του από εκείνον τον μάντη τον Τειρεσία. Μια αλήθεια που τον τρέλανε! Μια φρίκη για την οποία ποτέ δεν έφταιξε. Και ήρθαν αμέτρητα τα "γιατί" στη σκέψη του. Γιατί η Δίκη τού γύρισε την πλάτη. Και η αλήθεια αυτή διαδόθηκε σε ολάκερη την πόλη από τον ίδιο τον Τειρεσία και τη Μαντώ, την κόρη του. Και ο ένδοξος βασιλιάς της Θήβας έγινε ξαφνικά το κέντρο του κακού. Αυτός και η γυναίκα μα και δύσμοιρη μάνα του η Ιοκάστη. Οι τιμητές του έγιναν διώκτες του και ζητούσαν τον αφανισμό του για να γλιτώσουν. Λες και ήθελε!"

Στα μάγουλά της δύο μικρά τόσο δα ρυάκια από δάκρυα έβρεχαν μέχρι κάτω τα χείλη της. Οι αναμνήσεις της ντύθηκαν απ' το φως στο σκοτάδι. Συνέχισε να σκέφτεται:

"Έτσι αγαπημένε μου πατέρα έφτασες στον εκπεσμό σου με την τύφλωσή σου με τα δικά σου χέρια.

"Δεν έφταιξε, κι όμως πλήρωσε! Δεν ήξερε κι όμως χρεώθηκε το άγος! Λες και ήταν δική του επιλογή να μοιραστεί τη νυφική του κλίνη με την ίδια τη μάνα του!" είπε ξανά φωναχτά.

Η είσοδος στο δωμάτιο του Ετεοκλή συνοδεύτηκε από τη δυνατή φωνή του.

"Εδώ είσαι;" ρώτησε την Αντιγόνη με αυστηρό ύφος.

"Ναι, συμβαίνει κάτι;" απάντησε.

"Ο άλλος σου αδελφός, ετοιμάζει στρατό. Θα έχουμε πόλεμο σε λίγο"

Η Αντιγόνη ανατρίχιασε.

"Ώστε φτάσαμε ως εκεί. Αδελφικό αίμα έξω απ' τα τείχη της πόλης...." ψιθύρισε.

Ο Ετεοκλής την κοίταξε καλά.

"Αυτό δεν ήθελε ο πατέρας μας; Αυτό δεν είχε ...ευχηθεί εκείνη τη μέρα;" της είπε με ύφος εριστικό, "να χωρίσουμε το θρόνο με το σπαθί; Αυτή δεν ήταν η κληρονομιά του; Να τώρα που γίνεται πράξη"

"Πού το ξέρεις τελικά;" τον ρώτησε η Αντιγόνη.

"Δεν σε ενημέρωσε η μητέρα σου; Πριν λίγες μέρες δεν ήταν εδώ αυτός ο Τυδέας; Να φέρει ...πρεσβείες από το Άργος και να ...απαιτήσει! Αλλά φρόντισα και έμαθα από δικούς μου αγγελιοφόρους στο Άργος. Οι Δαναοί μάζεψαν στρατό από ολάκερη την Πελοπόννησο. Τους ξεσήκωσε αυτός! Ποιος ξέρει με τι κηρύγματα και ποιες ανόσιες υποσχέσεις. Σε λίγες μέρες θα φτάσουν στον κάμπο"

"Αν άκουγες τη συμφωνία σας δεν θα πέφταμε σε τέτοια δεινά" είπε η Αντιγόνη.

"Θα περίμενα κάτι άλλο από σένα"

"Είναι αίμα μας Ετεοκλή!"

"Που δεν το εμποδίζει να σηκώσει τα δόρατα απέναντι στην πόλη του"

"Και εσύ το ίδιο θα έκανες!" αντιγύρισε εκείνη.

"Τον υποστηρίζεις;"

"Πάψε πια να χωρίζεις τους ανθρώπους σε δικούς και εχθρούς ανάλογα με το ποιος υπακούει στα συμφέροντά σου. Όχι δεν τον υποστηρίζω! Απλά θεωρώ αυτό το φονικό που έρχεται μια άχρηστη τραγωδία που μπορούμε να την αποφύγουμε. Και σε παρακαλώ, έστω την ύστατη ώρα να το κάνεις..."

"Δεν έχω να κάνω τίποτα! Παρά μονάχα να υπερασπιστώ τη γη μας από τους εχθρικούς εισβολείς, όποιο όνομα και να έχουν"

"Έριδα! Δόλια κόρη της Νύχτας, εσένα που λογίζουμε αδελφή του Άρη, του θεού του πολέμου. Εσύ η φτερωτή μανία που κυριεύεις το πνεύμα των ανθρώπων, μόνη εσύ και τα παιδιά σου. Οι συμπλοκές, τα δάκρυα, οι φόνοι. Τόσα κακά μαζεμένα..."

"Παραληρείς αδελφή μου!"

"Άκουσε τη φωνή της σωφροσύνης έστω και την τελευταία στιγμή. Μην αφήσεις να βγουν τα σπαθιά απ τα θηκάρια. Σταμάτησέ το, έχεις καιρό!" είπε μέσα στην απελπισία της.

"Δεν περίμενα να ακούσω τίποτα καλύτερο" της είπε και την κοίταξε απαξιωτικά. Ύστερα με μιας γύρισε την πλάτη και έφυγε από το δωμάτιο για να την αφήσει μόνη αντιμέτωπη με χίλιες δυο μαύρες σκέψεις.

Τελευταίο συμβούλιο πριν την αναχώρηση

Ήταν όλοι εκεί. Και οι επτά πολέμαρχοι. Όπως και την προηγούμενη φορά. Ο Άδραστος, ο Ετέοκλος, ο Καπανέας, ο Παρθενοπαίος, ο Ιππομέδοντας, ο Τυδέας και ο Πολυνείκης.

"Μπορούμε να κάνουμε τον απολογισμό μας σε δυνάμεις;" ρώτησε ο Πολυνείκης.

"Αργείοι, Αρκάδες, Μεσσήνιοι, η Ώλενος και ο Ορχομενός" απάντησε ο Άδραστος.

Την ίδια στιγμή μπήκε ο Αμφιάραος στην κεντρική αίθουσα. Ακούστηκαν μουρμουρητά ανάμεσά τους.

"Καλώς όρισες!" τον υποδέχτηκε ο Άδραστος. Ο ίδιος έκανε μια κίνηση κεφαλιού σαν να τους χαιρετούσε όλους.

"Άλλαξε κάτι στην απόφασή σου;" τον ρώτησε ο βασιλιάς.

Τους κοίταξε όλους και απάντησε:

"Φυσικά όχι! Τίποτα από όσα σας έχω πει για την τύχη αυτής της εκστρατείας δεν έχει αλλάξει. Όμως θα είμαι κοντά σας! Δεν είμαι από αυτούς, που θα παραβούν τις συμφωνίες τους ενώπιον των Θεών και ανθρώπων"

Από την ομάδα βγήκαν αναστεναγμοί ανακούφισης. Εκείνος συνέχισε:

"Είναι ίσως μοιραίο κάποια δικά μου πρόσωπα να με σπρώχνουν στο θάνατο αλλά δεν μπορώ να το αποφύγω..." είπε.

Ο Πολυνείκης τον διέκοψε:

"Αμφιάραε, κράτα την άποψή σου, είναι απόλυτα σεβαστή. Προσωπικά πιστεύω ότι τίποτα δεν είναι προγραμμένο. Οι Θεοί μάς δοκιμάζουν αλλά στέκονται στο πλάι σε κάθε αγώνα για το δίκιο..."

"Να σε ρωτήσω κάτι σεβαστέ μου μάντη" ρώτησε ο Ιππομέδοντας.

"Σε ακούω γιε του Αριστόμαχου"

"Στη πρώτη μας συνάντηση είχες αναφέρει ότι μόνος ένας από εμάς θα γλιτώσει το θάνατο σε αυτήν την εκστρατεία. Μπορείς να μάς αποκαλύψεις το όνομά του;"

"Αυτό θα το πω μόνο σε εκείνον και την ώρα που πρέπει. Άλλωστε γιατί το σκέφτεστε. Πιστεύετε στη νίκη έτσι δεν είναι, συνεπώς γιατί ρωτάς;"

"Φυσικά και πιστεύουμε στη νίκη! Αν δεν το κάναμε δεν θα είχαμε καμία θέση εδώ" απάντησε σθεναρά ο Καπανέας.

«Τότε δεν έχει νόημα να δώσουμε συνέχεια σ' αυτήν την ερώτηση» είπε ο Αμφιάραος, κλείνοντας την πόρτα σε κάθε σκέψη.

Συνέχισαν να συζητούν για την επικείμενη αναχώρησή τους. Με πολλές λεπτομέρειες αναλυτικά για κάθε θέμα. Για το πλήθος της δύναμής τους, τις στρατιωτικές μονάδες που θα τους συνόδευαν, τη διαδρομή που θα ακολουθούσαν.

"Πότε είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε;" ρώτησε ο Άδραστος.

"Η δική μου δύναμη από την Ώλενο θα μας περιμένει στην Κόρινθο" είπε ο Καπανέας.

"Οι δικοί μου θα έρθουν από τον Ορχομενό έξω από τη Θήβα" πρόσθεσε ο Ετέοκλος.

"Σε δύο με τρεις μέρες πρέπει να ξεκινήσουμε...."

Επικρατούσε αέρας συγκίνησης μεταξύ τους και ενθουσιασμού. Ένιωθαν κάτι να γεμίζει την ψυχή τους σε αυτή τη συστράτευση. Ειδικά για τον Πολυνείκη η συγκίνηση ήταν ακόμα μεγαλύτερη καθώς αφορούσε τα δικά του όνειρα και προσδοκίες.

"Πρώτος σταθμός η Νεμέα!" φώναξε ο βασιλιάς και συμφώνησαν όλοι.

Έμειναν ακόμα για να κουβεντιάσουν κάποιες λεπτομέρειες και να ρυθμίσουν κάποιες εκκρεμότητες. Ύστερα άρχισαν να αποχωρούν ένας ένας. Οι αμέσως επόμενες στιγμές ανήκαν στα αγαπημένα τους πρόσωπα. Οι αποχαιρετισμοί θα ήταν για όλους ξεχωριστοί και θα είχαν τη δική τους συγκίνηση. Τα συναισθήματα πολλά και δυνατά. Όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις.

Μόνο που για κάποιον δεν θα ήταν ακριβώς μόνο αποχαιρετισμός. Αλλά και κάτι άλλο βαρύτερο. Πιο σκοτεινό, πιο χθόνιο.

Στιγμές αποχαιρετισμών

Όλα πια είχαν ρυθμιστεί. Μέχρι και οι τελευταίες λεπτομέρειες. Η πόλη του Άργους ζούσε τις δικές της μεγάλες στιγμές, μία ακόμα φορά στην ιστορία της. Ο στρατός των Δαναών είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται έξω από την πόλη. Όλα τα συμμαχικά βασίλεια είχαν στείλει τις δυνάμεις τους. Η κοινωνία και οι κάτοικοι ήταν σε αναβρασμό. Σε πολλά σπίτια οι Αργείοι αποχαιρετούσαν τα δικά τους παιδιά, που έφευγαν για την εκστρατεία. Η παρουσία του Άδραστου ήταν καταλυτική για να τους εμπνεύσει και να τους εμψυχώσει. Όμως μπορεί το κλίμα να ήταν ενθουσιώδες αλλά στα κατάβαθα, η ψυχή κάθε ανθρώπου, που έμενε πίσω, κόβονταν στα δυο καθώς αποχαιρετούσε το δικό του άνθρωπο για τον πόλεμο. Μανάδες, πατεράδες, γυναίκες και παιδιά, με βαριά καρδιά ασπάζονταν κάθε δικό τους άντρα. Κάθε τέτοιος αποχωρισμός δεν έδειχνε να αλλάζει στο πέρασμα των αιώνων. Ήταν πάντα ίδιος. Είχε τον ίδιο σπαραγμό και τον πόνο που επέβαλλε ο πόλεμος και η ανθρωποσφαγή.

Ο Τυδέας κρατούσε δίπλα του την αγαπημένη του γυναίκα την Δηιπύλη αλλά και το γιο τους τον Διομήδη. Πόσο είχε ήδη μεγαλώσει ο μονάκριβός τους! Ένας ολάκερος έφηβος με την πρώιμη αψάδα και την ομορφιά του. Τον κοίταζε ίσια στα μάτια προσπαθώντας να κρατήσει την εικόνα του κοντά του.

"Σε αφήνω πίσω Διομήδη, δεν σε φοβάμαι! Θα είσαι ο καλύτερος συμπαραστάτης της μητέρας σου μέχρι να γυρίσω!"

"Σου δίνω το λόγο μου πατέρα" είπε αυθόρμητα ο νεαρός. Ένιωθε και εκείνος τη φόρτιση των στιγμών. Όπως την ένιωθε και η Δηιπύλη. Την ένιωθε βαριά στην αγκαλιά του. Άπλωσε το χέρι του και την τράβηξε πιο κοντά του. Φίλησε τα όμορφα μαλλιά της.

"Ο καιρός περνάει γρήγορα! Μέχρι να φουντώσει η άνοιξη θα είμαστε πίσω στο Άργος. Και είμαι σίγουρος ότι μπορεί όλο αυτό να βαστάξει πολύ λίγο" της είπε.

Πολλές φορές η σιωπή σε αυτές τις περιπτώσεις έλεγε πολλά περισσότερα από τα λόγια. Γίνεται πιο εκφραστική με μεγαλύτερη συγκίνηση.

Το ίδιο ακριβώς ήταν και για τον Πολυνείκη και την Αργεία.

"Νιώθω πολύ μεγάλη συγκίνηση" της είπε, "Θα ξαναδώ τους δικούς μου, τους γονείς και τις αδελφές μου. Θα πατήσω ξανά στη γη της πατρίδας μου!"

"Ελπίζω άντρα μου να το κάνεις με τρόπο ειρηνικό και με τη βοήθεια των Θεών να βρεθεί η πολυπόθητη λύση στο σπιτικό σου" απάντησε.

Ο Πολυνείκης γύρισε στον Θέρσανδρο που ήταν κοντά τους.

"Μεγαλώνεις γιε μου! Το νέο αίμα στο σπιτικό μας! Ξέρεις πια ότι οι ευθύνες σου μεγαλώνουν, το ζεις" του είπε κάνοντας τον νεαρό έφηβο να ανταποκριθεί θετικά.

"Πατέρα, η μητέρα και το σπίτι σου είναι σε άξια χέρια μέχρι να γυρίσεις..." του είπε.

"Θα γυρίσω ναι! Θα γυρίσω να σας πάρω για να ζήσουμε όλοι μαζί στη Θήβα, όταν όλα θα έχουν αποκατασταθεί"

Είναι παράξενες αυτές οι στιγμές. Είναι οι ώρες του αποχωρισμού πριν από τη φυγή για μια εκστρατεία. Και ενώ στις καρδιές όλων υπάρχει ο άκρατος ενθουσιασμός της συμμετοχής, της πίστης στα ιδανικά της κάθε περίστασης, πάντα, σαν έρχεται η ώρα που οι αγκαλιές θα αδειάσουν, τα συναισθήματα είναι πολλά αλλά και διαφορετικά. Ο Πολυνείκης με τον Τυδέα έφυγαν από τα σπίτια τους κρατώντας στις μνήμες τους, τελευταία εικόνα, τη μορφή των γυναικών και των παιδιών τους. Κάτι που έκανε και ο Άδραστος σαν έφυγε από την αγκαλιά της αγαπημένης του γυναίκας της Αμφιθέης αλλά και των άλλων παιδιών του.

Μια μιαρή παραγγελιά

Μόνο σε ένα σπίτι τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Εκεί δεν είχαμε τον ανθρώπινο αποχαιρετισμό κάποιου από τα αγαπημένα του πρόσωπα. Στο σπίτι του Αμφιάραου η ατμόσφαιρα ήταν κάτι παραπάνω από πένθιμη. Ήταν ηλεκτρισμένη, γεμάτη μυστικά, ένταση και αποστροφή.

Με τη γυναίκα του την Εριφύλη δεν αντάλλαξε σχεδόν καμία κουβέντα. Ελάχιστα ήταν τα λόγια που σφράγισαν την αναχώρησή του. Περισσότερα είχαν να πουν τα βλέμματά τους. Του ενός προς τον άλλο. Έμοιαζαν σαν κοφτερά δόρατα έτοιμα να προκαλέσουν πόνο και αίμα.

"Στου Άδη τα δώματα θα ανταμώσουμε!" της είπε πριν χαθεί από μπροστά της.

Διάλεξε να αποχαιρετίσει τα δυό του αγόρια, τον Αλκμαίωνα και τον Αμφίλοχο σε τόπο έξω από το σπίτι του. Είχε πάρα πολύ σοβαρούς λόγους να το κάνει αυτό και πολύ σκοτάδι στη σκέψη του. Έτσι πριν φύγει συναντήθηκε με τους δύο του γιούς σε ένα από τα κτήματά τους λίγο έξω από την πόλη. Τους είχε μηνύσει να τον περιμένουν εκεί. Όταν έφτασε τον είδαν εμφανώς ταραγμένο και συγκινημένο. Για πρώτη φορά στη ζωή τους έβλεπαν τον πατέρα τους να έχει τέτοια εικόνα. Ένας παράξενος φόβος έδειχνε να έχει φωλιάσει το πρόσωπό του. Το έβλεπες στα μάτια του, σε όλο του το πρόσωπο.

"Πατέρα τι σού συμβαίνει;" ρώτησε ο Αλκμαίων.

Άφησε το άλογό του έξω, κατέβηκε και ρίχτηκε στην αγκαλιά τους. Τους έσφιξε και τους δύο με μια ένταση που τρόμαξαν. Την ώρα που τα χέρια του τους έκλεισαν στην αγκαλιά του, τον ένιωθαν να τρέμει. Τους κοίταξε στα μάτια.

"Αλκμαίωνα, Αμφίλοχε! Οι στιγμές δεν χωράνε μισά λόγια και υπεκφυγές. Είναι ώρα να ακουστούν αλήθειες έστω και αν αυτές τρομάζουν"

"Σε ακούμε πατέρα" απάντησε και ο Αμφίλοχος που, παρά το ότι ήταν μικρότερος, δεν υστερούσε σε αποφασιστικότητα.

Τους κοίταξε ίσια στα μάτια. Και άρχισε να μιλάει. Οι λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του έμοιαζαν να είναι πύρινα βέλη στις καρδιές τους και να τους συγκλονίζουν.

"Γιοί μου, συνεχιστές μου! Η μάνα σας με στέλνει ίσια στο θάνατο!"

Τα παιδιά ταράχτηκαν. Ανατρίχιασαν. Έκαναν να διατυπώσουν τις αρνήσεις τους αλλά ο λόγος του δεν είχε σταματημό μήτε φρένο.

"Της είχα πει εδώ και χρόνια ότι είχα σημάδια απ τους Θεούς ότι αυτή η εκστρατεία θα είναι μοιραία. Ότι οδηγούμαστε όλοι σε αφανισμό... ότι αυτή πιθανά να είναι η τελευταία φορά που με βλέπετε ζωντανό!"

"Πατέρα!" ακούστηκε πνιχτά διπλή η λέξη απ τα χείλη τους. Ένα κράμα λύπης, τρόμου και οργής άρχισε να τρελαίνει τη σκέψη τους και να θολώνει το μυαλό τους. Εκείνος ήταν ποταμός.

"Η μάνα σας δωροδοκήθηκε απ΄ τον Πολυνείκη για να πάρει το μέρος τους στην απόφαση που έπρεπε για να πάμε στη Θήβα και να ακολουθήσω και εγώ..."

'Τι λες πατέρα; Η μάνα; Μα γιατί το έκανε;"

"Γιατί είναι φιλάρεσκη, γιατί δεν υπάρχει άλλη αιτία να το δικαιολογήσει..."

"Τότε γιατί ακολουθείς;" ρώτησε με αγωνία ο Αμφίλοχος.

"Γιε μου, έχω μια τιμή, μια ιστορία. Δεν μπορώ να κατηγορηθώ για δειλός και ανέντιμος. Ήταν σαν να πεθαίνω δύο φορές. Με δένουν όρκοι σε αυτό και τους ξέρετε..."

"Γιατί η μάνα να κάνει κάτι τέτοιο, αφού ήξερε..." διέκοψε ο Αλκμαίων.

"Μού είχε ορκιστεί στους Θεούς ότι δεν θα έπαιρνε τίποτα από αυτούς, κι όμως το έκανε! Πρόδωσε κάθε της όρκο, ενώ ξέρει ότι με την απόφαση αυτή οδηγεί τον άντρα της αλλά και τα παιδιά της στην καταστροφή...."

Τα παιδιά άρχισαν να τρέμουν. Ήταν αδύνατον να το διαχειριστούν όλο αυτό.

"Τι θέλεις από εμάς πατέρα; Τι μπορούμε να κάνουμε;" ρώτησε ο Αμφίλοχος σαν χαμένος.

Εκείνος απάντησε με το βλέμμα του τυλιγμένο στο έρεβος της νύχτας.

"Ακούστε με καλά! Δεν ξέρω αν θα γυρίσω..."

"Σώπα...."

"Μην με διακόπτετε... δεν ξέρω αν θα γυρίσω. Δεν ξέρω τι επιφυλάσσουν οι Θεοί στη στράτα μας και ποια θα είναι η κατάληξή μας. Όμως θέλω τούτο από εσάς. Και σας το αφήνω σαν ευχή και κατάρα μαζί. Είναι η στερνή μου επιθυμία"

"Σε ακούμε..." απάντησε ο Αλκμαίων.

"Αν δεν γυρίσω ζωντανός θέλω να εκδικηθείτε το θάνατό μου!" είπε εμφαντικά και λες μαύρα σύννεφα της καταιγίδας να έζωσαν τα μάτια και τα κορμιά των παιδιών του. Ο Αλκμαίων ψέλλισε αργά:

"Να εκδικηθούμε; ...Ποιον;"

"Τον μοναδικό άνθρωπο που με πρόδωσε! Ξέρετε καλά ποια είναι αυτή! Για ένα κόσμημα πρόδωσε τον πατέρα σας. Η πράξη της είναι ύβρις στον νόμο των Θεών αλλά και των ανθρώπων. Δόλια με ξεγέλασε και την ύστατη στιγμή πήρε τη θέση του αδελφού της"


Οι λέξεις του έγιναν πύρινα σπαθιά που βυθίστηκαν βασανιστικά και χθόνια στις καρδιές των γιων του. Ένα σκοτάδι μίσους σκέπασε τα βλέμματά τους. Σαν κάτι να διαπέρασε κάθε τους κύτταρο και έγινε ένα με τις αναπνοές τους που έγιναν βαριές και άσχημες.

"Δηλαδή... τι μας ζητάς;" ρώτησε τρέμοντας ο Αμφίλοχος.

"Αυτό που καταλαβαίνετε! Αν πεθάνω θέλω ο θάνατός μου να μην μείνει βουβός! Και σε αυτό μονάχα ένας δρόμος υπάρχει... Αυτός που καταλαβαίνετε!"

Δεν είχαν τίποτα άλλο να πουν. Δεν άντεχαν κάτι άλλο να ακούσουν. Τραβήχτηκε από την αγκαλιά τους. Έριξε μια τελευταία ματιά στα παιδιά του συγκινημένος προσπαθώντας να κρύψει το δάκρυ του. Άπλωσαν τα χέρια τους σαν να ήθελαν να τον κρατήσουν κοντά τους. Όμως εκείνος ήδη βάδιζε προς την έξοδο, προς το άλογό του. Τον είδαν να ανεβαίνει. Ένα τελευταίο βλέμμα. Μια αποχαιρετιστήρια κίνηση του χεριού. Μια παγωμένη ανάσα. Ύστερα παρακίνησε το άλογο να καλπάσει. Πιάστηκαν και οι δυό τους σφιχτά από τους ώμους για να μην σαλέψει ο νους τους και χαθεί το λογικό τους. Κοιτάχτηκαν στα μάτια λες και ήθελαν να επιβεβαιώσει ο ένας στον άλλο αυτά που ήδη άκουσαν. Την παραγγελιά του πατέρα τους:

"Θέλω να εκδικηθείτε το θάνατό μου.... Θέλω να εκδικηθείτε το θάνατό μου... ξέρετε καλά ποια είναι αυτή...."

Ηχούσε μέσα τους σαν τον παραλογισμό που χτυπάει την πόρτα του μυαλού. Έμειναν εκεί προσπαθώντας να αφομοιώσουν αυτά που άκουσαν.

Ολόγυρά τους έξω από το κτήμα περνούσαν εκατοντάδες καβαλάρηδες με οπλισμένους στρατιώτες, που πήγαιναν στο στρατόπεδο συνάντησης. Κόσμος πολύς, σε κάθε γωνιά της πόλης, αποχαιρετούσε με συγκίνηση τους Δαναούς.

Η Εριφύλη τριγυρνούσε μόνη της στο έρημο σπιτικό της. Γύρεψε τα παιδιά της. Οι κόρες της, η Ευρυδίκη και η μικρότερη η Δημώνασσα ήταν εκεί. Τα αγόρια της έλειπαν. Όσο και να ήθελε να το αποφύγει, μέσα της ήξερε το λόγο της απουσίας τους. Ο πατέρας τους δεν τους είχε αφήσει ανεπηρέαστους. Άραγε θα μπορούσε να έχει το δικαίωμα να μιλήσει και εκείνη μαζί τους; Είδε και εκείνη από το αίθριο τους ιππείς που περνούσαν επευφημούμενοι από τους δρόμους. Το μάτι της έπεσε στο μαρμάρινο ερμάριο δίπλα στον τοίχο. Πάνω του ήταν το ξύλινο εκείνο κουτί με το περιδέραιο της Αρμονίας που της προσέφερε ο Πολυνείκης. Μια υποψία της πέρασε από το μυαλό για μια ομιχλώδη λάμψη που τύλιγε ολόγυρα το ξύλινο κουτί και της προκαλούσε θάμπος. Μια δύναμη μέσα της εξακολουθούσε να της φωνάζει ότι έκανε το σωστό. Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά σαν να ήθελε να διώξει μακριά κάθε άσχημη σκέψη. Όμως κάτι ένιωθε να την πνίγει σαν τη σκιά του θανάτου.

Η αναχώρηση

Στις παρυφές του Άργους πάνω ψηλά στο δρόμο προς τις Μυκήνες η γη έδειχνε να τρέμει από το πέρασμα των καβαλάρηδων που συγκεντρώνονταν στους σχηματισμούς τους. Η σκόνη που σήκωναν τα εκατοντάδες άλογα απλώνονταν ήδη στον ουρανό και σκέπαζε ολάκερη την όλη. Το χλιμίντρισμα των αλόγων έδενε με το κροτάλισμα στον αέρα που έκαναν τα ψηλά χάλκινα δόρατα χιλιάδων αρματωμένων στρατιωτών. Το στρίγκλισμα των αξόνων των πολεμικών αρμάτων ανατρίχιαζε ολάκερη την πόλη.

Μπροστά ήταν παραταγμένα τα πολεμικά άρματα, στη συνέχεια ακολουθούσαν τα τμήματα των πεζών οπλιτών, χωρισμένα σε λόχους με τους επικεφαλής πολέμαρχους. Στα δύο άκρα και πίσω τους ήταν οι Ιππείς. Το τέλος της παράταξης ήταν οι μεγάλες άμαξες, φορτωμένες με κάθε λογής εφόδια και άρματα που μπορούν να συντηρήσουν ένα στρατό.

Μετρημένοι πολλές εκατοντάδες που έμελε να πορευτούν και να σταθούν μπροστά τα τείχη της εφτάπυλης Θήβας. Και από μακριά, λες και ο Αργίτικος κάμπος, είχε ντυθεί σε ένα κατάλευκο χάλκινο χαλί καθώς ο λευκάσπιδος στρατός περίμενε το τελευταίο πρόσταγμα για να ξεκινήσει το ταξίδι του.

Στην πρώτη γραμμή ήταν το βασιλικό άρμα του βασιλιά Άδραστου, που είχε το γενικό πρόσταγμα. Πιο πίσω και μπροστά από τους αντίστοιχους λόχους ήταν οι επτά πολέμαρχοι. Οι ιερείς είχαν κάνει τις θυσίες στους βωμούς των Θεών. Οι επικλήσεις είχαν ακουστεί. Σε λίγο στην πεδιάδα αντήχησε ο ήχος από τις σάλπιγγες που έδιναν με τους παιάνες τους πανηγυρικό τόνο. Ο στρατός των Δαναών ξεκινούσε. Σε λίγο η ιστορία θα μετρούσε το διάβα του.

"Ξεκινάμε!" ακούστηκε η στεντόρεια φωνή του Άδραστου, δίνοντας το σύνθημα να κινηθούν.

"Επόμενος σταθμός μας η Νεμέα!"


Σημειώσεις:

*Αναφορά στην κατάρα του οίκου των Λαβδακιδών. Λάβδακος και Λάιος διεκδίκησαν ερωτικά τον Χρύσιππο, οδηγώντας τον στην αυτοκτονία. Κάτι που προκάλεσε την οργή και το ανάθεμα της Ήρας που εκδηλώθηκε με την αποστολή της δολοφόνας Σφίγγας στην Θήβα.


*Η Σφίγγα μετά τη λύση του αινίγματος από τον Οιδίποδα, αυτοκτόνησε πέφτοντας στον γκρεμό.


*Εδώ είναι η αναφορά στα γεγονότα που σηματοδοτεί ο "Οιδίπους τύραννος" του Σοφοκλή"

* "Λευκάσπιδος" ονομάζονταν ο στρατός του Άργους από το λευκό χρώμα των ασπίδων των στρατιωτών.

Συνεχίζεται...

Η μεγάλη εκστρατεία των Επτά, ξεκινά λοιπόν για τη Θήβα. Η γη τρέμει στο βοή των αλόγων και των αρμάτων. Όλα έχουν δρομολογηθεί. Πίσω μένουν οι αγωνίες, οι ελπίδες αλλά και οι μιαρές εκείνες παραγγελιές της ύβρης και του θανάτου.

Εδώ κλείνει και το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος. Στο τρίτο μέρος, θα μπούμε πια στα γεγονότα που θα μάς οδηγήσουν έξω από το Άργος και μπροστά στον κάμπο της Θήβας.

Ευχαριστώ μία ακόμα φορά, που είστε εδώ.


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro