Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφ. 2.12 Η ώρα της μεγάλης απόφασης (Μέρος Β')

https://youtu.be/1d6-WyzYr34

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη (https://stisglafkistocafe.blogspot.com/)  Από το μπλογκ της "Στης Γλαύκης το Cafe"

Αγωνία και εκνευρισμός

Η αγωνία και ο εκνευρισμός στο παλάτι του Άργους είχε φτάσει στην κορύφωσή του. Ο Άδραστος με τους δύο γαμπρούς του προσπαθούσε να προσμετρήσει την κατάσταση. Και οι τρεις τους ήταν σε αναμμένα κάρβουνα. Ο Πολυνείκης με τον Τυδέα βημάτιζαν πάνω κάτω προσπαθώντας να ελέγξουν τον εκνευρισμό τους. Κάποια στιγμή ο Τυδέας ξέσπασε:

"Αργούμε βασιλιά μου! Ο χρόνος περνά. Κάθε μέρα που κυλά είναι και μια ευκαιρία στον Ετεοκλή να ετοιμάσει την άμυνά του στη Θήβα. Και εμείς έχουμε μπροστά μας ένα ολάκερο ταξίδι να διαβούμε"

"Έχεις μιλήσει με την Εριφύλη Άδραστε;" τον ρώτησε και ο Πολυνείκης.

"Όχι, από την τελευταία φορά που πήγα σπίτι τους δεν έχω καμιά ειδοποίηση" απάντησε εκείνος.

"Πρέπει να κάνουμε κάτι με την αδελφή σου. Εν ανάγκη να της μιλήσουμε, να της εξηγήσουμε, να πούμε και εμείς τις απόψεις μας τελικά μιας και θα αποφασίσει εκείνη στην διχογνωμία σας" είπε έντονα ο Τυδέας.

"Δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα αυτό που ζητάς παιδί μου" απάντησε ο Άδραστος, "πως θα γίνει αυτό;"

Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε ο Πολυνείκης αποφασιστικά.

"Με την Εριφύλη πρέπει να μιλήσω εγώ! Εγώ είμαι ο ...υπαίτιος αυτής της ιστορίας και εγώ οφείλω να της εξηγήσω γιατί καίγομαι για αυτήν την υπόθεση. Κανείς άλλος δεν θα μπορέσει να την πείσει"

"Τι έχεις στο μυαλό σου;" ρώτησε ο Άδραστος, "μπορώ να βοηθήσω;"

"Το μόνο που θέλω από σένα είναι να την καλέσεις εδώ. Είναι αδελφή σου. Εγώ σπίτι μου δεν μπορώ να το κάνω, έξω κάπου ρισκάρουμε επικίνδυνα. Ενώ εδώ νομιμοποιούμαστε για μια τέτοια συνάντηση"

Ο Άδραστος συμφώνησε.

"Θα φροντίσω να στείλω αγγελιοφόρο στο σπίτι της" σχολίασε, "δεν ξέρω όμως πώς μπορεί να το εκλάβει ο άντρας της ο Αμφιάραος..."

"Μα τον Δία, δεν έχουμε δικαίωμα να μιλήσουμε στον άνθρωπο που θα αποφασίσει;" είπε εκνευρισμένος ο Τυδέας.

"Αφήστε με, θα το χειριστώ όπως μπορώ πιο προσεκτικά" απάντησε ο βασιλιάς.

Η πρόσκληση έφτασε στο στόμα της Εριφύλης από την στενή της υπηρέτρια. Ο αγγελιοφόρος του αδελφού της είχε αφήσει μήνυμα ότι την περίμενε άμεσα στο παλάτι για να μιλήσουν. Ήξερε ότι κάποια στιγμή άμεσα θα έφτανε η ώρα για μια τέτοια κουβέντα. Ήταν αδύνατον να την αποφύγει. Συνεννοήθηκε λοιπόν με δύο από τις υπηρέτριες της αύριο πρωί να έφευγαν για την αγορά. Αυτές τις ώρες ήταν μόνη πάντα στο σπίτι. Αυτή ήταν η, προς τα έξω, ανακοίνωση. Στην πραγματικότητα ο προορισμός ήταν το παλάτι του αδελφού της. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά και άναρχα.

Μπροστά σε ένα περιδέραιο

Η Εριφύλη, αφού πέρασε από την αγορά, με την συνοδεία των υπηρετριών της, στο τέλος το αμάξι τους ανηφόρισε προς το παλάτι. Άφησε τις γυναίκες να την περιμένουν σε κάποια άλλα δώματα και προχώρησε στο εσωτερικό του. Στην κεντρική αίθουσα την περίμενε μία έκπληξη. Δεν ήταν μόνο ο Άδραστος παρών αλλά και ο Πολυνείκης. Για μια στιγμή ξαφνιάστηκε αλλά δεν είχε άλλη επιλογή καθώς η ζεστή υποδοχή του αδελφού της έσπασε λίγο την αμηχανία των στιγμών. Ο χρόνος πίεζε τόσο ώστε τα προσχήματα να πάνε γρήγορα στην άκρη της συζήτησης.

"Αδελφή μου! Οι ώρες είναι κρίσιμες για μας μπροστά στην τελική σου κρίση..."

Ο Πολυνείκης διέκοψε ήρεμα το βασιλιά.

"Εριφύλη ας είμαστε ειλικρινείς! Εγώ ζήτησα να σού μιλήσω. Το ζήτησα από το βασιλιά σαν χάρη να έρθεις εδώ, σε μένα θα ήταν δύσκολο...."

Κοιτούσε και τους δύο με προσοχή. Ο Άδραστος αποχώρησε διακριτικά από την αίθουσα. Έμειναν μόνοι τους. Ο Πολυνείκης έκανε το επόμενο βήμα.

"Ας μιλήσουμε ειλικρινά χωρίς να κρύψουμε τίποτα..."

"Για εσάς είναι εύκολο, για μια γυναίκα όμως όχι. Βλέπετε συνήθως ο ρόλος, που μας προορίζετε είναι αυτός της σιωπής και της τυφλής υποταγής..." τού είπε.

"Ναι αλλά τώρα δεν είναι έτσι, κρατάς στα χέρια σου μια απόφαση..."

Χαμογέλασε πικρά χωρίς να απαντήσει. Εκείνος συνέχισε.

"Άκου Εριφύλη, ξέρω αρκετά πράγματα για σένα..."

Τον κοίταξε στα μάτια, "Ο Άδραστος με ενημέρωσε... για σας, την οικογένειά σας....". Δεν τού μίλησε, εκείνος συνέχισε:

"Όμως αυτό που δεν ξέρω είναι τι γνωρίζεις εσύ για μένα!"

"Έχει σημασία;" τον ρώτησε.

"Ναι. Και μάλιστα μεγάλη. Εδώ και καιρό μαθαίνεις για έναν άνθρωπο ο οποίος φαίνεται να θέλει ή να επιθυμεί έναν πόλεμο σε ξένο τόπο. Και απειλεί να σύρει σε αυτόν και άλλες τρίτες πόλεις και ανθρώπους. Ίσως αυτήν την εικόνα διαμορφώνεις μέσα στο μυαλό σου για μένα. Βρίσκεσαι στο μέσο μιας επιλογής από την οποία δεν μπορείς να κάνεις πίσω...."

"Επιλογή δύο αντρών να με βάλουν ανάμεσά τους..."

"Ναι, γιατί για αυτούς είσαι κάτι σημαντικό..."

"Ας αφήσουμε αυτήν την κουβέντα Πολυνείκη καλύτερα, παρουσιάζετε την πραγματικότητα όπως ταιριάζει στα συμφέροντά σας, σε ακούω"

"Πριν κάνεις την επιλογή σου θα ήθελα να ακούσεις από τον ίδιο τον άνθρωπο, που θέλει όσο κανείς την επιστροφή στην πατρίδα και το σπιτικό του. Την ιστορία του πατέρα μου, του τραγικού Οιδίποδα την γνωρίζεις θαρρώ..."

Έγνεψε θετικά. Εκείνος πήρε θάρρος και προχώρησε:

"Η κατάρα των Θεών έπεσε πάνω μας τρομερή, ανίκητη. Στον ίδιο, στη γυναίκα και αλίμονο μητέρα του και στα παιδιά του. Και για να προλάβουμε τις καινούργιες συμφορές είπαμε οι δυο γιοί του να αποχωριστούμε για να βαστάξουμε μακριά την έριδα και την καινούργια κατάρα των λόγων του. Έτσι έφυγα για πρώτη φορά απ το σπίτι μου αφήνοντας τον αδελφό μου βασιλιά όπως συμφωνήσαμε. Και γυρίζοντας πάνω στο τέλος του χρόνου να αναλάβω το θρόνο αντιμετώπισα τη χλεύη, την προσβολή, το άνομο και το άδικο. Έπρεπε για δεύτερη φορά να φύγω απ' τη γη μου, να απαρνηθώ τους γονείς μου και να μείνω για πάντα ξένος μακριά απ' τη Θήβα. Το να διεκδικήσει κανείς το δίκιο του πώς το κρίνεις Εριφύλη;"

Τον άκουγε προσεκτικά και η θέρμη των λόγων του άρχισε μέσα της να ασκεί τη δική της επιρροή. Να της ξυπνά τα δικά της δίκια.

"Πως λες τον άνθρωπο που θέλει να δώσει μια ευκαιρία στην ειρήνη, στη συμφωνία αλλά το ίδιο του το αίμα να την απαρνείται. Τι με καλείς να κάνω Εριφύλη; Κάποτε με τον αδελφό σου φύγατε από το σπίτι σας φυγάδες για την Σικυώνα. Με τον πατέρα σου πίσω σου νεκρό. Πες μου πώς ένιωθες εκεί; Ποια ήταν τα αισθήματά σου; Ποια φωτιά φώλιαζε μέσα στην ψυχή σου; Πες μου πως δεν ήθελες να γυρίσεις; Να διεκδικήσεις το δίκιο σας; Τι είναι λοιπόν το παράλογο που ζητώ; Και δες γύρω. Ολάκερες πόλεις με τους άρχοντές τους συμμερίστηκαν τους λόγους αυτής της εκστρατείας. Ποιο το όφελός τους παρά μονάχα το δίκιο; Λες να φτάσω στο σημείο να κουρσέψω τη γη που θέλω να γυρίσω; Και να δώσω το πλιάτσικο στην αντάρα του πολέμου;"

"Είναι αδελφός σου το λησμόνησες;" Τον κάρφωσε με τη ματιά της.

"Όχι! Το αντίθετο! Πόσες φορές τον παρακάλεσα να βρούμε τη λύση που συμφωνήσαμε. Και θα το κάνω μία ακόμα φορά εκεί"

"Με τα δόρατα και τα βέλη έξω απ' τα τείχη της πατρίδας σου; Δεν έχει για σένα σημασία ο τρόπος με τον οποίο πας να διεκδικήσεις το δίκιο σου;"

"Οδήγησέ με τι να κάνω; Σαν βρίσκεσαι μπροστά στο άδικο, τι δρόμος σου μένει παρά να διεκδικήσεις το δίκιο σου;"

"Με το σπαθί;"

"Ναι! Γιατί είναι έντιμο. Να σταθείς να πολεμήσεις για κάτι που τιμούν Θεοί και άνθρωποι"

"Ο άντρας μου μιλάει για καταστροφή Πολυνείκη! Και ο Αμφιάραος δεν είναι κάποιος τυχαίος. Ξέρετε όλοι τις ικανότητές του"

"Αν είναι θέλημα των Θεών να χαθούμε τότε ας γίνει Εριφύλη! Θα είναι δικό τους μέλημα κι απόφαση και όχι των επίορκων"

"Πόσο εύκολα το ξεστομίζεις! Θα πάρεις κι άλλους στο λαιμό σου γιε του Οιδίποδα.... Μιλάς για τις ζωές των άλλων λες και είναι χτήμα σου! Τελικά η αλαζονεία είναι κάτι που κουβαλάτε όλοι εσείς οι επώνυμοι άρχοντες; Διέψευσέ με αν έχω άδικο"

"Δεν έρχονται μαζί μου με το ζόρι Εριφύλη! Δική τους είναι επιλογή. Δική μου ήταν η υπόθεση. Θα γύριζα στη Θήβα ακόμα και ολομόναχος. Αν όχι για μένα για το γιό μου. Όμως οι ίδιοι με ακολουθούν και μένα και τον αδελφό σου".

Δεν είχε κάτι άλλο να του πει εκείνη τη στιγμή. Εκείνος πήγε προς το τραπέζι πιο πέρα. Πήρε στα χέρια του ένα κουτί και γύρισε προς το μέρος της. Τον είδε να την πλησιάζει και ξαφνιάστηκε. Την κοίταξε στα μάτια και της είπε με πάθος.

"Άκου κόρη του Ταλαού, αυτή μπορεί να είναι η τελευταία φορά που θα συναντηθούμε. Εγώ, έτσι κι αλλιώς το έχω αποφασίσει να γυρίσω στην πατρίδα μου διεκδικώντας τη γη μου ανεξάρτητα από την όποια σου απόφαση. Αν πεις όχι θα εκστρατεύσω μόνος μου. Ίσως να μην τα καταφέρω και το κουφάρι μου να πέσει μπροστά στα τείχη της πόλης. Όμως θέλω από μένα να έχεις κάτι!..."

"Τι κάνεις εκεί; Τι είναι αυτό;" είπε ξαφνιασμένη κάνοντας βήματα προς τα πίσω.

Πήγε πιο κοντά της.

"Αυτό εδώ είναι ότι πιο πολύτιμο έχω από τη γενιά μου. Από τη γενιά του μεγάλου Κάδμου, του ιδρυτή της Θήβας, της πατρίδας μου...."

Άνοιξε το κουτί μπροστά στα έκθαμβα μάτια της. Στα χέρια του κράτησε το θρυλικό περιδέραιο της Αρμονίας. Το φως του και η λάμψη του προκάλεσαν σοκ στην Εριφύλη.

"Για όνομα των Θεών Πολυνείκη! Τι πας να κάνεις εκεί;" φώναξε σοκαρισμένη, ταραγμένη.

"Είναι το νυφικό περιδέραιο της Αρμονίας, της κόρης του Άρη και της Αφροδίτης, της γυναίκας του Κάδμου. Φτιαγμένο με το ίδιο το χέρι του Ηφαίστου. Έρχεται μαζί με τους αιώνες, διαβαίνει μαζί τους. Το κουβαλώ χρόνια για να με δένει με τις αναμνήσεις. Στο αφήνω σαν ταπεινή προσφορά να με θυμάσαι. Τα δικά σου χέρια και η δική σου ιστορία εγγυώνται για αυτό. Σε παρακαλώ να το δεχτείς. Είναι μια σπονδή για μένα"

Έμεινε εκστασιασμένη να κοιτά το περιδέραιο με τη λάμψη του. Ο Πολυνείκης το έβαλε πίσω στο κουτί και το έδωσε στα χέρια της. Ένιωθε σαν μην ήταν παρούσα σε όλο αυτό.

"Δεν ξέρω..." ψέλλισε, "με δωροδοκείς! Είναι ντροπή για σένα, γιε του Οιδίποδα! Τα λόγια του άντρα μου βγαίνουν αληθινά! Γιατί;"

"Όχι!" φώναξε εκείνος, "αφήνω στα χέρια σου κάτι δικό μου απ' τη γη μου και τη γενιά μου πολύτιμο για να μάς θυμάσαι, δεν με νοιάζει αλήθεια τι θα αποφασίσεις, για μένα η στράτα μου είναι χαραγμένη βαθιά στη γη"

Κράτησε το κουτί στα χέρια της. Εμφανώς συγκινημένη. Έδειχνε να κρατά μεγάλο βάρος. Την ίδια στιγμή στην αίθουσα μπήκε ο Άδραστος. Τους είδε έτσι αντικριστά, έμεινε σιωπηρός. Την αμέσως επόμενη στιγμή είπε στην αδελφή του.

"Συμβαίνει κάτι Εριφύλη; Νιώθεις καλά;"

Εκείνη τον κοίταξε στα μάτια, ύστερα τον Πολυνείκη. Ένιωσε το φως από το περιδέραιο να ξεχειλίζει έξω από το ξύλινο κουτί. Να απλώνεται στο κορμί της σαν ένα παράξενο χάδι, να παίρνει σχήματα και οπτασίες, να γίνεται όνειρα σαν εκείνα τα παιδικά της, να φανερώνει στα βάθη του τη μορφή του πατέρα της, τα μάτια του, τα παγωμένα χέρια του. Ύστερα να την καίει. Μετά, ακούστηκε στο δώμα η φωνή της. Βγήκε απ' τα χείλη της με ηρεμία. Με ένα βλέμμα παράξενο λες κι' αυτό ερχόταν από άλλους κόσμους μακρινούς. Κοίταξε ίσια στα μάτια τον αδελφό και βασιλά. Εκείνος ανατρίχιασε με εκείνο το βλέμμα.

"Βασιλιά Άδραστε, μπορείς να αναγγείλεις την απόφαση. Η εκστρατεία στη Θήβα θα γίνει. Ζητώ να μετρήσετε την ειρήνη ακόμα και την ύστατη στιγμή έξω απ' τα τείχη. Για αυτό μού δίνει το λόγο του μπροστά στους Θεούς ο γιος του Οιδίποδα, ο Πολυνείκης. Αλλιώς η οργή και η κατάρα των Θεών θα πέσει σε όλους πάνω μας, χωρίς έλεος"

Κοιτάχτηκαναναμεταξύ τους χωρίς να πουν λέξη. Ο Πολυνείκης έδειχνε να συγκινείται. Δάκρυαανάβλυσαν στα μάτια του. Την κοίταξε με ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης και ο αδελφόςτης με ανακούφιση. Γύρισε προς την έξοδο. Με γοργά αποφασιστικά βήματα βγήκεαπό την αίθουσα και κατέβηκε για να πάρει το δρόμο του γυρισμού. Ήξερε ότι αυτόπου την περίμενε δεν θα ήταν καθόλου εύκολο.

Ένας διάλογος που ξεκαθαρίζει

Επέστρεψε στο σπίτι της σκεπτική αλλά και αποφασισμένη. Ένιωθε έτοιμη να υπερασπιστεί την απόφασή της. Εκείνο που δεν μπορούσε να υπολογίσει ήταν το τίμημα. Έδιωξε τις υπηρέτριες της, κράτησε το σκαλιστό κουτί στα χέρια της με το βαρύτιμο δώρο και μπήκε στα κεντρικά δώματα. Μια παράξενη σιωπή σκέπαζε τα πάντα στο εσωτερικό. Προχώρησε, άνοιξε λίγο το βαρύ κουτί. Εκείνη η παράξενη λάμψη από το πανέμορφο και περίτεχνο περιδέραιο γέμισε τα μάτια της. Ένιωθε να την τυλίγει το φως του. Κοίταξε λίγο αυτό που κρατούσε και κινήθηκε προς την κρεβατοκάμαρά τους. Την απόλυτη ηρεμία έσπασε η δυνατή φωνή του:

"Ώστε αυτό είναι το αντίτιμο για το οποίο πάτησες κάθε λόγο και όρκο σου!"

Γύρισε τρομαγμένη προς τα πίσω. Ο Αμφιάραος στεκόταν στο κέντρο του δώματος. Πολλά χρόνια μεγαλύτερός της, επιβλητικός και αυτή τη φορά στο πρόσωπό του έβλεπε την καλά κρυμμένη οργή του.

"Τι θες να πεις;" απάντησε χωρίς σταθερή φωνή καθώς προσπαθούσε να ανακτήσει μέρος της αυτοκυριαρχίας της. Εκείνος έκανε ένα βήμα πιο κοντά της.

"Είμαι περίεργος να δω αυτό με το οποίο ξεπούλησες τον άντρα και τα παιδιά σου! Να δω πόσο αξίζει η ζωή μας τελικά για σένα" της είπε ενώ τα μάτια του έπεσαν στο κουτί που μόλις κατάφερε να αφήσει επάνω σε ένα μαρμάρινο ράφι στον τοίχο του δωματίου. Πήγε κοντά της ορμητικά. Την παραμέρισε, άνοιξε το κουτί και ξαφνικά έμεινε άναυδος να παρατηρεί το απαστράπτον βαρύτιμο κόσμημα. Το άφησε έντρομος από τα χέρια του λες και κράτησε ένα πύρινο αντικείμενο. Στη σκέψη του με μιας ήρθαν οι εικόνες που έβλεπε στους εφιάλτες του. Οι εικόνες που τον βασάνιζαν πολλές νύχτες εδώ και χρόνια και δεν τον άφηναν να ηρεμήσει.

"Δία ύψιστε των Θεών! Να που η ίδια η ομόκλινή μου κουβαλά τον θάνατο στο σπιτικό μας"

Την τράβηξε από τον ώμο προς το μέρος του.

"Ώστε τόσο κοστίζουν οι ζωές μας! Η λάμψη ενός περιδέραιου φτάνει για να κάψεις κάθε σου όρκο μπροστά στους Θεούς"

"Σε παρακαλώ..." του είπε.

Εκείνος συνέχισε οργισμένος σε πολύ ψηλούς τόνους.

"Σου είχα πει να τούς προσέξεις! Σου είχα αναφέρει τόσες φορές να μην πάρεις κάτι από τα χέρια τους! Λες και το ήξερα ότι θα σε δωροδοκήσουν. Πες μου λοιπόν! Είπες το ναι; Έκανες το χατήρι του αδελφού σου και του ξένου; Ξεπούλησες τα πάντα για αυτό εδώ; Για να το φοράς σαν τρόπαιο στην προδοσία σου! Πώς αλήθεια θα το κάνεις; Ξέρεις τι κουβαλάς στα χέρια σου;"

Ξαφνικά τον κοίταξε με μάτια φωτιά. Τραβήχτηκε από κοντά του. Γύρισε προς το μέρος του.

"Φτάνει! Αρκετά ως εδώ οι προσβολές σου!"

"Προσβολές μου; Ω Θεοί δείτε πρωτόγνωρο το θράσος!"

"Προσβολές ναι! Έμαθες όλα αυτά τα χρόνια να γίνεται το δικό σου!"

"Εγώ;"

"Ναι! Μιλάς για θράσος. Ποιος εσύ; Σκότωσες τον πατέρα μου με τα χέρια σου, μάς έδιωξες από το σπίτι και τη γη μας και ύστερα έγινα κάτι σαν εμπόρευμα ανάμεσά σας. Σε σένα και τον αδελφό μου. Μια όμορφη προίκα που θα σφράγιζε την εξουσία εκείνου και το δικό σου τρόπαιο...."

"Αν είναι δυνατόν Εριφύλη! Μετά από τόσα χρόνια τι έρχεσαι και βγάζεις στον αφρό;" τη ρώτησε έκπληκτος.

"Για σένα δεν ήμουνα τίποτα άλλο παρά ένα αντικείμενο. Μιλάς για δωροδοκία δική μου τη στιγμή που ο ίδιος ο αδελφός μου με έκανε δώρο για σένα για να μονιάσετε... Σε ποιανού τάφο κάνατε αυτή τη συμφωνία Αμφιάραε; Με ποιο αίμα σφραγίσατε την απόφασή σας; Ε λοιπόν ναι! Αυτό που βλέπεις είναι ένα δώρο! Ένα βαρύτιμο θεϊκό δώρο που έκαναν οι Θεοί στο γάμο της Αρμονίας και του Κάδμου, του ιδρυτή της Θήβας. Φτιαγμένο με τα ίδια τα χέρια του Ήφαιστου, του Θεού της φωτιάς. Άρα καταλαβαίνεις την αξία του για τον Πολυνείκη. Όμως το αφήνει κάτι σαν σπονδή στα χέρια μου..."

"Για ποια σπονδή μιλάς, έχεις τρελαθεί; Να σε εξαγοράσει ήθελε για να πεις το ναι!"

"Συνεχίζεις να με θεωρείς άνθρωπο χωρίς κρίση και βούληση άντρα μου. Από τη μια δέχτηκες στη συμφωνία σου με τον αδελφό μου να αποφασίζω εγώ στη διαφωνία σας αλλά από την άλλη δεν δέχεσαι την πιθανότητα να έχω δική μου γνώμη.."

"Σε είχα προειδοποιήσει για τις επιλογές των Θεών, τις ήξερες...."
"Δεν μου έδωσες δικαίωμα να ακούσω και την άλλη πλευρά Αμφιάραε. Σε μια απόφαση που θα πάρω εγώ, δεν είχα δικαίωμα να μάθω την άλλη άποψη;"
"Η άλλη επιλογή σημαίνει καταστροφή για το σπίτι σου γυναίκα..."

"Είναι γνώμη σου αυτή άντρα μου. Ανακατεύεις τους θεούς μέσα σε αυτήν!"
Ξαφνιάστηκε στο λόγο της εντελώς.

"Τι θες να πεις; Αμφισβητείς τις ικανότητές μου; Πιστεύεις ότι όλα αυτά είναι ένα πρόσχημα για να δειλιάσω;"

Μετρήθηκε με το βλέμμα του για κάποια δευτερόλεπτα, δίσταζε.

"Πάνω από τους φόβους και τους δισταγμούς, πάνω και από τις μαντείες υπάρχει η αγάπη για τη γη μας, για το χώμα που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε. Για την πατρίδα μας. Για την εστία του σπιτιούη μας. Μα πάνω απ όλα για το δίκιο. Δεν είναι δυνατόν κάθε σφετεριστής και παραβάτης να απολαμβάνει ανέξοδα την αχόρταγη βουλιμία του, σεβαστέ μου σύζυγε. Καμία ηθική των Θεών ή των ανθρώπων δεν το δέχεται αυτό. Μπροστά σε μια τέτοια στάση ζωής δεν μπορεί να μείνουμε απαθείς και αδιάφοροι. Δεν είναι όλοι τρελοί άντρα μου! Δες τους. Αργείοι, Αιτωλοί, Ορχομένιοι, Αχαιοί από την Ώλενο, Αρκάδες, Νέμιοι, δεν γίνεται να παρανόησαν και να θέλησαν να αυτοκτονήσουν ομαδικά. Εκείνο που φλογίζει την ψυχή τους δεν είναι οι θησαυροί της Θήβας αλλά το δίκιο και τα ιδανικά της ζωής..."

"Για δες που η αγαπημένη μου γυναίκα απέκτησε περισσή γνώμη για όλους τους πολέμαρχους. Για δες που τους γνωρίζει καλά και μπορεί να εγγυηθεί για αυτούς. Μα το Δία, εντυπωσιακό! Ήθελα να ήξερα τι σου είπαν και σε έπεισαν; Πόσες φορές άκουσες λογική στον πόλεμο, γυναίκα; "

Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. Έφερε στο βλέμμα της μια ηρεμία όσο μπορούσε. Και τού μίλησε με ζεστό τόνο.

"Άμφιάραε, είμαι κοντά σου από νεαρή κόρη, έφηβη παρθένα. Τίμησα την κλίνη σου, σού έδωσα τόσα παιδιά. Αναγνωρίζω την αντρειοσύνη και τη σοφία σου. Όμως... δες λίγο πιο πλατιά. Αυτός ο άνθρωπος μού έδωσε το λόγο του ότι θα εξαντλήσει κάθε πιθανότητα συμφωνίας με τον αδελφό του. Αλλά και έτσι να μην γίνει τελικά, δες τις αξίες για τις οποίες θα τον στηρίξετε. Δεν μπορεί να είναι θέλημα Θεών να κυριαρχήσει η αδικία, το ψέμα, ο εμπαιγμός και η ύβρη στα λόγια των γονιών. Μιλάω σε σένα. Έναν άντρα αντρειωμένο, που δεν λυγίζει μπροστά στο καθήκον. Αυτόν τον άντρα θέλω να δω κάτω απ' τα τείχη της Θήβας να παλεύει για το δίκιο. Γιατί.... Αν στο άδικο σταθούμε ανεκτικοί και αδιάφοροι, τότε θα έρθει η στιγμή που θα μάς τυλίξει και θα μάς αφανίσει στα σκοτάδια του"

"Λόγια, λόγια γυναίκας φιλάρεσκης! Που δεν λογάριασες τίποτα μπροστά στον κορεσμό σου..."

"Αυτό πιστεύεις για μένα;" τον ρώτησε.

"Χωρίς καμία αμφιβολία" απάντησε.

Γύρισε και τον κοίταξε κουνώντας το κεφάλι της

"Πολύ κρίμα σεβαστέ μου μάντη! Λυπάμαι ειλικρινά για την κρίση σου. Εκτός...."

Την κοίταξε με απέχθεια με μισό βλέμμα.

"Εκτός τι;"

"Εκτός αν φοβάσαι Αμφιάραε! Αν δειλιάζεις μπροστά στη ευθύνη..."
Πήγε έξαλλος προς το μέρος της.

"Θα το πληρώσεις ακριβά αυτό! Μην νομίζεις ότι την ώρα που τα κορμιά των πολεμιστών θα πέφτουν θύματα των κοφτερών σπαθιών εσύ θα παραμένεις ασφαλής κι αλώβητη στο σπίτι σου..."

"Είναι και δικό σου σπίτι αυτό που απειλείς! Είναι και σπίτι των παιδιών σου!"

"Μην ανακατεύεις τα παιδιά μου!"

"Είναι και δικά μου παιδιά άντρα μου! Στο αίμα τους τρέχει και το δικό μου, στην καρδιά τους είναι της δικής μου, οι χτύποι"

"Όχι σαν μάθουν για την προδοσία σου απέναντι στον πατέρα τους!"

"Πόσο ασήμαντος γίνεσαι στα μάτια μου μα την Ήρα! Ζητάς να δηλητηριάσεις τα παιδιά σου με μίσος;"

"Θέλω να τους πω ποια οδηγεί τον πατέρα τους στον αφανισμό!" της είπε έχοντας χάσει κάθε αυτοκυριαρχία.

"Τι ξεπεσμός για τον ευσεβέστατο μάντη του Άργους! Ποτέ δεν περίμενα να σε δω να νοιάζεσαι τόσο φτηνά για σένα" τού απάντησε.

Όρμησε κατά πάνω της ασυγκράτητος.

"Άφησε την από τα χέρια σου!" άκουσε την στεντόρεια κραυγή του Άδραστου πίσω του. Γύρισε απότομα και είδε το βασιλιά να στέκεται αρματωμένος πίσω του.

"Τι θέλεις εδώ; Πώς μπαίνεις έτσι στο σπίτι μου;" τον ρώτησε.

"Σαν να ήξερα τι θα ακολουθούσε και έτρεξα ξωπίσω απ' την αδελφή μου Αμφιάραε. Ύψιστε Απόλλωνα, Θεέ του φωτός, ποτέ δεν περίμενα να δω τον περίλαμπρο μάντη να ξιφουλκεί κατά της γυναίκας του, της μάνας των παιδιών του!"

Το μάτι του Άδραστου άστραφτε μπροστά του. Η φωνή του ακούστηκε πάλι δυνατά:

"Λοιπόν! Σε μία ώρα έχει πολεμικό συμβούλιο στο παλάτι. Η θέση σου είναι πια εκεί. Έτσι θέλω να πιστεύω. Τα λόγια τέλειωσαν. Είναι ώρα για πράξεις. Όλα έγιναν όπως όριζαν οι όρκοι μας να γίνουν. Κοίταξε να έχεις καθαρό μυαλό. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό που είδα πριν δεν θα τολμήσεις να το συνεχίσεις. Μην γκρεμίζεις τόσο φτηνά την εικόνα σου στα μάτια μου"

Τον είδε που έμεινε να τον κοιτάζει. Έριξε μια ματιά στην αδελφή του και ύστερα βγήκε βιαστικά από το σπίτι παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής.

Ο Αμφιάραος έμοιαζε να έχει παγώσει στο χρόνο. Με το ένα του χέρι τράβηξε δυνατά τα μαλλιά του προς τα πίσω σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Γύρισε και έριξε μια δολοφονική ματιά στη γυναίκα του που τον κοιτούσε ίσια στα μάτια. Οι αποφάσεις είχαν παρθεί. Τίποτα πια δεν μπορούσε να αλλάξει αυτά που αποφάσισαν οι Μοίρες.

(Συνεχίζεται...)

Όπως βλέπουμε, στη ζωή, δεν υπάρχουν πάντα καθάριες όψεις. Άσπρο ή μαύρο. Τα πάντα διαπλέκονται και μπολιάζονται με αποχρώσεις, με επιχειρήματα, που και βάση έχουν και λογική υποδομή. Και οι άνθρωποι, μοιραία συντρίβονται ανάμεσα σε όλα αυτά. Εκεί θα κριθεί ο τρόπος, που θα μπορέσουν να τα διαχειριστούν.

Ευχαριστώ, που είστε εδώ, αναγνώστες σ' αυτό το ιδιαίτερο έργο. Θα ακολουθήσουμε τους ήρωές μας στην εξέλιξη και στη δίνη των γεγονότων, ως το τέλος.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro