Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Το Αίμα Μου Είναι Και Δικό Σου Αίμα ...

Μετά το ντους και την ερευνητική αποστολή, που έχει αφήσει τον Στέφανο αρκετά εξουθενωμένο και την Άρτεμις ανυπόμονη για περισσότερα, αυτοί ξαπλώνουν σ' ένα αυτοσχέδιο κρεβάτι μπροστά στο τζάκι.

Αυτή τρίβει την μύτη της στο στήθος του ανασαίνοντας βαθιά.

«Μμμμ ... Τι ωραία που μυρίζεις! Μου θυμίζεις την κόκκινη παραλία απέναντι απ' το ηφαίστειο στη Σαντορίνη. Έχεις αυτή την πικάντικη και ξεσηκωτική μυρωδιά της λάβας σε συνδυασμό με κάτι άλλο πιο καταπραϋντικό ... Μύρο. Θεέ μου! Λατρεύω την μυρωδιά σου. Μου θυμίζεις το σπίτι μου»

«Λοιπόν ... Σ' ευχαριστώ, αλλά μιας που το ανέφερες, αναρωτιόμουν για κάτι»

«Για τι;»

«Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να μείνεις εδώ; Δεν θα σου λείψει το σπίτι σου; Το νησί σου; Οι φίλοι σου ή οι γονείς σου;»

«Ναι, το παραδέχομαι. Δεν ήταν εύκολη απόφαση, αλλά όταν τα έβαλα κάτω, συνειδητοποίησα ότι ενώ θα μου λείψουν όλα αυτά, δεν είναι αυτά που δεν μπορώ να ζήσω χωρίς»

«Και ποια είναι αυτά που δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς; Το αντίβαρο στη ζυγαριά, εννοώ»

«Εσύ. Είσαι αυτός που δεν μπορώ να ζήσω χωρίς»

«Δεν ξέρω, βρε μωρό μου. Φοβάμαι ότι δεν μου αξίζει μια τέτοια θυσία»

«Σσσσ! Σταμάτα! Μην το ξαναπείς ποτέ αυτό! Αξίζεις περισσότερα απ' όσα νομίζεις. Σου αξίζουν τα πάντα!»

«Κοριτσάκι μου ...»

Αυτή τεντώνει τον λαιμό της για ένα φιλί όταν ξαφνικά, ένας παράξενος θόρυβος, κάτι σαν γουργουρητό, καταστρέφει τη στιγμή.

«Τι ήταν αυτό;»

«Το στομάχι μου»

«Ωωωω! Πεινάει το αγοράκι μου;»

«Το αγοράκι σου δεν πεινάει απλώς. Λιμοκτονεί!»

«Και γιατί δεν μου το είπες; Γιατί είμαι εγώ εδώ;»

«Όχι για να με ταΐζεις πάντως»

«Ποιος στο είπε αυτό; Η ικανοποίηση των αναγκών σου είναι η δουλειά μου. Κάθε είδους ανάγκη. Έλα, πες μου τι θέλεις να φας»

«Θα μου μαγειρέψεις τέτοια ώρα; Δεν είσαι κουρασμένη;»

«Όταν πρόκειται για σένα, όχι, δεν είμαι καθόλου κουρασμένη»

«Εντάξει, αλλά δεν χρειάζεται. Δεν είσαι υπηρέτρια μου, Κοριτσάκι. Μπορώ να φάω ένα τοστ ή κάτι τέτοιο»

«Έη! Ξέρω ακριβώς τι είμαι και τι δεν είμαι. Το να μαγειρεύω για σένα δεν με κάνει υπηρέτρια. Είμαι η γυναίκα σου και εσύ είσαι ο άντρας μου, και όταν ο άντρας μου πεινάει, δεν τρώει ποτέ μόνο ένα καταραμένο κομμάτι ψωμιού. Συνεννοηθήκαμε, κύριε;»

«Εεεε ... Μάλιστα, κυρία!»

«Τέλεια! Πες μου τώρα τι θέλεις να φας, αλλιώς θ' αναγκαστώ να χρησιμοποιήσω βία!»

«Μια ομελέτα με φέτα και ντομάτα»

«Μμμμ ... Εξαιρετική επιλογή, κύριε. Θα θέλατε να πιείτε κάτι;»

«Μια μπύρα»

«Μια ομελέτα με φέτα και ντομάτα, και μια κρύα μπύρα. Έρχεται αμέσως, κύριε!»

Αυτή του δίνει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη, σηκώνεται και τρέχει στην κουζίνα. Αυτός ανακάθεται και κοιτάζει γύρω του ερωτηματικά.

«Εντάξει! Κάποιος μου κάνει πλάκα! Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση! Αυτή η γυναίκα δεν μπορεί να είναι αληθινή. Ονειρεύομαι! Ναι. Ναι. Αυτό είναι! Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι!»

Ψαχουλεύει στο σωρό με τα ρούχα δίπλα του, βγάζει το κινητό του και τηλεφωνεί – σε ποιον άλλον; - στον Ιάσονα, που το σηκώνει μετά από τρία κουδουνίσματα.

«Τι στο διάολο, ρε μαλάκα; Είναι περασμένες δύο!»

«Σταμάτα να είσαι τέτοια σκύλα και πες μου πώς μπορώ να καταλάβω αν είμαι ξύπνιος ή ονειρεύομαι;»

«Ε;»

«Ρωτάω πώς μπορώ ...»

«Σε άκουσα, ηλίθιε»

«Απάντησε μου τότε»

«Τράβα γαμήσου, ρε!»

«Απάντησε μου, διάολε!»

«Αλήθεια τώρα; Με παίρνεις τηλέφωνο τέτοια ώρα, μου χαλάς τον ύπνο και ζητάς απάντηση σε μια γαμημένη ηλίθια ερώτηση; Πόσο μαλάκας είσαι;»

«Σε παρακαλώ, ρε Νάκο, απάντησε μου! Είναι σημαντικό!»

«Γαμώτο! Τσίμπησε τον εαυτό σου»

«Πού;»

«Όπου να' ναι, ρε ηλίθιε! Δεν έχει σημασία!»

Ο Στέφανος τσιμπάει τον μηρό του δυνατά.

«Άουτς!»

«Πόνεσες;»

«Ναι»

«Τότε δεν ονειρεύεσαι. Στα όνειρα δεν υπάρχει πόνος. Είσαι ξύπνιος»

«Δόξα τω Θεώ!»

Ο Ιάσονας γυρίζει τα μάτια του.

«Μπορώ να γυρίσω στον ύπνο μου τώρα;»

«Όχι. Πρέπει να σου πω κάτι»

«Τώρα; Έλα, ρε φίλε! Λυπήσου με! Έχω μάθημα το πρωί»

«Δεν θα πάρει πολύ. Η Άρτεμις θα επιστρέψει απ' την κουζίνα ανά πάσα στιγμή»

«Όπα! Όπα! Τι στο διάολο κάνει τέτοια ώρα στην κουζίνα;»

«Μου φτιάχνει ομελέτα»

Ο Ιάσονας ανακάθεται στο κρεβάτι του και ο ύπνος φεύγει για τα καλά από πάνω του.

«Εντάξει, τσίμπησα! Πες μου τα πάντα!»

Ο Στέφανος λέει στον Ιάσονα τι ακριβώς συνέβη από τότε που τον άφησαν στο σπίτι κι αυτός πέφτει πίσω στα μαξιλάρια ξεφυσώντας.

«Πλάκα μου κάνεις! Και μετά απ' όλα αυτά, σου φτιάχνει και ομελέτα;»

«Καταλαβαίνεις τώρα γιατί σε ρώτησα αν ονειρεύομαι;»

«Άντε γαμήσου, κωλόφαρδε μπάσταρδε!»

«Σοβαρά με τις βρισιές τώρα;»

«Έχω κάθε δικαίωμα να σε βρίζω, ρε μαλάκα! Συνειδητοποιείς ότι πέτυχες το Τζακ Ποτ;»

«Προσπαθώ»

«Θα μου κάνεις μια χάρη;»

«Τι;»

«Παντρέψου την!»

«Μεταξύ μας, το σκέφτομαι πολύ σοβαρά»

«Και καλά κάνεις! Μια γυναίκα σαν αυτήν είναι δύσκολο να βρεθεί, ρε φίλε»

«Νομίζεις ότι δεν το ξέρω;»

«Όπως και να 'χει, το αξίζεις, φίλε μου»

«Σκατά! Έρχεται! Πρέπει να κλείσω. Καλή τύχη αύριο, κολλητέ»

«Ευχαριστώ. Θα σε πάρω τηλέφωνο στο διάλειμμα για να σου πω πώς πάει»

«Θα περιμένω. Γεια!»

«Γεια!»

Ο Στέφανος κρύβει το τηλέφωνο πίσω απ' την πλάτη του και μυρίζει τον αέρα ενώ κοιτάζει την Άρτεμις που πλησιάζει κρατώντας έναν μεγάλο δίσκο.

«Μμμμ ... Μυρίζει φανταστικά!»

«Και η γεύση είναι ακόμα καλύτερη. Εμπιστεύσου με!»

«Είμαι σίγουρος και γι' αυτό δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Δώσμου το! Δώσμου το!»

Αυτή βάζει το δίσκο στην αγκαλιά του.

«Θέλεις να σε ταΐσω;»

«Όχι, Κοριτσάκι. Έχεις κάνει ήδη αρκετά, δεν νομίζεις; Κάτσε να ξεκουραστείς, γιατί μόλις φάω, μας περιμένει και δεύτερος γύρος»

«Αλήθεια;»

«Σου υποσχέθηκα όλη τη νύχτα, έτσι δεν είναι;»

«Ναι!»

Αυτός παίρνει το πιρούνι κι αρχίζει να τρώει, χαμογελώντας καθώς αυτή ξαπλώνει στα πόδια του κι αρχίζει να τον κοιτάζει καθώς μασάει και καταπίνει.

«Τι κοιτάς, Κοριτσάκι;»

«Τον λαιμό σου. Το μήλο του Αδάμ καθώς καταπίνεις. Είναι συναρπαστικό!»

«Έλα, βρε μωρό μου! Σοβαρέψου! Δεν νομίζεις ότι υπερβάλλεις λίγο;»

«Όχι, καθόλου»

«Δεν είμαι τόσο ιδιαίτερος, μωρό μου. Είμαι απλά ένας κανονικός τύπος όπως όλοι οι άλλοι»

«Νομίζω ότι υποτιμάς τον εαυτό σου»

«Υπάρχουν καλύτεροι άντρες εκεί έξω από μένα»

«Ίσως, αλλά για μένα κανείς δεν είναι καλύτερος από σένα. Για μένα είσαι ο τέλειος άντρας. Είστε ένας Θεός, κύριε Στέφανε Ηλιόπουλε και μην τολμήσεις να μου φέρεις αντίρρηση!»

«Είναι σαν ν' ακούω τη μητέρα μου να μιλάει για τον πατέρα μου»

«Βλέπεις; Άρα έχω δίκιο! Αφού ο πατέρας είναι σπουδαίος, ο γιος δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά τέλειος»

«Ναι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εσύ και η μητέρα μου δεν είστε υπερβολικές και προκατειλημμένες»

«Τέλος πάντων! Σταμάτα να μιλάς και φάε γρήγορα. Είπες κάτι για δεύτερο γύρο και δεν μπορώ να περιμένω πολύ»

«Μάλιστα, κυρία!»

Αυτός χαμογελάει και συγκεντρώνεται στο φαγητό του για λίγο χωρίς να μιλάει, γιατί μεταξύ μας, ακόμα κι αν λέει το αντίθετο, ούτε αυτός μπορεί να περιμένει πολύ για τον δεύτερο γύρο, ειδικά όταν την βλέπει έτσι ξαπλωμένη στα πόδια του.

Αλλά αυτός ο δεύτερος γύρος δεν ήταν γραφτό να γίνει. Όταν αυτός τελειώνει το φαγητό του, σηκώνεται και πηγαίνει το δίσκο στην κουζίνα, αλλά όταν γυρίζει, την βρίσκει να κοιμάται. Αυτός χαμογελάει και κουνάει το κεφάλι του με κατανόηση. Ξέρει πολύ καλά ότι αυτή θα σηκωθεί αμέσως αν την ξυπνήσει, αλλά όχι, δεν μπορεί να το κάνει.

Αυτή κοιμάται τόσο ήρεμα και ό,τι και να λέει, πρέπει να είναι κουρασμένη. Χωρίς να το σκεφτεί άλλο, σβήνει το φως και την σηκώνει απαλά στην αγκαλιά του για να τη μεταφέρει στην κρεβατοκάμαρα. Την βάζει στο κρεβάτι, ξαπλώνει δίπλα της και την παίρνει στην αγκαλιά του. Αυτή στριφογυρίζει πάνω του και τρίβει το πρόσωπό της στο στήθος του.

«Στέφανε ...»

«Σσσσ! Κοιμήσου, Κοριτσάκι»

«Όχι. Πρέπει να ...»

«Δεν πειράζει, μωρό μου. Υπάρχει πάντα το αύριο»

«Συγγνώμη!»

«Δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο πρέπει να ζητάς συγγνώμη»

«Σ 'αγαπάω»

«Το ξέρω»

«Καληνύχτα»

«Καληνύχτα, Κοριτσάκι μου»

Αυτός απλώνει το χέρι και σβήνει το φως, βυθίζοντας το δωμάτιο στο απόλυτο σκοτάδι. Την κρατά σφιχτά επάνω του και συγκεντρώνεται στη σταθερή της αναπνοή, με αποτέλεσμα, λίγα λεπτά αργότερα να την ακολουθήσει στη χώρα των ονείρων.

~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ Στο ΚΤΗΜΑ της ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~

~ ΣΠΙΤΙ του ΑΛΕΚΟΥ & του ΟΔΥΣΣΕΑ ~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ~

Το ζευγάρι κοιμάται ήρεμο, μέχρι που ξαφνικά το κινητό του Οδυσσέα αρχίζει να χτυπάει μ' έναν απόλυτα ταιριαστό ήχο κλήσης ...

* Πειράζει που είσαι μεγάλη φίρμα ... Πειράζει;

Πειράζει που είσαι και πολύ βεντέτα ... Πειράζει;

Όχι, δεν πειράζει! *

Ο Αλέκος ανοίγει το ένα μάτι και βλέπει τη συσκευή να χορεύει στο κομοδίνο.

«Ανάθεμα αυτό το ηλίθιο τραγούδι!»

Αυτός σκουντάει απαλά τον Οδυσσέα στον ώμο.

«Έλα, μεγάλη φίρμα, ξύπνα! Χτυπάει το τηλέφωνό σου»

Ο Οδυσσέας σκεπάζει το κεφάλι του με το μαξιλάρι γρυλίζοντας.

«Ποιος διάολος είναι τέτοια ώρα;»

«Που να ξέρω; Έλα, σήκωσε το πριν το σπάσω. Και για όνομα του Θεού, άλλαξε αυτόν τον ηλίθιο ήχο κλήσης!»

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Το διάλεξε το Αστέρι μας και δεν μ' αφήνει να το αλλάξω»

«Τέλος πάντων! Άντε, απάντησε!»

«Κάντο εσύ. Στην μεριά σου είναι»

«Εντάξει, αλλά μετά θα σου κλωτσήσω τον κώλο»

«Ο κώλος μου είναι πάντα στη διάθεσή σου, οπότε σύμφωνοι»

Ο Αλέκος πιάνει το τηλέφωνο, γυρίζοντας τα μάτια του.

«Εμπρός; ... Ναι, αυτό είναι το τηλέφωνο του Οδυσσέα Αγγελόπουλου»

Ο Οδυσσέας, ακούγοντας ότι αυτός που παίρνει τον ζητάει με το παλιό του όνομα, πετάει το μαξιλάρι, κάθεται στον πισινό του και κοιτάζει με περιέργεια και ανησυχία τον Αλέκο που συνεχίζει να μιλάει.

«Ποιος είναι, παρακαλώ; ... Ναι. Ο Αλέξανδρος είμαι. Εσύ ποια είσαι; ... Ποια; Εσύ ... Πώς τολμάς να του τηλεφωνείς μετά απ' αυτό που του έκανες; ... Φυσικά και ξέρω. Είμαι ο σύντροφος του. Τα ξέρω όλα! ... Τι; Αποκλείεται! Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί! Δεν θα σ' αφήσω να τον ξαναπληγώσεις! ... Και λοιπόν; ... Δεν το πιστεύω! Περίμενε λίγο»

Ο Αλέκος σκεπάζει το μικρόφωνο με το χέρι του και κοιτάζει τον Οδυσσέα, που πεθαίνει να μάθει σε ποια μιλάει.

«Ποια είναι, Αλέκο;»

«Είναι ... Πως να στο πω τώρα; Είναι η αδερφή σου»

«Η αδερφή μου ...; Η Αγνή ...;»

Το όμορφο πρόσωπο του Οδυσσέα παίρνει μία έντρομη έκφραση και ο Αλέκος τον αγκαλιάζει σφιχτά.

«Έη! Έη! Μην το κάνεις αυτό! Δεν μπορούν να σου κάνουν κακό! Δεν πρόκειται να τους αφήσω να το κάνουν!»

«Τι θέλει;»

«Ο πατέρας σου ...»

«Εννοείς ο άντρας του οποίου το σπέρμα με δημιούργησε»

«Ναι»

«Τι έπαθε;»

«Πεθαίνει. Είναι στο νοσοκομείο»

«Και λοιπόν; Τι σχέση έχει αυτό με μένα;»

«Σε ζητάει. Θέλει να σε δει μια τελευταία φορά πριν πεθάνει»

«Όχι! Όχι! Όχι! Δεν μπορώ ... Δεν θέλω ... Όχι! Όχι! Δεν θέλω να τον δω. Δεν θέλω να δω κανέναν απ' αυτούς»

Ο Αλέκος τον σφίγγει ακόμα περισσότερο και του χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Σσσσ! Ηρέμησε, μωρό μου. Δεν χρειάζεται να το κάνεις. Πες τη λέξη και θα πω στην αδερφή σου να πάει στο διάολο»

Ο Οδυσσέας σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει τον Αλέκο, τον άντρα που είναι δίπλα του σχεδόν τριάντα χρόνια.

«Εσύ τι νομίζεις ότι πρέπει να κάνω, ρε Αλέκο;»

«Δεν μπορώ να σου το πω αυτό, μωρό μου. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι θα σε στηρίξω ό,τι κι αν αποφασίσεις. Θα είμαι δίπλα σου ό,τι και να γίνει!»

«Δώσε μου το τηλέφωνο και κράτα το χέρι μου»

Ο Αλέκος παίρνει το χέρι του και μπλέκει τα δάχτυλά τους πριν του δώσει το τηλέφωνο. Ο Οδυσσέας αρπάζει τη συσκευή, παίρνει μια βαθιά ανάσα και το βάζει στ' αυτί του.

«Γεια σου, Αγνή. ... Ναι, εγώ είμαι»

Η φωνή της Αγνής, της μεγαλύτερης αδερφής του, ακούγεται συγκινημένη και κάπως χαρούμενη, κάτι που παραξενεύει τον Οδυσσέα.

«Γεια σου, Οδυσσέα. Τι κάνεις;»

«Σ' ενδιαφέρει στ' αλήθεια;»

«Φυσικά. Είσαι ο μικρός μου αδερφός»

«Και όταν εκείνο το κάθαρμα που αποκαλείς πατέρα με χτύπησε και με πέταξε έξω απ' το σπίτι; Τότε δεν ήμουν ο μικρός σου αδερφός;»

«Αχ, ρε Οδυσσέα!»

«Και ξανά, όταν το ίδιο κάθαρμα ήρθε να μου χαλάσει τον αρραβώνα;»

«Δεν ήξερα τίποτα γι' αυτό. Στ' ορκίζομαι!»

«Τέλος πάντων! Δεν έχει σημασία πια. Απλώς πες μου τι συμβαίνει»

«Ο πατέρας πεθαίνει. Ο γιατρός λέει ότι του απομένουν μόνο λίγες μέρες»

«Τι έπαθε;»

«Γεράματα, Οδυσσέα μου. Τι άλλο; Είναι ενενήντα πέντε χρονών. Η καρδιά του απλώς κουράστηκε»

«Α! Άρα, έχει καρδιά. Χμμμ ... Κι εγώ που νόμιζα ότι είναι ένα άκαρδος μπάσταρδος»

«Σε παρακαλώ, Οδυσσέα μου. Δεν είσαι έτσι εσύ»

«Τι λες, ρε Αγνή; Πώς μπορείς να ξέρεις τι είμαι εγώ; Έχεις να με δεις πάνω από τριάντα πέντε χρόνια»

«Κι όμως σε ξέρω, Οδυσσέα. Ξέρω τα πάντα για σένα. Σε παρακολουθώ μέσα απ' τα περιοδικά και την τηλεόραση όλα αυτά τα χρόνια και είμαι πολύ περήφανη για σένα. Έχεις περάσει απ' την κόλαση κι όμως έγινες ένας υπέροχος άνθρωπος. Ένας υπέροχος φίλος, σύζυγος και πατέρας»

Για τον Οδυσσέα, αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε ν' ακούσει. Αυτός κοιτάζει τον Αλέκο με μια ανεξιχνίαστη έκφραση στο πρόσωπό του. Δεν ξέρει πώς να νιώσει. Ξαφνικά έρχονται στο μυαλό του αναμνήσεις, καλές αναμνήσεις απ' τα παιδικά του χρόνια. Αναμνήσεις μ' εκείνον και την Αγνή να ξαπλώνουν στο γρασίδι κάτω απ' τον ήλιο, να παίζουν στην παραλία, να τρώνε κρυφά καραμέλες στο υπόγειο και να κάνουν τα μαθήματά τους.

Αλλά μετά σκέφτεται το πρόσωπό της γεμάτο αηδία την τελευταία φορά που είδαν ο ένας τον άλλον. Η κατηγορία στα μάτια της. Η ντροπή. Η άρνησή της να τον αγγίξει καν. Τα τελευταία λόγια που άκουσε απ' το στόμα της ... Είσαι ένα βρόμικο βδέλυγμα. Ντρέπομαι που είμαι αδερφή σου. Μακάρι να ήσουν νεκρός.

Αυτός αφήνει το χέρι του Αλέκου και τσιμπάει την κορυφή της μύτης του με τον αντίχειρα και τον δείκτη του. Ο Αλέκος βρίζει μέσα απ' τα δόντια του και τον αγκαλιάζει σφιχτά. Αυτός γέρνει πάνω του και επιστρέφει στο τηλεφώνημα.

«Αγνή, πες μου γιατί με πήρες»

«Ο πατέρας σε ζητάει. Μετάνιωσε γι' αυτά που σου έκανε και θέλει να σε δει μια τελευταία φορά πριν πεθάνει»

«Δώσε μου έναν ... Μονάχα έναν καλό λόγο για να το κάνω αυτό»

«Επειδή είσαι αυτό που είσαι. Το ευαίσθητο αγόρι με τη χρυσή καρδιά που τους συγχωρεί όλους»

«Δεν είμαι πια αυτό το αγόρι, Αγνή. Αυτό το αγόρι πέθανε εκείνο το βράδυ. Το βράδυ που ο πατέρας του τον πέταξε έξω απ' το αγνό του σπίτι και η αδερφή του, που υποτίθεται τον αγαπούσε, δεν έκανε τίποτα για να το σταματήσει»

«Έχεις δίκιο. Έχεις κάθε δικαίωμα να μην θέλεις να μας δεις στα μάτια σου, αλλά σε παρακαλώ! Σε ικετεύω! Έλα! Ό,τι κι αν είναι, είναι ο πατέρας σου. Μην τον αφήσεις να πεθάνει χωρίς να τον συγχωρήσεις. Είναι ένας άνθρωπος που πεθαίνει, Οδυσσέα. Σύντομα θα σταθεί ενώπιον του Ανώτατου Δικαστή. Άσε Αυτόν να τον κρίνει για όσα έχει κάνει και απέδειξε μας για άλλη μια φορά πόσο λάθος κάναμε για σένα»

«Σε ποιο νοσοκομείο είσαστε;»

«Στο Γενικό. Στην Α' Παθολογική. Δωμάτιο 302»

«Εντάξει, αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα»

«Ακόμα κι έτσι, εμείς θα περιμένουμε εσένα και όποιον άλλον θέλει να έρθει μαζί σου»

«Αντίο, Αγνή»

«Εις το επανιδείν, Οδυσσέα»

Ο Οδυσσέας τερματίζει την κλήση και πετάει το τηλέφωνο στο κρεβάτι. Ο Αλέκος κάθεται σιωπηλός και περιμένει απ' αυτόν να μιλήσει πρώτος, όπως και γίνεται τελικά.

«Σκατά! Τι στο διάολο θα κάνω; Σκατά! Εγώ ... Χρειάζομαι ... Χρειάζομαι ένα ποτό»

Ο Αλέκος σηκώνεται απ' το κρεβάτι, αλλά δεν πηγαίνει για το ποτό. Όσο κι αν τον ενοχλεί, ξέρει πολύ καλά τι χρειάζεται πραγματικά ο Οδυσσέας αυτή τη στιγμή και δεν είναι το αλκοόλ. Έτσι, αυτός ανοίγει την ντουλάπα και βγάζει τη ρόμπα του Οδυσσέα.

«Έλα, μωρό μου! Φόρεσε την και πήγαινε»

Ο Οδυσσέας τον κοιτάζει μπερδεμένος.

«Να πάω που;»

«Δίπλα, στο Παλάτι»

«Μα πώς ...;»

«Σε ξέρω καλύτερα απ' ότι ξέρεις εσύ τον εαυτό σου. Δεν χρειάζεσαι ποτό αυτή τη στιγμή. Τον Τζάκο χρειάζεσαι. Δεν μ' αρέσει αυτό, αλλά τι μπορώ να κάνω; Πήγαινε σ' αυτόν κι εγώ θα κάτσω εδώ και θα περιμένω τη Μαίρη να γκρινιάξουμε γι' αυτήν την περίεργη και ενοχλητική σχέση μεταξύ σας. Άντε, τράβα! Τράβα πριν αλλάξω γνώμη!»

Ο Οδυσσέας πετάγεται απ' το κρεβάτι και φοράει τη ρόμπα του.

«Δεν υπάρχει κανένας σαν εσένα. Ευχαριστώ, Αλέκο. Αλέκο μου! Σε λατρεύω, γαμώτο! Ό,τι και να γίνει!»

«Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε τρελέ! Ό,τι και να γίνει!»

Μετά από ένα φιλί στο στόμα, ο Οδυσσέας τρέχει έξω απ' το δωμάτιο και ο Αλέκος, που είναι αρκετά ανήσυχος γι' αυτό το καινούργιο πρόβλημα, ξαπλώνει στο κρεβάτι και παίρνει το βιβλίο του απ' το κομοδίνο.

«Ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, αλλά όλο αυτό δεν θα μας βγει σε καλό. Οι τύψεις και η μετάνοια αυτού του καθάρματος φαίνονται πολύ καλά για να είναι αληθινά»

Την ίδια στιγμή, στο διπλανό σπίτι, και συγκεκριμένα στην κεντρική κρεβατοκάμαρα, ο Τζάκος και η Μαίρη κοιμούνται όπως πάντα αγκαλιά, όταν ο Οδυσσέας, ίσως για πρώτη φορά στην κοινή τους ζωή, ανοίγει σιγά-σιγά την πόρτα και μπαίνει στο δωμάτιο. Πλησιάζει το κρεβάτι και σκουντάει απαλά τον ώμο του Τζάκου.

«Τζάκο; Ξύπνα, σε παρακαλώ!»

Ο Τζάκος ανοίγει τα μάτια του.

«Τι; Οδυσσέα ...; Τι συμβαίνει;»

«Σε χρειάζομαι»

Και επειδή ο Τζάκος είναι πάντα εκεί όταν τον χρειάζεται ο Οδυσσέας, γυρίζει στο πλάι, φιλάει τη Μαίρη στο μέτωπο και της μιλάει τρυφερά.

«Ξύπνα, Αγγελούδι μου. Έχουμε επείγον περιστατικό»

Η Μαίρη ανοίγει τα μάτια της.

«Τι συμβαίνει, Τζάκο μου; Τα παιδιά;»

«Όχι, ψυχή μου. Τα παιδιά είναι καλά»

Εκείνη τη στιγμή, η Μαίρη βλέπει τον Οδυσσέα.

«Οδυσσέα μου; Τι κάνεις εδώ;»

«Συγγνώμη, Μπισκοτάκι μου, αλλά χρειάζομαι τον άντρα σου. Εσύ μπορείς να πας δίπλα. Ο Αλέκος σε περιμένει. Θα σου τα εξηγήσει όλα»

«Εντάξει. Καλά. Πάω τώρα»

«Ευχαριστώ, Μπισκοτάκι μου»

Αυτή σηκώνεται, φοράει τη ρόμπα της και πηγαίνει προς την πόρτα.

«Παρακαλώ, αλλά για να ξέρεις, μισώ αυτόν τον περίεργο και ενοχλητικό δεσμό μεταξύ σας»

Αυτή φεύγει απ' το δωμάτιο, παραπατώντας απ' τη νύστα, ενώ ο Τζάκος βολεύεται στο κρεβάτι και κοιτάζει τον Οδυσσέα.

«Θα ξαπλώσεις ή θέλεις να σηκωθώ;»

Ο Οδυσσέας μορφάζει.

«Είσαι γυμνός, έτσι δεν είναι;»

«Με ξέρεις, Αγαπούλη μου. Μ' αρέσει η απόλυτη ελευθερία στο κρεβάτι»

«Ξέρεις κάτι; Χέστο! Είμαι πολύ αναστατωμένος για να νοιαστώ»

Αυτός ξαπλώνει δίπλα του αναστενάζοντας.

«Έχω ένα μεγάλο πρόβλημα, Τζάκο. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, δεν ξέρω τι να κάνω»

«Μην ανησυχείς, Αγαπούλη. Γι' αυτό είμαι εγώ εδώ. Μίλα μου»

Ο Οδυσσέας του εξηγεί τι ακριβώς συνέβη νωρίτερα με την κλήση της αδερφής του και ο Τζάκος τον ακούει χωρίς να τον διακόψει.

«Κατάλαβα. Έπρεπε να το περιμένεις. Θα πέθαινε κάποια στιγμή. Κανείς δεν ζει για πάντα»

«Ναι. Περίμενα ότι θα μάθω για τον θάνατό του κάποια στιγμή, αλλά ποτέ δεν περίμενα να μου ζητήσει να τον συναντήσω γιατί μετάνιωσε»

«Αυτό δεν θα το πιστέψω μέχρι να το δω με τα μάτια μου. Άνθρωποι σαν αυτόν δεν μετανιώνουν ποτέ, Οδυσσέα. Υπάρχει κάτι άλλο πίσω απ' αυτό το τηλεφώνημα»

«Τι άλλο;»

«Δεν ξέρω. Θα πρέπει να πας εκεί για να το μάθεις»

«Δεν ξέρω τι να κάνω, ρε Τζάκο. Δεν ξέρω πώς να νιώσω γι' αυτόν τον άνθρωπο. Δεν ξέρω αν τον μισώ ή αν απλώς τον λυπάμαι. Δεν ξέρω τίποτα και δεν μ' αρέσει να μην ξέρω τίποτα. Βοήθα με, σε παρακαλώ!»

«Τι θέλεις να κάνω, Οδυσσέα; Πες το και θα γίνει»

«Θέλω να μου πεις τι να κάνω. Είσαι ο μόνος που μπορεί. Ξέρεις πώς είναι. Συγχώρεσες τη γυναίκα που μισούσες περισσότερο απ' οποιοδήποτε άλλο. Ήμουν εκεί. Σε είδα»

«Ναι, το έκανα, αλλά μόνο επειδή πέθαινε. Ο Θεός να με συγχωρέσει, αλλά δεν το εννοούσα. Της είπα ψέματα, εκεί, στο νεκροκρέβατό της, μόνο και μόνο για να πεθάνει ήσυχα. Δεν θα τη συγχωρήσω ποτέ γι' αυτό που έκανε στην Μαίρη μου. Κάθε φορά που βλέπω την ουλή της, εύχομαι αυτή να ήταν ακόμα ζωντανή για να μπορούσα να τη σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια»

«Το υποψιαζόμουν από τότε, αλλά γιατί το έκανες; Αν την άφηνες να πεθάνει χωρίς να της δώσεις αυτό που ήθελε, αυτή θα ήταν η καλύτερη εκδίκηση που θα μπορούσες να πάρεις»

«Το έκανα για τη Μαίρη. Δεν ήθελα να πέσω στα μάτια της. Με έχει ψηλά. Νομίζει ότι είμαι κάτι ανώτερο. Νομίζει ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω κάτι τόσο ποταπό»

«Δηλαδή η Μαίρη δεν ξέρει πώς νιώθεις;»

«Όχι»

«Μάλιστα. Άρα, που καταλήγουμε;»

«Σ' αυτό που μου είπες τότε. Θα πας να δεις αυτό το κάθαρμα. Θ' ακούσεις τι έχει να πει και είτε έχει μετανιώσει πραγματικά, είτε όχι, θα κάνεις αυτό που θ' αποφασίσει η καρδιά σου εκείνη τη στιγμή. Αλήθεια ή ψέμα, δεν έχει σημασία, αρκεί να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια, με καθαρή την συνείδηση σου»

«Η Αγνή μου είπε να πάρω όποιον θέλω μαζί μου»

«Τέλεια ιδέα! Πάρε τον Αλέκο και τη Δώρα μαζί σου. Δείξε σ' αυτούς τους αξιολύπητους μπάσταρδους τι υπέροχη οικογένεια έχεις φτιάξει. Αυτή θα είναι η εκδίκηση σου για όλα όσα σου έκαναν. Τρίψε την ευτυχία σου στα μούτρα τους»

«Αν είναι έτσι, για να τους δείξω πόσο ευτυχισμένος είμαι, θα πρέπει να πάρω ένα ακόμη άτομο μαζί μου»

«Ποιον;»

«Τον ακρογωνιαίο λίθο της ευτυχίας μου ... Εσένα! Τον αδερφό μου. Τον μόνο αληθινό αδερφό μου. Θα έρθεις μαζί μου, Τζάκο;»

Ο Τζάκος απλώνει το χέρι του, το χέρι με το τατουάζ που έκανε στον πήχη του μετά το ατύχημα με τη μοτοσικλέτα, και πιάνει το χέρι του Οδυσσέα, το χέρι με το ίδιο τατουάζ, στο ίδιο σημείο. Οι λέξεις Cnila Esiasch που προέρχονται απ' τα Ενωχιανά, την Γλώσσα των Αγγέλων και που αυτοί διάλεξαν να χτυπήσουν σημαίνουν κάτι πολύ όμορφο ... Αδέρφια εξ αίματος.

«Πρέπει πραγματικά να το ρωτήσεις αυτό; Το αίμα μου είναι και δικό σου αίμα, αδελφέ. Θα έκανα τα πάντα για σένα»

«Ευχαριστώ, Τζάκο. Το ήξερα ότι μπορούσα να βασιστώ σε σένα»

Αυτοί μένουν έτσι για λίγο, αμίλητοι, να κοιτάζουν ο ένας το τατουάζ του άλλου. Κάποια στιγμή, ο Τζάκος σπάει τη σιωπή.

«Νυστάζεις;»

«Όχι. Είμαι πολύ τσιτωμένος για να κοιμηθώ»

«Ωραία, γιατί έχω μια ιδέα»

«Μια καλή ιδέα;»

«Έχω ένα μπουκάλι μπέρμπον τριάντα ετών από ένα παλιό αποστακτήριο στο Κεντάκι. Καθαρό νέκταρ! Μου το έστειλαν πριν λίγες μέρες και το κράτησα για μια ειδική περίσταση. Είσαι μέσα;»

«Αν κατάλαβα καλά, μου προτείνεις ν' αράξουμε τα δυο μας και να πιούμε κατευθείαν απ' το μπουκάλι μέχρι να σωριαστούμε στο πάτωμα όπως παλιά;»

«Ω, ναι!»

«Λοιπόν ... Παρόλο που το συκώτι μου ουρλιάζει αυτή τη στιγμή, είμαι μέσα, αλλά μόνο αν φορέσεις σώβρακο. Δεν πρόκειται να σ' αφήσω να με μεθύσεις χωρίς κάποιο εμπόδιο ανάμεσα στο τέρας σου και τον κώλο μου»

Ο Τζάκος ξεσπάει σε γέλια.

«Σοβαρά, Αγαπούλη μου; Νομίζεις ότι αν θέλω να σε γαμήσω, ένα σώβρακο θα με σταματήσει; Σε παρακαλώ!»

«Εντάξει ... Σοβαρά τώρα. Έχεις πάει ποτέ με άντρα;»

«Εσύ τι πιστεύεις;»

«Αν κρίνω απ' το πόσο διεστραμμένος είσαι, σίγουρα έχεις πάει, αλλά δεν ήσουν bottom. Ήσουν οπωσδήποτε top»

«Αν σου πω, θα με φαντασιωθείς απόψε;»

«Εννοείται!»

«Πάμε κάτω. Θ' ανάψουμε το τζάκι, θα πιούμε και θα στα πω όλα με λεπτομέρειες»

«Να το! Το έχεις κάνει! Γαμώτο! Ήμουν σίγουρος, Διεστραμμένε!»

Αυτοί σηκώνονται απ' το κρεβάτι και ο Τζάκος φοράει το κάτω μέρος της πιτζάμας του και τη ρόμπα του, που παρεμπιπτόντως μοιάζει πολύ με του Οδυσσέα, ο οποίος τον κοιτάζει κάπως περίεργα.

«Γιατί με κοιτάς έτσι, Αγαπούλη μου; Απολαμβάνεις το θέαμα;»

«Όχι, ηλίθιε. Σ' έχω δει γυμνό τόσες φορές. Τίποτα δεν με εκπλήσσει πια. Άλλο κοιτάω»

«Τι;»

«Την ρόμπα σου. Αυτό το ανόητο αστείο με τις παρόμοιες ρόμπες για όλα τα αρσενικά της αγέλης πρέπει να σταματήσει τώρα»

«Γιατί;»

«Γιατί όταν είμαστε όλοι μαζί φαινόμαστε γελοίοι. Είμαστε σαν γαμημένοι νάνοι»

«Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Νομίζω ότι είμαστε χαριτωμένοι»

«Εσύ είσαι ένας ηλίθιος διεστραμμένος. Η γνώμη σου δεν μετράει»

«Α, ωραία! Ευχαριστώ πολύ!»

«Παρακαλώ! Δεν κάνει τίποτα!»

Αυτοί κατεβαίνουν τις σκάλες. Ο Τζάκος φέρνει το μπουκάλι ενώ ο Οδυσσέας ανάβει φωτιά στο τζάκι. Λίγα λεπτά αργότερα, οι δύο άντρες κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον κι αρχίζουν να πίνουν.

«Είδα ότι η Τσιχλόφουσκα κοιμάται εδώ απόψε. Πως κι έτσι;»

«Ήθελε να περάσει λίγο χρόνο με τον μπαμπά της. Ήθελε να την βάλω στο κρεβάτι και να της πω ένα παραμύθι για να κοιμηθεί»

«Α! Αυτό είναι τόσο γλυκό! Ένα τελευταίο παραμύθι απ' τον μπαμπά πριν αρχίσει ο Νάκος να της λέει τα δικά του παραμύθια»

Ο Οδυσσέας γελάει καθώς ο Τζάκος γρυλίζει απειλητικά.

«Πήγαινε να γαμηθείς, Οδυσσέα. Μην ξεχνάς ότι το κοριτσάκι σου σύντομα θ' ακούει τα ίδια παραμύθια, και μάλιστα στα γαλλικά»

«Τζάκο, μην το κάνεις αυτό! Μην ξύνεις την πληγή»

«Τι θα κάνεις τελικά;»

«Τίποτα, δυστυχώς. Ο Αλέκος με έβαλε να υποσχεθώ ότι θα κάνω πίσω. Όσο κι αν το θέλω, δεν μπορώ ν' αθετήσω αυτή την υπόσχεση»

«Μπράβο, Οδυσσέα. Αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις. Ξέρω ότι πονάει, αλλά έτσι είναι η ζωή. Και εξάλλου, ο Νάκος μου είπε ότι θα είναι προσωρινό»

«Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, Τζάκο»

«Όχι. Ούτε ο Νάκος, ούτε ο Τίγρης θ' αντέξουν για πολύ μακριά»

«Ναι, αλλά τι γίνεται με τον Μάξιμο; Αν αυτός δεν θέλει να έρθει να ζήσει εδώ;»

«Μεγάλωσε χωρίς πατέρα, Οδυσσέα. Ξέρει πώς είναι. Αν αγαπάει τη Δώρα, δεν θα της στερήσει ποτέ τους μπαμπάδες της»

«Μακάρι να έχεις δίκιο»

Αυτοί σταματούν να μιλούν και επικεντρώνονται στο ποτό. Κοιτάζουν τη φωτιά και ο καθένας χάνεται στις δικές τους σκέψεις ...


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro