Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Τζουμάντζι ...

Οι επόμενες μέρες ήταν αρκετά γεμάτες για όλους τους ήρωές μας ...

Ο Ιάσονας επέστρεψε στο σχολείο όπου έγινε δεκτός με ανοιχτές αγκάλες απ' τους μαθητές και τους άλλους καθηγητές. Η Εύα και οι Σταγόνες το φρόντισαν. Αυτοί οργάνωσαν τους μαθητές, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο και ξέσπασαν σε χειροκροτήματα όταν ο Ιάσονας πέρασε την πύλη. Στη συνέχεια, συγκεντρώθηκαν γύρω του και τον χαιρέτησαν με αγκαλιές και φιλιά, ευχαριστώντας τον που έκανε τη Διώνη να φύγει απ' το σχολείο. Ο διευθυντής, αφού πήρε στα χέρια του τον φάκελο με τα στοιχεία του εκβιασμού, έπεσε στα πόδια του και του ζήτησε συγγνώμη. Ο Ιάσονας ένιωσε άβολα, αλλά δέχτηκε τη συγγνώμη του διευθυντή κατόπιν εντολής του Τζάκου. Μετά απ' όλα αυτά, αυτός επέστρεψε στην τάξη και τα πράγματα έγιναν όπως ήταν πριν.

Ο Μάξιμος επισκέφτηκε την κλινική όπου θα εργαστεί και υπέγραψε το συμβόλαιο εργασίας, το οποίο, μετά από παρέμβαση του Αλέκου, που έτυχε να γνωρίζει τον διευθυντή, περιείχε πολύ καλύτερους όρους απ' αυτούς που είχε αρχικά συμφωνήσει. Τις υπόλοιπες μέρες, αυτός βοηθούσε τα κορίτσια να ετοιμάσουν το καινούργιο σπίτι.

Ο Στέφανος είχε αρκετές συναντήσεις με τον Άρη και τον Νέγρο για να επεξεργαστούν ένα σχέδιο για την άφιξη του Παύλου στις 27 του μήνα. Ο Διονύσης κατάφερε να παραβιάσει το σύστημα παρακολούθησης στην αίθουσα υποδοχής του αεροδρομίου. Να το έχετε υπόψη σας αυτό, γιατί όπως θ' αποδειχθεί, αυτή η κίνηση θα αποκαλύψει κάτι μεγάλο. Κάτι μεγάλο και κακό.

Όπως είπα και πριν, τα κορίτσια, η Άρτεμις, η Αναΐς και η Πανδώρα, με λίγη βοήθεια απ' τον Μάξιμο, έχουν φροντίσει το καινούργιο σπίτι, το οποίο είναι σχεδόν έτοιμο. Το μόνο που λείπει είναι τα έπιπλα για τα υπνοδωμάτια. Βλέπετε, έγινε ειδική παραγγελία και για τα τρία κρεβάτια και ως εκ τούτου η παράδοση θα αργήσει λίγο.

Όσο για τους υπόλοιπους ... Χάρη στη μεσολάβηση του Έκτορα, η νεκροψία της Καλλιόπης πραγματοποιήθηκε σε χρόνο ρεκόρ και δύο ημέρες αργότερα, ο Οδυσσέας και η Αγνή, μαζί με ολόκληρη την αγέλη, συνόδευσαν τη μητέρα τους στην τελευταία της κατοικία. Η Καλλιόπη Αγγελοπούλου, η οποία πέθανε από καρδιακή προσβολή στον ύπνο της, όπως ανακάλυψε ο ιατροδικαστής, θάφτηκε δίπλα στον σύζυγό της τον Αριστείδη. Τα παιδιά της δεν ήθελαν να την κρατήσουν μακριά του, όσο κι αν τους πονούσε το γεγονός ότι αυτή έζησε μια κόλαση δίπλα σ' αυτόν τον άντρα.

Αμέσως μετά την κηδεία της μητέρας του, ο Θανάσης έφυγε για την Θεσσαλονίκη. Όπως τους είπε, τίποτα δεν τον κρατάει πια εκεί. Αυτός θέλει ν' ανοίξει ένα μαγαζί με τα χρήματα που του έδωσε ο Οδυσσέας, ένα Μίνι Μάρκετ ή κάτι τέτοιο, κάπου που δεν τον ξέρει κανείς. Θέλει να κάνει μια καινούργια αρχή στη ζωή του, τώρα που η αρνητική επιρροή του πατέρα του έχει φύγει από πάνω του. Τ' αδέρφια του, αλλά και ο ανιψιός του του έδωσαν τις ευλογίες τους και του ευχήθηκαν καλή επιτυχία στη νέα του ζωή.

Η Ζαφειρία βγήκε ραντεβού με τον Έκτορα και γύρισε σπίτι δύο μέρες αργότερα! Το ραντεβού τους πήγε καλά. Πολύ καλά! Φυσικά, ο Οδυσσέας ήθελε να δηλώσει την εξαφάνισή της μετά το πρώτο εικοσιτετράωρο μιας κι αυτή δεν απαντούσε στις κλήσεις του, αλλά οι άλλοι δεν τον άφησαν. Του είπαν, και παραθέτω ακριβώς τα λόγια τους, αυτή είναι με έναν αξιωματικό της αστυνομίας. Δεν υπάρχει περίπτωση να κινδυνεύει!

Και φτάνουμε αισίως στην μέρα της αναχώρησης των αντρών για την εκδρομή τους ...

~ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 22 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019. ~

~ ΚΤΗΜΑ της ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~

~ ΕΞΩ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ~ ΝΩΡΙΣ ΤΟ ΠΡΩΙ ~

Τα δύο τεράστια τζιπ HUMMER, ένα κίτρινο και ένα μαύρο, που νοίκιασε ο Τζάκος ειδικά για την περίσταση, περιμένουν φορτωμένα με τον απαραίτητο εξοπλισμό και με τις μηχανές τους αναμμένες.

Οι άντρες, όμορφοι και αρκετά σέξι με τα εκδρομικά τους ρούχα, σπεύδουν να χαιρετήσουν τις γυναίκες τους, και όχι μόνο αυτές. Ναι! Μιλάω για τον Αλέκο και τον Οδυσσέα! Για να δούμε ...

Η Μαίρη πιέζει το σώμα της στην αγκαλιά του Τζάκου.

«Να φροντίζεις το παιδί και τον εαυτό σου. Μην τον αφήσεις να μουλιάσει στο νερό και εσύ, όταν κουραστούν τα μάτια σου, ν' αφήσεις τον Στέφανο να οδηγήσει»

«Ναι, Μαμά. Ό,τι πεις, Μαμά»

Αυτή τον αγκωνιάζει στα πλευρά.

«Σταμάτα! Μη με κοροϊδεύεις! Ξέρεις ότι δεν μ' αρέσει όταν δεν είσαι μαζί μου. Όταν συμβαίνει αυτό, λείπει το άλλο μου μισό»

«Ούτε εμένα μ' αρέσει, Αγγελούδι μου, αλλά είναι μόνο για τρεις μέρες»

«Εγώ δεν αντέχω ούτε για τρεις ώρες ... Ουγκ! Θα μου λείψεις!»

«Ω, μωρό μου! Κι εμένα θα μου λείψεις»

Αυτή στέκεται στις μύτες των ποδιών της και κρατιέται απ' το φούτερ του.

«Να με πάρεις αμέσως μόλις φτάσετε. Πριν ακόμα ξεκινήσετε το στήσιμο των σκηνών. Εντάξει;»

«Εντάξει»

«Δώσε μου ένα καλό φιλί τώρα και φύγε!»

«Έλα εδώ, τρελό Αγγελούδι!»

Καθώς ο Τζάκος φιλάει τη Μαίρη, λίγο πιο δίπλα, η Άρτεμις βάζει διακριτικά κάτι στην πίσω τσέπη του Στέφανου.

«Τι είναι αυτό, Κοριτσάκι;»

«Ένα κιλοτάκι μου»

Αυτός ξεσπάει σε γέλια.

«Τρελάθηκες, βρε; Τι υποτίθεται θα κάνω μ' αυτό στο δάσος;»

Αυτή σηκώνει τους ώμους.

«Πάντα λες ότι η μυρωδιά μου σε ηρεμεί, οπότε σκέφτηκα ότι μπορεί να τη χρειαστείς. Για παν ενδεχόμενο!»

«Σκατά! Θα μου λείψεις τόσο πολύ!»

«Κι εμένα, αλλά με βοηθάει να ξέρω ότι θα περάσεις καλά»

«Θα σε πάρω τηλέφωνο μόλις φτάσουμε»

«Θα περιμένω, Αφέντη»

«Φίλα με!»

Και ενώ η Άρτεμις φιλάει τον Στέφανο, ο Άρης δίνει στη Σελήνη μερικές τελευταίες οδηγίες.

«Λοιπόν, Γατούλα, θα κάτσεις φρόνημα και δεν θα κάνεις τη ζωή του Νέγρου δύσκολη, εντάξει;»

«Εντάξει, Αφέντη»

«Και δεν θα δώσεις καμία εντολή εκτέλεσης όσο λείπω»

Αυτή συνοφρυώνεται και πιέζει τα χείλη της μεταξύ τους κι αυτός την αγριοκοιτάζει.

«Γατούλα, μίλησα!»

«Εντάξει. Καλά. Αλλά αυτό δεν είναι δίκαιο! Πάντα κρατάς όλη τη διασκέδαση για τον εαυτό σου»

Αυτός της αρπάζει το σαγόνι.

«Τι θα κάνω με σένα και την ακόρεστη δίψα σου για αίμα;»

«Θα με φιλήσεις τώρα, και τις επόμενες τρεις μέρες θα με σκέφτεσαι γυμνή στην αγκαλιά σου, με τη μάσκα μου στο πρόσωπο μου και το λουρί μου γύρω απ' τον λαιμό μου και με αίμα να στάζει απ' τους κυνόδοντες μου»

«Με σκοτώνεις, ρε γαμώτο!»

«Να προσέχεις το κουτάβι μου και τον εαυτό σου, Λύκε»

«Το ίδιο ισχύει για σένα και το άλλο μου κουτάβι, Λύκαινα»

Βλέποντας ότι τα αντίο παίρνουν αρκετό χρόνο, ο Οδυσσέας, αν κι εκείνου δεν του αρέσει καθόλου η απουσία του Αλέκου, επεμβαίνει την κατάλληλη στιγμή, όπως κάνει πάντα.

«Λοιπόν! Αρκετά με τα αντίο! Δεν πάνε στον πόλεμο, διάολε! Θα επιστρέψουν σε τρεις μέρες. Αφήστε τους να φύγουν, απελπισμένες γυναίκες!»

Κι έτσι, γελώντας, οι άνδρες μπαίνουν στα αυτοκίνητα και φεύγουν. Οι γυναίκες, βλέποντας τους να απομακρύνονται, γυρίζουν και πλησιάζουν απειλητικά τον μοναδικό άνδρα που έμεινε πίσω και που τώρα αρχίζει ν' ανησυχεί.

«Τι κάνετε;»

Η Μαίρη καγχάζει.

«Έχεις πολύ μεγάλο στόμα, αγορίνα μου, και θα το πληρώσεις!»

Η Σελήνη σιγοντάρει.

«Έτσι ακριβώς! Ετοιμάσου να υποφέρεις, κούκλε!»

Ο Οδυσσέας σηκώνει το ένα του χέρι ψηλά σε θέση άμυνας και κάνει ένα βήμα πίσω.

«Όπα! Όπα! Χαλαρώστε! Μείνετε πίσω! Μην τολμήσετε ...»

Η Μαίρη κουνάει το κεφάλι της.

«Καλύτερα ν' αρχίσεις να τρέχεις!»

Αυτός αρχίζει να τρέχει καθώς η Μαίρη και η Σελήνη τον κυνηγούν, ενώ οι άλλες γυναίκες ξεσπούν σε γέλια.

«Αφήστε με ήσυχο, τρελές γυναίκες! Τι θέλετε από μένα;»

«Πρέπει να ξεσπάσουμε!»

«Κι εσύ είσαι ο μόνος άντρας εδώ, οπότε ... Έλα εδώ!»

«Εννοείτε ...; Α, όχι! Όχι! Όχι! Όχι! Είστε τρελές; Δεν το κάνω αυτό! Είμαι γκέι, σκύλες! Σταματήστε να με κυνηγάτε!»

«Ποτέ!»

Οι δύο γυναίκες φωνάζουν η μία στην άλλη και δίνουν οδηγίες για το πώς να στριμώξουν το θήραμά τους, αλλά κάνουν το λάθος να τον οδηγήσουν κοντά σε ένα απ' τα λάστιχα του κήπου. Αυτός πέφτει και κυλιέται στο γρασίδι, πιάνει το λάστιχο, ανοίγει τη βρύση και θυμωμένος επιτίθεται.

«Ορίστε, σκύλες! Θέλατε να βραχείτε, ε; Πάρτε αυτό!»

Αυτός αρχίζει να βομβαρδίζει με νερό τις δύο γυναίκες, οι οποίες προσπαθούν να προστατευτούν σηκώνοντας τα χέρια τους, ουρλιάζοντας και γελώντας.

«Σας αρέσει αυτό, ε;»

«Όχι! Όχι!»

«Σταμάτα, ρε!»

«Δεν υπάρχει περίπτωση!»

Το θέαμα τους να παίζουν με το νερό και να γελούν δυνατά είναι θεαματικό και πολύ ελκυστικό, κι έτσι οι υπόλοιπες γυναίκες μπαίνουν γρήγορα στο παιχνίδι. Λίγα λεπτά αργότερα, είναι όλοι μουσκεμένοι μέχρι το κόκκαλο και έχουν αναπτύξει έντονους πόνους στο στομάχι απ' τα γέλια. Αυτοί ξαπλώνουν στο βρεγμένο γρασίδι προσπαθώντας να πάρουν ανάσα.

Η Μαίρη βγάζει τα βρεγμένα μαλλιά απ' τα μάτια της.

«Ω, Θεέ μου! Δεν μπορώ ν' αναπνεύσω!»

Η Σελήνη στύβει την μπλούζα της.

«Δεν το έχουμε κάνει αυτό εδώ και πολύ καιρό!»

Η Αγνή και η Θαλασσινή λένε ότι τους άρεσε πολύ, ενώ η Ζαφειρία παραπονιέται για την εξάντληση της. Τότε, η Χλόη λέει κάτι που ξεσηκώνει ένα κύμα διαμαρτυρίας.

«Ίσως είμαστε πολύ μεγάλες για τέτοια παιχνίδια»

Η Πανδώρα την μαλώνει.

«Όχι, Χλόη μου. Ποτέ δεν είσαι πολύ μεγάλη για να παίξεις»

Η Αναΐς και η Άρτεμις συμφωνούν και δίνουν τον λόγο στον Οδυσσέα για να κάνει το φινάλε.

«Δεν ξέρω για σας, κοριτσάρες μου, αλλά εγώ είμαι σίγουρος ότι οι επόμενες τρεις μέρες θα είναι πολύ διασκεδαστικές!»

~ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ Στο ΚΙΤΡΙΝΟ HAMMER ~

Ο Τζάκος, πίσω απ' το τιμόνι, κρατάει τα μάτια του στο δρόμο. Ο Άρης, στην θέση του συνοδηγού, παίζει με τα κουμπιά του ραδιοφώνου για να βρει κάποιο καλό τραγούδι. Στο πίσω κάθισμα, ο Στέφανος και ο Ιάσονας μιλάνε ανέμελα ενώ ο Μάξιμος κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο, απολαμβάνοντας τη διαδρομή. Και ακόμα πιο πίσω, στο ειδικό κάθισμα για τα παιδιά, ο Νικόλας και ο Ερμής διαβάζουν το αγαπημένο τους κόμικς. Κάποια στιγμή, ο Νικόλας απευθύνεται στον Στέφανο.

«Σούπερμαν;»

«Τι;»

«Είδα την Τάτη να βάζει κάτι στην τσέπη σου. Τι ήταν;»

«Κάτι προσωπικό. Δεν είναι δική σου δουλειά, Χρυσό Αγόρι»

Οι άλλοι αρχίζουν να γελούν.

«Δεν θα μου πεις, ε;»

«Όχι, περίεργο ποντικάκι, δεν θα σου πω»

«Εντάξει! Θα μάθω με άλλο τρόπο»

«Αλήθεια; Για να σε δω!»

Ο Νικόλας γυρίζει στον Ερμή.

«Κουτάβι, μπορείς σε παρακαλώ ...;»

«Πού είναι ακριβώς;»

«Στη δεξιά κωλότσεπη»

Ο Ερμής κλείνει τα μάτια του για να συγκεντρωθεί και μυρίζει τον αέρα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, αυτός ανοίγει τα μάτια και χαμογελάει.

«Δαντέλα και ...»

«Και τι άλλο;»

«Γαρδένια»

«Εννοείς ...;»

«Ναι»

«Α!»

Ο Τζάκος, ο Άρης και ο Ιάσονας ξεσπούν σε γέλια, ενώ ο Στέφανος γυρίζει τα μάτια του εκνευρισμένος και βρίζει μέσα απ' τα δόντια του.

«Γαμώτο! Αυτό είναι πολύ εκνευριστικό!»

Ο Άρης γυρίζει και τον κοιτάζει.

«Τίποτα δεν μένει κρυφό στην αγέλη, Τίγρη»

«Ναι, όντως, αφού υπάρχουν φρικιά όπως εσύ και ο γιος σου»

Ο Μάξιμος, που δεν έχει συνηθίσει το εύρος της όσφρησης των λύκων μας, κοιτάζει τον Στέφανο έκπληκτος.

«Περίμενε λίγο! Μπορεί να μυρίσει αυτό που έχεις στην τσέπη σου από εκεί πίσω που κάθεται;»

Ο Στέφανος βγάζει το εσώρουχο της Άρτεμις απ' την τσέπη του και του το πετάει.

«Δες και μόνος σου!»

Ο Μάξιμος ρίχνει μια ματιά στο μικροσκοπικό, λεπτό ύφασμα.

«Δαντέλα και ... Γαρδένια. Πλάκα μου κάνεις!»

Τότε, αυτός βγάζει την ζώνη του, σκύβει ανάμεσα στα δύο μπροστινά καθίσματα και κοιτάζει τον Άρη.

«Αρχηγέ, το έχεις ψάξει ποτέ; Την απίστευτη όσφρησή σου, εννοώ»

«Όχι πραγματικά»

«Θα μου επιτρέψεις να το κάνω εγώ;»

«Πώς;»

«Επιστημονικά. Θα ρίξω μια ιατρική ματιά στη μύτη σου»

«Πιστεύεις ότι μπορείς να βγάλεις κάποιο συμπέρασμα;»

«Δεν ξέρω, αλλά μπορώ να προσπαθήσω»

«Εντάξει, λοιπόν. Αυτό θα είναι αρκετά ενδιαφέρον. Εσύ τι λες, Κουτάβι; Θ' αφήσεις τον γιατρό να σου ρίξει μια ματιά;»

Ο Ερμής νεύει.

«Σίγουρα. Γιατί όχι;»

Ο Μάξιμος χαμογελάει.

«Ευχαριστώ»

Ο Τζάκος τον κοιτάζει μέσα απ' τον καθρέφτη.

«Απ' ότι φαίνεται, έκανες καλά που έφερες την ιατρική σου τσάντα, γιατρέ»

«Πάντα το κάνω. Για παν ενδεχόμενο. Ποτέ δεν ξέρεις που θα συναντήσεις ένα τραυματισμένο ζώο»

Ο Ιάσονας ξεκινάει μια ωραία συζήτηση.

«Και τι γίνεται με τους ανθρώπους; Μπορείς να βοηθήσεις έναν τραυματία;»

«Δεν μπορώ να τον εγχειρήσω, αλλά σίγουρα μπορώ να του δώσω τις πρώτες βοήθειες»

Ο Νικόλας ενθουσιάζεται.

«Αυτό είναι τόσο κουλ! Μπορείς να μου μάθεις και μένα πώς να το κάνω;»

Ο Μάξιμος του χαμογελάει.

«Θέλεις να γίνεις γιατρός, Νικολάκη;»

«Ναι. Θέλω να γίνω χειρουργός»

«Ωραία! Θα χαρώ να σου κάνω τα πρώτα σου μαθήματα»

«Ναι! Ναι! Ναι!»

Ο Στέφανος μπαίνει στην κουβέντα.

«Ξέρω ότι υπάρχουν ζώα των οποίων το σύστημα μοιάζει πολύ με το ανθρώπινο»

Ο Μάξιμος κουνάει το κεφάλι του.

«Φυσικά. Το γουρούνι έχει σχεδόν το ίδιο σύστημα οργάνων με τον άνθρωπο. Μετά είναι το ποντίκι, ο χιμπατζής και η αγελάδα»

Ο Ερμής σουφρώνει τα χείλη του.

«Γι' αυτό αυτά χρησιμοποιούνται στα ιατρικά εργαστήρια, σωστά;»

«Ναι. Δυστυχώς. Τα καθάρματα χρησιμοποιούν ποντίκια και γουρούνια σε ιατρικά εργαστήρια και οι εταιρείες καλλυντικών δοκιμάζουν τα προϊόντα τους σε χιμπατζήδες. Απαράδεκτες και απάνθρωπες πράξεις που κάποιοι θεωρούν απαραίτητες. Εγώ προσωπικά διαφωνώ και έχω διαμαρτυρηθεί πολλές φορές»

~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ Στο ΜΑΥΡΟ HAMMER ~ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΠΟ ΠΙΣΩ ~

Ο Αλέκος και ο Βίκος, οδηγός και συνοδηγός, μιλούν περί ανέμων και υδάτων, όπως και ο Ηρακλής με τον Ορέστη στο πίσω κάθισμα. Τ' αγόρια, ο Αδάμ, ο Γιώργος και ο Σάκης, στην πίσω-πίσω θέση, παίζουν με τα κινητά τους. Κάποια στιγμή, ο Σάκης κοιτάζει το ρολόι του.

«Μπορώ να ρωτήσω σε πόση ώρα φτάνουμε;»

Ο Ηρακλής καγχάζει.

«Γιατί, αγόρι μου; Βιάζεσαι για κάτι;»

«Ναι. Βιάζομαι να κολυμπήσω γυμνός στη λίμνη»

Ο Ηρακλής γυρίζει τα μάτια του και οι άλλοι γελούν.

«Πραγματικά αναρωτιέμαι από πού το πήρε αυτό. Ούτε εγώ, ούτε η Αγνή είμαστε έτσι»

Ο Αλέκος τον κοιτάζει μέσα απ' τον καθρέφτη.

«Απ' τον θείο του, ρε Ηρακλή. Θέλει και ρώτημα;»

Ο Σάκης συμφωνεί.

«Ναι, και είμαι περήφανος γι' αυτό, αλλά μιας που τον αναφέραμε ... Να σε ρωτήσω κάτι, θείε Αλέκο;»

«Φυσικά, παιδί μου»

«Αφορά την Πανδώρα»

«Πες μου»

«Είναι βιολογική σου κόρη, έτσι δεν είναι;»

Ο Ηρακλής γυρίζει και αγριοκοιτάζει τον γιο του.

«Για όνομα του Θεού, βρε Σάκη! Τι είναι αυτά που ρωτάς;»

Μέσα στην αγέλη όμως δεν υπάρχουν τέτοια προβλήματα.

«Δεν πειράζει, Ηρακλή. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Ναι, Σάκη, αυτή είναι βιολογική μου κόρη»

«Και πώς ...; Δηλαδή ... Πώς γεννήθηκε;»

«Με εξωσωματική γονιμοποίηση, με τη βοήθεια παρένθετης μητέρας. Η Κατερίνα. Την γνώρισες τις προάλλες»

«Η μητέρα της Αλίκης;»

«Ναι»

«Άρα, αυτή είναι η μητέρα της Πανδώρας»

«Όχι. Η μητέρα της Πανδώρας είναι η Μαίρη. Αυτή δώρισε το ωάριο για την εξωσωματική. Η Κατερίνα πρόσφερε μόνο τη μήτρα της»

«Α! Γι' αυτό τα μάτια της Πανδώρας είναι βιολετί»

«Σωστά»

Ο Ηρακλής σμίγει τα φρύδια καθώς σκέφτεται.

«Οπότε, η Πανδώρα είναι συγγενής εξ αίματος με τα παιδιά του Τζάκου»

Ο Αλέκος νεύει.

«Ναι, αυτή είναι ετεροθαλής αδερφή τους»

Ο Αδάμ σηκώνει το χέρι.

«Και δική μας πρώτη ξαδέρφη επίσης, εξ αίματος»

Ο Ορέστης συνεχίζει.

«Αλλά αυτή δεν συγγενεύει με την κόρη μου και τα παιδιά του Άρη»

Ο Βίκος προσθέτει ακόμα μια πληροφορία.

«Αλλά τα παιδιά του Άρη έχουν εξ αίματος συγγένεια με του Τζάκου. Πρώτα ξαδέρφια»

Ο Γιώργος ολοκληρώνει.

«Αλλά τα παιδιά του Άρη δεν συγγενεύουν με μας»

Ο Ηρακλής και ο Σάκης κοιτάζονται σε απόλυτη σύγχυση, κάτι που κάνει τους άλλους να γελάσουν ξανά και περισσότερο απ' όλους, ο Αλέκος.

«Πολύ μπερδεμένο, ε;»

Ο Σάκης ξύνει το κεφάλι του.

«Και λίγα λες!»

Τα δίδυμα σπεύδουν να τον καθησυχάσουν.

«Μην ανησυχείς, φίλε»

«Θα το εμπεδώσεις με τον καιρό»

«Ναι, σίγουρα, αλλά πέστε μου κάτι τώρα»

«Τι;»

«Η Εύα κι εγώ, έτσι για να είμαστε σίγουροι, δεν έχουμε κάποια συγγένεια, ε;»

Αυτοί γελάνε λίγο περισσότερο και ο Βίκος του απαντάει.

«Όχι, παιδί μου. Δεν υπάρχει απολύτως καμία συγγένεια ανάμεσα σε σένα και την Εύα. Μπορείς να κάνεις την κίνησή σου μαζί της»

«Ουφ! Ανακουφίστηκα!»

Ο Αλέκος όμως βάζει φρένο στην χαρά του.

«Όπα! Όπα! Μην επαναπαύεσαι!»

«Γιατί;»

«Γιατί πρέπει πρώτα να ξεπεράσεις ένα μεγάλο και ίσως θανατηφόρο εμπόδιο για να φτάσεις στο στόχο σου»

«Ποιο εμπόδιο;»

«Τον πατέρα της!»

«Α!»

Ο Ηρακλής κουνάει το κεφάλι του με κατανόηση.

«Έτσι είναι, γιε μου. Η ευτυχία θέλει θυσίες! Αν θέλεις ν' αγγίξεις τον παράδεισο, πρέπει πρώτα να περάσεις απ' την κόλαση»

Ο Σάκης κοιτάζει τριγύρω, με το όμορφο πρόσωπό του γεμάτο απόγνωση, κάνοντας τους άλλους να γελάσουν για άλλη μια φορά. Ο Αλέκος του χαμογελάει.

«Μην απελπίζεσαι, αγόρι μου. Δεν είναι τόσο άσχημα τα πράγματα. Όταν έρθει εκείνη η ώρα, θα έχεις έναν ισχυρό σύμμαχο δίπλα σου»

«Ποιον;»

«Τον θείο σου. Το μόνο άτομο που μπορεί να χειριστεί τον παντοδύναμο Θεό που ονομάζεται Τζάκος Ηλιόπουλος. Και φυσικά, όλους εμάς, που θα σταθούμε δίπλα σου, όπως κάναμε με τον Ιάσονα»

«Α! Τι ωραία! Ανυπομονώ ... Ναι!»

~ ΑΡΚΕΤΗ ΩΡΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΛΙΓΟ ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~

~ ΚΑΠΟΥ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΣΤΕΝΗΣ ~ ΕΥΒΟΙΑ ~

Το Αισθητικό Δάσος Στενής απλώνεται στη νότια πλαγιά του όρους Δίρφυς, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Στενή της Κεντρικής Εύβοιας. Είναι ένα από τα 19 αισθητικά δάση που υπάρχουν στην Ελλάδα και συγκαταλέγεται στο ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο Natura για την προστασία της φύσης. Το δάσος έχει έκταση 500 εκτάρια και αποτελεί μία από τις πιο μαγευτικές δασικές περιοχές της χώρας, καθώς και πόλο έλξης φυσιολατρών από όλο τον κόσμο, κάθε εποχή.

Εκεί, υπάρχει η Λίμνη των Χρωμάτων. Βασικά, αυτό δεν είναι το πραγματικό όνομα της λίμνης. Είναι απλώς ένα όνομα που της έδωσαν οι ήρωες μας λόγω του διαφορετικού χρωματισμού του νερού κατά τη διάρκεια της ημέρας. Διάφανο το πρωί, γαλάζιο το μεσημέρι, βαθύ μπλε το απόγευμα και μαύρο το βράδυ. Αυτό οφείλεται στους βράχους στον πυθμένα της λίμνης σε συνδυασμό με το ηλιακό φως που φιλτράρεται μέσα απ' το κρυστάλλινο νερό.

Ο Άρης και ο Ορέστης ανακάλυψαν τυχαία τη λίμνη πριν από λίγα χρόνια κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού τους στο δάσος και, φυσικά, θέλησαν αμέσως να μοιραστούν την ανακάλυψή τους με την υπόλοιπη οικογένεια. Από τότε, αυτό το μέρος είναι ο αγαπημένος τους προορισμός για τις εκδρομές τους, με την διαφορά ότι οι γυναίκες δεν έχουν πάει ποτέ εκεί.

Έτσι, αφού ενημέρωσαν το σπίτι ότι έφτασαν σώοι, έστησαν τις σκηνές και άρχισαν να απολαμβάνουν την εκδρομή τους. Ο Στέφανος, ο Ιάσονας, ο Μάξιμος, οι Σταγόνες, ο Σάκης και τα δύο μικρά αγόρια, έχουν ήδη ξεφορτωθεί όλα τα ρούχα τους, έχουν βουτήξει στο νερό και τώρα παίζουν μεταξύ τους, ουρλιάζοντας και γελώντας. Οι άλλοι, ο Τζάκος, ο Άρης, ο Ορέστης, ο Αλέκος, ο Βίκος και ο Ηρακλής, φορούν μόνο τα μαγιό και τα γυαλιά ηλίου τους και είναι ξαπλωμένοι στο γρασίδι, πίνουν μπύρα και απολαμβάνουν τον ζεστό ήλιο.

Γύρω τους η φύση οργιάζει με το έντονο πράσινο της άνοιξης να αναμιγνύεται με τα εντυπωσιακά χρώματα των αγριολούλουδων. Τα δέντρα, κυρίως δρύες, έλατα, καστανιές και πλατάνια, υψώνονται ψηλά στον ουρανό, παρέχοντας όχι μόνο το πολύτιμο οξυγόνο που παράγουν, αλλά και δροσερή σκιά και ένα ασφαλές καταφύγιο για τα διάφορα είδη σπάνιων πουλιών, όπως πετρίτες και φιδαετοί, που κελαηδούν ανάμεσα στα κλαδιά. Τα νούφαρα που φυτρώνουν στην άκρη της λίμνης είναι γεμάτα χαριτωμένα βατράχια που χοροπηδούν χαρούμενα από το ένα φύλλο στο άλλο, κοάζοντας δυνατά. Τα μικρά ζώα του δάσους, οι σκίουροι, οι σκαντζόχοιροι, οι νυφίτσες, τα τσιντσιλά και τα κουνέλια κρυφοκοιτάζουν απ' τις φωλιές τους μέσα στην πυκνή βλάστηση τους παράξενους επισκέπτες. Αλλά όπως φαίνεται, δεν είναι οι μόνοι. Υπάρχει και κάτι άλλο στο δάσος. Κάτι μεγαλύτερο.

Είναι κάτι καλό ή κάτι κακό; Είναι ακίνδυνο ή μπορεί να είναι θανατηφόρο; Κινδυνεύουν οι ήρωές μας ή είναι πολύ κοντά στο να ζήσουν μια απίστευτη εμπειρία που δεν θα ξεχάσουν ποτέ; Θα δούμε. Μέχρι τότε, ας δούμε γιατί ο Ερμής αφήνει για λίγο το ευχάριστο παιχνίδι στο νερό και τρέχει στον πατέρα του.

«Μπαμπά! Μπαμπά!»

Ο Άρης βγάζει τα γυαλιά του και κοιτάζει τον γιο του.

«Τι συμβαίνει, Κουτάβι;»

«Ένιωσα κάτι. Κάτι σαν στιγμιαίο πόνο στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου»

«Ναι, το ένιωσα κι εγώ»

«Τι είναι, Μπαμπά; Δεν έχω ξανανιώσει κάτι τέτοιο. Εσύ;»

«Όχι, Κουτάβι. Ποτέ»

«Ίσως είναι το φεγγάρι»

«Δεν νομίζω. Είναι πολύ νωρίς ακόμα»

«Τι άλλο μπορεί να είναι;»

Ο Άρης κοιτάζει γύρω του και μετά ξανακοιτάζει τον Ερμή.

«Να είσαι σε επιφυλακή, Κουτάβι, και μείνε κοντά μου, για παν ενδεχόμενο»

«Εντάξει. Θα το πω στους άλλους»

«Ναι. Πήγαινε και μη φοβάσαι, εντάξει;»

«Είσαι μαζί μου, Μπαμπά. Δεν φοβάμαι τίποτα»

Ο Ερμής επιστρέφει στο νερό και ο Άρης ξαναβάζει τα γυαλιά του και ξαπλώνει. Ο Ορέστης τον κοιτάζει ανήσυχος.

«Τι τρέχει, Αρούλη;»

«Δεν ξέρω. Κάτι στο δάσος»

«Καλό ή κακό;»

«Δεν ξέρω ακόμα, αλλά έχετε τα όπλα σας έτοιμα. Τα φέρατε, έτσι δεν είναι;»

Ο Αλέκος και ο Βίκος απαντούν ναι, αλλά, εκτός απ' αυτούς, υπάρχει κι άλλος οπλοφόρος, και συγκεκριμένα ο Ηρακλής.

«Έχω κι εγώ ένα»

Γυρίζουν όλοι και τον κοιτάζουν έκπληκτοι.

«Τι; Ο πεθερός μου ήταν ο γαμημένος Αριστείδης Αγγελόπουλος. Έπρεπε να προστατεύσω τον εαυτό μου και την οικογένειά μου με κάποιο τρόπο»

Ο Αλέκος κουνάει το κεφάλι.

«Λογικό μου ακούγεται. Το έχεις χρησιμοποιήσει ποτέ;»

«Ευτυχώς, όχι»

«Ξέρεις να πυροβολείς, όμως»

Ο Ηρακλής βγάζει τα γυαλιά του.

«Ναι. Έκανα μαθήματα όταν πήρα την άδεια οπλοφορίας. Έχω αρκετά καλό σημάδι»

Ο Τζάκος συνοφρυώνεται.

«Δεν μ' αρέσει καθόλου αυτό. Ξέρετε πώς νιώθω για τα όπλα»

Ο Άρης τον καθησυχάζει.

«Μην ανησυχείς. Θα τα κρατήσουμε ως έσχατη λύση. Θα τα χρησιμοποιήσουμε μόνο σε περίπτωση ζωής ή θανάτου»

«Ας ελπίσουμε ότι δεν θα φτάσουμε σ' αυτό»

Ο Ορέστης έχει μια ιδέα.

«Γιατί δεν σηκώνουμε το Drone για μια αναγνωριστική πτήση;»

Ο Άρης το σκέφτεται.

«Ναι, αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν θα δούμε τίποτα. Ό,τι βρίσκεται στο δάσος θα μείνει καλά κρυμμένο, τουλάχιστον μέχρι να σκοτεινιάσει»

«Ναι, αλλά δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε»

«Εντάξει»

Χωρίς να χάσουν άλλο χρόνο, σηκώνουν το Drone απ' το έδαφος και το στέλνουν πάνω απ' τα δέντρα, κρατώντας το βλέμμα τους στην οθόνη του tablet, με το οποίο είναι συνδεδεμένο. Ο Στέφανος, ακόμα βρεγμένος, τους πλησιάζει.

«Βλέπετε κάτι;»

Ο Άρης κουνάει το κεφάλι του.

«Εκτός απ' τους συνήθεις υπόπτους, δύο κουνέλια, μια νυφίτσα και έναν παχουλό μυρμηγκοφάγο, τίποτα άλλο, Τίγρη»

«Μεταξύ μας τώρα, ρε Άρη, τι ακριβώς περίμενες να δεις; Κανέναν τυραννόσαυρο ή κάποιο γιγάντιο ανακόντα;»

Ο Τζάκος βγάζει τα γυαλιά του και κοιτάζει τον γιο του. Τα μάτια του καρφώνονται στο κάτω μέρος του σώματός του, όπου το πολύ στενό και βρεγμένο μποξεράκι του δεν αφήνει και πολλά στη φαντασία.

«Δεν χρειαζόμαστε το Drone για να δούμε το ανακόντα, εξυπνάκια»

Ο Στέφανος, ακολουθώντας το βλέμμα του πατέρα του, κοιτάζει κάτω και βάζει τα χέρια του στη βουβωνική του χώρα.

«Από σένα το πήρα αυτό, εντάξει;»

Αυτοί γελάνε καθώς προσγειώνουν το Drone. Τότε, ο Αλέκος σηκώνεται όρθιος και χτυπάει τα χέρια του.

«Λοιπόν! Προτείνω ν' αφήσουμε ήσυχο το ανακόντα του Στέφανου και να ανασκουμπωθούμε. Πρέπει ν' ανάψουμε φωτιά. Σε λίγο θα βραδιάσει και η θερμοκρασία θα πέσει. Εξάλλου, έχω αρχίσει να πεινάω»

Ο Βίκος σηκώνεται κι αυτός όρθιος.

«Ο Αλέκος έχει δίκιο. Και στο κάτω-κάτω, είμαστε σε μια απλή εκδρομή. Δεν παίζουμε Τζουμάντζι. Δεν πρόκειται να εμφανιστούν θανατηφόρα τέρατα απ' το πουθενά»

Ο Ορέστης συνοφρυώνεται καθώς κοιτάζει τον Άρη, ο οποίος τρίβει το πίσω μέρος του κεφαλιού του και δίπλα του ο Ερμής κάνει την ίδια ακριβώς κίνηση.

«Μην είσαι τόσο σίγουρος γι' αυτό»

Λίγη ώρα αργότερα, ο ήλιος έχει δύσει, δίνοντας τη σκυτάλη στο φεγγάρι, το οποίο είναι σχεδόν στρογγυλό μια νύχτα πριν την κορύφωσή του. Το φως του αναμειγνύεται με τη λάμψη της φωτιάς που έχουν ανάψει οι ήρωές μας για να ζεσταθούν, αλλά και για να ψήσουν τα νόστιμα λουκάνικα που έχουν φέρει μαζί τους.

Ντυμένοι με μακριές φόρμες και ελαφριά φούτερ για να προστατευτούν απ' το κρύο και τα διάφορα έντομα που καραδοκούν για ανθρώπινο αίμα, κάθονται γύρω απ' τη φωτιά. Ο Αλέκος, ο Βίκος και ο Ηρακλής είναι υπεύθυνοι για την προετοιμασία του φαγητού, ενώ ο Ορέστης φροντίζει να αντικαταστεί κάθε κουτί μπύρας που αδειάζει. Ο Νικόλας, που κάθεται πανευτυχής ανάμεσα στον αδερφό του και τον πατέρα του, κοιτάζει με ενθουσιασμό τον Ιάσονα, ο οποίος κρατά την κιθάρα του τρυφερά στα χέρια του και αρχίζει να χαϊδεύει τις χορδές, αφήνοντας μια γνώριμη απαλή μελωδία του αξέχαστου Νίκου Παπάζογλου, να ξεχυθεί. Ο Ερμής, που έχει κληρονομήσει μεταξύ άλλων και την υπέροχη φωνή του πατέρα του, κάθεται αναπαυτικά στην ασφαλή αγκαλιά του Άρη και χαμογελάει καθώς αρχίζει να τραγουδάει, γεμίζοντας τον αέρα με θεϊκούς ήχους.

* Μα γιατί το τραγούδι να 'ναι λυπητερό ... Με μιας θαρρείς κι απ' την καρδιά μου ξέκοψε ... Κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά ... Ανέβηκε ως τα χείλη μου και με 'πνιξε ... Φυλάξου για το τέλος θα μου πεις.

Σ' αγαπάω, μα δεν έχω μιλιά να στο πω ... Κι αυτός είναι ένας καημός αβάσταχτος ... Λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ ... Ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος ... Κουράγιο, θα περάσει θα μου πεις *

Ο Στέφανος και ο Νικόλας αποφασίζουν να συμμετέχουν. Οι φωνές τους μπορεί να μην πλησιάζουν τη θεϊκότητα των φωνών του Άρη και του Ερμή, αλλά σίγουρα είναι ένα χάδι στ' αυτιά των άλλων.

* Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά ... Την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε ... Καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά ... Διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε ... Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό *

Τα πουλιά έχουν σταματήσει να κελαηδούν. Ίσως θέλουν κι αυτά να απολαύσουν καλύτερα το τραγούδι που συνεχίζεται με τον Τζάκο να τραγουδάει μονάχα για το Αγγελούδι του.

* Σε ποιαν έκσταση απάνω, σε χορό μαγικό ... Μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε ... Από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως ... Που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε ... Κι εγώ ο τυχερός που το 'χει δει *

Την σκυτάλη παίρνει ο Άρης, ο οποίος είναι εμφανές ότι τραγουδάει στην Σελήνη του.

* Μες το βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός ... Αστράφτει, συννεφιάζει, αναδιπλώνεται ... Μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως ... Φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται ... Και φέγγει από μέσα η φυλακή *

Ακόμα και ο άνεμος έχει σταματήσει να φυσάει για να δώσει στους ήρωές μας την ευκαιρία να τελειώσουν το τραγούδι όλοι μαζί.

* Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά ... Την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε ... Καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά ... Διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε ... Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό *

Μετά απ' αυτό, η προσοχή όλων στρέφεται στον Ιάσονα, ο οποίος κλείνει αυτή την απίστευτη ηχητική εμπειρία με τη σόλο ορχηστρική του ερμηνεία.

Όλοι ξεσπούν σε χειροκροτήματα καθώς ο Ερμής και ο Νικόλας ενώνουν τις γροθιές τους, ενώ ο Στέφανος κάνει το ίδιο με τον Ιάσονα. Ο Μάξιμος, ο Ηρακλής και ο Σάκης, οι μόνοι που δεν έχουν ξανακούσει τον Άρη και τον Ερμή να τραγουδάνε, προσπαθούν να συνέλθουν απ' το πολύ ευχάριστο σοκ, με τον Μάξιμο περισσότερο απ' όλους.

«Ουάου! Η Πανδώρα μου το είπε, αλλά δεν σκέφτηκα ...»

Ο Ιάσονας καγχάζει.

«Τι; Ότι θα ήταν τόσο καλό, ε;»

«Ναι»

Ο Αλέκος του χαμογελάει.

«Ν' ακούς πάντα την κόρη μου, αγορίνα μου. Θα γλιτώσεις από πολλά προβλήματα αν το κάνεις»

«Μετά απ' αυτό, σίγουρα θα το κάνω»

Ο Σάκης απευθύνεται στον Άρη.

«Δεν ξέρω γιατί δεν έγινες τραγουδιστής, αρχηγέ, αλλά ξέρω ότι ο γιος σου πρέπει οπωσδήποτε να γίνει»

Ο Ηρακλής εγκρίνει και επαυξάνει.

«Κι εγώ έτσι νομίζω. Θα ήταν κρίμα να στερήσουμε απ' τους ανθρώπους κάτι τόσο καλό»

Ο Άρης χαμογελάει.

«Δεν είμαι εγώ αυτός που θα το αποφασίσει. Το Κουτάβι μου είναι ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει. Θα υποστηρίξω την απόφασή του, όποια κι αν είναι»

Ο Ερμής γυρίζει και τον κοιτάζει.

«Ακόμα κι αν θελήσω να αναλάβω τα κλαμπ και τη συμμορία;»

«Δεν θα ήθελα να μπλέξεις σε όλα αυτά τα σκατά, αλλά αν αυτό θέλεις, τότε ναι, Κουτάβι μου, ακόμα κι αυτό»

«Εντάξει. Είναι καλό να το ξέρω. Θα δούμε»

Οι υπεύθυνοι της σίτισης μοιράζουν τα ψημένα λουκάνικα και όλοι αρχίζουν να τρώνε. Κάποια στιγμή, ο Μάξιμος ξεκινάει μια κουβέντα με τα δίδυμα.

«Ο Νικόλας μου είπε ότι θέλει να γίνει χειρουργός. Μ' εσάς τι γίνεται, Σταγόνες; Το έχετε αποφασίσει ή ακόμα;»

Αυτοί μιλούν εναλλάξ.

«Εδώ και πολλά χρόνια»

«Θα αναλάβουμε τα εστιατόρια»

«Θέλουμε να επεκταθούμε παντού, σε όλη την Ευρώπη»

«Και μετά απ' αυτό, θα θέλαμε να περάσουμε και τον Ατλαντικό»

«Ναι. Το όνειρό μας είναι ν' ανοίξουμε όσο πιο πολλές Φωλιές του Δράκου μπορούμε»

Ο Τζάκος κουνάει το κεφάλι του επιδοκιμαστικά.

«Αυτό είναι ένα μεγάλο όνειρο, παιδιά. Μπράβο!»

Ο Βίκος σηκώνει το κουτάκι με τη μπύρα του.

«Στην εκπλήρωση του ονείρου σας, αγόρια μου»

Όλοι πίνουν και δίνουν στις Σταγόνες εγκάρδιες ευχές. Μετά, ο Αλέκος απευθύνεται στον Σάκη.

«Κι εσύ, Σάκη, τι σκέφτεσαι να κάνεις;»

Ο Ηρακλής καγχάζει.

«Αυτό, φίλε μου, είναι μεγάλη κουβέντα»

Ο Σάκης μορφάζει.

«Γιατί το λες αυτό, ρε Μπαμπά;»

«Επειδή έχεις αλλάξει γνώμη για το μελλοντικό σου επάγγελμα εξήντα επτά φορές μέχρι τώρα, γιε μου. Γι' αυτό!»

«Πόσο αστείος είσαι, ρε Μπαμπά! Ξεκαρδίστηκα!»

«Άσε τον σαρκασμό και απάντησε στην ερώτηση»

«Νομίζεις ότι δεν μπορώ να το κάνω;»

«Ναι. Αυτό ακριβώς νομίζω»

«Άκου με τότε! Εκπαιδευτής σκύλων. Έχω ήδη βρει τη σχολή στην οποία θα πάω όταν τελειώσω το λύκειο. Με βοήθησε και η Σελήνη. Και επίσης, ο Έκτορας μου υποσχέθηκε ότι θα μεσολαβήσει για να με προσλάβουν στην αστυνομία, στην Ομάδα Κ9»

Ο Ηρακλής κοιτάζει τον γιο του με το στόμα ανοιχτό.

«Από πού προέκυψε αυτό;»

«Η Εύα μου έδωσε την ιδέα όταν μου μίλησε για τον σκύλο της τον Τηλέμαχο. Ο τρόπος που μιλούσε για εκείνον ήταν το κάτι άλλο. Αν δεν ήξερα ότι ήταν σκύλος, θα πίστευα ότι ήταν σίγουρα άνθρωπος»

Ο Τζάκος ξεροβήχει.

«Ο Τηλέμαχος ήταν πραγματικά σαν άνθρωπος, αυτός και η σύντροφος του η Πηνελόπη ήταν δύο καταπληκτικά πλάσματα, αλλά για πες μου, πότε ακριβώς σου μίλησε η κόρη μου γι' αυτόν;»

Το βλέμμα του Τζάκου είναι επίμονο και τα χρυσά του μάτια γυαλίζουν επικίνδυνα μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, και ο καημένος ο Σάκης αρχίζει να ιδρώνει, ενώ οι άλλοι προσπαθούν πολύ να μη γελάσουν.

«Εεεε ... Εγώ ... Δηλαδή, εμείς ... η Εύα κι εγώ ... Όχι μόνοι!»

Τα δίδυμα σπεύδουν να τον σώσουν.

«Στο σινεμά, θείε. Θυμάσαι; Αυτό προσπαθεί να πει ο Σάκης»

«Ναι. Ναι. Είδαμε μια ταινία όπου υπήρχε ένας σκύλος σαν τον Τηλέμαχο και κάπως έτσι ξεκίνησε η κουβέντα. Έτσι δεν είναι, Σάκη;»

Ο Σάκης δεν απαντάει και ο Γιώργος, που κάθεται δίπλα του, τον σκουντάει στα πλευρά.

«Έτσι δεν είναι, Σάκη;»

«Ναι! Ναι! Έτσι είναι!»

Ο Τζάκος όμως δεν πείθεται.

«Έτσι είναι, ε; Και τι ταινία ήταν αυτή; Γιατί η Πριγκίπισσα μου είπε ότι είδατε το Captain Marvel. Έχει σκύλο μέσα; Δεν νομίζω!»

Ο Ιάσονας παίρνει μέρος στην υπεράσπιση.

«Έλα τώρα, Μπαμπά! Άσε ήσυχο το παιδί»

Ο Τζάκος τον αγριοκοιτάζει.

«Εσύ, απ' όλους τους ανθρώπους, καλύτερα να μείνεις έξω απ' αυτό, γιε μου. Δεν σε συμφέρει!»

Τότε, ο Στέφανος κόβει ένα κομμάτι λουκάνικο και το χώνει στο στόμα του Τζάκου.

«Φτάνει, Μπαμπά! Σταμάτα να μιλάς και χρησιμοποίησε το στόμα σου για κάτι πιο χρήσιμο. Φάε το καταραμένο λουκάνικο!»

Ο Τζάκος αρχίζει να μασάει και να γρυλίζει ταυτόχρονα, κάτι που κάνει τους άλλους να γελάσουν ξανά, αλλά όχι για πολύ! Οι ξαφνικές κραυγές πόνου του Άρη και του Ερμή κάνουν τους πάντες να στραφούν σ' αυτούς και να τους δουν πεσμένους στο έδαφος να κρατούν το πίσω μέρος του κεφαλιού τους καθώς προσπαθούν να πάρουν ανάσα με κλειστά μάτια. Ο Ορέστης τρέχει κοντά τους, αλλά όταν αγγίζει τον Άρη, αυτός τον σπρώχνει δυνατά.

«Όχι! Μη μ' αγγίζεις!»

Όλοι στέκονται ακίνητοι και τον παρακολουθούν να σέρνει το σώμα του προς τον Ερμή και να του πιάνει το χέρι.

«Ερμή ...;»

«Μπαμπά ... Το κεφάλι μου! Είναι στο κεφάλι μου!»

«Τους βλέπεις;»

«Ναι, Μπαμπά! Έρχονται!»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro