91. Στάδιο τέταρτο: Κατάθλιψη.
~Κατάθλιψη είναι η ανικανότητα σύλληψης κάποιου μέλλοντος.~
•Rollo May, 1909-1994, Αμερικανός ψυχολόγος.
--------------------------------------------------------------
~Το μίσος και ο φόβος είναι ψυχικές ασθένειες.~
•Harry A. Overstreet, 1875-1970, Αμερικανός κοινωνιολόγος.
Σεπτέμβριος του 2021.
Σου έχω μιλήσει για 367 μέρες.
Έχω ξοδέψει ώρες να σου εξηγώ τους λόγους που με έφτασαν εδώ, που με έκαναν...έτσι. Και ξέρεις, εξοργίζομαι που συνεχίζεις να πείθεις τον εαυτό σου πως δεν έχεις ιδέα πού το πάω, γιατί έχεις.
Οπότε, άσε με να σου πω κάτι ακόμα. Τώρα, που είμαστε μια ανάσα πριν το τέλος...
Απ' όλες τις 367 μέρες που ξημέρωσαν, καμία δεν με τρόμαξε περισσότερο από εκείνη που, επιτέλους, μετά κόπων και βασάνων κι όσο κι αν δεν ήθελα να το κάνω, το συνειδητοποιήσα.
Έχω κατάθλιψη.
Το ξέρω και το ξέρεις.
Και σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες μέρες που ξημέρωσαν, αυτή ήρθε μασκαρεμένη με ελπίδα και χαρά για όλους σας. Εκτός από μένα. Σε μένα έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο. Και, σε διαβεβαιώνω, δεν ήταν όμορφο.
Και έπειτα, ήρθε και η δεύτερη συνειδητοποίηση.
Σε κάθε σχέση, υπάρχει πάντα αυτός που αγαπάει περισσότερο κι αυτός που αγαπάει λιγότερο.
Είμαι σίγουρη πως έχεις αντίρρηση σε αυτό που πρόκειται να πω, αλλά επέτρεψε μου να σου πω πως...στη δική μας σχέση, εγώ ήμουν αυτή που (σε) αγάπησε περισσότερο.
Όχι επειδή έκλαψα και πόνεσα και χτυπήθηκα. Αλλά γιατί σώπασα, και χάθηκα και χτύπησα. Τους πάντες. Και τα πάντα.
Έβαλα για σένα πλάτη σε όλους. Σε όλους. Στους γονείς μου, στις φίλες μου, στον Aaron. Μα ούτε αυτό είναι από μόνο του απόδειξη. Οπότε, άκου κι αυτό: έβαλα για σένα πλάτη σε μένα. Έσπρωξα και κλώτσησα και σκότωσα την ίδια την Αυγή για σένα! Ήμουν παιδί ρε όταν σε γνώρισα! Παιδί...
Και μπορώ να σου συγχωρήσω πολλά! Ορκίζομαι ότι το κάνω, αλλά υπάρχει κάτι που δεν μπορώ να στο συγχωρήσω: το ότι δεν με άφησες ποτέ να φύγω. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο κακό που μου έκανες, τελικά. Κι ας γυρνούσα εγώ σε σένα, κι ας μη σε άφηνα να πάρεις απόσταση ακόμα κι όταν στο ζητούσα!
Ήμασταν μαζί, επειδή δεν ξέραμε πώς να μην είμαστε. Επειδή δεν μπορούσαμε ο ένας μακριά από τον άλλον. Και αυτό είναι το λάθος κομμάτι της αγάπης. Θέλω να είσαι μαζί μου, ξέροντας πως μπορείς να συνεχίσεις μια χαρά τη ζωή σου ακόμα κι αν φύγω. Θέλω να ξέρω ότι με επιλέγεις και σε επιλέγω κάθε μέρα! Κι αυτό δεν συμβαίνει.
Γιατί εγώ δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα.
Κι εσύ δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς εμένα.
Και δεν μας συγχωρώ γι'αυτό.
Μας συγχωρώ για πολλά, αλλά όχι γι'αυτό.
Οπότε, σε συγχωρώ που με αγάπησες λιγότερο (από τον εαυτό σου), μα είμαι ασυγχώρητη που σε αγάπησα περισσότερο (από τον εαυτό μου).
Γιατί, εν τέλει, αυτό ήταν που με διέλυσε.
Σε κρατώ στο παρόν, λοιπόν.
Στον περιβόητο Σεπτέμβριο του 21.
Παρόν.
1 Σεπτεμβρίου 2021.
358/367 μέρες.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
«Take me to the rooftop. I wanna see the world when i stop breathing, turing blue...blue. Tell me, love is endless, don't be so pretentious! Leave me, like you do, like you do...» τα δάχτυλα της χαϊδεύουν τα πλήκτρα του αρμόνιο, κοιτώντας το κενό. Το μούδιασμα την καίει πια.
«If you need me, wanna see me. Better hurry, 'cause i'm leaving soon! Sorry, can't save me now! Sorry, I don't know how! Sorry, there's no way out, sorry... But down, mm down!» η φωνή της γεμίζει το δωμάτιο, μα είναι πιο ψυχρή κι από το κλίμα που επικρατεί στον καταψύκτη.
«Taste me, the salty tears on my cheek! That's what a year-long headache does to you! I'm not okay, i feel so scattered! Don't say i'm all that matters. Leave me. Deja vu!» αναρωτιέται αν υπάρχει πλέον τραγούδι που να της ταιριάζει περισσότερο. Νομίζει πως όχι.
«If you need me, wanna see me. You better hurry, i'm leaving soon! Sorry, can't save me now! Sorry, I don't know how, sorry! Sorry, there's no way out, sorry... But down, mm down!» ξέρει τόσο καλά αυτό το τραγούδι, που πλέον δεν χρειάζεται να κοιτάει ούτε τις νότες. Την τρομάζει που το ξέρει τόσο καλά.
«Call my friends and tell them that i love them, and i'll miss them! But i'm not sorry!» υψώνει το φρύδι μ' ένα πλάγιο χαμόγελο. Ανασηκώνει τους ώμους στην τελευταία πρόταση.
«Call my friends and tell them that i love them, and i'll miss them...» παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«sorry!» το τραγούδι τελειώνει. Κοιτάει ακόμα το κενό. Παίρνει ακόμα μια ανάσα. Σηκώνεται από το μικρό μαύρο σκαμπό, και στρώνει καλύτερα το σκούρο τζιν στο αδυνατισμένο κορμί της.
Πιάνει την τσάντα της από τον καλόγερο και ρίχνει μέσα κλειδιά και λιποζάν. Ασυναίσθητα πιάνει τη ροζ χτένα της, μα σταματάει απότομα. Η διάθεση της πέφτει κι άλλο, αν αυτό είναι εφικτό! Η ανάμνηση των μαλλιών της ανάμεσα στα δάχτυλα της είναι σφαίρα στην καρδιά της. Αφήνει τη χτένα στη θέση της. Αποφάσισε πως θα τα χτενίζει λιγότερο πια. Πιάνει τη ζακέτα της και κατεβαίνει με ηρεμία στον κάτω όροφο. Αφήνει το λάπτοπ της ανοιχτό, μαζί με το παράθυρο για την έρευνα που κάνει.
Καθισμένους στον καναπέ αγκαλιασμένους, βρίσκει τους γονείς της να παρακολουθούν ένα παλιό επεισόδιο της εκπομπής «στην υγειά μας», πίνοντας από ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Ακούει καθαρά το τραγούδι της Τσανακλίδου «μαμά γερνάω» στο αφιέρωμα που της έκαναν και η καρδιά της μαυρίζει περισσότερο. Χαμογελάει ελαφρά χωρίς να το θέλει όντως, πλησιάζοντας το μαύρο καναπέ. Κάθεται στο μπράτσο χωρίς όρεξη. Κοιτάει την μητέρα της και νιώθει πως το τραγούδι παίζει πιο δυνατά στο μυαλό της.
«Πέτρο;» του τραβάει την προσοχή με χαμηλή φωνή. Το ζευγάρι γυρίζει να την κοιτάξει. Η πικρία κολυμπάει ανάμεσα τους στο άκουσμα του ονόματος του. Έχουν να πουν τόσα πολλά, μα είναι τόσο μικρές οι λέξεις...
«Θα με πας στην ψυχολόγο;» πρώτη φορά του το ζητάει. Συνήθως έπαιρνε λεωφορείο ή την πήγαινε ο Aaron. Το πρόσωπο του λάμπει επιτόπου. Δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του, οπότε χαμογελάει πλατιά.
«Ν-ναι!» τραυλίζει, καθώς σηκώνεται.
«Ναι, ναι φυσικά!» πιάνει αυτόματα το κινητό του και τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Η κοπέλα χαμογελάει συγκρατημένα. Η Θάλεια κοιτάει μια τον έναν, μια τον άλλον με το ποτήρι στα χείλη της.
«Θάλεια μου, θέλεις να σου φέρω κάτι απ' έξω;» της χαϊδεύει το μάγουλο τρυφερά κι εκείνη σαν γατούλα απολαμβάνει το άγγιγμα του. Η Αυγή τους ζηλεύει που μπορούν να είναι έτσι μετά απ' όλα αυτά. Της λείπει η παλιά της ζωή. Πολύ.
«Πατατάκια!» του φιλάει απαλά την παλάμη, προτού απομακρύνει το χέρι του. Αφού ψελλίσει ένα «έγινε», βάζει τα παπούτσια του και φεύγουν από το σπίτι. Η Θάλεια, παίρνει μια βαθιά ανάσα και χαμογελάει πλατιά με την εξέλιξη των πραγμάτων. Θεωρεί πως η κόρη της αποφάσισε να δώσει τελικά μια ευκαιρία στον μπαμπά της. Κι αυτό την κάνει ευτυχισμένη.
'Όλα θα γίνουν όπως πριν' σκέφτεται.
Μα τίποτα δεν θα είναι ξανά όπως πριν.
Στο αυτοκίνητο το κλίμα είναι περίεργο. Δεν είναι εχθρικό, μα ούτε και οικείο. Είναι άβολο, γεμάτο ανάμεικτα συναισθήματα που η Αυγή δεν ξέρει πώς να εξηγήσει. Γιατί δίπλα της κάθεται ο μπαμπάς της, αυτός που κάποτε μπορούσε να πει πως ήταν ο άνδρας της ζωής της. Και τώρα, τι ειρωνεία, δεν έχει ούτε τον άνδρα αυτόν, ούτε τη ζωή της. Σχεδόν.
«Κάνει υπερβολικά πολύ ζέστη σήμερα!» ξεφυσάει, ανοίγοντας το παράθυρο. Ομολογουμένως, η μέρα είναι ιδιαίτερα ζεστή. Ψελλίζει ένα αμήχανο «ναι», τρίβοντας τις παλάμες της στο τζιν. Στο ράδιο παίζει το «Don't go away» των Oasis και την πηγαίνει πίσω, σε εκείνη τη μέρα που την πήγαινε στη σχολή χορού. Στην πρώτη φορά που βγήκε μόνη της με τον Lucas. Πόσο προφητικό τραγούδι. Κι εκείνη τόσο αφελής για να το καταλάβει.
«Εσύ πώς και δεν έχεις βγάλει ακόμα τη ζακέτα; Κανονικά θα έπρεπε να έχεις σκάσει!» σχολιάζει με πραγματική απορία.
'Έχω σκάσει!' θέλει αυθόρμητα να απαντήσει.
Cold and frosty morning.
There's not a lot to say
about the things caught in my mind.
And as the day was dawning
My plane flew away
With all the things caught in my mind...
«Δεν ξέρω, κρυώνω λίγο.» ψεύδεται, κι εύχεται να μην παρατηρήσει τον κρύο ιδρώτα που γυαλίζει στο μέτωπο της. Σμίγει τα φρύδια μπερδεμένος και την κοιτάει στα κλεφτά.
I don't wanna be there when you're coming down!
I don't wanna be there when you hit the ground!
«Θες να κλείσω το παράθυρο;» κάνει αυτόματα κίνηση να πατήσει τον διακόπτη, όμως κουνάει το κεφάλι δεξιά κι αριστερά με άρνηση που τον σταματάει. Είναι τρομερά υποτονική. Δεν την καταλαβαίνει.
«Όχι, ευχαριστώ.» βουλιάζει περισσότερο στη θέση της. Την κοιτάει ξανά. Φαίνεται πολύ μελαγχολική. Σαν να την τρώει κάτι από μέσα προς τα έξω, μα είναι πολύ κουτός για να καταλάβει ότι αυτό που την τρώει πολύ, είναι η μεταξύ τους σχέση.
So don't go away
Say what you say
Say that you'll stay!
«Πέτρο...» αφήνει μια εκπνοή.
'Μπαμπά...' θέλει τόσο να το πει. Δεν το κάνει. Συγκρατεί τον εαυτό της. Την ενθαρρύνει με το βλέμμα του να του μιλήσει. Το έχουν ανάγκη και οι δύο.
«αγαπάς στ' αλήθεια τη μαμά;» βλέπει φόβο στα μάτια της. Ξεφυσάει στο φόβο της. Είναι αστείο το πώς ένας γονιός μπορεί να καταστρέψει το παιδί του.
Forever and a day
In the time of my life
'Cause I need more time.
Yes, I need more time!
Just to make things right.
«Δεν υπάρχει τίποτα που να αγαπάω περισσότερο από εσάς.» φροντίζει να την κοιτάξει όσο περισσότερο μπορεί, θέλοντας να την πείσει. Και κάπως, με κάποιο τρόπο, το πετυχαίνει. Τα χαρακτηριστικά της μαλακώνουν. Κουκουβίζει κι άλλο στη θέση της. Αφήνει μια ανάσα ακόμη.
«Κι εμένα;»
Η καρδιά του λαβώνεται σε αυτό. Στα τυφλά, βρίσκει το χέρι της και το φέρνει στα χείλη του. Το φιλάει τρυφερά. Της θυμίζει κάτι απ' τα παλιά, τότε που χανόταν στην αγκαλιά του και κανένας δεν μπορούσε να την πειράξει. Απλά επειδή την κρατούσε ο μπαμπάς της. Δαγκώνει με μανία τα ούλα της για να μην ουρλιάξει στο πόσο την πονάει το άγγιγμα του.
«Κυρίως εσένα.» περιμένει με αγωνία να δει ένα της χαμόγελο, έστω και πικρό, μα δεν έρχεται ποτέ. Απλά τραβάει το χέρι της απαλά και γυρίζει το βλέμμα της στο παράθυρο. Κάνει τα πάντα για να μην τον πιστέψει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Ο θυμός δεν την θρέφει πια.
Αντίθετα, την εξαντλεί.
(...)
«Είσαι πολύ ήσυχη σήμερα.» διαπιστώνει μ' ένα ήρεμο και φιλικό χαμόγελο. Δεν της απαντάει, απλά την κοιτάει. Την ανησυχεί που είναι τόσο σιωπηλή.
«Υπάρχει κάτι ακόμα που θέλεις να μοιραστείς μαζί μου;» αναρωτιέται. Η απάντηση που περιμένει είναι αρνητική, οπότε την εκπλήσσει όταν όντως της απαντήσει.
«Ο Πέτρος δείχνει να με νοιάζεται.» μουρμουρίζει με δισταγμό. Έχει χαθεί μέσα στο ανάκλιντρο. Φαίνεται πόσο την πονάει αυτή η πληγή. Πόσο την γρατζουνάει αυτό το «γιατί» που ποτέ δεν απαντήθηκε.
«Γιατί να μην σε νοιάζεται;» προσπαθεί να την κάνει να μιλήσει γι'αυτό και, παραδόξως, πετυχαίνει. Έχει καταφέρει να χτίσει μαζί της μια κάποια σχέση, ό,τι κι αν είναι αυτό. Μπορεί να μην την εμπιστεύεται, αλλά τουλάχιστον της ανοίγεται.
«Του έχω φερθεί πολύ άσχημα.» παραδέχεται με πικρία. Λυπάται πολύ για όσα λάθη έχει κάνει. Μα το να λυπάσαι, δεν φτάνει. Κι ακόμα κι αν έφτανε, για την Αυγή δεν είναι αρκετό.
«Θέλω να πω, ναι, με τσάκισε που έκανε ό,τι έκανε με την Claire, και που πλήγωσε έτσι τη μαμά μου, όμως το έχει μετανιώσει και το ξέρω. Το βλέπω! Τον λέω με το όνομα του ξέροντας ότι τον πληγώνει, τον ειρωνεύομαι και τον υποτιμώ, ενώ δεν σταματώ να του δείχνω ότι δεν τον θέλω καθόλου στη ζωή μου.» σχεδόν μονολογεί.
«Θα πιστεύει ότι τον μισώ!» γελάει νευρικά. Δεν ξέρει πώς να νιώσει. Με κάθε σημασία της φράσης.
«Δεν τον μισείς;» σταυρώνει τα πόδια της με άνεση. Περνούν μερικά δευτερόλεπτα σιγής, προτού της γνέψει αρνητικά. Της χαμογελάει σαν επιβράβευση.
«Θέλεις να ξέρει ότι δεν τον μισείς;» το συνεχίζει. Το σκέφτεται για λίγο, πολύ έντονα. Κουνάει και πάλι το κεφάλι, θετικά αυτή τη φορά. Αφήνουν και οι δύο μια ανάσα. Πρώτη φορά το παραδέχεται. Γιατί ναι, αν υπάρχει ένας άνθρωπος που της λείπει πραγματικά, αυτός είναι ο μπαμπάς της.
«Τότε, υποθέτω, ξέρεις πώς μπορεί να αλλάξει αυτό.» δεν μιλάει ξανά. Τρίβει τα μάτια της. Νιώθει τόσο εξαντλημένη.
«Annalise;» της έχει πει τόσα, που ο πληθυντικός είναι παντελώς περιττός.
«Νομίζω ότι έχω κατάθλιψη.» αυτή τη φορά, καμία ανάσα δεν φεύγει από τα πνευμόνια της. Η φωνή της, δεν ταιριάζει με τα λεγόμενα της. Είναι ψυχρή. Ούτε με το κενό της βλέμμα ταιριάζει. Κάποιος που δεν ξέρει, θα έλεγε πως η κοπέλα απλά το άκουσε κάπου και το υιοθέτησε. Μα για την Annalise δεν είναι έτσι. Μερικά δευτερόλεπτα αφού το πει, η ψυχολόγος τεντώνεται και πιάνει το γνωστό κόκκινο τετράδιο της μαζί με το στυλό.
«Γιατί το πιστεύεις αυτό;» γέρνει το κεφάλι στο πλάι. Μειδιάζει σε κάτι που θυμίζει χαμόγελο. Αχνό, μα χαμόγελο.
«Με έχει κουράσει πολύ όλο αυτό το θέατρο.» της δίνει λίγο χρόνο.
«Κάθε μέρα υποκρίνομαι κάποια που δεν είμαι. Σηκώνομαι, πάω για τις θεραπείες, έρχομαι εδώ, πάω για καφέ, γελάω, δείχνω ότι χαίρομαι, δείχνω λες και ελπίζω σε κάτι καλύτερο.» συνήθως θα κουνούσε τα χέρια της δεξιά κι αριστερά, θέλοντας να δείξει ένταση. Τώρα απλά κάθεται. Ακίνητη. Σαν άγαλμα.
«Παρόλα αυτά, τις τελευταίες μέρες, όταν ανοίγω τα μάτια μου η πρώτη μου σκέψη είναι ότι είμαι άτυχη.» τώρα σκύβει ελαφρώς μπροστά, λες και θέλει να της πει ένα μυστικό κι ας είναι μόνες στο γραφείο. Η ψυχολόγος περιμένει με υπομονή να συνεχίσει, ξέροντας πως αυτό που θα της πει δεν θα της αρέσει.
«Σκέφτομαι ότι είμαι άτυχη, επειδή ξύπνησα. Στο μόνο που ελπίζω πια είναι ότι θα γίνει κάποιο θαύμα και θα φύγω στον ύπνο μου.» η απάθεια με την οποία τα λέει την τρομάζει. Σπάει την επαφή τους για να σημειώσει κάτι βιαστικά. Η Αυγή σκέφτεται ότι πλέον δεν την νοιάζει να μάθει τι γράφει τόσο καιρό σε αυτές τις σελίδες.
«Και γιατί προηγουμένως χρησιμοποίησες το ρήμα "νομίζω";» επιλέγει να εστιάσει σε αυτό.
«Μερικές φορές, οι άνθρωποι ακούμε συμπτώματα από μια αρρώστια και...και νιώθουμε πως τα έχουμε όλα. Ίσως...ίσως να κάνω λάθος, ίσως να είμαι υπερβολική αλλά νομίζω ότι έχω κατάθλιψη.» το λέει ξανά, πιο πολύ για να το πιστέψει και η ίδια. Της είναι ξένο.
«Βασίζομαι σε αυτά που νιώθω.» συμπληρώνει δίχως να τη νοιάζει πραγματικά, ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Τι νιώθεις;» καρφώνει το βλέμμα της στο σκοτεινό δικό της.
Η Αυγή χαμογελάει αινιγματικά, προτού απαντήσει: «Τίποτα.»
(...)
«Μαμά!» φωνάζει δυνατά, κατεβαίνοντας στο σαλόνι. Η Αύρα την ακολουθεί χαρωπά. Ρούπι δεν την αφήνει να κάνει χωρίς αυτή. Λες και αισθάνεται τον πόλεμο μέσα της και θέλει να την προστατεύσει από αυτόν. Της φαίνεται κάπως αστείο σαν σκέψη.
«Μαμά! Πού είσαι;» την ψάχνει, μουρμουρίζοντας ένα παλιό τραγούδι της Sia, καθώς κατεβαίνει τις σκάλες βιαστικά.
«Στην κουζίνα, Αυγή μου!» την κατατοπίζει λίγα δευτερόλεπτα μετά. Μπαίνει στην ευρύχωρη κουζίνα και τους βρίσκει καθισμένους στις ψηλές καρέκλες, τον έναν απέναντι από τον άλλον, με τα μάγουλα τους πιο κόκκινα από ποτέ. Φαίνονται άκρως ενοχικοί. Θέλει να γελάσει, μα δεν το κάνει.
«Τι έγινε;» αναρωτιέται, περνώντας νευρικά μια καστανή τούφα πίσω από το αυτί της.
Κουνάει το κεφάλι αποδοκιμαστικά.
'Για τω Θεώ αυτοί οι άνθρωποι!'
«Έχεις να κάνεις κάτι; Γιατί σκεφτόμουν να πηγαίναμε για ψώνια!» όσο το λέει, παρακολουθεί τον Πέτρο να δίνει ένα μικρό κομμάτι γαλοπούλας στην Αύρα, κι αυτή να του κουνάει την ουρά με νάζι. Η Θάλεια αναθάρρησε επιτόπου στα λόγια της. Η μικρή σταυρώνει τα χέρια.
«Δεν το πιστεύω ότι ξεπουλιέσαι για λίγη γαλοπούλα!» αυτή τη φορά μιλάει στο κουτάβι, που απλά γαβγίζει, προτού κοιτάξει τον Πέτρο θέλοντας χάδια. Τον συμπαθεί ξεκάθαρα πια. Αναφωνεί δήθεν προσβεβλημένη.
'Προδότρα!'
«Τι εννοείς να πάμε για ψώνια;» δεν το πιστεύει. Δεν έχει κι άδικο, αν μη τι άλλο, έχει επτά μήνες που της το ζητάει κι εκείνη το αρνείται συνεχώς! Στην αντίδραση της δεν κρατείται, βάζει τα γέλια. Η Θάλεια αυτή τη φορά γουρλώνει τα μάτια σαστισμένη.
«Το εννοείς!» σηκώνεται όρθια απότομα. Γνέφει θετικά με χαμόγελο.
«Δεν θα το μετανιώσεις μέχρι να πάρω τα πράγματα μου!» τη δείχνει με το δείκτη της, καθώς έχει αρχίσει ήδη να περπατά έξω από την κουζίνα.
«Γρήγορα!» κουνάει το χέρι προτρεπτικά. Η μαμά της εξαφανίζεται μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα. Το μαλινουά την κοιτάει με απορία, μα δεν κουνάει από τον Πέτρο. Στην κουζίνα πέφτει για λίγο σιωπή. Πιάνει κι αυτή μια φέτα καπνιστή γαλοπούλα τυλιγμένη σε μια οδοντογλυφίδα. Τώρα η Αύρα τεντώνεται προς το μέρος της.
«Κάποια στιγμή θέλω να μιλήσουμε.» τον κοιτάει βαθιά στα μάτια, προτού δαγκώσει το αλλαντικό. Αφήνει την οδοντογλυφίδα στην άκρη του πιάτου και φεύγει κι εκείνη από την κουζίνα.
Κάτι μέσα του σκιρτάει.
'Όποτε θες, ψυχή μου...' σκέφτεται.
'Όποτε θες.'
(...)
«Ήταν ανάγκη να πάρουμε τόσα;» γκρινιάζει, εντελώς εξαντλημένη από το περπάτημα. Οι αντοχές της έχουν πέσει πολύ. Το σώμα της της δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν αντέχει. Και δεν το αντέχει.
«Πού θα τα βάλω όλα αυτά;» παραπονιέται με νεύρο, δείχνοντας τις έξι τσάντες με τα διάφορα παντελόνια και μπλουζάκια. Η Θάλεια σταματάει να περπατάει, υψώνοντας το φρύδι.
«Αυτά πού θα βάλεις; Αυτά; Ή το λευκό maxi φόρεμα σε άλφα γραμμή;» την κοροϊδεύει για το περιεχόμενο της έβδομης τσάντας που κρατάει. Αυτή ήταν και η πρώτη της αγορά με το που έφτασαν στο εμπορικό. Αναφωνεί.
«Αυτό μου άρεσε!» υπερασπίζεται τον εαυτό της, χτυπώντας το πόδι της στο έδαφος.
«Και στην τελική, τόσοι από το σόι μας παντρεύονται! Θα βρω εγώ πού να το βάλω!» τινάζει με χάρη τα μαλλιά της, μα το μετανιώνει αμέσως. Τα θεωρεί πολύ εύθραυστα. Δεν θέλει να παίζει μαζί τους. Η μαμά της γελάει νευρικά.
«Αυτό, αγάπη μου, αν το βάλεις σε γάμο, η νύφη θα σε ξεμαλλιάσει! Και δίκιο θα 'χει!» επιμένει και η κοπέλα δυσανασχετεί. Η Θάλεια συνεχίζει το περπάτημα, μα για λίγο μόνο. Δύο βήματα μπροστά, το βλέμμα της πέφτει σε ένα μικρό δισκάδικο που δύσκολα το πιάνει το μάτι σου. Η ταμπέλα γράφει «βινύλιο» κι έχει ακριβώς αυτό το σχήμα.
«Αυγή, κοίτα!» ενθουσιάζεται. Δεν προλαβαίνει να καταλάβει τι πρέπει να δει, την αρπάζει από το χέρι και την τραβάει. Κλαψουρίζει.
«Πάμε!»
'Τι τραβάω;!'
Μπαίνουν στο μαγαζί με φόρα. Το μικρό κουδουνάκι σηματοδοτεί την είσοδο τους και για λίγο σταματούν. Η Θάλεια σηκώνει τα γυαλιά από το κόκαλο της μύτης της. Κοιτούν με έρωτα κάθε πικάπ, βινύλιο, δισκάκι και cd που είναι προσεκτικά και με ευλάβεια τοποθετημένο στο ράφι. Έρωτα. Αυτό το μέρος, μυρίζει έρωτα. Η γαλήνη που επικρατεί στο χώρο τις ανατριχιάζει.
«Πανέμορφο.» μουρμουρίζει, κρατώντας ακόμα το χέρι της μικρής που συμφωνεί.
Σπάει το κράτημα τους και αρχίζει να περιφέρεται στο χώρο. Η απαλή τζαζ που ακούγεται από ένα πικάπ τιθασεύει τους δαίμονες της για λίγο, και νιώθει πως δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από όλους αυτούς τους δίσκους. Η κοπέλα με τα μπλε μαλλιά και το λάμπρετ της χαμογελάει γλυκά, καλωσορίζοντας την. Ανταποδίδει.
«Σκεφτόμουν να πάρω έναν δίσκο του μπαμπά σου. Έχουμε επέτειο σε ένα μήνα!» της τραβάει την προσοχή, ψάχνοντας για κάτι πιο συγκεκριμένο. Χαμογελάει με τόση ευτυχία στη σκέψη μιας ακόμα επετείου, αγνοώντας τι συνέβη στην τελευταία τους. Η Αυγή κουνάει το κεφάλι με αποδοκιμασία.
«Είμαι ανάμεσα σε Beatles, Frank Sinatra και Elvis Presley! Εσύ τι λες;» ζητάει τη γνώμη της.
«Εγώ λέω να του πάρεις πικάπ, αλλιώς οι δίσκοι είναι άχρηστοι.» σχεδόν την ειρωνεύεται. Η σχεδόν σαράντα χρόνων γυναίκα υψώνει το φρύδι αλαζονικά.
«Έχουμε πικάπ.» η Αυγή γυρίζει να την κοιτάξει σαστισμένη.
«Πού;»
«Σε μια από τις κούτες που ποτέ δεν άνοιξες όταν ήρθαμε.» μισοκλείνει τα μάτια θιγμένη.
«Τέρατα.» μουρμουρίζει.
«Και τέλος πάντων, πάρε του Beatles. Νομίζω τους προτιμά από τον Sinatra!» της δίνει ανόρεχτα μια λύση. Η Θάλεια βάζει τα γέλια, κάνοντας την να απορεί πού τη βρίσκει την όρεξη.
«Αυγή μου, ο μπαμπάς σου λατρεύει τον Sinatra! Άκουγε από μικρός με τον ξάδερφο του τον Πάρη. Τον άκουγαν τόσο πολύ που η γιαγιά σου με τη θεία Αλκμήνη, ήταν ένα βήμα πριν σπάσουν κάθε δίσκο, κασέτα ή ραδιόφωνο υπήρχε στο σπίτι!» θυμάται γελώντας με νοσταλγία. Η Αυγή από την άλλη, σμίγει τα φρύδια μπερδεμένη.
«Ποιος είναι πάλι αυτός;» παραπονιέται. Αισθάνεται λες και κάθε μέρα ξεφυτρώνουν από το πουθενά καινούργιοι συγγενείς. Κι αυτό, γενικά, μόνο καλό δεν το λες.
«Δεν θυμάσαι τον θείο Πάρη; Θα μου πεις, ήσουν μωρό ακόμα όταν έφυγαν για Αθήνα κι έκτοτε τον έχεις δει πολύ λίγο! Του είχες πολύ αδυναμία! Τον κυνηγούσες φορώντας στα μαλλιά σου ένα τούλι και του έλεγες ότι μια μέρα θα τον παντρευτείς, ο κόσμος να χαλάσει! Κι ο γλυκός μου, χατίρι δεν σου χαλούσε! Ε, μετά έφυγαν από την Κρήτη, λίγα χρόνια αργότερα έφυγε κι από την Ελλάδα γενικά. Τώρα πρέπει να είναι στο Las Vegas!» της θυμίζει πράγματα που έχουν θαφτεί βαθιά στην παιδική της ηλικία, χαϊδεύοντας ένα βινύλιο με το «strangers in the night».
«Από αυτόν πήρες το μικρόβιο της εγκληματολογίας!» κι από μια μόνο λέξη, η Αυγή συνειδητοποιεί, επιτέλους, για ποιον μιλούν. Τα μάτια της αστράφτουν την ίδια στιγμή.
«Ω, αυτόν τον θείο Πάρη!» μισογελάει πονηρά και δεν σταματάει, ακόμα κι όταν η μαμά της την κοιτάξει αυστηρά, δήθεν για να την βάλει σε τάξη. Κυριολεκτικά, απορεί και η ίδια που τον ξέχασε!
'Δεν ξεχνιέται ο θείος Πάρης...'
«Ναι, αυτός. Ο αιώνιος εργένης!» μειδιάζει σε αυτή τη σκέψη. Πολλές φίλες της προσπάθησαν κατά καιρούς να τον πλησιάσουν και να τον κερδίσουν, μα απέτυχαν. Αν μη τι άλλο, ο Πάρης Μυλωνάς ανέκαθεν κρατούσε αποστάσεις από καθετί που έχει σχέση με τον έρωτα. Ή τουλάχιστον, σχεδόν.
«Μαμά μου, αρχικά, άνδρες σαν αυτόν δεν πρέπει να παντρεύονται! Ανήκουν στο κοινό και δεύτερον, τι είναι αυτά που λες; Αυτός, μωρέ, δεν είναι που τα έχει με εκείνη τη βοηθό του; Αυτή τη Μυρτώ! Θυμάσαι ποια λέω, τους είχαμε πετύχει μαζί όταν ανεβήκαμε Αθήνα!» πολύ σωστά θυμάται και πολύ σωστά μαντεύει κάτι που πολύ λίγοι φαντάζονται, κι ακόμα πιο λίγοι ξέρουν. Κουνάει το κεφάλι αρνητικά.
«Όχι καλέ, τι λες; Είναι φίλοι!» απορρίπτει αυτό το σενάριο, στερεώνοντας καλύτερα τα γυαλιά ηλίου πάνω στα σγουρά μαλλιά της. Η Αυγή στριφογυρίζει τα μάτια με νόημα, κουνώντας το κεφάλι θετικά.
'Σίγουρα τα έχουν.'
«Μάλιστα.» ψελλίζει.
«Οπότε Sinatra.» καταλήγει στο αρχικό τους θέμα. Η μαμά της δυσανασχετεί κουρασμένη. Ακόμα δεν ξέρει.
«Αν θέλετε μπορούμε να φτιάξουμε μια μίξη, έναν καινούργιο δίσκο από τα τραγούδια που σας αρέσουν, ώστε να βγείτε από το δίλημμα!» η κοπέλα με τα μπλε μαλλιά τις ενημερώνει στα ελληνικά και τις ξαφνιάζει. Την κοιτούν έκπληκτες.
«Με λένε Έλενα!» συστήνεται με χαρά, λέγοντας κάτι που επιβεβαιώνει και το ταμπελάκι της. Συστήνονται κι εκείνες.
«Πολύ χαίρομαι όταν βλέπω στο μαγαζί μας συμπατριώτες. Σχεδόν ξεχνάω ότι βρίσκομαι στη Νέα Υόρκη!» τους εκμυστηρεύεται μ' ένα μικρό χαμόγελο και η Θάλεια δεν χάνει ευκαιρία να ανοιχτεί και να συμφωνήσει μαζί της.
«Οπότε, προχωράμε με τη δημιουργία ενός καινούργιου δίσκου;» ζητάει επιβεβαίωση καθώς προχωράει προς τα μέσα. Η γυναίκα την ακολουθεί.
«Ναι, ναι!» συμφωνεί όσο απομακρύνεται από την Αυγή. Εκείνη από την άλλη, συνεχίζει να περιφέρεται μέσα στον μικρό χώρο. Φτάνει, επιτέλους, στην Ελληνική δισκογραφία. Τα ονόματα που βλέπει της προκαλούν ενθουσιασμό· από Μποφίλιου μέχρι Χαρούλη, κι από Θηβαίο μέχρι Αρβανιτάκη. Ύστερα από ένα δευτερόλεπτο, αυτό που αντικρίζει την κάνει να χαμογελάσει πικρά.
«Έχει Τσανακλίδου!» αναφωνεί, κοιτώντας στα κλεφτά προς το μέρος τους. Τώρα είναι εκείνη που χαζεύει με νοσταλγία τους δίσκους.
«Ναι, είναι η αγαπημένη της μαμάς μου.» την ενημερώνει φιλικά.
«Μερικές φορές βάζω τους δίσκους στο πικάπ δίπλα σου και ακούω ελληνικά όλη μέρα! Τόσο που οι πελάτες απορούν!» γελάει πνιχτά, προκαλώντας και το δικό τους γέλιο.
«Μπορείς κι εσύ αν θες!» της δίνει το ελεύθερο να αλλάξει τραγούδι και η μικρή δεν χάνει ευκαιρία.
Με ευλαβική προσοχή, σηκώνει τη βελόνα και βγάζει τον δίσκο με εκείνο το τζαζ κομμάτι, τον οποίο και φυλάσσει στη θήκη του. Ύστερα, πιάνει χωρίς δεύτερη σκέψη το δίσκο «μαμά γερνάω» και βάζει επιτόπου το δέκατο-τρίτο και τελευταίο τραγούδι του δίσκου, το υστερόγραφο. Πάντα την κάνει να λυγίζει αυτή η εκδοχή του τραγουδιού, καθώς και η ιστορία πίσω από αυτό.
Τα ρούχα που δεν έμαθα να πλένω
τα βάζω στη σακούλα και σ' τα φέρνω.
Ρωτάς για την καριέρα μου
τη νύχτα και τη μέρα μου
κι εγώ να σου μιλάω καταφέρνω...
«Χτύπησες φλέβα, Αυγή μου!» η Έλενα αναστενάζει, σημειώνοντας σε ένα χαρτί τα τραγούδι που η Θάλεια της λέει.
«Αν ήταν εδώ η μαμά μου, σίγουρα θα έκλαιγε.»
Και σκέφτομαι που πίνω κόκα κόλα
για να 'ναι πάντα ίδια αλλάζουν όλα.
Κι ανοίγω το ψυγείο σου,
το «έλα» και το «αντίο» σου
ζητούσα στη ζωή μου πάνω απ' όλα!
«Όμορφο τραγούδι, ε μαμά;» έχει γείρει πλάι στο πικάπ κοιτώντας την με αγάπη. Αυτή η εικόνα, αν και την πρόσεξε έτσι φευγαλέα, θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό της γυναίκας. Ό,τι κι αν γίνει, κι όσων χρονών κι αν φτάσει, αυτή η εικόνα δεν θα χαθεί. Ποτέ.
Μαμά, πεινάω.
Μαμά, φοβάμαι..
Μαμά, γερνάω, μαμά!
Και τρέμω να 'μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς: ωραία, νέα κι ατυχής.
«Πολύ όμορφο, Αυγή μου!» κάτι ψάχνει στην τσάντα της, οπότε δεν νιώθει το έντονο κοίταγμα της μεγάλης της κόρης. Μακάρι να το ένιωθε.
Τα χρόνια που μεγάλωνες για μένα
να ξέρεις πως σου τα 'χω φυλαγμένα.
Και τέλειωσα με άριστα
αλλά δεν έχω ευχάριστα, μαμά...
όλα στον κόσμο είναι γραμμένα!
«Μαμά;» η φωνή της σχεδόν τρέμει. Ξανά, κανένας δεν το καταλαβαίνει.
Τριάντα καλοκαίρια και χειμώνες
τις άγριες σού φέρνω ανεμώνες.
Και κοίτα, ένα μυστήριο
του κόσμου το κριτήριο
πως μοιάζουμε μου λέει σαν δυο σταγόνες..
«Ναι, μωρό μου;»
Μαμά...
Πεινάω, μαμά!
Φοβάμαι, μαμά!
Γερνάω...μαμά.
'Φοβάμαι πολύ, μαμά. Δεν θα προλάβω να γεράσω, μαμά...' αυτό είναι που θέλει να της πει. Μα δεν το κάνει. Δεν ανοίγεται. Όχι πια. Σε κανέναν.
«Να φτιάξουμε και για μένα έναν δίσκο;» ρωτάει τελικά, δίνοντας της το πιο πλατύ της χαμόγελο. Αυτό που για λίγους κρατάει πλέον.
Και τρέμω να 'μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς: ωραία, νέα κι ατυχής!
«Φυσικά, κορίτσι μου! Ό,τι θες!» της δίνει το ελεύθερο να πάρει και να φτιάξει ό,τι θέλει, χωρίς να δίνει σημασία σε αυτό που πραγματικά της λέει μέσα από το τραγούδι που τώρα φτάνει πια στο τέλος. Η Αυγή, αφήνει μια βαθιά ανάσα και, κλείνοντας αργά τα βλέφαρά της, χαμογελάει. Ο μετρητής γυρνάει.
Εννιά...
Άλλο δεν μπορώ.
Τώρα θα σταματήσουμε λίγο...
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας! Εγώ σας γράφω από τη δουλειά. Έχει γεμίσει με κρούσματα φίλε, θα πεθάνουμε όλοι.
Πάμε στο κεφάλαιο;
ΦΤΆΣΑΜΕ. ΣΤΟΝ. ΣΕΠΤΈΜΒΡΙΟ.
ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ.
Απόσπασμα του 21!
Τι έχετε να πείτε γι'αυτό;
Εντάξει, ας συμφωνήσουμε πως η Αυγή δεν είναι καλά.
Η συζήτηση με τον Πέτρο πώς σας φάνηκε;
Με την Annalise;
Καλά, για τη σκηνή με τη Θάλεια δεν μιλάω. Μου φάνηκε πολύ δυνατή.
Έχω να πω ότι, αν ο περιβόητος Πάρης Μυλωνάς σας κίνησε το ενδιαφέρον, τότε ΤΡΈΞΤΕ μέχρι το προφίλ της Lovenovel_99 και ΔΙΑΒΆΣΤΕ τα βιβλία της. Είμαι η μεγαλύτερη φαν του Πάρη. Εμπιστευτείτε με.
Το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην mirsinipoliti γιατί όταν ρώτησα να μου πείτε ποιο τραγούδι της Billie Eilish πιστεύετε ότι θα βάλω στο βιβλίο, εκείνη βρήκε ότι θα είναι το listen before i go. Μυρσίνη μου, οοολο δικό σου❤️.
Ααυτααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιιοοοοοοςςςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro