80. Το σκοτάδι της ψυχής δεν το καίει το ξημέρωμα.
~Να 'σαι καλά...
Για κάθε ανασφάλεια μου.
Για κάθε φορά που νιώθω ότι είμαι μικρή και τόσο λάθος!
Να'σαι καλά...
Για όλη την πίκρα!
Για όλο το δάκρυ!
Να 'σαι καλά...
Για την αγάπη,
το κάτι μεγάλο.
Μα ευχαριστώ,
δεν θέλω άλλο!
Τα μάτια μου χόρτασαν σκοτάδι.
Κι όσα και αν κάναμε λάθη,
να 'σαι καλά!
Να περνάς καλά με εκείνη που αντέχει.
Να 'σαι καλά...
Οι αναμνήσεις αυτές δεν γιατρεύονται!
Οι πικραμένοι δεν ονειρεύονται!
Να'σαι καλά,
να με θυμάσαι τα βράδια που άλλη δεν σε αγαπά.
Να 'σαι καλά,
στα έδωσα όλα!
Στάχτη στο στήθος έχω,
όχι καρδιά!
Να'σαι καλά,
μα δεν θα μου λείπεις!
Σφυρίζει το σώμα μου
από τα κενά...
Να 'σαι καλά.
Αυτό είναι το αντίο!
Το τόλμησα κι ας το'πα τόσο δειλά.
Να 'σαι καλά...
Ποτέ δεν ξεχνάω,
πως μίσησα εμένα
για να 'σαι καλά...~
•Wnc.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Ο μεσημεριανός ήλιος που μπαίνει από το παράθυρο χτυπάει τα μάτια της με βία. Πεταρίζει τα βλέφαρά της και τεντώνεται κάτω από το κόκκινο σεντόνι νωχελικά. Ανοίγει τα μάτια της αργά και το πρώτο που αντικρίζει είναι το πρόσωπο του Νίκου, να κοιμάται γυμνός δίπλα της στο διπλό κρεβάτι των γονιών της. Κλείνει τα βλέφαρα της κι ένα δευτερόλεπτο μετά τα ξανά ανοίγει απότομα. Φρικάρει και πριν καν το καταλάβει αρχίζει να ουρλιάζει.
«ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΆΟΛΟ ΚΆΝΕΙΣ ΕΣΎ ΕΔΏ;» τινάζεται και σηκώνεται από το κρεβάτι, τυλίγοντας το σεντόνι γύρω της κάτι που τη βοηθάει να συνειδητοποιήσει πως δεν είναι εντελώς γυμνοί, αλλά φορούν και οι δυο τους εσώρουχα. Ωστόσο, αυτό δεν ηρεμεί την παράνοια της και η ζάλη που την έπνιξε από τις απότομες κινήσεις σιγά-σιγά υποχωρεί. Μένει μόνο ένας δυνατός πονοκέφαλος.
Στα ουρλιαχτά και τις δυνατές φωνές της, ξυπνάει κι αυτός και με το ζόρι μπορεί να σταθεί στα πόδια του και να καταλάβει απευθείας τι συμβαίνει. Το κεφάλι του πονάει φριχτά. Στηρίζεται στο κλειστό παράθυρο και μιλώντας δέκα φορές πιο σιγά από αυτή της ζητά να ηρεμήσει και να τον ακούσει. Δεν πετυχαίνει.
«ΓΙΑΤΊ ΕΊΣΑΙ ΕΔΏ;» χτυπιέται φωνάζοντας σαν τρελή, με μερικές κόκκινες τούφες να μπαίνουν στα μάτια της. Κοιτάει δεξιά κι αριστερά, ψάχνοντας κάτι για να του το πετάξει. Απελπίζεται· όλα της φαίνονται πολύ βαριά, αν και η ανάγκη της να τον σκοτώσει φουντώνει με κάθε λεπτό που περνάει. Πάλι δεν της απαντά, μόνο προσπαθεί να την ηρεμήσει.
«ΓΙΑΤΊ. ΕΊΣΑΙ. ΕΔΏ;» πιάνει στα χέρια της το μαξιλάρι της και του το πετάει, όμως προλαβαίνει και το πιάνει προτού τον χτυπήσει στο στέρνο. Εκείνος δυσανασχετεί.
«ΑΥΓΉ, ΓΙΑ ΤΩ ΘΕΏ, ΗΡΈΜΗΣΕ!» ανεβάζει κι αυτός τον τόνο της φωνής του, ελπίζοντας ότι θα τον ακούσει. Η κοπέλα όμως δεν αντέχει. Και μόνο στη σκέψη κάποιος να την άγγιξε όσο η ίδια δεν είχε τον πλήρη έλεγχο των πράξεων της, τρελαίνεται. Της θυμίζει στιγμές που πασχίζει να ξεχάσει.
«ΤΙ ΈΓΙΝΕ;» στο δωμάτιο εισβάλλει η Αλεξάνδρα έτοιμη να ορμήσει στον άνδρα της παρέας, με τα (πλέον) τζίντζερ μαλλιά της σε έναν ψηλό, ατημέλητο κότσο, με την Αύρα να την ακολουθεί γαυγίζοντας. Η Αυγή δεν προλαβαίνει να της ουρλιάξει πως ο Νίκος ξύπνησε δίπλα της, κι αυτό γιατί πίσω από την καλύτερη της φίλη ακολουθεί με καθυστέρηση μερικών δευτερολέπτων μια ξανθιά Ξένια, που κουτσαίνει.
Σμίγει τα φρύδια μπερδεμένη.
'Τι σκατά έκανα χθες το βράδυ;'
«Ξένια;» αναρωτιέται φωναχτά. Η πρώην κολλητή της χαμογελάει ενοχικά, κουνώντας χαριτωμένα το χέρι της.
«Τι στο καλό κάνετε εσείς οι δυο στο σπίτι μου;» προσπαθεί να καταλάβει, πιάνοντας το πονεμένο κεφάλι της. Την ζάλισε όλη αυτή η κατάσταση κι ακόμα δεν άνοιξε τα μάτια της.
«Και κυρίως ΤΙ. ΚΆΝΕΙΣ. ΕΣΎ. ΓΥΜΝΌΣ. ΣΤΟ ΚΡΕΒΆΤΙ ΜΟΥ; Μόνο και εκμεταλλεύτηκες το γεγονός ότι είχα πιει-» γυρίζει και πάλι στον Νίκο, κοιτώντας τον έξαλλη. Η Αλεξάνδρα καταλαβαίνει πια από πού πηγάζει αυτή η τρέλα. Θέλει να κλάψει. Δεν έχει κοιμηθεί ούτε λίγο.
«Ε ΘΑ ΤΟ ΒΟΥΛΏΣΕΙΣ ΚΑΜΊΑ ΦΟΡΆ;» εκρήγνυται θυμωμένος από την τελευταία της φράση. Θίχτηκε και αυτό είναι φανερό στα τρια κορίτσια. Η οικοδέσποινα δεν μιλάει, δαγκώνεται και σφίγγει το σεντόνι γύρω της περιμένοντας καρτερικά μια εξήγηση.
«Αρχικά, καλημέρα!» εύχεται πιο ήρεμος και χαμογελαστός. Στριφογυρίζει τα μάτια. Ούτε οι άλλες μιλάνε.
«Αυγή, συγγνώμη που σου φώναξα, αλλά δεν θα έκανα ποτέ σεξ ή οτιδήποτε άλλο μαζί σου, ενώ είσαι πιωμένη, ή ευάλωτη!» εξηγεί και παραδόξως ανακαλύπτει πως το ξέρει. Αφήνει μια ανάσα πιο ήρεμη. Αφήνει το μαξιλάρι που του πέταξε προηγουμένως στο κρεβάτι. Της σκάει ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο.
«Για νηφάλια το συζητάμε!» της κλείνει το μάτι πονηρά και την αναγκάζει να πνίξει ένα γελάκι.
«Νηφάλια δεν θα σου καθόμουν!» τον ρίχνει από το συννεφάκι, ρίχνοντας παράλληλα και το σώμα της στο κρεβάτι. Οι άλλες δύο γελούν συγκρατημένα. Ξαπλώνει και κοιτάει το ταβάνι που γυρίζει. Κλείνει τα μάτια της και ξεφυσάει.
«Ας μου εξηγήσει κάποιος γιατί ενώθηκε ξανά αυτό το παρεάκι!» ζητάει με παράπονο. Οι παρόντες ανταλλάσσουν ένα βλέμμα όλο νόημα. Η ατμόσφαιρα ηρεμεί γύρω τους και η Αλεξάνδρα πλησιάζει τη φίλη της.
«Αγάπη μου, σήκω να ντυθείς, να πλυθείς, να ξυπνήσεις γενικότερα! Ο Νίκος θα πάει μέχρι το coffee berry στη γωνία να φέρει πρωινό και ύστερα θα κάτσουμε όλοι μαζί να μιλήσουμε, εντάξει;» της χαϊδεύει το μέτωπο. Μπορεί να διακρίνει το δισταγμό στο πρόσωπο της ακόμα κι όταν γνέψει θετικά και ύστερα από ένα λεπτό, πιάνει το χέρι της φίλης της και σηκώνεται.
Μισή ώρα αργότερα, όταν το ρολόι δείχνει τέσσερις παρά τέταρτο, οι τέσσερις τους κάθονται στο σαλόνι: η Αυγή με την Αλεξάνδρα στον τριθέσιο μπεζ καναπέ, η Ξένια στον διθέσιο αριστερά τους και ο Νίκος σε μια καρέκλα απέναντι από τα τρία κορίτσια, στη γωνία του χαμηλού τραπεζιού που πάνω βρίσκονται οι καφέδες. Κοιτούν ο ένας τον άλλον άβολα.
«Πείτε μου αργά και με τη σειρά τι έγινε εχθές το βράδυ.» μουρμουρίζει με αβεβαιότητα.
Πίσω.
Δεκατέσσερις ώρες πριν.
Γλείφει το αλάτι από το χέρι της.
«Άντε στην υγειά μας!» η Αυγή σηκώνει το μικρό ποτηράκι με την τεκίλα και το κατεβάζει μια κι έξω. Ύστερα δαγκώνει τη μικρή φέτα λεμονιού. Τα κορίτσια την ακολουθούν χωρίς δεύτερη σκέψη. Η ίδια δεν έχει καν πρώτη. Το μυαλό της είναι και πάλι αλλού. Τα σφηνάκια εξαφανίζονται σε δευτερόλεπτα. Η Αλεξάνδρα ανησυχεί. Την αγριοκοιτάζει. Έχει πιει περισσότερο απ' όλους απόψε η φίλη της.
«Και του χρόνου τέτοια εποχή φοιτήτριες!» η Γιάννα, με τις αφέλειες να μην υπάρχουν πια, συνεχίζει την πρόποση σφίγγοντας τα μάτια και τα δόντια της. Δεν θυμάται ποιος γύρος από σφηνάκια είναι αυτός, αλλά σίγουρα έχουν ξεπεράσει εδώ και ώρα τους τέσσερις.
Όλες επαναλαμβάνουν τα λόγια της. Όλες εκτός της Αυγής, η οποία γεμίζει το ποτήρι της με το καφέ ποτό. Η μέρα της ήταν τόσο ήρεμη, σχεδόν φυσιολογική! Μετά από μήνες με την Αλεξάνδρα έκοψαν και έβαψαν τα μαλλιά τους: η μια σε μια πιο έντονη απόχρωση του κόκκινου από αυτή που είχε, ενώ η άλλη πέταξε από πάνω της το μαύρο και τα έκανε ένα τζίντζερ που της πάει πολύ. Έφτιαξε τα νύχια της σε ένα φωτεινό φυστικί, πήγε για ψώνια, ύστερα για φαγητό και τώρα για ποτό. Οποιαδήποτε άλλη στη θέση της θα ήταν χαλαρή και ξέγνοιαστη, όμως όχι! Η Αυγή δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από μουδιασμένη.
Κοιτάει γύρω της αδιάφορα. Το Envy στην παραλιακή του Ηρακλείου, αν και Παρασκευή, είναι γεμάτο και δύσκολα βρίσκεις τραπέζι. Η καλοκαιρινή διάθεση, ο ανοιχτός χώρος, η δυνατή μουσική και το ποτό που ρέει έχουν φτιάξει ένα τέλειο κλίμα, που όμως πρόκειται να χαλάσει. Ο dj αλλάζει τα τραγούδια από Αργυρό σε Σαμπάνη κι από Δάκη σε Ζουγανέλη χωρίς λογική και είναι κάτι που δεν πειράζει την Αυγή όπως συνήθως. Δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία έτσι κι αλλιώς. Η υποτονική της στάση έχει παρατηρηθεί από όλες. Αγγίζει το ποτήρι στα χείλη της κι όταν η πρώτη γουλιά ουίσκι-cola βρέξει το λαιμό της, τα «δεύτερα κλειδιά» ακούγονται στο μαγαζί. Χαμογελάει.
Να 'μαστε λοιπόν!
Φίλη μου, έχω στην καρδιά μου βέλος
άντρες που εμφανίζονται και εξαφανίζονται...
Μόνο εσύ μου έμεινες στο τέλος.
«Το τραγούδι μας!» παρατηρεί με χαρά που δεν φτάνει ως τα μάτια της, σκουντώντας την κολλητή της που συμφωνεί μηχανικά. Η Δώρα, πιο υποψιασμένη και έχοντας παρατηρήσει τη θλίψη της, κοιτάει την Αλεξάνδρα, η οποία ανασηκώνει τους ώμους. Τι να της πει, έτσι κι αλλιώς;
«Να 'μαστε, λοιπόν!» τυλίγει το χέρι της γύρω από τους ώμους της και την αγκαλιάζει. Αυτή η κοπέλα σημαίνει τόσα πολλά για εκείνη!
Μόνο που είσαι εδώ νιώθω ωραία!
Άντρες μπαινοβγαίνουνε,
τα όνειρα μας κλέβουνε...
Πάλι οι δυό μας μείναμε παρέα.
«Πήγαινέ με σπίτι νιώθω πόνο στην καρδιά! Μέσα στην ζωή μου άλλη μία ψαλιδιά, κοίτα απ' τα μάτια μου αν έφυγε η μπογιά...να με προσέχεις!» την έχει αγκαλιάσει και την κοιτάει στα μάτια, όσο τα δικά της βουρκώνουν. Σιωπηλά της ζητάει βοήθεια· θέλει να το τελειώσει όλο αυτό. Κουράστηκε. Και είναι κάτι που τρομάζει και τις δύο.
«Κράτα με είμαι χάλια με έπιασε λιποθυμιά! Δώσ' μου απ' το τσιγάρο σου μια ακόμη ρουφηξιά! Άνοιξε την τσάντα μου έχω δεύτερα κλειδιά...εσύ να τα 'χεις!» τη δείχνει με το δείκτη της στο πρόσωπο της, λες και της μιλάει. Οι υπόλοιπες κοπέλες κοιτούν αμήχανα η μια την άλλη.
Άλλη μια ήττα!
Μην μου πεις «στα είπα»,
η αγάπη είναι φωτιά...
«Η αγάπη είναι φωτιά, Άλεξ!» μιλάει δυνατά με μια πολύ λεπτή φωνή. Σαν παιδί. Βάζει τα γέλια και στηρίζεται πάνω της· η Αλεξάνδρα δυσκολεύεται κάπως να την κρατήσει και, ασυναίσθητα, οι άλλες τρεις τις πλησιάζουν κάπως. Κολλάει το καστανό της βλέμμα σε αυτό της κολλητής της. Δακρύζει.
«Κι απ' όσους αγαπάω, μόνο εσύ δεν με έκαψες!» χαμογελάει και ταυτόχρονα γελάει κάπως πικρά. Η κοπέλα δεν ξέρει τι να της πει. Απλώς της χαϊδεύει τα μαλλιά. Κάνει να στηριχθεί μόνη της, όμως παραπατάει και σχεδόν πέφτει. Δεν την βαστούν τα πόδια της.
Τι έχω πάθει κοίτα!
Μην μου πεις «στα είπα»
και μην χάσεις τα κλειδιά...
«Αυγή!» αναφωνούν όλες μαζί και προσπαθούν να την κρατήσουν όρθια. Δεν τις βοηθάει ιδιαίτερα, μιας που έχει κάτσει στα γόνατα και γελάει σαν υστερική. Χτυπιέται στο πάτωμα του μαγαζιού, μη μπορώντας να σταματήσει. Βρίσκεται σε παροξυσμό.
«Είμαι καλά, αλήθεια!» προσπαθεί να τις ηρεμήσει, αλλά η κατάσταση της δεν καταφέρνει και πολλά.
Γαντζώνεται από το τραπέζι και σταθεροποιείται για μερικά δευτερόλεπτα. Χαμογελάει περήφανα στον εαυτό της και, σαν επιβράβευση, πιάνει στα τρεμάμενα χέρια της το ποτήρι με το ουίσκι. Η Αλεξάνδρα φρίττει. Της χτυπάει το χέρι και αυτό έχει ως αποτέλεσμα το ποτήρι να πέσει και να σπάσει σε πολλά μικρά κομμάτια.
«Έσπασε...» μονολογεί κοιτώντας το. Τα χείλη της αρχίζουν να τρέμουν και δεν έχει ιδέα τι κάνει, όταν βάζει τα κλάματα και σιγά-σιγά πέφτει και πάλι στο ξύλινο πάτωμα, αγγίζοντας τα κοφτερά γυαλιά που της θυμίζουν εκείνη. Την καρφώνουν.
«Έσπασε. Έσπασε. Έσπασε.» ψελλίζει ασταμάτητα, τρίβοντας τις ελαφρώς ματωμένες άκρες των δαχτύλων της στα γόνατα της. Τα νεύρα της έχουν τεντωθεί όσο ποτέ μέχρι τώρα. Τα κορίτσια έχουν σαστίσει.
Να 'μαστε λοιπόν!
Φίλη μου τον εαυτό μου χάνω...
Δεν σου είπα ευχαριστώ, ούτε πόσο σ αγαπώ.
Μόνο λέω θα πέσω να πεθάνω!
«Θα την πάω στην τουαλέτα για να της ρίξω λίγο νερό.» η Αλεξάνδρα αναλαμβάνει και, βάζοντας όλη της δύναμη, τη σηκώνει και με δυσκολία αρχίζουν να περπατούν.
«Έρχομαι κι εγώ!» η Δώρα, με τις καστανόξανθες μπούκλες τις να φτάνουν πια ως τον κόκκυγα, πιάνει την δεξιά πλευρά της Αυγής και βοηθάει τις δύο κοπέλες να φτάσουν όσο πιο γρήγορα μπορούν ως τις -ευτυχώς- άδειες τουαλέτες στον κάτω όροφο.
Να 'μαστε λοιπόν!
Μου μαζεύεις τα άλουστα μαλλιά μου.
Το ταξί μας έφτασε- κι ότι εκείνος έχασε,
θα μου πεις, φορώντας τα γυαλιά μου!
«Κοριτσάκι μου, είσαι καλά;» της βρέχει απαλά το πρόσωπο, όσο η Δώρα καθαρίζει τα χέρια και τα γόνατα της από το αίμα με λίγο χαρτί. Δεν είναι ωραία εικόνα. Έχει χλωμιάσει τρομακτικά πολύ και τα βουβά της δάκρυα έχουν στεγνώσει στα αδυνατισμένα μάγουλα της. Γελάει και πάλι, με το γέλιο της παράνοιας. Τα μάτια της έχουν κοκκινίσει και έχει αρχίσει να ιδρώνει. Ζεσταίνεται τραγικά πολύ.
«Άλεξ, θα μου φέρεις το κινητό μου;» καθισμένη, λοιπόν, πάνω στο μαύρο γρανίτη του νιπτήρα ζητάει μέσα από τα γέλια της το τηλέφωνο της, κοιτώντας το λευκό ταβάνι από πάνω της με τον ζεστό φωτισμό. Ζαλίζεται. Πολύ.
Πήγαινέ με σπίτι νιώθω πόνο στην καρδιά!
Μέσα στην ζωή μου άλλη μία ψαλιδιά.
Κοίτα απ' τα μάτια μου αν έφυγε η μπογιά!
Να με προσέχεις...
«Τι το θέλεις καλό μου το κινητό σου;» πνίγει ένα γελάκι, καθώς τραβάει μερικές κόκκινες τούφες από το βρεγμένο της μέτωπο που φλέγεται. Της γελάει με νάζι, παρατηρώντας τα τζίντζερ μαλλιά της· της πάνε πολύ.
«Θέλω να τον πάρω τηλέφωνο και να...να του πω ότι τον μισώ για το κακό που μου έκανε!» τρεκλίζει μεθυσμένη, δίχως να σταματάει να γελάει. Το μαύρο μολύβι ματιών έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τις κόγχες των κατακόκκινων ματιών της και η τρέλα αστράφτει στο βλέμμα της. Είναι το μόνο που αστράφτει πια έτσι κι αλλιώς. Σταματούν να την περιποιούνται κι απλώς την κοιτούν.
«Τον μισώ, μ' ακούς; Κι αυτόν κ-και το φίδι που είχε για φίλ-» την πιάνει λόξυγκας, γεγονός που της προκαλεί νευρικό.
«φίλο του!» συνεχίζει.
Κράτα με είμαι χάλια με έπιασε λιποθυμιά!
Δώσ' μου απ' το τσιγάρο σου μια ακόμη ρουφηξιά.
Άνοιξε την τσάντα μου έχω δεύτερα κλειδιά!
Εσύ να τα έχεις...
Η Αλεξάνδρα υψώνει το φρύδι, παρόλο που δεν την καταλαβαίνει εντελώς. Πιάνει ένα κομμάτι χαρτί και σκουπίζει βιαστικά τα χέρια της, τα οποία λίγα δευτερόλεπτα αργότερα σταυρώνει κάτω από το στήθος της.
«Μόνο πάνω από το πτώμα μου θα του τηλεφωνήσεις όσο βρίσκεσαι σε αυτή την κατάσταση!» αρνείται κατηγορηματικά.
Η Δώρα μένει άπραγη κοιτώντας τον καφέ τριθέσιο καναπέ έξω από τις τουαλέτες· δεν θέλει να ανακατευτεί σε αυτό. Η κοκκινομάλλα, έξαλλη από τα λόγια της φίλης της, κατεβαίνει από τον νιπτήρα και την κοιτάει σαν αγρίμι. Η Αλεξάνδρα τρομάζει όταν συνειδητοποιήσει ότι τα κοκκινισμένα από το ποτό μάτια της δεν είναι πια καφέ, αλλά μαύρα. Αισθάνεται ότι μάτια μπροστά της δεν είναι της Αυγής, αλλά του Lucas.
'Μαύρο και τριγύρω κόκκινο...' θέλει να ψελλίσει. Η φωνή της έχει κοπεί.
Άλλη μια ήττα!
Μην μου πεις «στα είπα»,
η αγάπη είναι φωτιά...
«Και τι ξέρεις εσύ;» οριακά της επιτίθεται. Μερικά σάλια πετάγονται δεξιά κι αριστερά.
«Ή μήπως νομίζεις ότι θα σου πάρω την άδεια για να του τηλεφωνήσω; Ό,τι μου γουστάρει θα κάνω ρε!» τη σπρώχνει προς τα πίσω, γελώντας σαν τρελή. Η κοπέλα παραπατάει πάνω στα ψηλά της παπούτσια.
«Δεν έχεις ιδέα πώς νιώθω...» ψιθυρίζει κάτω από την ανάσα της. Το μυαλό της έχει θολώσει. Τραβάει τα μαλλιά της.
«ΔΕΝ ΈΧΕΙΣ ΙΔΈΑ ΠΌΣΟ ΠΟΝΆΩ!» χτυπιέται με μένος δεξιά κι αριστερά. Θέλει να πονέσει· τον εαυτό της, τους άλλους. Θέλει μόνο να προκαλέσει πόνο, τον ίδιο πόνο που κάποιος άλλος προκάλεσε σε εκείνη.
Θίγεται από τα λόγια της. Την βγάζει έξω από τα ρούχα της! Τώρα γελάει κι αυτή νευρικά.
Τι έχω πάθει κοίτα!
Μην μου πεις «στα είπα»
και μην χάσεις τα κλειδιά...
«Εγώ δεν ξέρω ρε μαλακισμένο; Εγώ;» αν και δεν το θέλει εξοργίζεται και είναι κάτι που φαίνεται στα χέρια της, που τρέμουν από τη σύγχυση.
«Ξέρεις πού θα ήμασταν αν δεν είχαμε η μια την άλλη; Ε; ΞΈΡΕΙΣ;» της βάζει τις φωνές θέλοντας να τη συνεφέρει. Δεν της αφήνει το περιθώριο να απαντήσει παρόλα αυτά.
«Εσύ θα ήσουν ακόμα χώμα από την απιστία του Νίκου -και όχι μόνο- κι εγώ, στην καλύτερη, με σπασμένα πλευρά! Οπότε μην τολμήσεις και μου πεις ποτέ ξανά ότι δεν ξέρω πώς νιώθεις γιατί θα πλακωθούμε!» ανασαίνει βαριά. Το στήθος της ανεβοκατεβαίνει, όμως το μόνο που κερδίζει είναι ακόμα ένα ηχηρό, ανατριχιαστικό γέλιο.
Τρελαίνεται· κάθε μέρα όλο και περισσότερο.
«Δεν. Είσαι. Η. Μαμά. Μου!» σκύβει προκλητικά μπροστά της, μη ξεκολλώντας τις ματιές τους. Δεν έχει ιδέα πόσο πληγώνει την κολλητή της και, ταυτόχρονα, η κολλητή της δεν έχει ιδέα πόσο πληγωμένη είναι η ίδια. Ένα δευτερόλεπτο μετά, σκουπίζει την περιοχή κάτω από τα μάτια της και κοιτάει τις δυο φίλες της· η Δώρα με το ζόρι αναπνέει πια.
«Θα του τηλεφωνήσω.» ενημερώνει με υφάκι. Το μαύρο στενό της φόρεμα έχει κολλήσει πάνω της τόσο πολύ, που νομίζει πως αν το βγάλει μαζί θα φύγει και το δέρμα της. Την ανακουφίζει κάπως η σκέψη αυτή.
«Κι άντε παράτα με!» γυρίζει την πλάτη της να φύγει, μα κάτι μέσα στην Αλεξάνδρα χτυπάει κόκκινο. Οπότε πριν καν το καταλάβει, τη βουτάει από το μπράτσο και την κολλάει στον νιπτήρα, στην αρχική της θέση.
«Δεν θα του τηλεφωνήσεις, ακόμα κι αν χρειαστεί να σε δέσω μέχρι να φύγει το γαμημένο αλκοόλ από το αίμα σου.» τρίζει μέσα από τα δόντια της και τη χλευάζει. Γρυλίζει, καθώς αναρωτιέται: πού είναι η Αυγή;
«Δοκίμασε με!» την προκαλεί. Βλέπει στο βλέμμα της ότι το εννοεί. Απελπίζεται.
Μπίγει τα νύχια της με βία στο δέρμα της παλάμης της, αφήνοντας σημάδια. Το μυαλό της τρέχει σε εικόνες που την έχουν στοιχειώσει: ο Lucas να γλείφει την κοκαΐνη από το πάτωμα, το φιλί του μπαμπά της με την Claire, η μαμά της βουτηγμένη στο αίμα, η χρήση ναρκωτικών που τόσο απερίσκεπτα έκανε, ο James να τη λεηλατεί ψυχή τε και σώματι, το θετικό τεστ εγκυμοσύνης, η έκτρωση. Και ασφυκτιά, δεν μπορεί να πάρει οξυγόνο. Πνίγεται. Το μόνο που θέλει να κάνει είναι να τρέξει.
Και το κάνει.
Σπρώχνει με τραγικά πολύ δύναμη την Αλεξάνδρα που χτυπάει την πλάτη της στο πλακάκι κάτω από το μηχάνημα με τις οδοντόβουρτσες και οδοντόκρεμες μιας χρήσης. Τρέχει γλιστρώντας και παραπατώντας μέχρι την πόρτα, μα όταν καταφέρει να την ανοίξει η φίλη της την γραπώνει και πάλι με δύναμη.
«ΆΣΕ ΜΕ!» ουρλιάζει ανεξέλεγκτα.
«ΜΗ ΜΕ ΑΓΓΊΖΕΙΣ!» χτυπιέται σαν παρανοϊκή -για κάποιον που δεν ξέρει πως έχει κακοποιηθεί- και το πρόσωπο της έχει κοκκινίσει τόσο που η κοκαλωμένη Δώρα φοβάται πως θα τους μείνει στα χέρια. Πρώτη φορά βλέπει σε τέτοια κατάσταση την Αυγή.
«ΘΑ ΣΟΥ ΚΌΨΩ ΤΑ ΧΈΡΙΑ ΑΝ ΤΑ ΑΠΛΏΣΕΙΣ ΞΑΝΆ ΕΠΆΝΩ ΜΟΥ!» συνεχίζει τις απειλές νομίζοντας πως απευθύνεται στον James, με την Άλεξ να προσπαθεί ασταμάτητα να την ηρεμήσει. Μάταιος κόπος.
'Βρίσκεται σε παροξυσμό...' μοιράζονται αυτή τη σκέψη.
Την ταρακουνάει, της μιλάει. Ζητάει μια οπτική επαφή που δεν έρχεται ποτέ. Χώνει τα νύχια της στο δέρμα των μπράτσων της σε μια ύστατη προσπάθεια να την ακινητοποιήσει. Ούτε αυτό πετυχαίνει. Κάνει τα αδύνατα-δυνατά να κρατήσει τόσο την ψυχραιμία όσο και τη φωνή της σε χαμηλά επίπεδα, όμως δεν τα καταφέρνει. Η έφηβη τσιρίζει τόσο δυνατά που οποίος κάθεται έξω από τις τουαλέτες θα νομίζει πως κάποιον σκοτώνουν. Οπότε, όταν η Αυγή τη σπρώξει για τρίτη και τελευταία φορά με δύναμη στον τοίχο απέναντι, τρελαίνεται.
«ΑΥΓΉ, ΣΎΝΕΛΘΕ!» κραυγάζει με τον τρόμο να ξεπηδάει στα μάτια της και, μη ελέγχοντας ούτε εκείνη πια τον εαυτό της, χτυπάει με δύναμη το χέρι της στο ιδρωμένο μάγουλο της Αυγής. Δεν έχει περάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο, λοιπόν, όταν η κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά, με λύσσα και τρέλα που κανείς τους σε εκείνες τις τουαλέτες δεν ήξερε ότι υπάρχει, ενώνει με την ίδια δύναμη -αν όχι περισσότερη- την παλάμη της με το πρόσωπο της Αλεξάνδρας.
Το κεφάλι της γυρίζει στο πλάι. Στον μικρό χώρο πέφτει απόλυτη σιγή, ούτε οι ανάσες τους δεν ακούγονται πια. Η τρίτη της παρέας έχει γουρλώσει τα μάτια σοκαρισμένη, με το χέρι της κολλημένο στα ανοιχτά της χείλη. Η Αυγή συνειδητοποιεί τι έκανε. Και είναι ακριβώς εκείνο το δευτερόλεπτο που ο πόνος στα σωθικά της συναντά τα εδώ και καιρό εύθραυστα νεύρα της.
Και καταρρέει.
«Σ-σε...» τραυλίζει. Την κοίτα και η ίδια σοκαρισμένη από την πράξη της.
«Σε...χτύπησα...» το λέει και δεν το πιστεύει. Αισθάνεται τέρας και, σαν αστραπή, στο μυαλό της αστράφτει η στιγμή που ο Lucas έσπρωξε εκείνη. Το deja vu την τρομάζει. Δυο δάκρυα κυλούν από τα μάγουλα της· η ομοιότητα της με εκείνον την τρομάζει όσο τίποτα άλλο.
«Τέρας...» μονολογεί.
Η Αλεξάνδρα απλά την κοιτάει. Δεν της είναι θυμωμένη, ξέρει ότι δεν είναι ο εαυτός της αυτή τη στιγμή. Αυτό, ωστόσο, που δεν ξέρει είναι ότι δεν είναι ο εαυτός της τους τελευταίους τέσσερις μήνες. Το στομάχι της γυρίζει επικίνδυνα πολύ και ίσα που προλαβαίνει να σκύψει, προτού αδειάσει το περιεχόμενο του στομάχου της στον νιπτήρα. Η φίλη της τρέχει και της πιάνει τα μαλλιά, όσο η Δώρα βγάζει μπόλικο χαρτί από το μηχάνημα. Δεν θα κοιμηθεί εύκολα το βράδυ μετά από αυτά που είδε.
«Είμαι τέρας!» λέει πιο καθαρά και πιο δυνατά όταν σταματήσει. Δεν το θέλει, αλλά τα πόδια της λυγίζουν και χρειάζεται να πιαστεί από το στεφάνι του νιπτήρα για να μην πέσει εντελώς. Δεν πετυχαίνει. Η αμήχανη της παρέας της σκουπίζει τα χείλη με το χαρτί, όσο η Αλεξάνδρα της βρέχει και πάλι το πρόσωπο.
«Πώς...πώς μπόρεσα να χτυπήσω εσένα;» αναρωτιέται ψιθυριστά. Δεν την κοιτάει παρόλα αυτά, το βλέμμα της μένει κολλημένο στο καθαρό πλακάκι. Ντρέπεται -ντρέπεται τόσο πολύ!
«Άκουσε με!» κάθεται δίπλα της στο πάτωμα, πιάνει το πρόσωπο της στα δυο της χέρια και την αναγκάζει να την κοιτάξει. Ο πόνος στα μάτια της την τσακίζει.
«Δεν είσαι τέρας, μάτια μου! Είσαι άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που υποφέρει!» της χαμογελάει συμπονετικά, χαϊδεύοντας το κοκκινισμένο από το χαστούκι μάγουλο της. Και η Αυγή δεν κρατιέται, λίγο η πίεση, λίγο η μοναξιά που αισθάνεται, λίγο τα κλονισμένα της νεύρα λυγίζει και δεν αργεί να ξεσπάσει σε κλάματα.
Και μένουν εκεί, καθισμένες στο κρύο πλακάκι, να κλαίνε αγκαλιασμένες τόσο σφιχτά λες και τίποτα δεν μπορεί πια να τις διαπεράσει και να τις πληγώσει. Μα είναι τόσο αργά...η ζημιά είναι ανεπανόρθωτη! Ζητούν συγγνώμη η μια από την άλλη: η μια που δεν κατάλαβε και η άλλη που δεν μίλησε. Η νύχτα, όμως, μόλις άρχισε και η μία από τις δύο δεν έχει ιδέα ότι το βαρύ χτύπημα δεν έχει έρθει ακόμα. Η Δώρα σκουπίζει διακριτικά ένα δάκρυ που κυλάει στην εικόνα τους.
«Θα την πάω σπίτι.» ανακοινώνει με βραχνή φωνή, καθώς σηκώνεται και μαζί σηκώνει και την Αυγή που είναι εκτός τόπου και χρόνου.
«Δώρα...» ψελλίζει αμήχανα. Δεν ξέρει τι να της πει. Σίγουρα, πάντως, θέλει να της ζητήσει συγγνώμη για όλο αυτό που δεν έπρεπε να αντιμετωπίσει.
«Μην ανησυχείς, θα πω απλά πως η Αυγή δεν αισθάνεται καλά και φεύγετε. Δεν θα πω σε κανέναν γι'αυτό το ξέσπασμα.» την καθησυχάζει μ' ένα μικρό χαμόγελο, κουνώντας το πόδι της νευρικά.
«Σε ευχαριστώ!» την αγκαλιάζει βιαστικά. Λίγο πριν ανοίξει την πόρτα, δυο κοπέλες μπαίνουν γελώντας, μη έχοντας ιδέα για το βαρύ κλίμα που έχει δημιουργηθεί εκεί μέσα. Η Αλεξάνδρα και η Αυγή φεύγουν. Η Δώρα μένει και κλειδώνεται σε μια από τις τουαλέτες. Χρειάζεται πέντε λεπτά για τον εαυτό της.
Όταν καταφέρουν και βγουν έξω, μετά κόπων και βασάνων, και το καθαρό αεράκι τις χτυπήσει η Αλεξάνδρα σαστίζει.
«Ξέχασα μέσα τα πράγματα μας!» αναφωνεί βρίζοντας τον εαυτό της και την τύχη της. Η κοπέλα γελάει, παρατηρώντας τον κόσμο που κάθεται απ' έξω και καπνίζει. Θέλει κι αυτή ένα τσιγάρο.
«Εγώ π-πάντως, προτείνω να πάμε μέσα να τα πάρουμε και-» ο λόξυγκας επιστρέφει και για ακόμα μια φορά της προκαλεί τρανταχτό γέλιο.
«και να πιούμε και τίποτα!» χαμογελάει αθώα. Η Αλεξάνδρα υψώνει το φρύδι.
«Ωραία, απορρίπτουμε ήδη το να σε πάρω μέσα μαζί μου!» της ξεκαθαρίζει. Βγάζει το κάτω χείλος προς τα έξω με παράπονο. Ζαλίζεται κάπως και το κεφάλι της κοντεύει να σπάσει.
«Αλλά τι θα σε κάνω; Να σε αφήσω μόνη σου εδώ δεν παίζει! Είσαι ικανή να φύγεις για να βρεις τηλέφωνο!» γρυλίζει και η Αυγή γελάει ενοχικά γιατί το έχει όντως σκεφτεί.
«Τηλέφωνο!» ψελλίζει χωρίς λόγο και χτυπάει παλαμάκια. Η Άλεξ νομίζει πως εντόπισε κάποιον χαλασμένο τηλεφωνικό θάλαμο, μέχρι που...
«Μα δεν χτυπάει το τηλέφωνο!» αρχίζει να τραγουδάει σιγανά κουνώντας το χέρι της λες και βρίσκεται σε συναυλία. Η φίλη της παίρνει μια βαθιά ανάσα· νιώθει την ανάγκη να της βάλει μια κάλτσα στο στόμα ώστε να σκάσει.
«Με πνίγει το παράπονο! Που δεν κατάλαβες ποτέ σου τι περνώ! Κι αν έχει γίνει η αγωνία μου βουνό!» συνεχίζει και χτυπιέται σαν την Βίσση όταν χώρισε με τον Καρβέλα.
«Γιατί σε μένα;» αναρωτιέται κλαψουρίζοντας, ενώ κοιτάει τον σκοτεινό λόγω ώρας ουρανό. Το μόνο που ήθελε ήταν ένα ήρεμο βράδυ.
«ΔΏΔΕΚΑ!» η φωνή της ανεβαίνει αισθητά και μερικά κεφάλια γυρνούν να κοιτάξουν την μεθυσμένη ταραξία.
«ΚΑΙ Η ΕΛΠΊΔΑ ΜΟΥ ΚΡΕΜΆΣΤΗΚΕ! Σ' ΈΝΑ ΤΗΛΈΦΩΝΟ ΠΟΥ ΈΜΕΙΝΕ ΝΕΚΡΌ! ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΆ ΜΟΥ ΠΟΥ ΦΩΝΆΖΕΙ-» πάλι λόξυγκας. Την πιάνει και πάλι νευρικό και διπλώνεται στα δύο θέλοντας να σταματήσει. Όλοι γύρω τους περιμένουν τη συνέχεια γελώντας.
«Σ' ΑΓΑΠΏ!» εν τέλει τα καταφέρνει και τελειώνει τη φράση της, παρά τις προσπάθειες της Αλεξάνδρας να την πείσει να σταματήσει.
«ΔΏΔΕΚΑ!» τραβάει τα φωνήεντα κάνοντας το χέρι της μπουνιά μπροστά από τα χείλη της, λες και κρατάει μικρόφωνο.
«Για τω Θεώ, ΣΤΑΜΆΤΑ!» ζητάει, προσπαθώντας ακόμα να σκεφτεί τι θα κάνουν με τα πράγματα. Και η λύση της χτυπάει την πόρτα.
«Αυγή;» ψελλίζει διστακτικά. Γυρνούν ταυτόχρονα να κοιτάξουν προς το μέρος του και, παραδόξως, χαίρονται και οι δυο.
«ΝΊΚΟ!» η Αλεξάνδρα οριακά θέλει να κλάψει από χαρά.
«Δεν πίστευα ότι θα το πω ποτέ αυτό αλλά χαίρομαι τόσο πολύ που σε βλέπω!» τον πλησιάζει με την Αυγή να θέλει να τρέξει προς το μέρος του. Ανοίγει το στόμα του να της απαντήσει, μα δεν τα καταφέρνει.
«Θα σου είναι κόπος να μείνεις για πέντε λεπτά μαζί της, ώστε να μπω πάλι μέσα για να φέρω τα πράγματα μας; Σε παρακαλώ μην αρνηθείς!» οριακά τη ρίχνει στην αγκαλιά του, ενώ μιλάει τόσο γρήγορα που το αγόρι χάνει τα μισά. Του φαίνεται και είναι περίεργο που ζητάει από εκείνον κάτι τέτοιο, αλλά ξεχνάει ότι στους τυφλούς, ο μονόφθαλμος βασιλεύει.
«Ναι, εντάξει! Μην ανησυχείς!» δεν προλαβαίνει να πει ολόκληρη την πρόταση του κι έχει ήδη εξαφανιστεί. Κοιτάει μ' ένα μισό χαμόγελο την Αυγή που έχει ξεκαρδιστεί. Βάζει τα χέρια της στα μάγουλα του και τα τσιμπάει βγάζοντας κάτι περίεργους ήχους.
«ΤΖΟΥΤΖΟΥΜΠΡΟΎΤΖΟΥ!» του κουνάει το κεφάλι δεξιά κι αριστερά και δεν μπορεί παρά να γελάσει μαζί της. Η μεθυσμένη Αυγή είναι απόλαυση. Θλίβεται όταν συνειδητοποιεί πως όσο ήταν μαζί έλεγχε μέχρι και το ποσό θα πιει. Ήταν τραγικά χειριστικός. Δεν της άξιζε.
«ΑΓΌΡΙ ΤΟΥ ΑΓΡΟΎ!» συνεχίζει γελώντας. Τώρα σταματάει να τσιμπάει τα μάγουλα του, απλώς τα κρατάει όταν με δύναμη τον τραβήξει και του αφήσει ένα σβουρηχτό φιλί στα χείλη. Δεν έχει ιδέα τι κάνει.
«Ώωωπα!» αποτραβιέται όσο πιο γρήγορα μπορεί και βάζει τα δυνατά του να μη λυγίσει στα τσαλιμάκια της.
«Ήρεμα, Ορέστη Μακρή!» τη γυρίζει ώστε η πλάτη της να βρίσκεται στο στέρνο του. Είναι πιο ασφαλές έτσι. Γελάει τρανταχτά στον τρόπο που την αποκαλεί.
«Έλα να κάτσουμε.» τη σπρώχνει μαλακά και κάθονται σε ένα σκαλοπάτι πιο δίπλα. Δε μιλάει κανείς τους για λίγο.
Ο Νίκος βγάζει από την τσέπη του τζιν του ένα κόκκινο πακέτο, μέσα από το οποίο τραβάει ένα τσιγάρο. Η ανάγκη της να καπνίσει μεγαλώνει όταν ανάβει τον αναπτήρα και κάψει την κάτω μεριά του εθισμού. Τον παρατηρεί με ενδιαφέρον αμίλητη, από την κορφή ως τα νύχια. Περιέργως, ανακαλύπτει ότι της έχει λείψει κάπως.
«Τι;» αναρωτιέται λίγο αργότερα. Του χαμογελάει αινιγματικά.
«Αυτό το ρολόι στο έκανα δώρο στην πρώτη μας επέτειο.» ουσιαστικά τον ενημερώνει για κάτι που ξέρει ήδη. Χαμογελάει κι αυτός στην ανάμνηση, λίγο πριν γνέψει θετικά. Ποτέ δεν του άρεσαν τα ρολόγια. Για χάρη της το φορούσε.
«Εξακολουθώ να πιστεύω ότι σου πάει τρέλα!» ψελλίζει, αρπάζοντας το τσιγάρο από τα δάχτυλα του. Τραβάει μια γερή ρουφηξιά.
«Δεν ήξερα ότι καπνίζεις!» την κοιτάει μ' ένα μικρό συνοφρύωμα. Του φαίνεται τόσο ξένη σαν εικόνα. Για λίγο νόμιζε πως θα το σβήσει και θα το πετάξει, όπως έκανε παλιά. Μα όχι! Η Αυγή κάθεται δίπλα του, ντυμένη με ένα πολύ όμορφο και απλό μαύρο φόρεμα, μεθυσμένη και με ένα τσιγάρο στα χείλη.
«Δεν καπνίζω.» εκπνέει και μαζί με τον καπνό απελευθερώνει και κάποια από αυτά που την πονάνε.
«Πριν μια εβδομάδα έκανα έκτρωση.» ψιθυρίζει με πικρία. Όσες φορές κι αν το πει το βάρος στο στήθος της δεν ελαφρύνει ούτε λίγο. Γυρίζει αστραπιαία το κεφάλι του και την κοιτάει. Το καφέ των ματιών του συναντά το δικό της. Του χαμογελάει αχνά.
«Ήμουν στον τρίτο μήνα. Δεν είχα ιδέα.» κουνάει το χέρι της για να δώσει έμφαση σε αυτά που λέει, προτού πάρει ακόμα μια τζούρα.
Τα μάτια του έχουν γουρλώσει από αυτά που ακούει. Οπότε, η Αυγή καθόλου εκπλήσσεται όταν βγάλει ξανά το πακέτο και πάρει ακόμα ένα τσιγάρο. Το ανάβει βιαστικά και εισπνέει άπληστα νικοτίνη.
«Λυπάμαι.» μουρμουρίζει εννοώντας το όσο δεν πάει. Τρίβει το μέτωπο της.
«Δε χρειάζεται. Χάρη του έκανα.» εξηγεί. Παρόλα αυτά, είναι κάτι που δεν την κάνει να νιώσει καλύτερα. Ένα κομμάτι της εύχεται να το είχε κρατήσει.
«Θεέ μου, έχω κάνει τόσα λάθη!» μονολογεί κρύβοντας το κεφάλι της στα δυο της χέρια, όμως την ακούει. Το τσιγάρο ακόμα καίγεται. Το στομάχι της πονάει φριχτά, νιώθει άρρωστη.
«Εξαιτίας του δεν κράτησες το μωρό;» τρίβει αμήχανα τις παλάμες του στο σκούρο μπλε τζιν του. Έχει ιδρώσει. Την τελευταία φορά που μίλησε τόσο ήρεμα μαζί της ήταν φανατική αντικαπνίστρια και κατά των εκτρώσεων και τώρα, σχεδόν ένα χρόνο μετά, μιλούν για την έκτρωση που έκανε πριν μια εβδομάδα, καπνίζοντας.
'Εσύ δεν είσαι η Αυγή μου.' σκέφτεται.
'Ποια είσαι;'
«Όχι, εκείνος ήθελε να το κρατήσουμε. Κράτα απλά ότι δεν γινόταν.» τραβάει κι άλλη τζούρα. Έχουν μείνει σχεδόν μόνοι τους πια εκεί έξω.
«Αν ήταν δικό σου θα το κρατούσα.» τον αιφνιδιάζει με τα λόγια της, ωστόσο δεν προλαβαίνει να πει κανένας από τους δυο το οτιδήποτε.
Το υγρό που σκαρφαλώνει από το στομάχι στο λαιμό της την κάνει να σκύψει δύο μέτρα πιο πέρα (όσο μπορεί να πάρει τα πόδια της δηλαδή) και για δεύτερη φορά σε ένα βράδυ κάνει εμετό. Ο Νίκος, σβήνει το τσιγάρο του και την πλησιάζει για να της κρατήσει τα μαλλιά, χαϊδεύοντας παράλληλα τη μέση της παρηγορητικά. Ξαφνικά θυμάται γιατί δεν την άφηνε να πίνει. Ένα λεπτό μετά, περνάει τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της καθήμενη ξανά στη θέση της. Σκουπίζει τα χείλη της με την ανάστροφο της παλάμης της.
«Μερικές φορές» κάνει μια παύση απλά για να ρουφήξει λίγο ακόμα από το τσιγάρο που αρνείται να σβήσει.
«σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να μην είχα φύγει ποτέ για Νέα Υόρκη. Πόσο θα ήθελα να είμαι ακόμα η κοπέλα σου, την οποία απατάς με την καλύτερη της φίλη.» εκμυστηρεύεται χωρίς ντροπή. Νιώθει πως έχει πιάσει πάτο και δεν έχει άδικο.
«Αξιολύπητο, έτσι;» γελάει νευρικά. Θέλει να κλάψει, όμως δεν μπορεί.
«Καθόλου.» τη διαβεβαιώνει και το εννοεί. Δεν ξέρει κι ούτε μπορεί να φανταστεί στο εκατό τοις εκατό τι ακριβώς έχει ζήσει η πρώην του μέσα σε ένα χρόνο, μα κάπως, με κάποιο τρόπο ξέρει ότι αυτό που ο ίδιος της έκανε είναι ένα τίποτα. Ακόμα της χαϊδεύει τη μέση. Δεν έχει κάποιον απώτερο σκοπό, θέλει μόνο να την ηρεμήσει.
«Είναι λίγο, το ξέρω. Αλλά δεν είναι το μόνο αξιολύπητο που κάνει αυτή τη χρονιά, έτσι κι αλλιώς.» η εκπνοή της βγαίνει τρεμουλιαστή. Ανασηκώνει τους ώμους της καθώς του μιλάει. Νιώθει καλά που τα λέει σε κάποιον που δεν έχει καμία σχέση με όλο αυτό το χάος.
«Ύστερα, όμως, σκέφτομαι πως αν όντως έμενα εδώ, δεν θα τον είχα γνωρίσει ποτέ. Και ξέρεις κάτι; Ό,τι κι αν έχει γίνει, δεν θα άλλαζα ποτέ τη στιγμή που γύρισα το κεφάλι μου και τον κοίταξα. Ακόμα κι αν με σκοτώνει η σχέση μας, ακόμα κι αν όλη αυτή η τοξικότητα που υπάρχει με λιώνει συνεχώς, δεν μπορώ να με φανταστώ χωρίς αυτόν.» ο κόμπος στο λαιμός της την πνίγει, όμως δεν ελευθερώνεται. Στα λόγια της η καρδιά του σκίζεται.
«Δεν υπάρχω, Νίκο. Μ' ακούς; Δεν. Υπάρχω!» καταλήγει με μια τρομακτική απάθεια σε αυτή τη συνειδητοποίηση.
Το αεράκι που πλανάται ανάμεσα τους δροσίζει ελάχιστα το πρόσωπο της. Οπότε, κλείνει τα μάτια της και το απολαμβάνει λες και είναι η τελευταία φορά που το κάνει αυτό. Το τσιγάρο της έχει σχεδόν τελειώσει.
«Τον αγάπησες.» δεν ρωτάει, απλώς ανακοινώνει. Το βλέμμα του είναι κολλημένο πάνω της. Ασυναίσθητα, εύχεται να μπορούσε να πάρει όλον τον πόνο που αισθάνεται για να την ανακουφίσει. Την αγάπησε πολύ την Αυγή, ακόμα το κάνει κι ας άργησε να το καταλάβει. Την αγάπησε όσο καμία άλλη, την ίδια στιγμή που εκείνη αγαπάει τον Lucas όσο κανέναν άλλον.
Κι αυτό είναι επίπονο.
Τόσο επίπονο.
«Ναι.» ψελλίζει.
«Περισσότερο από 'μένα;» η χαζή του ερώτηση την κάνει να γελάσει. Έχει σφιχταγκαλιάσει την ελπίδα του, καρτερώντας μια αρνητική απάντηση. Το ακούει στη φωνή του.
Η Αυγή, λοιπόν, δίχως όνειρα κι ελπίδα μέσα της, παίρνει την τελευταία τζούρα του τσιγάρου κι ύστερα το σβήνει. Αγκαλιάζει τα γόνατα της και αργά γυρίζει τη ματιά της πάνω του λίγο πριν ψελλίσει την αλήθεια που τόσο καιρό φοβάται να παραδεχτεί μέχρι και στον εαυτό της:
«Περισσότερο απ' όσο αντέχω.» εκπνέει.
«Συγγνώμη που καθυστέρησα, αλλά περίμενα να βγουν τα κορίτσια από την τουαλέτα για να τις χαιρετήσω και όσο περίμενα δείτε ποια συνάντησα!» η Αλεξάνδρα κρατώντας δύο τσάντες και τα κινητά τους τους πλησιάζει και πίσω της περπατάει δειλά-δειλά η Ξένια, της οποίας τα μαλλιά είναι...ξανθά! Ούτε αυτή δείχνει πολύ καλά.
Η Αυγή σουφρώνει τα χείλη της.
«Πάλι αυτή;» παραπονιέται θυμωμένη που τη βλέπει. Όλα από εκείνη ξεκίνησαν! Η κοπέλα σμίγει τα φρύδια ελαφρώς μπερδεμένη. Αυτή τη φορά δεν έχει ιδέα τι της έκανε.
«Παρεμπιπτόντως, φίλησα το αγόρι σου!» της βγάζει τη γλώσσα σαν τυπικό πεντάχρονο, νομίζοντας πως θα την πληγώσει. Η Αλεξάνδρα γουρλώνει τα μάτια σε αυτό που ακούει. Κοιτάει απειλητικά το αγόρι της παρέας.
'Είχες μια δουλειά!'
«Θα σε σκοτώσω!» τον απειλεί έξαλλη, κλωτσώντας τον στο καλάμι με δύναμη. Μορφάζει, βγάζοντας μια κραυγή πόνου και τρίβει το πονεμένο του πόδι. Δεν προλαβαίνει να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
«Δεν είναι το αγόρι μου!» η Ξένια της απαντά, τρίβοντας τα μάτια της. Δεν έπρεπε να πιει τόση βότκα νηστική.
«Κάνε πιο 'κει!» τη σπρώχνει ζαλισμένη χωρίς όρεξη και κάθεται δίπλα της, λίγο αφού στρώσει καλύτερα την άσπρη φούστα της. Στηρίζει το κεφάλι της στην κολόνα δίπλα της και κλείνει για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια της. Όλα γυρίζουν γύρω της.
Της ρίχνει ένα παιδικά εχθρικό βλέμμα, προτού ρίξει το κεφάλι της στον ώμο του Νίκου. Τον αγκαλιάζει σφιχτά λες κι αν τον αφήσει θα της φύγει. Η κολλητή της θέλει να την αρπάξει από τα μαλλιά και να τη σύρει μακριά του. Είναι πολύ ευάλωτη για να κάθεται δίπλα του, ειδικά μετά από αυτό το φιλί που η Αυγή ανέφερε. Κάθεται στα γόνατα μπροστά της.
«Αυγή μου, έλα έφερα τα πράγματα. Σήκω μάτια μου να πάμε στο σπίτι σου!» της χαϊδεύει απαλά τον ώμο, θέλοντας να την πείσει. Αφήνει ένα χασμουρητό, κολλώντας περισσότερο το κορμί της πάνω στον Νίκο.
«Με αυτόν θέλω να γυρίσω.» ψελλίζει νυσταγμένη. Τρια ζευγάρια μάτια γυρνούν να την κοιτάξουν σαστισμένα· μέχρι και η Ξένια ξέχασε τη ζάλη της και έστρεψε την προσοχή της στην παλιά της φίλη.
«Τι;» ρωτούν ταυτόχρονα.
«Θέλω να με γυρίσει ο Νίκος! Είναι καλός μαζί μου, με αγαπάει και με προσέχει! Κι αφού η Ξένια δεν είναι μαζί του πια, το πεδίο είναι ελεύθερο για μέν-» την πιάνει για εκατοστή φορά λόξυγκας. Για εκατοστή φορά γελάει μόνη της· λογικό, μιας που όλοι γύρω της έχουν φρίξει από αυτά που ακούν!
«μένα!» προσθέτει με υφάκι και τουπέ που ανάθεμα κι αν ξέρει η ίδια πού το βρήκε.
«Ω, όχι, όχι όχι, όχι!» η Ξένια σηκώνεται από δίπλα της όσο πιο γρήγορα μπορεί, κοιτώντας με μάτια γουρλωμένα.
«Αυτό είναι λάθος! Επανέλαβε μετά από μένα: Αυτό. Είναι. Λάθος!» ενώνει τις παλάμες της μεταξύ τους μπροστά από το πρόσωπο της, μιλώντας αργά και σταθερά σε μια προσπάθεια να τη συνεφέρει.
Της γελάει με νάζι.
«Αυτή τη δουλειά θα κάνετε τώρα; Θα τον πασάρετε η μια στην άλλη για πλάκα; Γιατί εμένα προσωπικά αυτό δεν μου φαίνεται αστείο!» στη συζήτηση μπαίνει και η Αλεξάνδρα, που σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος. Αν δεν τρελαθεί απόψε, δεν θα το κάνει ποτέ!
«Αν η Αυγή θέλει να με εκμεταλλευτεί εγώ να ξέρετε δεν έχω πρόβλημα!» αστειεύεται, όμως το δολοφονικό βλέμμα των δύο κοριτσιών τον κάνει να ξεροκαταπιεί. Αφήνει μια ανάσα, κουνώντας το κεφάλι του.
«Σκάω!» ανασηκώνει τα χέρια ως ένδειξη παράδοσης, πνίγοντας ένα γελάκι.
«Αν δεν με πάει σπίτι ο Νίκος, εγώ θα μείνω εδώ!» σταυρώνει κι αυτή τα χέρια στο στήθος της, σουφρώνει ακόμα περισσότερο τα χείλη και τους κοιτάει με πείσμα. Ανταλλάσσουν ένα βλέμμα.
«Λοιπόν;» τους πιέζει ένα δευτερόλεπτο μετά.
«Έλα εντάξει, θα έρθω μαζί σας! Εντάξει, Αυγή μου; Μην ανησυχείς!» την καθησυχάζει, καθώς χαϊδεύει με στοργή τα κόκκινα μέχρι τον ώμο μαλλιά της. Του γνέφει θετικά μ' ένα παιδικό αστραφτερό χαμόγελο. Η Αλεξάνδρα ανοίγει το στόμα της να φέρει δέκα διάφορες αντιρρήσεις, όμως ο Νίκος που σηκώνεται και την πλησιάζει τη σταματάει.
«Μέχρι το ταξί θα έρθω και μόλις μπείτε εγώ θα φύγω!» της εξηγεί σιγανά. Πιέζει τα χείλη σε μια ευθεία γραμμή και, περνώντας τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της, γνέφει θετικά. Γυρίζει στην πρώτη (από τις δύο) πρώην κοπέλα του.
«Έλα κορίτσι μου, σήκω να σε πάμε σπίτι!» ζητάει και όντως, μετά από δύο δευτερόλεπτα, η Αυγή σηκώνεται και σαν να μην έχει κατεβάσει μόνη της ένα μπουκάλι ουίσκι, περπατάει με όση άνεση διαθέτει μπροστά τους πάνω στα τακούνια.
Κοιτούν ο ένας τον άλλον με νόημα.
'Δεν θα πάει καλά αυτό.'
Την προλαβαίνουν και την πιάνουν μόλις ένα δευτερόλεπτο προτού περάσει τον μεγάλο πολυσύχναστο δρόμο της παραλιακής του Ηρακλείου, ώστε να βρεθεί απέναντι στην πιάτσα των ταξί, έξω από το Τάλως Πλάζα. Η Αλεξάνδρα ανοίγει την πόρτα και τη σπρώχνει μαλακά για να μπει. Η Αυγή γελάει διασκεδασμένη.
«Πρώτα θα μπει ο Νίκος!» οριακά τους διατάζει, χτυπώντας το πόδι της στο κράσπεδο. Ο ήχος που κάνει το τακούνι της στην ησυχία του χώρου τους ανατριχιάζει κάπως· τους θυμίζει κάποιον ξεχασμένο χτύπο της καρδιάς της. Δυσανασχετούν ταυτόχρονα. Έχουν αρχίσει ήδη να κουράζονται από την ανώριμη συμπεριφορά της.
«Αυγή, ΞΕΚΌΛΛΑ!» την πιάνει από τους ώμους και την κοιτάει στα μάτια έξαλλη. Η κολλητή της χάνει την υπομονή της ολοένα και περισσότερο. Είναι στα πρόθυρα του να βάλει τα κλάματα και με τα νεύρα που έχει να γυρίσει στην Αλικαρνασσό με τα πόδια. Έχουν γίνει κάτι παραπάνω από θέαμα. Ο οδηγός έχει αρχίσει να βαριέται.
«Νομίζω πως ήδη σου είπα να με παρατήσεις!» σπαρταράει σαν το ψάρι έξω από το νερό. Ο κακός και θυμωμένος εαυτός της βγαίνει και πάλι στην επιφάνεια, γεγονός που σοκάρει τους δυο κρυφούς πρώην εραστές. Η Αυγή δεν θα μιλούσε ποτέ έτσι στην Αλεξάνδρα. Ήταν κοινό μυστικό η αδυναμία που έχουν η μια στην άλλη, κάτι που πάντοτε πλήγωνε κάπως την Ξένια· την έκανε να νιώθει εκτός.
«Αυγή μου!» η τρίτη της παρέας κάνει μια προσπάθεια, τραβώντας απαλά τα χέρια της Αλεξάνδρας από πάνω της. Ρουθουνίζει και γυρνάει να την κοιτάξει. Τα κόκκινα μάτια της τής θυμίζουν αίμα.
«Μπες σε παρακαλώ στο ταξί!» τη σπρώχνει κι αυτή όσο πιο μαλακά στο εσωτερικό του οχήματος. Η κοπέλα γραπώνεται από την οροφή κρατώντας αντίσταση. Δεν θέλει να την αγγίζουν.
«Πάρε. Τα. Χέρια. Σου. Από. Πάνω. Μου!» γρυλίζει σαν λύκος που έχει χάσει την αγέλη του και πρέπει να επιβιώσει μόνος του σ' έναν κόσμο σκληρό και άδικο και κακό. Η κοπέλα δυστυχώς δεν την ακούει, αντίθετα προσπαθεί να την ηρεμήσει παρακαλώντας την να χαμηλώσει τον τόνο της φωνής της. Δεν πετυχαίνει. Συνεχίζει να χτυπιέται σαν τρελή. Τα πόδια της τρέμουν από τη σύγχυση.
«Είπα. ΠΆΡΕ ΤΑ ΓΑΜΗΜΈΝΑ ΧΈΡΙΑ ΣΟΥ ΑΠΌ ΠΆΝΩ ΜΟΥ ΤΏΡΑ!» εκρήγνυται κι από τα νεύρα της, τινάζει το πόδι της απότομα κλωτσώντας την στο καλάμι με το δεκάποντο τακούνι της. Μορφάζει και βγάζει μια κραυγή πόνου, λυγίζοντας τα γόνατα της.
«ΑΥΓΉ!» της φωνάζουν ταυτόχρονα, όσο η Ξένια δεν μπορεί να βγάλει μιλιά από τον πόνο.
«Μαλακισμένη!» σφίγγει τα δόντια, προσπαθώντας να μη δακρύσει. Το κόκκινο μπλουζάκι της με τους ανοιχτούς ώμους έχει ζαρώσει. Ο Νίκος περνάει το χέρι του γύρω από τη μέση της και προσπαθεί να την σηκώσει, όμως με το ζόρι μπορεί να σταθεί. Η Αυγή γελάει σαν υστερική, διασκεδάζοντας όσο τίποτα άλλο την απόγνωση τους. Είναι ίσως η πρώτη φορά μετά από καιρό που δεν αισθάνεται η ίδια κάτι τέτοιο.
«Ξένια μπες στο ταξί. Νίκο κι εσύ. Δεν μπορεί να γυρίσει στο σπίτι της έτσι κι εγώ δεν μπορώ να τις κουβαλήσω και τις δύο!» η Αλεξάνδρα τα παρατάει και κυριολεκτικά υποκύπτει στα νάζια της Αυγής, η οποία σχεδόν πανηγυρίζει σε αυτό που ακούει.
Οπότε, με κατεβασμένα μούτρα και εντελώς ξενερωμένοι, μπαίνουν στο ταξί.
(...)
«Ευχαριστούμε πολύ!» πληρώνει και οι πόρτες ανοίγουν.
Πρώτη βγαίνει η Αλεξάνδρα, η οποία τραβάει και στηρίζει την ημιλιπόθυμη Αυγή, της οποίας το στομάχι πονάει φρικτά πολύ. Στη συνέχεια ακολουθεί ο Νίκος, που κρατάει σταθερή την Ξένια που μορφάζει, εξαιτίας του ποδιού της που έχει πρηστεί. Η κλωτσιά ήταν κάτι παραπάνω από δυνατή.
«Λοιπόν!» ψελλίζει, παίρνοντας μια ανάσα ιδρωμένη. Η Αυγή έχει κρεμαστεί πάνω της και το στενό της φόρεμα έχει ανέβει αρκετά.
«Πάρε την τσάντα της, η μπεζ είναι, βγάλε τα κλειδιά και πήγαινε με την Ξένια να ανοίξετε. Άφησε την στον καναπέ, ανοίξτε το έξω φως να βλέπουμε και έλα πάλι να με βοηθήσεις! Δεν μπορώ μόνη μου!» του δίνει οδηγίες τις οποίες ο Νίκος εκτελεί χωρίς παράπονα.
«Εντάξει.» συμφωνεί και, παίρνοντας την τσάντα της πρώην του από τον ώμο της Αλεξάνδρας, περπατάει με την Ξένια στο σκοτεινό στενό δρομάκι.
Η κοπέλα αφήνει την κολλητή της να κάτσει στο κρύο πεζοδρόμιο. Τεντώνεται. Η μέση της υποφέρει! Η Αυγή, λοιπόν, κοιτώντας τον δρόμο μπροστά της παίρνει μερικές βαθιές ανάσες· δεν μπορεί να αναπνεύσει, έτσι αισθάνεται! Προσπαθεί να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά, παρόλο που της είναι δύσκολο. Κάθε φορά που τα βλέφαρά της κλείνουν βλέπει το ίδιο πράγμα: τον James από πάνω της, να τη σκοτώνει με χαμόγελο. Ξανά και ξανά.
«Καν' το να σταματήσει...» ψελλίζει με παράπονο.
Την ακούει και σμίγει τα φρύδια μπερδεμένη. Πλησιάζει και σκύβει στο ύψος της. Κι όσο ψάχνει τη ματιά της, άλλο τόσο η μεθυσμένη αποφεύγει να την κοιτάξει, λες και στο βλέμμα της καθρεφτίζεται το μεγαλύτερο κακό και θέλει να τη σώσει από αυτό.
«Αυγή μου, τι λες;» προσπαθεί να καταλάβει. Η μεγάλη λεωφόρος Ικάρου είναι άδεια και μέσα στη σιγαλιά της νύχτας το μόνο που ακούγεται καθαρά είναι οι βαριές ανάσες της. Τρίβει τα μπράτσα της λες και προσπαθεί να προστατευτεί, κάτι που μπερδεύει κι άλλο την κοπέλα με τα τζίντζερ μαλλιά.
«Σταμάτησε το, σε...σε παρακαλώ...» η φωνή της σπάει. Τα χείλη της τρέμουν. Δεν προλαβαίνει να ρωτήσει ξανά.
«Έχουν περάσει δυο μήνες! Δύο μήνες...πότε θα σταματήσει να με καίει το άγγιγμα του, Άλεξ; Πότε;» της δίνει ακόμα ένα στοιχείο και, αφελώς, νομίζει ότι αναφέρεται στον Lucas. Τα δάκρυα έχουν στεγνώσει στα μάγουλα της που έχουν ερεθιστεί.
«Κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου είναι εκεί και με στοιχειώνει. Πονάω! Μ' ακούς; Τον θυμάμαι να πέφτει πάνω μου και θέλω να ουρλιάξω!» αγριεύει η φωνή της και η ταραχή στα μάτια της είναι εμφανής. Η ραχοκοκαλιά της φίλης της ανατριχιάζει σε αυτό. Της είναι γνώριμο συναίσθημα.
«Με έγδυνε χωρίς να τον νοιάζουν τα κλάματα μου, με άγγιζε λες και του ανήκω! Έμπαινε μέσα μου -μέσα μου!» στις δύο τελευταίες λέξεις σπάει κι άλλο η φωνή της. Θέλει να κλάψει, μα νιώθει ανίκανη μέχρι και αυτό να κάνει πια. Μόνο η χροιά της -αυτός ο σπαραγμός που την έχει αγκαλιάσει, προδίδει πόσο διαλυμένη νιώθει. Κουράστηκε να νιώθει πόνο.
Η Αλεξάνδρα τρομάζει. Σηκώνεται απότομα. Πισωπατεί και νιώθει να ζαλίζεται. Ξαφνικά, η φράση που προηγουμένως της είπε βγάζει νόημα. Μισεί κάποιον από τους φίλους του Lucas, γιατί ένας από αυτούς...τη βίασε. Το αίμα της παγώνει στη συνειδητοποίηση του τι έχει συμβεί. Τα μάτια της βουρκώνουν.
Πόσο λίγα ξέρει κι εκείνη τελικά...
«Ήρθα!» ο Νίκος, που δεν έχει ακούσει κουβέντα, της τραβά την προσοχή και την αναγκάζει να μείνει με πάρα πολλά αναπάντητα ερωτήματα.
«Ωραία.» μουρμουρίζει ανέκφραστη. Φέρνει τα μαλλιά στ' αριστερά του προσώπου της και ύστερα από ένα δευτερόλεπτο ισιώνει το λαδί της φόρεμα στο κορμί της.
«Έλα να την πάμε μέσα.» ξεροβήχει και, μουδιασμένη όπως είναι ακόμα, την σηκώνουν από το πεζόδρομο και με δυσκολία την βάζουν στο σπίτι.
Καθισμένη στον διθέσιο καναπέ βρίσκεται η Ξένια. Στο πόδι της έχει μια πετσέτα με παγάκια, την οποία κρατάει σταθερή εκεί, όσο με το άλλο χέρι κάνει χαδάκια στην Αύρα που κάθεται πάνω της. Πονάει ακόμα πολύ. Μόλις η Αυγή περάσει το κατώφλι, κολλάει την πλάτη της στον τοίχο και βγάζει τα ψηλά παπούτσια της, πετώντας τα κάπου αόριστα στο σπίτι. Κάνει δυο βήματα και πλησιάζει την πόρτα του δωματίου των γονιών της. Στηρίζεται πάνω της και τους κοιτάει αμίλητη. Η Αλεξάνδρα αφήνει μια ανάσα και βολεύεται στο μπράτσο του καναπέ.
«Εγώ με την Αυγή θα κοιμηθούμε στο δωμάτιο του Πέτρου και της Θάλειας, Ξένια εσύ θα πας στο δωμάτιο της Αυγής και ο Νίκος στον καναπέ.» τους χωρίζει σωστά, αλλά το γελάκι της Αυγής τους αναγκάζει να πάρουν μια βαθιά ανάσα και να οπλιστούν με υπομονή.
«Ο Νίκος θα κοιμηθεί μαζί μου!» τους ενημερώνει, χαιρετώντας με νάζι το αγόρι με τα καστανά μάτια που πολλάκις της έκοψαν την ανάσα στο παρελθόν. Η Αλεξάνδρα αρχίζει να βήχει από το σοκ και χρειάζεται να της χτυπήσει λίγο την πλάτη η Ξένια για να συνέλθει. Η μπεκρού στριφογυρίζει τα μάτια στην, κατ' αυτήν, υπερβολική αντίδραση της.
«Είναι φίλος μου, με κάνει να νιώθω ασφαλής και τον θέλω μαζί μου!» χτυπάει με πείσμα το πόδι της στο έδαφος σαν παιδί και όλοι αισθάνονται την ανάγκη να της ρίξουν ένα χεράκι ξύλο.
«Αυγή-» σηκώνει τα χέρια του στο ύψος του στέρνου του με ηρεμία. Αυτή τη φορά προσπαθεί ο Νίκος να της εξηγήσει πως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, μα είναι γελασμένος και μόνο που πιστεύει ότι θα την ηρεμήσει.
«ΛΑΛΑΛΑΛΑ! ΔΕΝ ΑΚΟΎΩ ΤΙ ΛΈΤΕ! ΛΑΛΑΛΑΛΑ!» βάζει τους δείκτες της στ' αυτιά της ουρλιάζοντας σαν παρανοϊκή, με τα μάτια της σφιχτά κλειστά.
Το αγόρι δίπλα της τής κλείνει το στόμα με την παλάμη του, κολλώντας την πάνω του για να μη μπορεί να φέρει αντίρρηση, παρόλο που δεν θα το έκανε έτσι κι αλλιώς. Η κοπέλα, αντίθετα απ' ό,τι πιστεύανε, διπλώνεται στα δύο και ξεσπάει σε τρανταχτά γέλια. Χτυπάει παλαμάκια με τα χέρια της και οριακά πανηγυρίζει χωρίς λόγο.
«Θα σηκώσει τη γειτονιά στο πόδι!» γκρινιάζει απηυδισμένος. Εν τω μεταξύ, η άλλη ακόμα γελάει στην αγκαλιά του!
«Αλεξάνδρα, σου ορκίζομαι, αν κοιμηθώ στο ίδιο κρεβάτι μαζί της δεν θα την αγγίξω! Ούτε καν που θα την πλησιάσω!» προσπαθεί να βρει μια λύση, παρόλο που ούτε και γι'αυτόν είναι εύκολο να κοιμηθεί με την κοπέλα που αγαπάει στο ίδιο κρεβάτι. Τον κοιτάει κουρασμένη.
«Το θέμα δεν είναι αν θα την πλησιάσεις εσύ, το θέμα είναι αν θα σε πλησιάσει αυτή!» τρίβει το μέτωπο της σε μια προσπάθεια να διώξει τον πονοκέφαλο. Αυτό είναι κι επίσημα το χειρότερο βράδυ της ζωής της -ειδικά μετά τα όσα έμαθε. Μα δεν έχει ιδέα. Δεν μιλούν, ξέρουν ότι έχει δίκιο.
«Ξέρετε κάτι; Παραιτούμαι! Αν συνεχίσω να επιμένω απλά θα τους ξυπνήσει όλους!» ούτε λίγο δεν θέλει να την αφήσει, όμως για έναν λόγο που δεν καταλαβαίνει η καλύτερη της φίλη έχει προσκολληθεί στον Νίκο και δεν τον αφήνει για κανέναν λόγο. Σηκώνεται αργά και την πλησιάζει.
«Είσαι σίγουρη ότι θες να κοιμηθείς με τον Νίκο;» ρωτάει με την καρδιά της να τρέμει από ενοχές που την αφήνει.
Γνέφει θετικά πάρα πολύ γρήγορα κι όταν ο Νίκος βγάλει το χέρι του από το στόμα της, η φωνή της ακούγεται: «Θέλω! Θέλω! Θέλω!»
Οι τρεις τους ανταλλάσουν ένα αμήχανο βλέμμα.
«Εγώ με την Ξένια στο κρεβάτι της Αυγής και εσείς οι δύο στο διπλό.» τα παρατάει με κατεβασμένους ώμους. Τσιρίζει και την τραβάει στην αγκαλιά της, όσο της ψελλίζει πάρα πολλά μπερδεμένα ευχαριστώ. Σε δευτερόλεπτα τραβάει τον Νίκο από το χέρι και μπαίνουν στο δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα με δύναμη.
«ΑΝ ΑΚΟΎΣΩ ΚΙΧ ΈΧΩ ΜΠΕΙ ΜΈΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΕΆΚΙ ΔΙΑΛΎΕΤΑΙ!» τους απειλεί με παράπονο, πίσω από την κλειστή λευκή πόρτα. Δεν παίρνει απάντηση. Όταν γυρίσει το κεφάλι της παρατηρεί την Ξένια να της χαμογελάει αμήχανα, λίγο πριν σκύψει το κεφάλι.
Έχουν να πουν πολλά οι δυο τους.
Μέσα στο δωμάτιο η κατάσταση είναι τραγελαφική.
Η Αυγή δίχως να τη νοιάζει πλέον και με κάθε ηθική αναστολή της στα τάρταρα, τραβάει το φόρεμα από πάνω της και μένει με τα εσώρουχα. Του γελάει πονηρά και του κλείνει με νόημα το μάτι, όταν με μια κίνηση ξεκουμπώσει το σουτιέν της. Δεν έχει σκοπό να κάνει κάτι μαζί του, μόνο να ξαπλώσει και να κοιμηθεί, μα είναι κάτι που εκείνος δεν ξέρει. Γουρλώνει τα μάτια φρικαρισμένος.
«ΤΙ ΚΆΝΕΙΣ ΕΚΕΊ ΠΑΙΔΆΚΙ ΜΟΥ;» τρέχει και την πιάνει προτού προλάβει και το πετάξει από πάνω της. Τη γυρίζει πλάτη και την το κουμπώνει βιαστικά κι όταν ακούσει το γάργαρο γέλιο της θέλει να την πνίξει. Τον έχει τρελάνει.
«Κάποτε μου ξεκούμπωνες το σουτιέν όλη την ώρα!» σχολιάζει διασκεδασμένη, αγνοώντας το δωμάτιο που στα μάτια της γυρίζει. Τα επίπεδα αλκοόλης στο αίμα της έχουν πάρει κάθε ίχνος ντροπής που έχει συνήθως μέσα της και το έχουν πατήσει κάτω. Χαμογελάει αχνά όταν δεν τον βλέπει.
«Κάποτε ήσουν η κοπέλα μου και δεν ήσουν μεθυσμένη!» υπενθυμίζει και απομακρύνεται, αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά της.
«Έλα να ξαπλώσεις!» προτείνει και δεν του φέρνει αντίρρηση. Η ζάλη γίνεται αφόρητη κάθε δευτερόλεπτο που περνάει.
Ξαπλώνουν, λοιπόν, και οι δύο κοιτώντας το ταβάνι. Εκείνη με τα μαύρα της εσώρουχα, κι αυτός ντυμένος ακόμα. Θα γδυθεί όταν η κοπέλα κοιμηθεί, με την ελπίδα να ξυπνήσει πρώτος ώστε να ντυθεί ξανά. Η καρδιά του χτυπάει σαν τρελή και δεν ελέγχει τη γλώσσα του όταν ρωτήσει κάτι που τον βασανίζει μήνες τώρα.
«Θα με συγχωρήσεις ποτέ που πήγα με την Ξένια;» ακούγεται το άγχος στη φωνή του. Χαμογελάει.
'Αυτό που έκανες ήταν ένα τίποτα μπροστά σε όλα όσα έχω περάσει αυτή τη χρονιά, Νίκο.'
«Κατά βάθος, σας έχω συγχωρήσει και τους δύο.» ψελλίζει νυσταγμένα.
«Απλά είμαι πολύ εγωίστρια για να το παραδεχτώ!» χαζογελάει σιγανά. Πέφτει και πάλι σιωπή για λίγο.
«Νίκο;» η φωνή της ίσα που ακούγεται. Η όραση της ολοένα και θολώνει.
«Μμ;» κλείνει για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια του. Τον χαλαρώνει αρκετά η παρουσία της.
«Φοβάμαι το σκοτάδι.» παραδέχεται με παράπονο, όμως δεν καταλαβαίνει αυτό που πραγματικά του λέει. Οπότε, απλώνει το χέρι του μέσα στο οποίο εγκλωβίζει το δικό της και με τον αντίχειρα του χαϊδεύει την ανάστροφο της παγωμένης παλάμης της. Ήταν κάτι που έκανε όταν φοβόταν και πάντοτε την ηρεμούσε.
«Κλείσε τα μάτια σου, αγάπη μου. Σε λίγες ώρες ξημερώνει.» σχεδόν της το υπόσχεται. Αφήνει μια ανάσα στην άγνοια του, που συνοδεύεται από ένα πικρό χαμόγελο.
«Το σκοτάδι της ψυχής δεν το καίει το ξημέρωμα.» ψιθυρίζει αινιγματικά προτού αποκοιμηθεί ήρεμα.
Κι αυτή η ηρεμία θα συνεχιστεί μέχρι το πρωί που θα ξυπνήσει.
Παρόν.
Ώρα τέσσερις και μισή το μεσημέρι.
Έχει κρύψει το κεφάλι της μεταξύ γονάτων και στέρνου και εύχεται με όλο της το είναι να ανοίξει τώρα η γη και να την καταπιεί. Το πρόσωπο της έχει κοκκινίσει, τ' αυτιά της βουίζουν, ενώ στο σαλόνι της έχει πέσει σιγή. Και δεν έχει μάθει ακόμα ότι παραδέχτηκε την κακοποίηση της. Η Αλεξάνδρα το απέκρυψε προς το παρόν.
«Αποκλείεται...» μονολογεί έντροπη. Δεν μπορεί να πιστέψει όλα όσα άκουσε.
«Δεν παίζει να έπεσα τόσο χαμηλά! Δεν παίζει να ήθελα να κοιμηθώ με τον Νίκο!» παραπονιέται. Της έκατσε άσχημα αυτό. Θέλει να πάρει φόρα και να χτυπήσει το κεφάλι της στον τοίχο τόσο δυνατά που να σπάσει. Ο Νίκος, από την άλλη, υψώνει το φρύδι.
«Οριακά με βίασες!» την κατηγορεί με ένα χαμόγελο που την εκνευρίζει άνευ προηγούμενου, προκαλώντας ένα γελάκι στις δύο κοπέλες και έναν ήχο σαν κλαψούρισμα στην Αυγή που κρύβεται κι άλλο στα χέρια της. Ντρέπεται τόσο πολύ!
«Δεν ακούω! Δεν ακούω! Δεν ακούω!» γκρινιάζει, κλείνοντας τ' αυτιά της με τις παλάμες της. Αρνείται να πιστέψει ότι βγήκε τόσο εκτός ελέγχου.
«Ξένια χίλια συγγνώμη για την κλωτσιά! Δεν το ήθελα!» μουρμουρίζει λουσμένη στη μετάνοια, κοιτώντας την ενοχικά. Η κοπέλα γελάει.
«Το ήθελες, μήνες τώρα, αλλά εντάξει. Δεν πειράζει, θα ζήσω!» της δείχνει πως είναι όλα καλά και είναι κάτι που η Αυγή εκτιμάει απεριόριστα. Ό,τι κι αν της έκανε, δεν είχε κανένα δικαίωμα να τη χτυπήσει.
«Τέλος πάντων!» ξεροβήχει, πειράζοντας τα ξανθά μαλλιά της. Λίγο μετά που χώρισε με τον Νίκο τα άλλαξε κι αυτά. Δεν της ταίριαζε το κόκκινο και όχι χρωματικά.
«Εγώ πρέπει να φύγω.» σηκώνεται αργά και όσο πιο προσεκτικά μπορεί κάνει δυο βήματα κουτσαίνοντας. Μορφάζει πάλι. Λιγότερο, αλλά μορφάζει.
«Περίμενε να φύγουμε μαζί. Έχω και εγώ διάβασμα!» σηκώνεται ο Νίκος, πιο πολύ για να τη βοηθήσει, και, αφού την αφήσει στο δωμάτιο της Αυγής να ντυθεί, κλειδώνεται κι ο ίδιος στο δωμάτιο των γονιών της. Δέκα λεπτά μετά απόλυτης σιωπής, στέκονται και πάλι μπροστά της άβολα.
«Εμείς φεύγουμε.» την ενημερώνουν για κάτι που ήδη ξέρει. Σηκώνεται από τον καναπέ και προχωράει μέχρι το μπαράκι πριν το χωλ. Το ίδιο μπαράκι που πριν πέντε μήνες ο Lucas την έσπρωξε πάνω του με φόρα για να πιάσει την κοκαΐνη από το μωσαϊκό της πλακάκι. Ο λαιμός της ξεραίνεται στην ανάμνηση και απλά τους χαμογελάει σφιγμένα. Η Ξένια όμως δεν κρατιέται και, δίχως να το σκεφτεί πολύ, σκύβει και αγκαλιάζει την παλιά της φίλη σφιχτά. Παγώνει.
«Να προσέχεις!» ψελλίζει ελαφρώς αγχωμένη. Δεν την έχει ξανά δει ποτέ έτσι.
Ανταποδίδει κάπως πιο μηχανικά.
'Θα προσέχω.'
«Θα τα πούμε!» τρίβει αμήχανα το σβέρκο του όταν οι δύο κοπέλες απομακρυνθούν. Κουνάει το κεφάλι θετικά κι ένα λεπτό μετά η πόρτα ανοίγει και το πρώην ζευγάρι φεύγει. Μένει να κοιτάει το κενό μ' ένα σφίξιμο στο στομάχι.
Δεν θα τα πουν.
Ποτέ ξανά.
Όταν γυρίσει την πλάτη της, το έντονο βλέμμα της Αλεξάνδρας την κάνει να ανατριχιάσει. Της χωρίζει ένα ολόκληρο σαλόνι κι όμως αισθάνεται τα μάτια της να την καρφώνουν σαν μαχαίρι. Καταπίνει αργά.
«Τι;»
«Χθες είπες και κάτι άλλο όσο ήμασταν οι δυο μας. Κάτι που με τρώει από χθες το βράδυ και δεν μπορώ να ησυχάσω.» μιλάει με σταθερή φωνή, μη κουνώντας ούτε ρούπι από τη θέση της στον καναπέ. Την κοιτάει απορημένη, μα κάτι μέσα της της ουρλιάζει πως δεν θέλει να ξέρει. Η Αλεξάνδρα, ξε-σταυρώνει τα πόδια και σκύβει ελάχιστα μπροστά. Δεν σταματάει να την κοιτάει.
«Ποιος σε κακοποίησε σεξουαλικά, Αυγή;» ρωτάει ευθέως, προκαλώντας αυτόματα σύγκρια στην καλύτερη της φίλη που αρχίζει πάλι και τα χάνει. Μορφάζει μόνο που το ακούει. Δεν αντέχει.
«Ποιος ήταν;»
Η ανάσα της μπερδεύεται μεταξύ λαιμού και διαφράγματος και τα μάτια της βουρκώνουν στις εικόνες που ξεπηδούν σαν τρελές απ' το μυαλό της. Και μέσα σε μια στιγμή, το σκοτάδι την καλύπτει απ' άκρη-σ' άκρη μέσα της, ολόκληρη.
Ξανά.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας!
Πάμε στο κεφάλαιο;
Η πουτάνα γίνεται και η πουτάνα λείπει που λέει και η μαμά μου!😂
Θα ήθελα να δω τις εκφράσεις σας όταν η Αυγή ξύπνησε δίπλα στον Νίκο.
ΑΛΛΆ ΡΕ ΠΑΙΔΙΆ!
Ρ Ε Π Α Ι Δ Ι Α !
Θα έβαζα εγώ ποτέ δική ΜΟΥ πρωταγωνίστρια να κάνει σεξ με Νίκο; Καλύτερα να μου κοπεί το χέρι από την ρίζα!!
Έγιναν τόσα πολλά που δεν ξέρω τι να πω, οπότε το αφήνω πάνω σας!
Αυταααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιοοοοςςςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro